KYΠΡΙΑΚΟ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ Υπό Αντιναυάρχου ε.α. Γ. ΔΕΜΈΣΤΙΧΑ Π.Ν.
KYΠΡΙΑΚΟ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Υπό Αντιναυάρχου ε.α. Γ. ΔΕΜΈΣΤΙΧΑ Π.Ν.
Επιτίμου Αρχηγού Στόλου
Με αφορμή τις συνεχιζόμενες συζητήσεις για το Κυπριακό και δημοσιεύματα που δίνουν πληροφορίες για την μέχρι τώρα πορεία τους, είναι ευκαιρία να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις που αφορούν σε γενικά θέματα επί των ήδη συζητηθεισών ενοτήτων αλλά και για αυτές που θα συζητηθούν στο μέλλον. Παράλληλα θα εκφράσουμε απόψεις για εξελίξεις που επηρεάζουν έστω και έμμεσα την λύση που ενδέχεται να βρεθεί.
Θετικό είναι το γεγονός ότι οι συζητήσεις γίνονται απ΄ευθείας μεταξύ του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Τουρκοκύπριου ηγέτη, διότι αυτοί μπορούν να συζητήσουν ειλικρινά και να προχωρήσουν σε λύσεις που αναπόφευκτα θα περιέχουν παραδοχές και συμβιβασμούς υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι πέραν του ρεαλισμού το τελικό αποτέλεσμα θα οδηγεί σε λύση βιώσιμη για να ενώσει ουσιαστικά και δια παντός τις δύο κοινότητες, λύση που δεν θα οδηγήσει στο μέλλον σε αδιέξοδα.
Από τα αναγραφόμενα μέχρι σήμερα στον τύπο προκύπτει ότι οι συζητήσεις προχωρούν μέσα στις γραμμές του Σχεδίου Ανάν με μικρές παραλλαγές. Οι πληροφορίες αφορούν στις : Ομοσπονδιακές αρμοδιότητες, Εκτελεστική εξουσία, Νομοθετική εξουσία, Δικαστική εξουσία, Εξωτερικές σχέσεις, Ομοσπονδιακή εξουσία, και εμφανίζονται αρκετά σημεία σύγκλισης αλλά και ουσιαστικά σημεία διαφωνίας. Αν πράγματι είναι επιθυμητό και από τις δύο πλευρές να βρεθεί λύση θα πρέπει να βελτιωθούν όσα σημεία κρίνονται ότι δεν συμβάλλουν στην λειτουργία του κράτους (και γι΄αυτό εξάλλου το σχέδιο Ανάν απερρίφθη) και να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα των Κυπρίων πολιτών όπως αυτά είναι κατοχυρωμένα και τα απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες στις σύγχρονες Δημοκρατίες.
Η βάση του Δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η εύρυθμη λειτουργία των τριών εξουσιών : Εκτελεστικής, Νομοθετικής, Δικαστικής. Αυτές οι εξουσίες πρέπει να λειτουργούν ώστε τελικά να λαμβάνονται αποφάσεις σε κάθε θέμα. Συνεπώς το σύστημα δεν πρέπει να οδηγεί σε αδιέξοδα ούτε σε επιδιαιτησίες, διότι είναι εύκολο να υπάρξουν ρίξεις και τελικά η λύση να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις και την Κυπριακή Δημοκρατία σε νέες περιπέτειες. Οι διαφωνίες θα πρέπει να βρίσκουν λύσεις μέσα στην Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς παρεμβάσεις ξένων «σοφών» που ασφαλώς θα κατηγορηθούν από κάποια πλευρά για μεροληπτική στάση. Η λύση του Κυπριακού που προωθείται πρέπει να παγιώνει σε όλο τον Κυπριακό λαό την Κυπριακή συνείδηση πρωτίστως και η οποία θα προτάσσεται της Ελληνοκυπριακής ή Τουρκοκυπριακής συνειδήσεως. Η λύση πρέπει να δίδει το αίσθημα στο κάθε άτομο ότι είναι Κύπριος πρώτα απ΄όλα. Αυτή η σύγκλιση δεν μπορεί να αφεθεί να λειτουργήσει αυτόματα και μόνο από τον λαό.
