2014-04-16. Νέο επικίνδυνο μέτωπο υπό εξέλιξη στην Ουκρανία
Οι πρόσφατες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στην ανατολική Ουκρανία με τη συμμετοχή ενόπλων διαδηλωτών, σηματοδοτούν μια πιθανή νέα επικίνδυνη φάση στη συνεχιζόμενη ουκρανική κρίση. Ένα νέο μέτωπο διαφαίνεται να ανοίγει, με απρόβλεπτες συνέπειες για την ίδια την χώρα, τις εμπλεκόμενες δυνάμεις και το γεωπολιτικό ανταγωνισμό – εάν η κρίση δεν επιλυθεί.
Είναι γεγονός ότι από την έναρξη της ουκρανικής κρίσης και τις φιλοδυτικές κινητοποιήσεις στη δυτική Ουκρανία κατά του τότε προέδρου Βίκτωρα Γιανουκόβιτς – ευνοούμενου της Μόσχας – υπήρχαν αντίστοιχες φιλορωσικές διαδηλώσεις στις νότιες και ανατολικές περιοχές. Οι εκδηλώσεις αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προέκταση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ δυτικών δυνάμεων (ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ) από τη μια, και Ρωσίας, από την άλλη. Σ’ αυτό τον ανταγωνισμό, που συνεχίζει έως σήμερα, οι δυτικοί επιδιώκουν να θέσουν την Ουκρανία στη δική τους σφαίρα επιρροής, ενώ η Μόσχα προσπαθεί να διατηρήσει και ενισχύσει τον έλεγχο της σε μια περιοχή υψίστης σημασίας για την άμυνα και την ασφάλεια της. Η ανακήρυξη ανεξαρτησίας στην Κριμαία και η ενσωμάτωση της στη Ρωσία αλλά και οι κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ, ως αντίποινα κατά της Μόσχας, αποτελούν έκφραση της αντιπαράθεσης αυτής.
Εκείνο που ξεχωρίζει στις τελευταίες διαδηλώσεις στις φιλορωσικές περιοχές κατά της «πραξικοπηματικής» κυβέρνησης του Κιέβου – όπως την χαρακτηρίζουν οι Ρώσοι – είναι: Πρώτο, η συμμετοχή «εκπαιδευμένων» ενόπλων στην προσπάθεια των διαδηλωτών να καταλάβουν τα κτίρια διοικήσεως, όπως συνέβηκε στη διάρκεια των φιλοδυτικών διαδηλώσεων κατά του προέδρου Γιανουκόβιτς στο Κίεβο μέχρι την ανατροπή του. Δεύτερο, οι ρωσόφιλοι διαδηλωτές ακολουθώντας το παράδειγμα της Κριμαίας, απεύθυναν έκκληση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις 11 Μαΐου για ανακήρυξη ανεξαρτησίας, καλώντας ταυτόχρονα τη Ρωσία να αποστείλει ειρηνευτική δύναμη για την προστασία τους.
Το σκηνικό αυτό, όπως διαμορφώνεται στις ανατολικές περιοχές, είναι εν δυνάμει επικίνδυνο. Η κυβέρνηση του Κιέβου ισχυρίζεται ότι οι διαδηλώσεις αποτελούν μέρος «σχεδίου αποσταθεροποίησης» στην ανατολική Ουκρανία υπονοώντας ότι συντονίζονται από τη Μόσχα, η οποία θα αξιοποιούσε κάθε δυνατό μοχλό πίεσης για να οδηγήσει τις εξελίξεις προς τη δική της κατεύθυνση. Γι αυτό και οι ουκρανικές δυνάμεις ασφαλείας απέφυγαν να δράσουν κατά των ρωσόφιλων και οπλοφόρων διαδηλωτών – για να μη δώσουν λαβή στη Ρωσία να αντιδράσει. Εξάλλου είναι πολύ νωπές οι προειδοποιήσεις του Ρώσου υπουργού Εξωτερικό Σεργκέι Λαβρόφ ενάντια στη χρήση οποιασδήποτε βίας κατά των ρωσόφιλων διαδηλωτών.
Η Ρωσία διατηρεί αρκετές στρατιωτικές δυνάμεις στα ουκρανορωσικά σύνορα, γεγονός που στα μάτια των δυτικών καταμαρτυρεί την ύπαρξη επεμβατικών προθέσεων. Εκτιμάται ότι υπάρχουν εκεί πέραν των 40.000 ρωσικών στρατευμάτων, με την απαιτούμενη αεροπορική και λογισμική υποστήριξη, έτοιμα με μικρή προειδοποίηση να αναλάβουν δράση. Ο δε Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Αντέρς Φογκ Ρασμούσσεν, προειδοποιεί τη Μόσχα ότι θα είναι «ιστορικό λάθος με σοβαρές συνέπειες» να επέμβει. Από την άλλη, ο Σεργκέι Λαβρόφ αρνείται οποιαδήποτε ανάμιξη στα γεγονότα και κατηγορεί τους δυτικούς ότι ευθύνονται για την κατάσταση στην Ουκρανία και ότι «προσπάθησαν να την εξαναγκάσουν να επιλέξει μεταξύ ανατολής και δύσης».
Βέβαια, για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους είναι απομακρυσμένο το ενδεχόμενο η Ρωσία να εισβάλει και να θέσει υπό κατοχή ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας. Αυτό αποτελεί αρκετά προχωρημένο και δαπανηρό σενάριο. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλεισθεί κάποιου βαθμού συγκαλυμμένη ή και ανοικτή στρατιωτική ανάμιξη της Ρωσίας, ανάλογα με τη σοβαρότητα των εξελίξεων, ιδίως εάν το ρωσικό στοιχείο ή οι ρωσόφιλοι υποστηριχτές της βρεθούν στο στόχαστρο επιθέσεων.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους, κι ενόσω οι δυτικοί και η ίδια η μεταβατική κυβέρνηση του Κιέβου δεν συμβιβάζονται σε μια διευθέτηση με τη Μόσχα, που να ικανοποιεί τις ανάγκες ασφάλειας της Ρωσίας, η κρίση θα συνεχίσει να υφίσταται. Ήδη οι πρόσφατες αναταραχές στην ανατολική Ουκρανία έδειξαν ότι μετά την Κριμαία υπάρχει εν δυνάμει ο κίνδυνος η περιοχή αυτή να εξελιχθεί στο επόμενο πεδίο μιας μακράς και καταστροφικής εμφύλιας σύγκρουσης, με περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ – Ρωσίας και σοβαρές επιπτώσεις στη διεθνή ασφάλεια και οικονομία.