Ο ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΝΙΑΚΙ
Ο ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΝΙΑΚΙ
« Άπαξ ορκίσθην να χύσω το αίμα μου διά την ανάγκη της Πατρίδος και τώρα η ώρα ήλθε», απάντησε στον αδερφό του Νικήτα Φλέσσα ο Γρηγόριος Δικαίος, όταν του πρότεινε να υποχωρήσει από το Μανιάκι προς τα Μεσσηνιακά βουνά και να αντιμετωπίσει τον Αιγύπτιο Ιμπραήμ πασά από καλύτερη αμυντική θέση. Ποιος ήταν όμως ο φλογερός αρχιμανδρίτης ο οποίος αποφάσισε να θυσιαστεί σε μία κρίσιμη στιγμή για τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας και πως διεξήχθη η περιβόητη μάχη στο Μανιάκι την 20η Μαΐου 1825;
Γεννημένος στα 1788 στην Πολιανή της Μεσσηνίας, το 28ο παιδί του Δημήτρη Φλέσσα ή Δικαίου έμελλε να γίνει μία από τις πρωταγωνιστικές μορφές της Ελληνικής Επανάστασης. Σε νεαρή ηλικία φόρεσε τα καλογερικά ράσα και από Γεώργιος έλαβε το προσωνύμιο Γρηγόριος. Στην Ιστορία όμως έμεινε γνωστός ως Παπαφλέσσας. Η αντιδραστική του συμπεριφορά είχε ως αποτέλεσμα την μεταφορά του από το Μοναστήρι της Βελανιδιάς στο Μοναστήρι της Ρεκίτσας. Εκεί όμως οι διενέξεις του με τον αγά της περιοχής Χουσείν για κάποιες κτηματικές διαφορές, είχαν ως αποτέλεσμα το 1817 τη φυγή του από το Μοριά με την υπόσχεση εκ μέρους του πως θα «γυρίσω στο Μοριά σαν Δεσπότης ή πασάς».
Πέρασε στη Ζάκυνθο όπου γνώρισε τον τότε ταγματάρχη του Αγγλικού Στρατού Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και από εκεί ο δρόμος του κατέληξε στο Πατριαρχείο, στην Πόλη. Με τη βοήθεια του Θεού και την εξυπνάδα του χειροτονήθηκε διάκος και πολύ γρήγορα έγινε αρχιμανδρίτης. Στα 1814 ιδρύθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας η Φιλική Εταιρεία και στα 1818 ο Αναγνωσταράς έμπασε στο μυστικό τον Παπαφλέσσα. Λαμβάνοντας τον τίτλο «Αρμόδιος», ξεκίνησε ως απεσταλμένος της Εταιρείας στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Βλαχίας και Μολδαβίας για να μυήσει νέα μέλη και να αποκτήσει πόρους και συμμάχους για την μελλοντική Επανάσταση. Επέδειξε μεγάλο ζήλο και έντονη δράση και έτσι η συμμετοχή του το Δεκέμβριο του 1820 στο συνέδριο στο Ισμαήλιο υπό τον Αρχηγό Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη για τις τελικές αποφάσεις, ήταν αναμενόμενη. Εκεί προσπάθησε να κάμψει τις αντιστάσεις και τους δισταγμούς των Φιλικών και επιδεικνύοντας πλαστό έγγραφο με τις υπογραφές των Μοραϊτών κοτζαμπάζηδων, σήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Όμως ο Υψηλάντης αποφάσισε να τον στείλει ως Απόστολο της Εταιρείας στην Πελοπόννησο για να ετοιμάσει τον Αγώνα. Στον καθάριο από Ρωμιοσύνη Μοριά κατάφερε να ανάψει τη φλόγα της Λευτεριάς. Κι αν στη σύναξη της Βοστίτσας τον Γενάρη του 1821 οι προεστοί και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ήταν επίσης διστακτικοί και τον αποκάλεσαν εξωλέστατο και απατεώνα, εκείνος τους απάντησε πως «η Επανάσταση θα γίνει τη μέρα που όρισε ο Θεός έστω κι αν μείνω μοναχός μου. Εγώ κινάω τον Αγώνα με 1.000 Μανιάτες, σύμφωνα με τον Αρχηγό, κι όποιον βρούνε οι Τούρκοι ξαρμάτωτο, ας τον σκοτώσουν».