Η σύγκλιση θα πρέπει να βοηθηθεί από τη λύση που θα συμφωνηθεί και κατ΄επέκταση από το Σύνταγμα που θα ψηφισθεί, που θα κατοχυρώνει τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και θα ενώνει όλους του Κυπρίους πολίτες με την έννοια του κοινού συμφέροντος. Αυτή η σύγκλιση πρέπει να προβλέπεται στην κοινή επιλογή των υπευθύνων που θα ηγούνται στις τρεις βασικές εξουσίες. Ως παράδειγμα θα παραθέσουμε την σκέψη για κάθοδο στις εκλογές κοινών κομμάτων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων (όπως αυτό αναφέρεται στα συζητούμενα για την εκλογή Προέδρου – Αντιπροέδρου που θα εκτίθενται μαζί στις εκλογές και θα προέρχονται από διαφορετική κοινότητα). Η υποχρεωτική εκλόγιμη ποσόστωση μεταξύ των αντιπροσώπων των δύο κοινοτήτων σε κάθε κόμμα τόσο στη Γερουσία όσο και στην Κάτω Βουλή, εκτιμάται ότι θα βοηθούσε στην προσέγγιση όλου του λαού αφού η κοινή ιδεολογία ή ακόμα και το κοινό συμφέρον των εκλεγομένων θα έφερνε πιο κοντά όλους δηλαδή τόσο τους εκλεγόμενους όσο και τον λαό που θα τους ψήφιζε. Η μίξη σε αυτό το επίπεδο, αλλά και σε άλλα επίπεδα όπως για παράδειγμα στην τοπική αυτοδιοίκηση, θα βοηθούσε τον λαό να έλθει πιο κοντά και προοδευτικά να βάλει σε δεύτερη μοίρα την κοινοτική προέλευση κάθ’ ενός.
Πάντως εάν δεν δημοσιοποιηθεί το επίσημο τελικό κείμενο δεν είναι δυνατό κανείς να σχολιάσει και να αξιολογήσει την προωθούμενη λύση και κατά πόσον αυτή είναι επ΄ωφελεία της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατοχυρώνει για όλους τους Κυπρίους τα δύο βασικά συμφέροντα : Εθνική Κυριαρχία και Ευημερία.
Στο επόμενο διάστημα ασφαλώς θα συζητηθούν δύο επίμαχα θέματα που η συμφωνία τους θα είναι αποφασιστική για τη λύση του Κυπριακού : το εδαφικό / περιουσιακό και η αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων.
Οι πρόνοιες του σχεδίου Ανάν σε ότι αφορά και τα δύο θέματα περιλαμβάνουν ορισμένα εποικοδομητικά σημεία που είναι δυνατόν να χρησιμεύσουν στις συζητήσεις.
Σε ότι αφορά το εδαφικό / περιουσιακό, η επιδίωξη ασφαλώς θα πρέπει να είναι, για τους πολίτες και των δύο κοινοτήτων, η δυνατότης πλήρους αποκαταστάσεως των ιδιοκτησιακών τους δικαιωμάτων, η δυνατότης ελευθέρας εγκαταστάσεως ως και η επαναφορά ορισμένων περιοχών (π.χ. Μόρφου, Αμμόχωστος) στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Θα είναι αδιανόητο να λειτουργήσει οιαδήποτε λύση που δεν θα προβλέπει βασικές αρχές δικαίου ως τα προνόμια της ιδιοκτησίας και της ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης. Συγχρόνως η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων θα σημάνει το νέο ξεκίνημα για όλη την Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς άμεσες ή έμμεσες απειλές για τους πολίτες. Εγγυήσεις ασφαλείας είναι δυνατόν να αναληφθούν σε πρώτη φάση από Νατοϊκές ή Ευρωπαϊκές δυνάμεις, ενώ προοδευτικά η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να σχεδιάσει και να αναπτύξει τις δικές της Ένοπλες Δυνάμεις που θα εξασφαλίζουν την εθνική της κυριαρχία όπως αυτό πραγματοποιείται από όλες τις χώρες του κόσμου.
