2015-12-23. Ενδεχόμενη επαναπροσέγγιση Τουρκίας- Ισραήλ, το διεθνές περιβάλλον και οι θέσεις της Ελλάδος
Έχουν πυκνώσει την τελευταία εβδομάδα τα δημοσιεύματα που αναφέρονται σε μια επικείμενη επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με το Ισραήλ. Ως αίτια της πιθανής εξομάλυνσης των σχέσεων αναφέρονται τα ενεργειακά ζητήματα και η ενεργός εμπλοκή της Ρωσίας στη Συρία, εξελίξεις που αμφότερες δημιουργούν νέα δεδομένα στις ισορροπίες της περιοχής. Φυσικά από τα δημοσιεύματα δεν λείπουν οι ανησυχίες για το μέλλον των τριμερών σχέσεων Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ ενόψει ενός επαναπροσδιορισμού σχέσεων και συμμαχιών. Συγχρόνως όμως και για άλλη μια φορά αναδεικνύεται, η εκ μέρους των ελληνικών ΜΜΕ μονόπλευρη και απλουστευμένη αντιμετώπιση των πολύπλοκων διεθνών ισορροπιών υπό το πρίσμα ενός «παιχνιδιού μηδενικού αθροίσματος-zero-sum game» ή των ακραίων επιλογών «φίλος ή αντίπαλος».
Ορθώς τα δημοσιεύματα επισημαίνουν τους παράγοντες ασφάλειας και τα ενεργειακά ζητήματα ως καθοριστικά για τη χάραξη της πολιτικής των δυνάμεων (μικρών, μεσαίων και μεγάλων) στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Την τελευταία πενταετία η ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες εξερευνητικές προσπάθειες και τα σχέδια μεταφοράς της ενέργειας έχουν αναβαθμίσει τη στρατηγική σημασία της περιοχής. Ορισμένοι όμως αναλυτές, υπερβολικά κατά τη γνώμη μου, αποδίδουν την εντεινόμενη αναταραχή μονομερώς στους ενεργειακούς ανταγωνισμούς αγνοώντας μακροχρόνιες εθνοτικές και θρησκευτικές αντιπαλότητες, ανεπιτυχείς περιφερειακές διευθετήσεις, διλήμματα ασφαλείας και ανακατανομές ισχύος.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τις πληροφορίες περί προσπαθειών επανεκκίνησης των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ. Ως γνωστόν, η κορύφωση της ρήξης επήλθε το 2010 με την ισραηλινή αιματηρή επέμβαση στο τουρκικό σκάφος «Mavi Marmara» που προσπάθησε μαζί με άλλα σκάφη να διασπάσουν τον αποκλεισμό της Γάζας. Ενδείξεις επιδείνωσης των σχέσεων είχαν εμφανιστεί και νωρίτερα ως μέρος της πολιτικής ατζέντας του ΑΚΡ (1) και της προσπάθειας προσέγγισης του προς τα μουσουλμανικά κράτη. Με τα επεισόδια του 2010 διερράγησαν οι σχέσεις των δύο χωρών με αποτέλεσμα μέχρι και την επί μακρό χρονικό διάστημα (πενταετία) απόσυρση των πρεσβευτών από τις δύο πρωτεύουσες, γεγονός ασυνήθιστο για χώρες μη ευρισκόμενες σε εμπόλεμο κατάσταση. Η τουρκική κυβέρνηση συντηρούσε το κλίμα της αντιπαλότητας με συχνές δηλώσεις κατά της πολιτικής του Ισραήλ ενώ οι εμπορικές, τουριστικές και στρατιωτικές συνεργασίες είχαν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό και κυρίως ένα «ψυχροπολεμικό» κλίμα επικρατούσε στις μεταξύ τους σχέσεις. Αξίζει να αναφερθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των συμβάσεων και παρά τα προβλήματα συνέχισε αμοιβαία να εξυπηρετείται γεγονός αυτονόητο σύμφωνα και με το διεθνές δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση η όξυνση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ δεν εξυπηρετούσε τις αμερικανικές επιδιώξεις και η Ουάσινγκτον κατέβαλε προσπάθειες διαμεσολάβησης και εύρεσης κοινά αποδεκτής λύσεως. Το 2013 μάλιστα κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Αμερικανού Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα στο Ισραήλ, καταβλήθηκε άλλη μια προσπάθεια γεφύρωσης των διαφορών με τηλεφωνική επικοινωνία των ηγετών Ισραήλ και Τουρκίας. Το ίδιο έτος εκφράστηκε και δημόσια συγκεκαλυμμένη ισραηλινή συγγνώμη για το επεισόδιο με μορφή που δεν ικανοποίησε όμως την Άγκυρα. Οι προσπάθειες επαναπροσέγγισης, με ή χωρίς αμερικανική παρέμβαση, συνεχίσθηκαν και μετά την άκαρπη τηλεφωνική επικοινωνία άνευ αποτελέσματος.
