7/9/2016. Ταξική συνείδηση και διεθνής καταμερισμός εργασίας
Όταν οι πολίτες σχολιάζουν, ομολογουμένως συναισθηματικά αλλά όχι πολύ βαθυστόχαστα, ανταγωνισμούς ή συγκρούσεις, που λαμβάνουν χώρα στο διεθνές γίγνεσθαι, μία από τις πιο διαδεδομένες φράσεις τους, στην Ελλάδα και αλλαχού, συμπυκνώνεται ως νόημα στο: «οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους». Η εν λόγω συλλογιστική ανάγει, ως βασικά αίτια της εκάστοτε αντιπαράθεσης, όχι τα συνολικά συμφέροντα της κοινωνίας των αντιτιθεμένων κρατών, αλλά τις συγκεκριμένες επιδιώξεις των οικονομικά κυρίαρχων τάξεων. Η συγκεκριμένη θέση εκτός του ότι είναι απλουστευτική, δεν αποτυπώνει τις σύγχρονες πολυεπίπεδες κοινωνικές δομές, δεν τεκμαίρεται από την μέχρι τώρα ιστορική εμπειρία, εξακολουθεί, όμως, να «προσφέρεται» από πολλούς ως μέσο ίασης όλων των κοινωνικών παθογενειών και ως βάσιμη προοπτική προς την διεθνή ειρήνευση.
Οι κοινωνίες έχουν όντως ταξική διάρθρωση η οποία είναι συνυφασμένη σε μεγάλο βαθμό με τον οικονομικό παράγοντα. Ταυτόχρονα όμως, διαθέτουν θεσμικά αντίβαρα και διαδικασίες που επιτρέπουν κοινωνικοπολιτικούς ελέγχους και εξισορροπήσεις καθώς και αρκούντως νομιμοποιημένες εσωτερικές ιεραρχήσεις, οι οποίες αντικειμενικό σκοπό έχουν να αναπαράξουν κι όχι να αποδομήσουν τις κοινωνίες. Η νομιμοποίηση προκύπτει από την κοινή αίσθηση του ανήκειν, τις δυνατότητες κοινωνικής κινητικότητας, τον αναδιανεμητικό ρόλο του κράτους στην οικονομική σφαίρα και την ευημερία, η οποία για τις δυτικές κοινωνίες, ιδιαίτερα τα τελευταία 70 έτη, είναι ιστορικά πρωτοφανής. Η ταξική συνείδηση είναι σημαντικότατο στοιχείο, όχι όμως κυρίαρχο της συνολικής (αυτ)επίγνωσης του κάθε πολίτη. Η πρόσφατη ιστορική εμπειρία στις χώρες του πρώην σοσιαλιστικού κοσμοσυστήματος, εκτός από τις εσωτερικές αδυναμίες, κατέδειξε πως οι δύσκολες συνθήκες που βίωσαν οι πολίτες στα εν λόγω κράτη, αποτέλεσαν πρώτης τάξεως κίνητρο για την κοινωνική και οικονομική ανέλιξή τους στις χώρες υποδοχής της καπιταλιστικής Δύσης, υποδεικνύοντας και τις ανθρωπολογικές αντιφάσεις της σοσιαλιστικής θεωρίας. Βέβαια η κοινωνική ανισότητα εντός των δυτικών χωρών οδήγησε στην περιθωριοποίηση κοινωνικών ομάδων, που ήταν όμως σαφώς πιο περιορισμένη, ποσοτικά και ποιοτικά, και όπως αποδείχθηκε πιο διαχωρίσιμη.