Η είσοδος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ αποτελεί ένα ισχυρό προνόμιο για όλους τους κατοίκους σε πολλά επίπεδα και κυρίως, επί του παρόντος, το οικονομικό. Η αναπόφευκτη εμβάθυνση της ΕΕ και στους άλλους πυλώνες (ως Κοινωνικούς και Ασφάλειας) αυτόματα θα αναβαθμίζει και την ποιότητα λειτουργίας της ΕΕ. Θα πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένη την αρωγή της ΕΕ που, ως είναι ευνόητο, μέσα στην προάσπιση των συμφερόντων της, να επιθυμεί την κατοχύρωση των δικαιωμάτων κάθε χώρας και πολίτου, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως της Κύπρου και των Κυπρίων.
Στην επιτάχυνση όμως για την εξεύρεση της λύσεως αλλά και στο περιεχόμενο αυτής αποφασιστικό ρόλο θα παίξουν οι ΗΠΑ, η Τουρκία και η Ελλάδα, χωρίς βέβαια να παραβλέπεται η επιρροή της Ρωσίας που παραμένει μέχρι σήμερα σταθερή στη θέση της για βιώσιμη λύση στο Κυπριακό.
Οι ΗΠΑ έχουν επανειλημμένα δηλώσει ότι επιθυμούν μία λύση για το Κυπριακό επιδιώκοντας συγχρόνως κάποια εξομάλυνση στις σχέσεις των Νατοϊκών τους εταίρων Ελλάδος-Τουρκίας. Ανεξάρτητα από αυτή τη στάση, οι ΗΠΑ έχουν άλλες υψηλές προτεραιότητες για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Ανατολικής Μεσογείου, που επιγραμματικά είναι :
- Αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και προσέγγιση με το Ισλάμ.
- Ομαλή αποχώρηση από το Ιράκ την προσεχή διετία.
- Επιτυχή κατάληξη των επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν (το σημείο μάλιστα τούτο αποτελεί υψηλή προτεραιότητα για τον πρόεδρο Ομπάμα).
- Επίλυση του Παλαιστινιακού.
- Ομαλοποίηση των σχέσεων με Ιράν.
- Εξασφάλιση ασφαλών οδών διελεύσεως των ενεργειακών αγωγών από τις χώρες της Κεντρικής Ασίας προς την Ανατολική Μεσόγειο, παρακάμπτοντας Ρωσικά εδάφη.
Για την προώθηση των παραπάνω θεμάτων οι ΗΠΑ επιθυμούν να έχουν προθύμους κατάλληλους συμμάχους που θα τους συνδράμουν αναλόγως και έχουν στραφεί προς τούτο τόσο στην ΕΕ όσο και το ΝΑΤΟ για πολιτική στήριξη αλλά και ειδικά για τις επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν για ενίσχυση με στρατιωτικές δυνάμεις. Παράλληλα οι ΗΠΑ προσέγγισαν με την Τουρκία λαμβάνοντας υπόψιν ότι η Άγκυρα είναι δυνατόν να παίξει σημαντικό ρόλο για όλες τις αμερικανικές επιδιώξεις στην περιοχή με δεδομένο μάλιστα ότι η Τουρκία έχει αναπτύξει πολυδιάστατη πολιτική ώστε να αναβαθμισθεί ουσιαστικά στο μέλλον σε περιφερειακή δύναμη. Δεν ήταν τυχαίο που ο Πρόεδρος Ομπάμα διάλεξε την Κωνσταντινούπολη ως τον ιδανικό τόπο για να διακηρύξει την επιθυμία του για πιο μετριοπαθή στάση έναντι του Ισλάμ.