Στη διάρκεια της πενταετίας που διέρρευσε, η Τουρκία συνειδητοποίησε ότι η αντιϊσραηλίνη τοποθέτηση και ρητορική της εξήντλησε τις προσδοκίες οφέλους χωρίς να αποφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα έναντι των μουσουλμανικών χωρών. Ο αρχικός λαϊκός ενθουσιασμός από τις φτωχογειτονιές της Γάζας μέχρι την πλατεία «Ταχρίρ» στο Κάιρο, δεν μετουσιώθηκε σε πολιτικά οφέλη και μάλλον οι τριβές της Άγκυρας με τις περισσότερες γειτονικές πρωτεύουσες αυξήθηκαν (ως μέρος μιας άκομψης τουρκικής προβολής ισχύος και νεοθωμανικής πολιτικής επικυριαρχίας). Ως εκ τούτου μια περαιτέρω όξυνση ή και συνέχιση της τουρκικοϊσραηλινής διαμάχης είναι αντιπαραγωγική και επιπλέον εκθέτει την Άγκυρα στα όμματα των δυτικών χωρών. Η Άγκυρα έχει αντιληφθεί ότι οι δυτικές πρωτεύουσες έχουν αρχίσει να ανησυχούν διαβλέποντας μια σταδιακή ισλαμοποίηση της πολιτικής ατζέντας των κυβερνήσεων του ΑΚΡ αλλά ακόμη περισσότερο παρατηρώντας μια ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας. Μία λοιπόν σταδιακή και χαμηλού «προφίλ» επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ θα απομάκρυνε αυτές τις βάσιμες ανησυχίες και θα ικανοποιούσε την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Να μην παραβλέπουμε την ισχυρή και σταθερή υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις έως και μια αμοιβαία πολιτική δυσφορία μεταξύ των σημερινών ηγετών τους. Μια μερική επαναπροσέγγιση Τουρκίας και Ισραήλ θα αποτελούσε επιτυχία για τον απερχόμενο αμερικανό Πρόεδρο και ένδειξη καλής θέλησης των ηγετών των δύο χωρών προς τον/την αντικαταστάτη/αντικαταστάτρια του.
Αναφέρεται ότι η ενεργός παρουσία της Ρωσίας στη Συρία αποτελεί έναν ακόμη λόγο για να υπάρξει μια επαναπροσέγγιση Τουρκίας και Ισραήλ. Από την τουρκική, αλλά και δυτική πλευρά, διαφαίνονται οφέλη από μια επαναπροσέγγιση. Ειδικά για την τουρκική πολιτική, η σημερινή αντιπαλότητα με τη Μόσχα επιβάλλει την εξομάλυνση των σχέσεων της με γειτονικές δυνάμεις. Κυρίως όμως επιβάλλει την αντιμετώπιση της ως ζωτικού και αξιόπιστου συμμάχου του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και γενικά της Δύσεως σε μια εποχή όξυνσης πληθώρας προβλημάτων στην περιοχή (συριακή κρίση, ρωσική επάνοδος, προσφυγικό-μεταναστευτικό, τρομοκρατία, θέματα ενέργειας). Σε αυτήν την κατεύθυνση, η εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ κρίνεται ως ένα σημαντικό και θετικό βήμα της Άγκυρας. Άρα εκτιμάται ότι οι προσπάθειες της Άγκυρας προς αυτήν την κατεύθυνση διακριτικά θα ενταθούν και με τη συμπαράσταση της Ουάσιγκτον.
