Όλοι οι άνδρες του Τσάρου
Κατεστραμμένα ρωσικά τανκς και τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, στην Izium, στην Ουκρανία, τον Σεπτέμβριο του 2022. Gleb Garanich / Reuters
Γιατί η επιστράτευση δεν μπορεί να σώσει τον πόλεμο του Πούτιν
Γράφει ο Lawrence Freedman*
Στο διάγγελμά του στις 21 Σεπτεμβρίου σχετικά με τα βήματα που έκανε για να κερδίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έπρεπε να εξηγήσει γιατί δεν έχει ήδη κερδίσει. Ο ένοχος ήταν το ΝΑΤΟ, το οποίο κατηγόρησε για την τεράστια υποστήριξη που έδωσε στο Κίεβο. Όταν είπε «θα χρησιμοποιήσουμε σίγουρα όλα τα μέσα που έχουμε στην διάθεσή μας» εάν παραβιαστεί η εδαφική ακεραιότητα της Ρωσίας, ορισμένοι είδαν μια σύνδεση με το προηγούμενο μέρος της ομιλίας του όταν αναφέρθηκε στα προτεινόμενα δημοψηφίσματα στα κατεχόμενα. Αλλά αυτό έμεινε ασαφές. Είναι δύσκολο να δημιουργηθεί μια κόκκινη γραμμή σε περιοχές όπου η κατάσταση στο έδαφος είναι τόσο ρευστή. Σε αρμονία με όλες τις προηγούμενες δηλώσεις, η πυρηνική απειλή του στράφηκε προς το ΝΑΤΟ, για να το αποτρέψει από το να εμπλακεί ακόμη πιο άμεσα στην υποστήριξη της Ουκρανίας.
Όσον αφορά την πραγματική αλλαγή της πορείας του πολέμου, η θεραπεία που πρότεινε ήταν περισσότερα στρατεύματα. Διέταξε όλους τους Ρώσους που έχουν λάβει προηγούμενη στρατιωτική εκπαίδευση να παρουσιαστούν στην υπηρεσία, μια επιστράτευση που περιγράφεται ως «μερική» αλλά εξακολουθεί να φαίνεται ουσιαστική. Άνδρες χωρίς προηγούμενη εκπαίδευση φαίνεται να έχουν συγκεντρωθεί, συμπεριλαμβανομένων φοιτητών, οι οποίοι υποτίθεται ότι είχαν εξαιρεθεί. Τίποτα στην ομιλία των επτά λεπτών δεν αφαίρεσε την δυσωδία της αποτυχίας γύρω από την επιχείρηση. Αν και παραμένει ασαφές εάν η επιστράτευση μπορεί να κάνει κάποια διαφορά στο αποτέλεσμα, έχει ήδη αυξήσει το διακύβευμα για τον Πούτιν στο εσωτερικό. Καθώς πολλοί άντρες μπαίνουν βουρκωμένοι σε λεωφορεία για να πάνε στον πόλεμο, άλλοι προσπαθούν να φύγουν από την χώρα ή, αψηφώντας τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, κατεβαίνουν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν.
Η αποτυχία, ωστόσο, δεν είναι κάτι που ο Πούτιν και ο στενός κύκλος του μπορούν να ομολογήσουν. Σε κάθε στάδιο -την αναχαίτιση της αρχικής του επίθεσης εναντίον του Κιέβου τον Φεβρουάριο, την αργή φθορά των περιορισμένων προελάσεων που έκαναν οι ρωσικές δυνάμεις στην Λουχάνσκ το καλοκαίρι, τις ξαφνικές προόδους των ουκρανικών δυνάμεων στο Χάρκοβο τον Σεπτέμβριο- ο Πούτιν έχει διπλασιάσει τις προσπάθειές του. Αντί να ψάχνει έναν τρόπο να μειώσει τις απώλειές του και να φύγει πριν τα πράγματα χειροτερέψουν, επέμενε συνεχώς ότι οι στόχοι του θα επιτευχθούν, αν και η ακριβής φύση αυτών των στόχων έχει διακυμάνσεις, και ακόμη και τα μέτρια εδαφικά κέρδη έχουν πάρει πολύ περισσότερο χρόνο και κόστισαν πολύ περισσότερο σε στρατεύματα και εξοπλισμό από όσο θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί στην αρχή.
