2015-07-17. Ο ρόλος των υποβρυχίων του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-1941)
Αδιαμφισβήτητα η ύπαρξη στόλου υποβρυχίων σε κάθε κυρίαρχο κράτος αποτελεί σημαντικό αποτρεπτικό, αμυντικό και επιθετικό παράγοντα για τη διασφάλιση των ζωτικών εθνικών συμφερόντων και την επίδειξη θαλάσσιας ισχύος σε εθνικό, συμμαχικό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο. Η Ελλάδα υπήρξε πρωτοπόρος χώρα στη δημιουργία στολίσκου υποβρυχίων με την αγορά του υποβρυχίου «Noderfeld 1» κατά το έτος 1885 από τη Σουηδία και εν συνεχεία με την αγορά δύο (2) υποβρυχίων από τα ναυπηγεία «Schneider Toulon» της Γαλλίας κατά το έτος 1910. Τα δύο αυτά υποβρύχια (καταδυόμενα σύμφωνα με την τότε ναυτική ορολογία) εντάχθηκαν στο Στόλο με τις ονομασίες «ΔΕΛΦΙΝ» και «ΞΙΦΙΑΣ». Μάλιστα η αποτυχημένη τορπιλική επίθεση του «ΔΕΛΦΙΝ» κατά του Τουρκικού καταδρομικού «ΜΕΤΖΗΔΙΕ» στις 9/12/1912 αποτελεί την πρώτη εμπλοκή υποβρυχίου σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Τα έτη 1925 και 1927 οι τότε ελληνικές κυβερνήσεις προέβησαν στην παραγγελία συνολικά έξι (6) υποβρυχίων για ακόμη μία φορά από Γαλλικά ναυπηγεία. Τα υποβρύχια ονοματίστηκαν και έλαβαν πλευρικό κωδικό ως εξής:
– ΚΑΤΣΩΝΗΣ Υ1
– ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ Υ2
– ΠΡΩΤΕΥΣ Υ3
– ΝΗΡΕΥΣ Υ4
– ΤΡΙΤΩΝ Υ5
– ΓΛΑΥΚΟΣ Υ6
Τα γερασμένα και ξεπερασμένα (εν έτει 1940) αυτά σκάφη θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τον πολυάριθμο και σύγχρονο Ιταλικό στόλο μετά την έκρηξη των Ελληνοϊταλικών εχθροπραξιών στις 28 Οκτωβρίου 1940.
Κατά την έναρξη του πολέμου της 28ης Οκτωβρίου 1940, όλα τα υποβρύχια του Ελληνικού στόλου ήταν έτοιμα για τη διεξαγωγή περιπολιών πλην του «ΓΛΑΥΚΟΣ» το οποίο ευρισκόταν δεξαμενισμένο λόγω της μακροχρόνιας επισκευής του. Τα πρώτα Υ/Β που απέπλευσαν από το ναύσταθμο της Σαλαμίνας ήταν τα «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» και «ΝΗΡΕΥΣ» τα οποία διατέθηκαν προς απόκρουση πιθανής αποβατικής ενέργειας στις προσβάσεις του Πατραϊκού κόλπου. Η πρώτη επιτυχία ήλθε μετά τον εντοπισμό και την πυρπόληση από το Υ/Β «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» του μικρού πετρελαιοκίνητου σκάφους «ANTOINETTA» του οποίου κατασχέθηκαν τα ναυτικά έγγραφα από τον κυβερνήτη του υποβρυχίου Πλωτάρχη Μιλτιάδη Ιατρίδη. Με τη μελέτη των συλλέχτηκαν χρήσιμες πληροφορίες για το πρόγραμμα των Ιταλικών νηοπομπών προς το λιμάνι του Αυλώνα. Στις 24/12/1940 το Υ/Β «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» επιτέθηκε εναντίον Ιταλικής νηοπομπής βυθίζοντας το φορτηγό «FIRENZE». Εν συνεχεία αποφεύγοντας τις ανθυποβρυχιακές ενέργειες των ιταλικών αντιτορπιλικών επέστρεψε στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας στις 27/12/1940. Το εν λόγω πολεμικό επεισόδιο έλαβε μεν τεράστιες διαστάσεις προβολής από τα Μ.Μ.Ε. της εποχής, δυσανάλογες προς το πραγματικό επίτευγμα του εν λόγω υποβρυχίου, εξύψωσε δε σε σημαντικό βαθμό το ηθικό του Ελληνικού Λαού και των Ενόπλων Δυνάμεων.