Φυσικά για να ευοδωθεί αυτή η προσπάθεια απαιτείται και η σύμπλευση του Ισραήλ. Η παρουσία των ρωσικών δυνάμεων στη Συρία σίγουρα ανησυχεί τους επιτελείς του Ισραήλ, λαμβανομένων υπόψη όμως των καλών σχέσεων με τη Ρωσία και την ύπαρξη διαύλων επικοινωνίας δεν αποτελούν ύψιστη απειλή για το εβραϊκό κράτος. Η ενδυνάμωση του σιϊτικού τόξου (Ιράν-Ιράκ-Συρία-Λίβανος) και η παρουσία των ιρανικών δυνάμεων και των συμμάχων του εγγύς των συνόρων του Ισραήλ αποτελούν τον κύριο εφιάλτη του. Η πρόσφατη συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα αντιμετωπίζεται με καχυποψία από το Ισραήλ και χαρακτηρίζεται μάλιστα και ως αποτυχία της ισραηλινής πολιτικής. Ο κίνδυνος ενός κτυπήματος με Όπλα Μαζικής Καταστροφής στο εδαφικά περιορισμένο εβραϊκό κράτος αποτελεί έναν υπαρκτό κίνδυνο που επιτείνουν οι κατά καιρούς δηλώσεις σκληροπυρηνικών ιρανών ηγετών. Όσο μάλιστα και να φανεί αυτό παράδοξο, ο κίνδυνος αυτός για το Ισραήλ προέρχεται από τη σιϊτική ιρανική πλευρά και τους συμμάχους της (Hezbollah) και όχι από τις σουνιτικές εξτρεμιστικές οργανώσεις (ISIS και Al-Qaeda στο παρελθόν) που ελάχιστα έχουν στραφεί εναντίον του σιωνιστικού κράτους. Δηλαδή ο φόβος του Ιράν κυριαρχεί στις σκέψεις των αναλυτών του Τελ-Αβίβ και δευτερευόντως των σουνιτικών εξτρεμιστικών οργανώσεων καίτοι αναγνωρίζουν ότι ο κίνδυνος από τις δεύτερες μπορεί να αναβαθμιστεί εάν παραμείνουν ανεξέλεγκτες. Πιθανόν μάλιστα να εκτιμούν ότι η παρουσία των ρωσικών στρατευμάτων στη Συρία, μέχρι ενός σημείου, να είναι επωφελής καθόσον αφενός περιορίζουν τις δυνατότητες των δυνάμεων του Ιράν και των συμμάχων τους και αφετέρου αποδυναμώνουν την ισχύ των σουνιτικών εξτρεμιστικών οργανώσεων. Η ρωσική παρουσία στη Συρία, σε αντίθεση με τις τουρκικές δικαιολογημένες ανησυχίες, μάλλον δεν είναι βασικός λόγος που θα παρακινήσει το Ισραήλ να επαναπροσεγγίσει την Τουρκία. Βέβαια, η επαναπροσέγγιση του Ισραήλ με την Τουρκία θα αναβάθμιζε τη θέση αμφοτέρων έναντι του Ιράν. Αναφορικά δε με την ασφάλεια του Ισραήλ, εκτιμάται ότι η επαναπροσέγγιση θα εξασθένιζε τη θέση της υποστηριζόμενης από την Άγκυρα, Hamas, περιορίζοντας το νέο κύκλο βίας που άνοιξε πρόσφατα η τελευταία και δημιουργώντας μια αχνή αισιοδοξία για ενδεχόμενη μερική λύση του παλαιστινιακού προβλήματος.