Σε ένα άρθρο για το Foreign Affairs τον Ιούλιο, υποστήριξα ότι πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ρωσία κατά τους πρώτους μήνες της σύγκρουσης θα μπορούσαν να αποδοθούν στην ανώτερη διοίκηση του πολέμου. Ολόκληρη η ρωσική αλυσίδα διοίκησης πάλευε να αντιμετωπίσει έναν εχθρό που αντιστεκόταν με πείσμα και φαντασία, θέτοντας επιχειρησιακά προβλήματα που δεν είχαν προβλεφθεί και που οι ρωσικές δυνάμεις δεν ήταν καλά εξοπλισμένες για να αντιμετωπίσουν. Ακόμη πιο σημαντικό [στοιχείο] ήταν ο παραληρηματικός χαρακτήρας της αρχικής απόφασης του Πούτιν να εισβάλει. Ως ανώτατος διοικητής της Ρωσίας, ο Πούτιν έβλεπε τον εχθρό ως μια καρικατούρα, και οι υποθέσεις του δεν είχαν δοκιμαστεί έναντι των διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με την ετοιμότητα του ουκρανικού στρατού και τις δημοφιλείς συμπεριφορές στην ίδια την Ουκρανία. Η διαστρεβλωμένη κατανόησή του οδήγησε στην αλαζονική πεποίθηση ότι η ουκρανική αντίσταση θα κατέρρεε με την αρχική ρωσική ώθηση, και ότι η χώρα θα μπορούσε στην συνέχεια να υποταχθεί εύκολα. Δεν χρειαζόταν πολλή γνώση της ιστορίας της Ουκρανίας για να εκτιμηθεί πόσο δύσκολες θα ήταν και οι δυο αυτές δουλειές. Ακόμα κι αν οι αρχικές στρατιωτικές κινήσεις είχαν πετύχει, οι ρωσικές δυνάμεις δεν είχαν την ικανότητα να ειρηνεύσουν έναν τόσο μεγάλο πληθυσμό σε μια τόσο μεγάλη χώρα.
Όπως έχει γίνει πλέον σαφές, αυτές οι εσφαλμένες υποθέσεις δημιούργησαν ένα ακόμη βαθύτερο πρόβλημα. Επειδή ο Πούτιν δεν αναγνώρισε ποτέ την εισβολή ως μια πλήρη στρατιωτική σύγκρουση και αρνήθηκε να ομολογήσει αυτό το γεγονός στο ρωσικό κοινό, βρέθηκε με πολύ λίγο ανθρώπινο δυναμικό καθώς η αρχική επίθεση μετατράπηκε σε έναν αργό, φθοροποιό, και εξαιρετικά θανατηφόρο πόλεμο. Ως αποτέλεσμα, έχει πλέον αναγκαστεί να αναζητήσει νέα μέσα για να αναπληρώσει τα στρατεύματά του, αλλά σε ένα στάδιο στο οποίο θα είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει η δυναμική. Το πώς έφτασε η Ρωσία σε αυτή την εξαιρετική συγκυρία, λοιπόν, πρέπει να γίνει κατανοητό όχι μόνο ως συνέπεια της ουκρανικής ισχύος και ανθεκτικότητας, και της Δυτικής υποστήριξης, αν και ήταν εξαιρετικά σημαντικές, αλλά και ως αποτέλεσμα μιας σειράς στρατιωτικών λαθών εκ μέρους της ίδιας της ρωσικής ηγεσίας, ξεκινώντας από την αρχική στρατηγική εισβολής.