Το υποβρύχιο «ΚΑΤΣΩΝΗΣ» εκτελώντας περιπολία στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Πρίντεζι και Δυραχχίου εντόπισε και βύθισε με βολές πυροβόλου το ιταλικό πετρελαιοφόρο «QUINTO» στις 31/12/1940. Επίσης άλλο σημαντικό γεγονός υπήρξε η βύθιση του Ιταλικού μεταγωγικού «SARDEGNA» από το υποβρύχιο «ΠΡΩΤΕΥΣ» την 29η Δεκεμβρίου 1940 ανοικτά του κόλπου του Αυλώνας. Η επιτυχία αυτή επισκιάστηκε όμως από τη βύθιση αμέσως μετά του Ελληνικού Υ/Β από το Ιταλικό τορπιλοβόλο «ANTARES» με εμβολισμό και ρίψη βομβών βάθους. Το υποβρύχιο «ΤΡΙΤΩΝ» στις 26/3/1941 επιτέθηκε εναντίον ιταλικής νηοπομπής βυθίζοντας το Ιταλικό οπλιταγωγό «CARNIA» ανοικτά του κόλπου του Δυρραχίου. Ακολούθησε έντονη ανθυποβρυχιακή δραστηριότητα η οποία δεν έπληξε το «ΤΡΙΤΩΝ».
Αυτές είναι περιληπτικά οι επιτυχίες των Ελληνικών υποβρυχίων εναντίον Ιταλικών στόχων μέχρι και τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς. Μετά τη συνθηκολόγηση οι εναπομείνασες μονάδες επιφανείας και τα εναπομείναντα υποβρύχια κατέπλευσαν στην Κρήτη και εν συνεχεία στην Αλεξάνδρεια όπου και συνέχισαν τον αγώνα εναντίον των Δυνάμεων του Άξονος στο πλευρό των Συμμαχικών Δυνάμεων.
Τα ελληνικά υποβρύχια κατά το έτος 1940 είχαν υπερβεί κατά πολύ τα όρια της επιχειρησιακής τους ζωής και ήταν ξεπερασμένα τεχνολογικά σε σχέση με τα βρετανικά και γερμανικά υποβρύχια. Είχαν αρκετά μειονεκτήματα όπως :
Έλλειψη ραντάρ, ραδιογωνιομέτρου και υπολογιστή τορπιλών .
Χαμηλή ταχύτητα επιφανείας και μειωμένο βάθος κατάδυσης.
Πολύπλοκα εξωτερικά όργανα σε απευθείας έκθεση στο νερό με αποτέλεσμα τις συνεχείς τους βλάβες.
Ευπαθή θαλασσέρματα εκτός του ανθεκτικού σκάφους.
Μη αναδίπλωση πηδαλίων κατάδυσης με αποτέλεσμα τη συχνή βλάβη τους από έντονο κυματισμό κατά την πλεύση στην επιφάνεια.
Έλλειψη συστήματος αφανούς εκτόξευσης τορπιλών με αποτέλεσμα η ελάφρυνση της πλώρης μετά την έξοδο της τορπίλης να εμφανίζει έστω και στιγμιαία την πλώρη του Υ/Β στην επιφάνεια. Αυτό ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για τη βύθιση του Υ/Β «ΠΡΩΤΕΥΣ» στις 29/12/1940.