Το Ισραήλ παρά τη συχνή επιλογή δυναμικών και βίαιων στρατιωτικών λύσεων αντιλαμβάνεται τη σημασία των πολυμερών πολιτικών και εμπορικών σχέσεων και ένεκα και της ιδιαιτερότητος του και μοναδικότητας του δεν δεσμεύεται από θρησκευτικές και ιδεολογικές εμμονές και προκαταλήψεις. Ως εκ τούτου, η επανεκκίνηση των σχέσεων με την Τουρκία δεν περιορίζεται από κανένα εμπόδιο και αποτελεί μια κίνηση ενίσχυση της θέσεως του αφενός στον οικονομικό τομέα και αφετέρου στην αντιμετώπιση της ιρανικής απειλής αλλά και μιας πιθανής ασταθούς προοπτικής των γειτονικών με το Ισραήλ αραβικών μουσουλμανικών χωρών. Ζωτικής σημασίας για το Ισραήλ είναι η εξέλιξη των σχέσεων του με την Αίγυπτο, η σταθερότητα της οποίας εξασφαλίζεται επί του παρόντος, από τη δικτατορική επί της ουσίας διακυβέρνηση των ενόπλων δυνάμεων υπό τον στρατηγό Σίσι.
Ο άλλος παράγοντας που πιθανόν να επιβάλλει μια επαναπροσέγγιση Τουρκίας και Ισραήλ αναφέρεται στα ενεργειακά θέματα. Η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων φυσικών αερίου στην θαλάσσια περιοχή Κύπρου (Αφροδίτη)-Ισραήλ (Leviathan) -Αιγύπτου (Zohr) θέτει μια σειρά ζητημάτων και προοπτικών για την εκμετάλλευση τους με τη συμμετοχή και των πολυεθνικών εταιρειών αλλά και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων. Ειδικά, η προ μηνών ανακοίνωση της ιταλικής εταιρείας Eni για την ανακάλυψη του τεραστίου κοιτάσματος φυσικού αερίου (Zohr) στην αιγυπτιακή υφαλοκρηπίδα οδηγεί σε επανεκτίμηση όλων των λύσεων που είχαν προβληθεί την τελευταία πενταετία. Την παρούσα στιγμή, η αιγυπτιακή και τουρκική αγορά αναζητούν πρόσθετες πηγές ενέργειας, η πρώτη για να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και η δεύτερη για να απεξαρτοποιηθεί από το ρωσικό αέριο (να μη ξεχνάμε ότι μέχρι προ εξαμήνου η Τουρκία με τη Ρωσία σχεδίαζαν μια εντυπωσιακή συνεργασία εκμετάλλευσης του ρωσικού φυσικού αερίου). Το Ισραήλ είναι προβληματισμένο για την εκμετάλλευση των δικών του κοιτασμάτων (εμπορική εκμετάλλευση ή στρατηγική εφεδρεία) και από την αντιπαράθεση των δύο βασικών εταιρειών (Noble-Delek) σε θέματα ανταγωνισμού και εσωτερικής εμπορικής νομοθεσίας. Οι βασικές επιλογές για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αναφέρονται σε κατασκευή υποθαλασσίου αγωγού (προς Τουρκία ή μέσω Ελλάδος προς Ευρώπη) ή στην κατασκευή χερσαίων (Αίγυπτος ή Κύπρος) ή πλωτών εγκαταστάσεων υγροποίησης φυσικού αερίου και μεταφοράς με πλοία LNGs. Κάθε λύση περιέχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα με το κόστος κατασκευής να αποτελεί σημαντικό κριτήριο (υποθαλάσσιοι αγωγοί). Επίσης προβληματισμό δημιουργούν και οι ενδεχόμενες διεθνείς νομικές και πολιτικές περιπλοκές που δημιουργεί η ανάγκη καθορισμού μη αμφισβητούμενων ΑΟΖ από τις περιοχές διέλευσης των αγωγών.