ΤΥΦΛΟΙ ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ
Στις πρώτες μέρες του πολέμου, ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η Ρωσία δεν είχε τις δυνάμεις για να ολοκληρώσει το πρώτο στάδιο κατάληψης της Ουκρανίας. Η τρομερή στρατιωτική της συγκέντρωση είχε ξεκινήσει μήνες πριν ξεκινήσει η εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου. Ωστόσο, επειδή ο Πούτιν είχε αφήσει σχεδόν όλους -συμπεριλαμβανομένων των ανώτερων διοικητών- να μαντεύουν για το πώς θα χρησιμοποιηθούν αυτές οι δυνάμεις, η στρατηγική δεν είχε μελετηθεί και έτσι ο σχεδιασμός ήταν αναπόφευκτα ανεπαρκής. Η πρόθεση εισβολής κοινοποιήθηκε στους διοικητές της πρώτης γραμμής πολύ αργά για να μπορέσουν να κάνουν τις κατάλληλες προετοιμασίες. Επιλέχθηκαν πάρα πολλές ξεχωριστές γραμμές προέλασης, έτσι ώστε στην πραγματικότητα διεξήχθησαν μια σειρά χωριστών πολέμων, ο καθένας με την δική του δομή διοίκησης και χωρίς κατάλληλο μηχανισμό συντονισμού και κοινής χρήσης πόρων με τους άλλους. Ως αποτέλεσμα, οι αρχικές κινήσεις της Ρωσίας αποκρούστηκαν γρήγορα.
Το πιο σημαντικό, η Ρωσία απέτυχε να καταλάβει το Κίεβο και δεν μπόρεσε να αποσταθεροποιήσει την ουκρανική ηγεσία. Όχι μόνο επιζώντας, αλλά και προκλητικά συσπειρώνοντας τον λαό του από την πρωτεύουσα, ο πρόεδρος, Volodymyr Zelensky, μπόρεσε να πιέσει γρήγορα και με επιτυχία τις συμπαθούσες χώρες για όπλα και πυρομαχικά. Τώρα οι Ρώσοι είχαν παγιδευτεί σε ένα διαφορετικό είδος πολέμου από εκείνον που περίμεναν. Αν και σίγουρα είχαν το πλεονέκτημα σε αριθμούς, υπήρχε μια ουσιαστική ασυμμετρία στα κίνητρα. Ενώ οι ρωσικές δυνάμεις ήταν αβέβαιες για τους στόχους τους στην Ουκρανία και περίμεναν εντολές, οι Ουκρανοί πολεμούσαν για την πατρίδα τους και ήταν έτοιμοι να κάνουν ό,τι χρειαζόταν για να την απελευθερώσουν από την κατοχή.
Οι μεγάλες δυνάμεις που πολεμούν μικρότερες χώρες αναμένεται να έχουν επαρκή αποθέματα για να αντιμετωπίσουν τις αρχικές οπισθοδρομήσεις. Αλλά για την Ρωσία, η κακή στρατιωτική ηγεσία έθετε σε κίνδυνο αυτό το φυσικό πλεονέκτημα. Επειδή η Μόσχα είχε δώσει ελάχιστη προσοχή στο αν και πώς θα αντεπιτεθούν οι Ουκρανοί, οι δυνάμεις της σύντομα βρέθηκαν να υφίστανται σοβαρές απώλειες, και τα συστήματα επιμελητείας και διοίκησης να εξασθενούν προοδευτικά. Μετά από έναν μήνα πολέμου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από τον βορρά για να επικεντρωθούν στις επιχειρήσεις στα ανατολικά και νότια. Η [περιοχή] Ντονμπάς ήταν το έδαφος που η Μόσχα θεωρούσε ως την καρδιά της διαμάχης, και για λίγο φαινόταν ότι καθώς οι ρωσικές δυνάμεις επικεντρώνονταν στην κατάληψη της περιοχής -χρησιμοποιώντας γνωστές τακτικές, με βαριά φράγματα πυροβολικού να καταστρέφουν την ουκρανική άμυνα- μπορεί να κέρδιζαν το ανώτερο χέρι. Παρόλο που οι Ουκρανοί δεν είχαν κατακλυστεί πλήρως, υπήρχαν ανησυχίες στο Κίεβο και στους Δυτικούς συμμάχους του ότι η αμυντική προσπάθεια θα τους αφήσει με ανεπαρκή ικανότητα να πραγματοποιήσουν τις δικές τους αντεπιθέσεις. Ως αποτέλεσμα, ορισμένοι Δυτικοί αναλυτές άρχισαν να διατυπώνουν το επιχείρημα για ένα πρόωρο τέλος του πολέμου κατόπιν διαπραγματεύσεων που θα παραχωρούσε κάποια εδάφη στην Ρωσία με αντάλλαγμα την ειρήνη. Αλλά τέτοιες φωνές σπάνια ακούστηκαν στην Ουκρανία. Η εξωφρενική μεταχείριση των Ουκρανών που έχουν κολλήσει στα ρωσικά κατεχόμενα εδάφη και η ετοιμότητα της Ρωσίας να βομβαρδίσει περιοχές αμάχων ενίσχυσαν την αποφασιστικότητα των Ουκρανών να συνεχίσουν να πολεμούν. Δεν υπήρχε το στοιχείο [να κερδηθούν] «καρδιές και μυαλά» στην ρωσική εκστρατεία.
Στην αποφασιστικότητα της ουκρανικής κυβέρνησης να συνεχίσει τον αγώνα προστέθηκε το γεγονός ότι μέχρι τον Ιούνιο οι προσπάθειές της να πείσει άλλες χώρες να παράσχουν όπλα πιο κατάλληλα για αντεπιθέσεις είχαν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς. Οι ουκρανικές δυνάμεις είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες καθώς επιβράδυναν τις ρωσικές προελεύσεις. Αλλά ο χρόνος που κέρδισε αυτή η σθεναρή αντίσταση ήταν αρκετός για να επιτρέψει την άφιξη ισχυρότερων όπλων από την Δύση -συμπεριλαμβανομένου, ιδίως, του αμερικανικού συστήματος πυραύλων πυροβολικού υψηλής κινητικότητας (HIMARS)- και για να εκπαιδευτούν τα ουκρανικά στρατεύματα στην χρήση τους. Μέχρι εκείνη την στιγμή, καθώς η Ουκρανία αποκτούσε την ικανότητα να χτυπά στόχους σε μεγάλες αποστάσεις με υψηλή ακρίβεια, οι ρωσικές δυνάμεις είχαν εξαντλήσει μεγάλο μέρος των αποθεμάτων πυρομαχικών ακριβείας καθοδήγησης. Καθ’ όλη την διάρκεια του Ιουλίου, ρωσικές αποθήκες πυρομαχικών, θέσεις διοίκησης, κόμβοι επιμελητείας, και συστήματα αεράμυνας χτυπήθηκαν τακτικά, υπονομεύοντας την ικανότητα της Ρωσίας να συνεχίσει τις επιθέσεις της και στην συνέχεια επιτρέποντας στην Ουκρανία να ξεκινήσει μια δική της [αντεπίθεση], για να απελευθερώσει την περιοχή της Χερσώνας στον νότο. Αυτή η ώθηση φαινόταν να σημειώνει αργή αλλά σταθερή πρόοδο όταν, στις αρχές Σεπτεμβρίου, οι Ρώσοι αιφνιδιάστηκαν, καθώς οι δυνάμεις τους που ήταν αραιά εξαπλωμένες γύρω από το Χάρκοβο κατακλύζονταν από μια αποφασιστική ουκρανική επίθεση που οδήγησε σε καταστροφή των ρωσικών δυνάμεων στις 10 Σεπτεμβρίου και σε άτακτη υποχώρηση. Μετά από σχεδόν επτά μήνες πολέμου, η πρωτοβουλία ήταν τώρα στην Ουκρανία.