Με αυτόν τον αναβαθμισμένο ρόλο η Τουρκία αποτελεί Στρατηγικό εταίρο για τις ΗΠΑ που ίσως μάλιστα δεν θα διστάσουν να κάνουν υποχωρήσεις σε άλλες εθνικές επιδιώξεις που έχει η Άγκυρα.
Η επίλυση του Κουρδικού και η μη δημιουργία ανεξάρτητου Κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ, αποτελούν υψηλή προτεραιότητα για την Τουρκία και βασική επιδίωξή της να τα επιλύσει. Η ένταξη της χώρας στην ΕΕ περιλαμβάνεται στις κύριες επιδιώξεις της Άγκυρας αλλά όχι και μονόδρομο αφού ίσως μία ειδική σχέση με την Ευρώπη δυνατόν να εξασφαλίσει στην Τουρκία όλα σχεδόν τα προνόμια που έχουν οι ενταγμένες χώρες στην ΕΕ.
Πάντως η Τουρκία πρέπει να λαμβάνει υπόψιν ότι είτε πρόκειται να ενταχθεί είτε να αποκτήσει ειδική σχέση με την ΕΕ, ο δρόμος περνά και από την Ελλάδα και την Κύπρο και κατά συνέπεια σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να καλύψει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα δείχνουν ότι δεν έχει διεκδικήσεις έναντι των κυριαρχικών δικαιωμάτων των δύο χωρών.
Παράλληλα με την ανάδειξη της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη και προνομιακό εταίρο των ΗΠΑ και ΕΕ, η Άγκυρα προωθεί και τις λοιπές επιδιώξεις της που για την Ελλάδα αφορούν στις διεκδικήσεις στο Αιγαίο αλλά και την προώθηση των προϋποθέσεων για μελλοντικές διεκδικήσεις στην Θράκη. Ενώ για το Κυπριακό εξακολουθεί να δείχνει αδιαλλαξία τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
Μέσα στο ανωτέρω σκηνικό η Ελλάδα έπρεπε ήδη να έχει αναπτύξει πρωτοβουλίες που θα αναδεικνύουν τη σημασία της λόγω της σημαντικής θέσεώς της στην περιοχή των Νοτίων Βαλκανίων και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η καλλιέργεια των παραδοσιακών σχέσεων με τις Αραβικές χώρες της δίδει το δικαίωμα για ουσιαστική συμμετοχή σε θέματα που τις απασχολούν. Η Στρατηγική θέση της Ελλάδος, σε οιεσδήποτε πρωτοβουλίες αναπτυχθούν στην περιοχή από ΝΑΤΟ-ΕΕ, παραμένει ισχυρή, ενώ ο άξων Ελλάδος-Κύπρου αποτελεί ουσιαστική οδό για επιχειρήσεις στην περιοχή όπως απεδείχθη στο παρελθόν (πόλεμοι στο Ιράκ, επιχειρήσεις στο Λίβανο).
Παράλληλα η Αθήνα θα πρέπει να αντιλαμβάνεται τις προτεραιότητες των συμμάχων και εταίρων και να συμμετέχει ουσιαστικά σε αποστολές που αποφασίζονται από ΝΑΤΟ – ΕΕ. Η συμμετοχή αυτή πρέπει να είναι αξιόπιστη και χωρίς υπεκφυγές. Είναι γεγονός ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις κάθε χώρας αποτελούν ουσιαστικό παράγοντα στην άσκηση της Εξωτερικής Πολιτικής. Σήμερα υπό το πρίσμα της προτεραιότητος του προέδρου των ΗΠΑ για το Αφγανιστάν, η Ελλάδα θα έπρεπε να μελετήσει την εκεί αποστολή κάποιων μαχίμων στρατιωτικών τμημάτων και μέσων, προκειμένου να αναβαθμίσει την αξιοπιστία της ως εταίρος στο ΝΑΤΟ, αλλά και να αποκτήσει πιο δυνατή φωνή στην υπεράσπιση των δικαίων της αλλά και στην προώθηση των εθνικών συμφερόντων της.