Τσαούση Γεωργία-Χριστίνα: “Ο ρόλος της Διπλωματίας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα”
Κατά καιρούς έχουν δοθεί από ειδικούς επιστήμονες, διεθνολόγους, ιστορικούς και διπλωμάτες διάφοροι ορισμοί για το τί είναι η διπλωματία. Άλλοτε χαρακτηρίζεται ως μια σύνθετη πρακτική στη διαχείριση και διεκπεραίωση των εξωτερικών σχέσεων ενός λαού, μιας χώρας ή ενός ”έθνους” σε παλαιότερες εποχές, ενώ άλλοτε ως επίσημος κρατικός θεσμός σε οργανωμένα κράτη. Οι αποκλίσεις που παρατηρούνται σχετίζονται με το ιστορικό, χρονολογικό ή πολιτικό πλαίσιο στο οποίο καθείς πραγματεύεται ή τοποθετεί το συγκεκριμένο ζήτημα.
Αναντίρρητα η διπλωματική πρακτική από εποχή σε εποχή γνώριζε νέες μορφές έκφρασης και η ίδια η διπλωματία προσαρμοζόταν στις νέες ιστορικές συγκυρίες σιγά-σιγά, ακολουθώντας παράλληλα τις διάφορες τοπικές εξελίξεις ή μεταβολές που επρόκειτο να λάβουν χώρα από τον συσχετισμό των δυνάμεων στο διεθνές περιβάλλον. Στις μέρες μας η διπλωματία λειτουργεί ως κορυφαίος θεσμός στο πλαίσιο ενός διεθνούς, ”παγκοσμιοποιημένου” συστήματος, στηρίζοντας την επικοινωνία των μελών του σε όλα τα επίπεδα.
Η άσκηση της διπλωματίας, ήδη ευρέως γνωστή από την ομηρική αρχαιότητα από τις πρεσβείες της Ιλιάδας, πέρασε κατά την κλασική εποχή στην δικαιοδοσία των πρέσβεων – απεσταλμένων της πόλης – κράτους, οι οποίοι εκλέγονταν στην δημοκρατική Αθήνα από την Εκκλησία του Δήμου, ενώ στην ολιγαρχική Σπάρτη ήταν διορισμένοι από τους βασιλείς και τους εφόρους. Στην ελληνιστική περίοδο, μέχρι την επικράτηση της Ρώμης στην ελληνική Ανατολή, οι σχέσεις πόλεων και βασιλέων αποτελούσαν κεντρικό ζήτημα της διπλωματικής πρακτικής, η οποία τότε είχε προσωπικό χαρακτήρα, ασκείτο, δηλαδή, από γνωστά και προβεβλημένα πρόσωπα της εποχής (αθλητές, πολιτικούς, ηθοποιούς, φιλοσόφους, λογίους), έξω από θεσμικές λειτουργίες ή ιστορικές συγκυρίες που καθόριζαν την σχέση μιας πόλης ή ενός ”κοινού” με έναν βασιλιά.
Από την παραδοσιακή διπλωματία των ελληνιστικών πόλεων – κρατών, η Ρώμη πέρασε σε μια πιο εξελιγμένη μορφή με τους legati (πρέσβεις) να εκλέγονται από την Σύγκλητο ή να ορίζονται απευθείας από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Κατά την εποχή της Ηγεμονίας ο τρόπος άσκησης της εσωτερικής διπλωματίας της Αυτοκρατορίας καθιστούσε δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στην ίδια την διπλωματία και την διοίκηση, ενώ υψηλοί διοικητικοί αξιωματούχοι συμμετείχαν σε πρεσβείες προς τον αυτοκράτορα – κάτι που θεωρούνταν λαμπρό επιστέγασμα μιας επιτυχημένης σταδιοδρομίας.