Αυτά τα γεγονότα οδήγησαν στην κρίση που ο Πούτιν προσπάθησε να αντιμετωπίσει με το διάγγελμά του της 21ης Σεπτεμβρίου. Πάνω απ’ όλα, η κρίση είναι άμεση συνέπεια της δικής του αρχικής απόφασης να ξεκινήσει τον πόλεμο. Πώς όμως οι μεταγενέστερες αποφάσεις του ως ανώτατου διοικητή επιδείνωσαν την δύσκολη θέση που αντιμετωπίζουν τώρα οι ρωσικές δυνάμεις; Το έχουν κάνει με τέσσερις τρόπους.
ΤΑ ΛΑΘΗ ΦΕΡΝΟΥΝ ΛΑΘΗ
Το αρχικό λάθος του Πούτιν, όταν ήταν σαφές πόσο άσχημα πήγαινε ο πόλεμος, ήταν ότι δεν χρησιμοποίησε διπλωματικά μέσα για να τον τερματίσει με κάποια κέρδη να επιδείξει από την όλη προσπάθεια. Τις εβδομάδες μετά την έναρξη της εισβολής, ο Πούτιν δεν είχε ευκαιρίες για συζητήσεις με άλλους παγκόσμιους ηγέτες. Από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο, πραγματοποιήθηκαν απευθείας συνομιλίες μεταξύ αντιπροσωπειών από την Ρωσία και την Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων συνομιλιών σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών υπό την τουρκική αιγίδα. Σημειώθηκε κάποια πρόοδος σε ιδέες που σχετίζονται με τη μελλοντική ουκρανική ουδετερότητα σε αντάλλαγμα για εγγυήσεις ασφαλείας. Αλλά οι λεπτομέρειες δεν συμφωνήθηκαν ποτέ, και η Ρωσία απέτυχε να πείσει τους Ουκρανούς ότι τυχόν παραχωρήσεις από την πλευρά τους θα οδηγούσαν σε μια ρωσική απόσυρση.
Μετά από όλα αυτά που συνέβησαν, συμπεριλαμβανομένων των ρωσικών θηριωδιών στα προάστια της ουκρανικής πρωτεύουσας, η ικανότητα του Κιέβου να εμπιστεύεται τον λόγο της Ρωσίας για το οτιδήποτε, που δεν ήταν ποτέ μεγάλη, εξατμίστηκε εντελώς. Τα συνεχή ψέματα και οι υποκρισίες του Πούτιν υπονόμευσαν την αξιοπιστία του σε διεθνείς συνομιλητές, όπως ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμμανουέλ Μακρόν. Εξίσου σημαντικό, δεν θα μπορούσε ποτέ να βρει έναν τρόπο να προσφέρει απτές δικές του παραχωρήσεις, γιατί το να δεχτεί λιγότερα από όσα αρχικά είχε απαιτήσει θα σήμαινε αναγνώριση κάποιου είδους ήττας. Το καλοκαίρι, όταν μια πρόταση κατάπαυσης του πυρός από το Κρεμλίνο θα μπορούσε να είχε επιτύχει ευνοϊκή υποδοχή σε ορισμένες Δυτικές πρωτεύουσες, η Ρωσία δεν την πρόσφερε ποτέ γιατί δεν είχε ακόμη καταλάβει όλη τη Ντονμπάς.