Στις 23 Μαρτίου 1821 μπαίνει καβάλα στ` άλογο στην Καλαμάτα μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, το Γέρο του Μοριά και τον Νικηταρά. Η Επανάσταση είναι γεγονός. Τα όνειρα του σκλαβωμένου ραγιά παίρνουν σάρκα και οστά. Ο Παπαφλέσσας συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και της Ακροκορίνθου, στο θρίαμβο έναντι του Δράμαλη πασά στα Δερβενάκια. Συμμετείχε όμως και σε πολιτικές μηχανουργίες. Με την έναρξη του Αγώνα ξεκίνησαν και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις μιας και οι αγωνιστές και οι Φιλικοί παραμερίστηκαν ενώ οι προεστοί και οι Φαναριώτες απέκτησαν την εκτελεστική εξουσία. «Η διχόνοια που κρατάει ένα σκήπτρο η δολερή», έγραψε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός αποτυπώνοντας στη δημόσια σφαίρα τα τεκταινόμενα κατά τις εσωτερικές εμφύλιες συγκρούσεις του 1824. Στη νέα κυβέρνηση που προέκυψε ο Παπαφλέσσας είχε τη θέση του υπουργού των Εσωτερικών και γύρισε την πλάτη στους παλιούς συντρόφους. Σε μια περίοδο που ο καθένας κοιτούσε το προσωπικό του συμφέρον, ο αρχιμανδρίτης δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Όμως το 1825 θυμήθηκε τον παλιό του εαυτό, τον μαγεμένο με τα ιδανικά της ελευθερίας και της φιλοπατρίας. Ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο και κέρδιζε τη μία μάχη μετά την άλλη. Ο Παπαφλέσσας γνωρίζοντας πως μόνο ο Κολοκοτρώνης μπορεί να τον σταματήσει, ζήτησε την αποφυλάκιση του όμως δεν έγινε δεκτό το αίτημα του. Έτσι ανέλαβε δράση αυτός. Τέθηκε κεφαλή εκστρατείας έναντι στον Ιμπραήμ. Στην αρχή ο ενθουσιασμός και η ανταπόκριση ήταν μεγάλη. Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας του έταξαν βοήθεια και δύναμη που άγγιζε τις 5.000 τουφέκια. Αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Αγαρηνό στην τοποθεσία Μανιάκι, έναν χαμηλό σχετικά λόφο, περιμένοντας την βοήθεια των καπεταναίων και του αδερφού του Νικήτα. Μάταια όμως περίμενε καθώς άπαντες του αλληλογράφησαν πως δεν μπορούν τελικά να τον βοηθήσουν και πως πρέπει να αλλάξει και αυτός θέση μάχης. Με δάκρυα στα μάτια γράφει στον αδερφό του «πρώτη και τελευταία επιστολή σου γράφω, βάστα την να τη διαβάζεις καμιά φορά, να με θυμάσαι και να κλαις». Αποφασίζει παρά τις αντιρρήσεις των Κεφάλα και Πιέρου Βοϊδή να δώσει τη μάχη. Έμειναν μαζί του περί των 300 παλικαριών. Απέναντι του όμως είχε τον τακτικό και οργανωμένο από Ευρωπαίους Αξιωματικούς στρατό του Ιμπραήμ. Κι όμως, ο στρατός αυτός με τάγματα πεζικού, ιππικό και κανόνια χρειάστηκε σχεδόν μία ολόκληρη μέρα για να κάμψει τον Παπαφλέσσα, ο οποίος πολεμούσε από το βορινό ταμπούρι των τριών λόφων που έπιασαν οι λιγοστοί Έλληνες. Στο πλάι του ένας νεαρός Γάλλος φιλέλληνας. Προκειμένω να επισπεύσει τη μάχη και να κερδίσει ο Ιμπραήμ διέταξε να σφάζονται όσοι γυρνάνε πίσω από τα συνεχόμενα γιουρούσια. Τελικώς, και ενώ ακούστηκαν μπαταριές από σώμα του Πλαπούτα που πλησίαζε, οι Αιγύπτιοι έφτασαν τα ελληνικά ταμπούρια. Τα γιαταγάνια τραβήχτηκαν από τα θηκάρια και μάχες σώμα με σώμα έλαβαν χώρα. Ελάχιστοι Έλληνες κατάφεραν να φύγουν με τα σπαθιά στα χέρια και να σωθούν. Οι περισσότεροι όμως έπεσαν νεκροί μαζί με τον αρχηγό τους. Και ο Ιμπραήμ διέταξε να βρουν τον νεκρό αρχιμανδρίτη και να στήσουν κουφάρι και κεφάλι όρθιο σε ένα πάσαλο. Πλησίασε τότε τον νεκρό, και αφού τον κοίταξε για λίγο, τον φίλησε στο μάγουλο λέγοντας «στάθηκε ένας ικανός και γενναίος άνθρωπος».
«Η θέσις του είναι μεταξύ των πρωταγωνιστών του Αγώνος», έγραψε ο Δ. Κόκκινος στο έργο του Η Ελληνική Επανάσταση. «Κάθε άλλος μπροστά στα ανυπέρβλητα εμπόδια που συναντούσε, θα υποχωρούσε », επισήμανε ο Δ. Φωτιάδης στην Επανάσταση του 21. Ο φλογερός αρχιμανδρίτης πέρασε στο πάνθεον των Ηρώων. Των Ηρώων που με τους αγώνες και το αίμα τους χάρισαν σε μας το πολυπόθητο αγαθό της ελευθερίας. Για να μπορούμε σήμερα να είμαστε περήφανοι για την καταγωγή μας ως Έλληνες, για να ονειρευόμαστε, για να βάζουμε στόχους. Και όχι για να προσπαθούμε να αμφισβητούμε αξίες και ιδανικά, να αναπαράγουμε ιδεολογικά ατοπήματα, να φιλοσοφούμε περί προθέσεων και δήθεν κοινωνικών κινήτρων για τον μεγάλο ξεσηκωμό. Η Επανάσταση του 1821 ήταν πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός για την ανάκτηση της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας από την φρικτή των Οθωμανών δουλεία. Αποδεδειγμένα και ιστορικά κατοχυρωμένα.
Μιλτιάδης Β. Παρλάντζας
Υπλγός (ΕΜ), MSc