Είναι γεγονός πως τους δύο τελευταίους αιώνες έχουν διαψευσθεί, τόσο οι φιλελεύθερες όσο και οι μαρξιστικές εσχατολογικές αιτιάσεις για την οριστική παύση των ανθρωπίνων δεινών (Κονδύλης Π., Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία. Εκδόσεις Στιγμή, 1992). Φυσικά στα ενδιάμεσα στάδια της κοινωνικοπολιτικής τους εκδίπλωσης ο φιλελευθερισμός «διαχειρίστηκε» σαφώς πιο αποτελεσματικά σημαντικά ζητήματα που άπτονται των άμεσων αναγκών του βασικού υποκειμένου της όλης ιστορικής διαδικασίας, δηλαδή του ανθρώπου. Εν τέλει, και αυτό ήταν το κρίσιμο στοιχείο που οδήγησε στην επικράτησή του έναντι του υπαρκτού σοσιαλισμού, εξακολουθεί να συνιστά την κυρίαρχη κατευθυντήρια αντίληψη πολιτικής συγκρότησης και οικονομικής ανάπτυξης για την πλειοψηφία των κοινωνιών, έστω κι αν αδυνατεί να εκπληρώσει τις νομοτέλειές του. Ο οικονομικός ντετερμινισμός, στον οποίον υπό διαφορετικό πρίσμα είναι θεμελιωμένες και οι δύο κοσμοθεωρίες δεν προσφέρει μίαν ολιστική ερμηνεία της πολιτικής πραγματικότητας στο διεθνές σύστημα, εξηγώντας μόνο μερικώς και ειδικώς ορισμένα γεγονότα.
Αναμφίβολα, το μεταψυχροπολεμικό διεθνές οικονομικό σύστημα χαρακτηρίζεται από ενσωμάτωση όλο και περισσοτέρων περιοχών του πλανήτη, με μία δυναμική να καταστεί παγκόσμιο. Βέβαια, σε καμία περίπτωση οι συγκεκριμένες τάσεις δεν επαληθεύουν τις πρώιμες, φιλελεύθερες θεωρήσεις περί «παγκοσμιοποίησης» και επικράτησης των συνεργασιακών πτυχών των διευρυμένων οικονομικών σχέσεων έναντι του εγγενούς ανταγωνιστικού στοιχείου της οικονομικής σφαίρας. Χρησιμοποιώντας το ιστορικό κεκτημένο των είκοσι πέντε μεταψυχροπολεμικών ετών, παρατηρούμε πως η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, την συγκεκριμένη περίοδο, έχει απορροφήσει περισσότερες των 100 εκατομμύριων θέσεων απασχόλησης, ενισχύοντας αποφασιστικά την θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Αρχικά οι συγκεκριμένες θέσεις ήταν κατά βάση εντάσεως εργασίας, αλλά συν τω χρόνω, χρησιμοποιώντας τα τεράστια κεφάλαια που εισέρευσαν στην χώρα από τις εξαγωγές, μετετράπησαν και σε εντάσεως κεφαλαίου και τεχνολογίας. Παρατηρούμε ότι ούτε οι κινέζοι επέδειξαν την αναμενόμενη, για πολίτες μιας σοσιαλιστικής χώρας, ταξική αλληλεγγύη στο βαθμό που οι θέσεις απασχόλησης προέκυψαν από την μεταφορά βιομηχανιών που πριν δραστηριοποιούνταν σε άλλες χώρες, ούτε βέβαια οι πολίτες της Δύσης, κι όχι μόνον, επιδεικνύουν κάποιον δισταγμό να αγοράζουν τα φθηνά κινεζικά προϊόντα, παραγωγικό αποτέλεσμα των «ιδιαίτερων» συνθηκών εργασίας, στην κατά τ’ άλλα σοσιαλιστική Κίνα.