Δεύτερον, ο Πούτιν εκτίμησε εσφαλμένα τη μόχλευση που μπορούσε να πάρει από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Στοιχημάτισε βαριά στο ότι η ενεργειακή κρίση που δημιούργησε, με το να περικόψει τις προμήθειες φυσικού αερίου στην Ευρώπη, θα έπειθε τις Δυτικές κυβερνήσεις να ασκήσουν ακόμη μεγαλύτερη πίεση στο Κίεβο να κάνει παραχωρήσεις και να σταματήσουν να του παρέχουν στρατιωτική βοήθεια. Αυτές οι περικοπές είχαν πράγματι τρομερές επιπτώσεις στις ευρωπαϊκές οικονομίες, με τη μορφή ελλείψεων ενέργειας και υψηλού πληθωρισμού, αλλά πολιτικά ήταν αντιπαραγωγικές. Δεν υπήρξε καμία βοή μεταξύ των Ευρωπαίων να εγκαταλείψουν την Ουκρανία για να απαλυνθεί ο οικονομικός πόνος. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες για να μειώσουν την εξάρτησή τους από το ρωσικό αέριο, αποστερώντας έτσι την Ρωσία από μια ζωτικής σημασίας μακροπρόθεσμη αγορά.
Τρίτο ήταν η εστίαση του Πούτιν, μετά την αποτυχία της αρχικής επίθεσης στο Κίεβο, στα εδαφικά κέρδη στη Ντονμπάς. Η εκστρατεία στα ανατολικά είχε πιο νόημα πολιτικά και θα μπορούσε να εκτελεστεί με πιο προμελετημένο και συστηματικό τρόπο. Αλλά σήμαινε επίσης συγκέντρωση των διαθέσιμων ρωσικών πόρων σε αυτό που ήταν τώρα ένα στενό τμήμα μιας πολύ μεγάλης πρώτης γραμμής και ανάληψη μεγάλων απωλειών για μέτρια κέρδη. Εν τω μεταξύ, οι ρωσικές δυνάμεις συνέχισαν να υποτιμούν τους Ουκρανούς. Καθώς οι δυνατότητες της Ουκρανίας βελτιώθηκαν, οι ρωσικές ευπάθειες έμειναν εκτεθειμένες, τόσο από την άποψη των ζωτικών πόρων που δεν μπορούσαν να προστατευθούν σωστά, όπως οι αποθήκες πυρομαχικών, όσο και από την άποψη του αριθμού των περιοχών που κατείχαν οι Ρώσοι που πλέον προστατεύονταν ασθενώς. Η Μόσχα δεν είχε τα αποθέματα για να ενισχύσει την άμυνα και στις δύο περιοχές στα βόρεια και στα νότια της Ντονμπάς —Χάρκοβο και Χερσώνα, αντίστοιχα— και αφού επέλεξε να υπερασπιστεί την Χερσώνα επειδή η Ουκρανία δεν είχε κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει την επερχόμενη επίθεσή της, άφησε εκτεθειμένες τις ρωσικές δυνάμεις στο Χάρκοβο.
Οι θλιβερά ανεπαρκείς άμυνες της Ρωσίας τόνισαν το τέταρτο από τα προβλήματα που προκάλεσαν οι επιλογές του Πούτιν. Επειδή η εισβολή σχεδιάστηκε ως μια περιορισμένη και, όπως ήλπιζε ο Πούτιν, γρήγορη επιχείρηση, δεν συνοδεύτηκε από πλήρη επιστράτευση. Δεν αποκαλείτο ούτε καν ως πόλεμος. Αυτό σήμαινε ότι από την αρχή η Ρωσία δεν είχε ποτέ αρκετό πεζικό και με την πάροδο του χρόνου οι εκτεταμένες απώλειες σε όλα τα τμήματα έκαναν την κατάσταση χειρότερη, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Αντί να αναγνωρίσει τις δυσκολίες, ο Πούτιν ενθάρρυνε τις προσπάθειες για εύρεση νέων νεοσυλλέκτων απ’ όπου μπορούσαν να βρεθούν, χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα για να τους δωροδοκήσει, να τους δελεάσει, και να τους εξαναγκάσει να υπηρετήσουν. Πολλοί ήδη ένστολοι, για παράδειγμα από το ναυτικό, διατάχθηκαν σε ρόλους για τους οποίους δεν είχαν εκπαιδευτεί. Η ομάδα Wagner, η ρωσική ομάδα μισθοφόρων με στενούς δεσμούς με το Κρεμλίνο, η οποία χρησιμοποίησε την σύγκρουση για να δημιουργήσει την δική της βάση εξουσίας, έχει προσφέρει στους κρατούμενους μια διέξοδο από τις ποινές τους, με το να γίνουν εθελοντές για το μέτωπο. Οι σύνθετες επιχειρήσεις έγιναν όλο και πιο δύσκολες στην διαχείριση, επειδή οι μονάδες μάχης έχουν γίνει ασυνάρτητες, αποτελούμενες από ομάδες που δεν είναι καλά εκπαιδευμένες, και δεν έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν. Όλες αυτές οι ελλείψεις σήμαιναν ότι η Ουκρανία μπόρεσε να κινηθεί ακόμη πιο γρήγορα, και συχνά με αμελητέα ρωσική αντίσταση, όταν ξεκίνησε την επίθεσή της στο Χάρκοβο τον Σεπτέμβριο.
ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ
Τώρα ο Πούτιν προσπάθησε να θεραπεύσει την χρόνια έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού κινητοποιώντας μια πολύ ευρεία κατηγορία ανδρών, ανεξάρτητα από την πραγματική τους στρατιωτική εμπειρία και τους επαγγελματικούς τους ρόλους. Ο στόχος εκκίνησης είναι 300.000 επιπλέον στρατιώτες, αν και ο τελικός αριθμός θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερος. Η ταχεία εμπλοκή τους στην υπηρεσία τους χωρίς κατάλληλα προσωπικά είδη (ο χειμώνας έρχεται), εξοπλισμό, εκπαίδευση, και αξιωματικούς που είναι ικανοί να τους καθοδηγήσουν, ρισκάρει με σφαγή στη μάχη και αντίδραση εγχωρίως. Εν τω μεταξύ, το διάταγμα του Πούτιν εμποδίζει επίσης να φύγουν όσους βρίσκονται στην πρώτη γραμμή με βραχυπρόθεσμα συμβόλαια. Αυτό θα μπορούσε να επιδεινώσει περαιτέρω τα ζητήματα ηθικού και πειθαρχίας που ταλαιπώρησαν την ρωσική πλευρά από την αρχή.
Είναι ένας συνήθης ισχυρισμός μεταξύ εκείνων που ανησυχούν για τις επόμενες κινήσεις της Ρωσίας ότι ο Πούτιν δεν μπορεί να χάσει. Αλλά μπορεί, και ίσως να το κάνει. Μια σειρά από τρομερές αποφάσεις τον οδήγησαν να υπονομεύσει την διεθνή θέση και τις οικονομικές προοπτικές της Ρωσίας, να κλονίσει την φήμη της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως σοβαρής στρατιωτικής δύναμης, και να αποτύχει στο πιο σημαντικό στοίχημα της καριέρας του. Όπως σε όλους τους πολέμους, η μελλοντική πορεία ετούτου [του πολέμου] θα έχει απρόβλεπτες πτυχές, αλλά η Ουκρανία, με σαφή στρατηγική, καλύτερα όπλα, και αφοσιωμένες δυνάμεις, έχει αναλάβει την πρωτοβουλία. Η επιστράτευση που έχει εξαγγείλει δεν θα το ανατρέψει αυτό, και η χρήση πυρηνικών όπλων θα μετέτρεπε σε καταστροφική μια ήδη κακή κατάσταση. Ο Πούτιν βρίσκεται σε πορεία να χάσει, και με δεδομένες τις πολλές χιλιάδες ζωές που έχουν ήδη θυσιαστεί, του αξίζει πλήρως να το πάθει.
Ο LAWRENCE FREEDMAN είναι ομότιμος καθηγητής Πολεμικών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Command: The Politics of Military Operations From Korea to Ukraine [1].