Η τότε κυβέρνηση ΜΕΤΑΞΑ είχε ρίξει όλο το βάρος στην αναδιοργάνωση του Στρατού Ξηράς διαθέτοντας ελάχιστες πιστώσεις για το Ναυτικό με αποτέλεσμα η βιωσιμότητα και η μαχητική ικανότητα των απηρχαιωμένων αυτών μονάδων να στηρίζεται στην άριστη εκπαίδευση του προσωπικού, στη γενναιότητά του και στην εφαρμογή ανορθόδοξων επισκευαστικών πρακτικών λόγω της έλλειψης ανταλλακτικών. Τα ελληνικά υποβρύχια παρουσίαζαν συχνά μηχανολογικά και άλλης φύσεως προβλήματα κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δραστηριότητας με αποτέλεσμα να επιστρέφουν πολλές φορές άπρακτα στη βάση. Γίνεται έτσι φανερό ότι αν υπήρχε έγκαιρη μέριμνα για προμήθεια νέων υποβρυχίων και εκσυγχρονισμού των ήδη υπαρχόντων Υ/Β το Ε.Β.Ν. θα είχε κατορθώσει ακόμη περισσότερα πλήγματα κατά των Ιταλικών μονάδων θαλάσσης αποδεκατίζοντας τις Ιταλικές νηοπομπές και ελαφρύνοντας ακόμη περισσότερο το βάρος που κλήθηκε να σηκώσει ο στρατός ξηράς στο Αλβανικό Μέτωπο ( τρανό παράδειγμα η δράση των γερμανικών «U boats» στον Ατλαντικό εναντίον βρετανικών και αμερικανικών νηοπομπών ).
Το ναυτικό παρέμενε ανεπαρκώς εξοπλισμένο διότι εθεωρείτο από πολλούς κυβερνητικούς αξιωματούχους ως όπλο «πολυτελείας» με περιορισμένη χρησιμότητα σε μία σύρραξη. Ένας ακόμη λόγος που το ναυτικό είχε περάσει σε «δεύτερη μοίρα» ήταν το ότι είχε πρωτοστατήσει στο «δημοκρατικό» κίνημα του 1935 με αποτέλεσμα να χάσει πολλά αξιόλογα στελέχη του από τις μετέπειτα εκκαθαρίσεις στελεχών και να «παραγκωνιστεί» ως όπλο από την τότε κυβέρνηση ΜΕΤΑΞΑ κάτι που φαίνεται από το γεγονός ότι πριν την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παραγγέλθηκαν μόνο δύο (2) νεότευκτα αντιτορπιλικά προς ενίσχυση του στόλου. Θα έπρεπε να είχε γίνει κατανοητό όμως από την τότε κυβέρνηση ότι η Ελλάδα ως κατεξοχήν ναυτική χώρα θα έπρεπε να διαθέτει και ισχυρό, άριστα εξοπλισμένο στόλο πέραν των ισχυρών οχυρών για να αποτελέσει αποτελεσματικό ανάχωμα στον Ιταλικό επεκτατισμό αλλά και να διαφυλάξει την ακεραιότητα των θαλάσσιων συνόρων και να εξασφαλίσει την ομαλή διεξαγωγή των θαλάσσιων μεταφορών από την επιβουλή κάθε εν δυνάμει αντιπάλου.
Η συμμετοχή, η δράση και το απαράμιλλο θάρρος που επέδειξαν τα πληρώματα των ως άνω αναφερθέντων υποβρυχίων, το γεγονός ότι κλήθηκαν να υπερασπιστούν την τιμή και την αξιοπρέπεια της Ελλάδος ενάντια στα άλογα σχέδια του Άξονα χρησιμοποιώντας τα πενιχρά μέσα που διέθεταν, πρέπει να αποτελούν οδοδείκτη θάρρους και εθνικής υπερηφάνειας για όσους υπερασπίζονται σήμερα την πατρίδα από ίδιες ή παρόμοιες θέσεις.
Πηγές :
-Γκαλών Δ., (2015) . Απώλειες της ελληνικής ναυτιλίας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, http://historisches-marinearchiv.de
-Κολοβός Γ. (2009). Η δράση του Ελληνικού Ναυτικού ( Πολεμικού, Αντάρτικου και Εμπορικού ) κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, 2009, http://media.myebooks.gr
-Μαδώνης Α., Μαστρογεωργίου Γ. (2010) . Ελληνικά Υποβρύχια 1885- 2010, Κλειδάριθμος, Αθήνα 2010