Πιθανόν όμως η συνολική κατάσταση αστάθειας της περιοχής και των αναδυομένων οικονομικών συμφερόντων να δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επίλυση των πολύπλοκων ζητημάτων ειδικά των θαλασσίων ζωνών μέσω μιας πολιτικής πιέσεων, «συμμαχιών» και αμοιβαίων παραχωρήσεων. Στα πλαίσια μιας τέτοιας πιθανής εξέλιξης εντάσσονται και οι προσπάθειες της επανεκκίνησης των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ. Αμφότερες οι πλευρές αντιλαμβάνονται ότι η «ηρωική» απομόνωση οδηγεί σε αδυναμία προώθησης των συμφερόντων μέσω της ελάττωσης των εναλλακτικών λύσεων και των ενδεχόμενων συνεργασιών. Συμπερασματικά αμφότερες οι πλευρές (αλλά και οι δυτικές δυνάμεις) έχουν συμφέρον από μια σταδιακή ομαλοποίηση των σχέσεων τους. Σε αυτήν την κατεύθυνση αναμένεται να κινηθούν αμφότερες, επινοώντας λύσεις για να ξεπεράσουν ανώδυνα προηγούμενες σκληροπυρηνικές δηλώσεις και τοποθετήσεις τους χωρίς όμως να αποκαταστήσουν –έστω και μεσοπρόθεσμα- το «ζεστό» κλίμα της προηγηθείσας στρατηγικής συνεργασίας.
Στην ελλαδική πλευρά δεν χρειάζεται η παρουσία πανικού για τυχόν επανεκκίνηση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ. Η παροδικότητα και η εναλλαγή περιόδων ενίσχυσης της συνεργασίας και απομάκρυνσης έως και αντιπαλότητας χαρακτηρίζουν τις σχέσεις σε χώρες ευρισκόμενες σε ασταθή περιβάλλοντα και που διακρίνονται από διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, προσωποπαγείς ηγεσίες και αντικρουόμενα συμφέροντα. Βέβαια, το τραύμα της τουρκικοϊσραηλινής, «αφύσικης» μέχρι ενός σημείου ειδικής σχέσεως, είναι βαθύ και η αμοιβαία καχυποψία θα παραμείνει επί μακρόν χρονικό διάστημα ασχέτως της αποκατάστασης της (ειδικά όσο το ΑΚΡ και ο «σουλτάνος Ταγίπ Ερντογκάν» ευρίσκονται στην εξουσία). Η ενίσχυση των σχέσεων και της συνεργασίας Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ και Αιγύπτου πρέπει να συνεχιστεί επιδιώκοντας και τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσοτέρων κρατών της περιοχής. Ορθά η συνεργασία αυτή πρέπει να αποφύγει τη στοχοποίηση οποιοδήποτε άλλου μέρους και τη δημιουργία διλημμάτων ασφαλείας. Συγχρόνως η ενεργειακή προσπάθεια πρέπει να ενταχθεί κάτω από την ομπρέλα του ευρωπαϊκού South Corridor και της απεξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από μια και μοναδική πηγή προμήθειας ενέργειας, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή (επί του παρόντος η Ρωσία κατέχει τη μεγαλύτερη μερίδα). Σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να τονίζεται (χωρίς να υπερπροβάλλεται) η στρατηγική σημασία της πολύπλευρης διασύνδεσης του Ισραήλ με την Ευρώπη (Δύση) μέσω του μοναδικού αξιόπιστου άξονος Κύπρου-Ελλάδος.