Η παρούσα φάση από την οποία διέρχεται ο σύγχρονος κόσμος δεν ενισχύει τα ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά εντός των κοινωνιών οδηγώντας σε διαταξικές συγκρούσεις, αλλά αυτά μεταξύ των κρατών, καταλήγοντας σε διακρατικό πολιτικό και οικονομικό ανταγωνισμό και αντιπαλότητα. Τα βιομηχανικά κράτη, που κυριαρχούν στον πλανητικό καταμερισμό ισχύος από την βιομηχανική επανάσταση και μετέπειτα, συνεχίζουν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Αν οι πολιτικές, οικονομικές, και πολιτισμικές τάσεις δημιουργούν μια σχετική ομοιομορφία στην κοινωνική διαστρωμάτωση των κοινωνιών δεν σημαίνει υποχρεωτικά πως θα εκλείψει ο διακρατικός ανταγωνισμός και θα προκύψει ταξική ανασύνταξη και διαταξική αντιπαράθεση σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μας απέδειξε πως οι προλετάριοι πολέμησαν αλλήλους, όντας Γερμανοί Άγγλοι και Γάλλοι διαψεύδοντας τις ελπίδες των σοσιαλιστικών κομμάτων της εποχής για ταξική υπέρβαση του πολέμου. (Kenneth Waltz, Ο άνθρωπος, το κράτος και ο πόλεμος, Ποιότητα, σελ 165-180)
Είναι αληθές πως το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχότερων χωρών διευρύνθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι όμως επίσης αληθές πως οι πλουσιότερες χώρες της Δύσης, διένεμαν τον συσσωρευμένο πλούτο αποδοτικότερα από την κορυφή προς την βάση της κοινωνίας. Το συγκεκριμένο παράδειγμα προσπαθούν να ακολουθήσουν και οι αναπτυσσόμενες χώρες, διευρύνοντας σταδιακά την θέση τους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Στην εποχή μας οι κοινωνικές τάξεις φαίνεται να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους αποτελεσματικότερα εντός των κρατών τους. Τα κράτη που θα επιβιώσουν, στο διαρκώς ανταγωνιστικότερο διεθνές σύστημα, είναι εκείνα που ενισχύουν την θέση τους στο διεθνοποιημένο οικονομικό γίγνεσθαι, έτσι ώστε να αντλούν τον απαραίτητο πλούτο, που θα τα διασφαλίσει από τις εξωτερικές απειλές και ταυτόχρονα θα τον χρησιμοποιήσουν για να ενισχύσουν την εσωτερική ευημερία και ομοιογένειά τους, με συνέπεια να αμβλύνονται και οι υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες. Αιτιάσεις για ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις και μετασχηματισμούς, δεν εμφανίζονται ως πολύ πιθανές. Παράλληλα η πρόσφατη κρίση μας φανέρωσε πως οι προσδοκίες για ευρύτερες αναδιανεμητικές πρακτικές σε περιφερειακό επίπεδο, όπως στην περίπτωση της ΕΕ, είναι περιορισμένες.
Η μεταψυχροπολεμική εμπειρία κατέδειξε την φιλελεύθερη ασυμβατότητα μεταξύ βραχυπρόθεσμων οικονομικών οφελών και μακροπροθέσμων στρατηγικών προτεραιοτήτων, με πιο τρανταχτό παράδειγμα την Κίνα. Το γεγονός πως βιώνουμε ήδη έναν διευρυμένο ποιοτικά και ποσοτικά οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ των βιομηχανικών κρατών, δε σηματοδοτεί έναν νέο διεθνή κοινωνικό μετασχηματισμό. Το κράτος θα συνεχίζει να αποτελεί τον φορέα διασφάλισης και προάσπισης των συμφερόντων των πολιτών του. Το γεγονός ότι μια κυβέρνηση εξυπηρετεί τα συμφέροντα ενός οικονομικού κλάδου δεν συνεπάγεται ότι γίνεται εις βάρος των εργαζομένων. Κάθε άλλο, ίσως αυτή να είναι και η επιθυμία των ίδιων. Για τον γερμανό εργάτη ως «εχθρός», τουλάχιστον στην παρούσα συγκυρία, ομοιάζει περισσότερο ο ιάπωνας, αμερικανός και κινέζος «συνάδελφος» παρά ο γερμανός βιομήχανος και αντιστοίχως.
Εν τέλει, μήπως οι λαοί έχουν να χωρίσουν κάτι μεταξύ τους;
Αναδημοσίευση από νέα Πολιτική.