Η ελλαδική πλευρά πρέπει να ευρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα καθόσον οι εποχές αστάθειας όπως προαναφέραμε προσφέρονται για τη δρομολόγηση λύσεων «πακέτων» που προσπαθούν να ξεπεράσουν τις αστοχίες του παρελθόντος και να αντιμετωπίσουν τις σημερινές ανάγκες πάντα λαμβάνοντας υπόψη τις ισορροπίες ισχύος και τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Επειδή η χώρα μας σήμερα αντιμετωπίζει μια βαθύτατη πολυσύνθετη κρίση και δεν διαθέτει επαρκή χρόνο και πόρους για την αποκατάσταση της σε βάρος της διαταραχθείσης στρατιωτικής ισχύος (και μάλλον η πλάστιγγα θα συνεχίσει να κινείται σε βάρος μας), πρέπει να εστιάσουμε στις κατάλληλες «συμμαχίες», πολιτικές και οικονομικές, ώστε να διασφαλίσουμε με τον τρόπο αυτό κατά τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα μας. Ίσως μάλιστα να πρέπει –δυστυχώς υπό πίεση και σε περιβάλλον δυσμενών συνθηκών- να λάβουμε σημαντικές αποφάσεις, συνεξετάζοντας τα περιθώρια των ελιγμών μας σε συνάρτηση με τις δυνατότητες μας, τα επιδιωκόμενα οφέλη αλλά και ενδεχόμενες παραχωρήσεις μας. Πιθανόν να φαίνεται υποχωρητική και συμβιβαστική η παρατήρηση μου αλλά η κατανόηση του διεθνούς περιβάλλοντος και η οικοδόμηση ρεαλιστικής πολιτικής σε συνάρτηση με τον παράγοντα χρόνο, αποτελούν τις βάσεις του επιτυχημένου εθνικού σχεδιασμού και αποφυγής καταστροφικών ανέφικτων επιδιώξεων. Είναι απολύτως επιθυμητή και κατανοητή η εσωτερική και εξωτερική πολιτική της διακήρυξης και επιδίωξης πολλαπλών και «μαξιμαλιστικών» στόχων αλλά όταν πλησιάσει η «ώρα του λογαριασμού» οι αποφάσεις πρέπει να χαρακτηρίζονται από την ισορροπία μέσων με στόχους και λελογισμένου ρίσκου. Σίγουρα η επιδίωξη κέρδους χρόνου και η πρόκριση του κατευνασμού είναι υπό ορισμένες περιστάσεις επωφελείς αλλά αποτελούν αναγκαστικές επιλογές περιορισμένου συνήθως χρόνου, υψηλού ρίσκου και πρέπει να υποκαθίστανται το συντομότερο δυνατόν με περισσότερο ενεργητικές πολιτικές. Ενίοτε δε οι παραπάνω άτολμες πολιτικές οδηγούν σε ουσιαστική παράλυση, εγωκεντρική απομόνωση, στείρα προσκόλληση σε ανεδαφικούς στόχους, έλλειψη οράματος και στρατηγικής και απόρριψη ευκαιριών με μακροπρόθεσμα πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου «Το Στρατηγικό Βάθος: Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας», εκδόσεις Ποιότητα (11η έκδοση, 2010, σελ 624-637) διακρίνεται ξεκάθαρη η επιφυλακτική θέση του συγγραφέα έναντι της στρατηγικής συνεργασίας των δύο χωρών ένεκα της αρνητικών συνεπειών στις σχέσεις της Τουρκίας με τις υπόλοιπες αραβικές και μουσουλμανικές χώρες αλλά και της επιφυλακτικής έως και καιροσκοπικής πολιτικής του Τελ Αβίβ που εκφράζονταν από τότε με ανοίγματα προς τον ελλαδικό κόσμο. Υπόψη ότι το βιβλίο εκδόθηκε στην Τουρκία το 2002 σε μια εποχή που αναπτύσσονται ομαλά οι μεταξύ τους σχέσεις.