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η διπλωματία υπήρξε κορυφαίος θεσμός και πυξίδα σε όλες της εκφάνσεις του μακραίωνου βίου της. Η άσκηση της διπλωματίας ήταν πολυεπίπεδη και υπήρχε μεγάλη ποικιλία μέσων και μηχανισμών αλλά και συμμετοχή πολλών παραγόντων του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Η πολυμορφία με την οποία συνδράμει στη διεξαγωγή και στη διεκπεραίωση των εξωτερικών της σχέσεων – απ΄τις οποίες είναι δύσκολο να γίνει διάκριση – αποσκοπούσε κατά κόρον στην ενίσχυση της ασφάλειας και ακολούθως στην επιβίωση της Αυτοκρατορίας, μέσα σε ένα πλαίσιο ενός ανασφαλούς και κυρίως άναρχου διεθνούς περιβάλλοντος.
Πέρα όμως από την ταύτιση με τις εξωτερικές σχέσεις η βυζαντινή διπλωματία εμπεριέχει και μια άλλη σημαντικότατη διάσταση, την τεχνική που χρησιμοποιούσε το βυζαντινό κράτος στις σχέσεις του με τους εκτός συνόρων λαούς, μια τεχνική διαρκώς μεταβαλλόμενη και προσαρμοζόμενη στις εκάστοτε συνθήκες. Λόγω αυτού έχει χαρακτηρισθεί πολλές φορές η βυζαντινή διπλωματία ως “επιστήμη διακυβέρνησης των βαρβάρων”, “επιστήμη παρασκηνίου”, “εργαλείο αποφυγής και αποτροπής του πολέμου”, “θεμέλιο και μέσον επιβίωσης του βυζαντινού κράτους”.
Βασική επιδίωξη ήταν, εκτός από την αποφυγή πολέμου και την ειρηνική προσέγγιση των ξένων λαών, η προώθηση και διάδοση στις κοινωνίες τους, της ιδεολογίας, των θεσμών και των πολιτισμικών αξιών της Αυτοκρατορίας, έτσι ώστε να ενισχυθεί η επιρροή και η εμπέδωση της ισχύος της. Άξιο προσοχής αποτελεί το γεγονός πως παρά την υψηλή θέση που κατείχε η διπλωματία στους θεσμούς της Αυτοκρατορίας, εντούτοις δεν διέθετε μόνιμο σώμα διπλωματικών λειτουργών και μόνιμες διπλωματικές αντιπροσωπείες, ενώ τα διπλωματικά καθήκοντα ασκούνταν από έκτακτους υψηλούς αξιωματούχους της πολιτείας, του στρατού ή της Εκκλησίας, οι οποίοι ορισμένες φορές επιλέγονταν με κριτήριο κάποιων αρετών, όπως ήταν η ”οικονομία – ευελιξία, η σύνεση, η ευσέβεια, η μεγαλοψυχία, η διορατικότητα, κ.ά.
Ως μια ιδιαίτερη κατηγορία υψηλών κρατικών λειτουργών, οι διπλωμάτες εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας την εποχή της Ιταλικής Αναγέννησης. Οι πόλεις – κράτη της Ιταλίας είναι οι πρώτες που θα ανταλλάξουν μεταξύ τους εκπροσώπους, εφοδιασμένους με ειδικά επίσημα διαπιστευτήρια έγγραφα, τα γνωστά diplomata, όρος που παραπέμπει στις μακραίωνες σχέσεις που διατηρούσε το Βυζάντιο με τα κράτη της ιταλικής Δύσης. Από την λέξη αυτή, που αποτελεί γλωσσικό δάνειο από την ελληνική βυζαντινή ορολογία, θα προέλθει και θα καθιερωθεί στη διεθνή γλωσσική χρήση ο όρος “διπλωμάτης”, ως επίσημη ονομασία του διαπιστευμένου εκπροσώπου μιας χώρας σε άλλη ξένη χώρα.
Το σύστημα των μόνιμων διπλωματικών αντιπροσωπειών των ιταλικών κρατών ξεκίνησε από την Βενετία, όπου η μεγάλη ανάγκη για διαρκή επικοινωνία με άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις κατά την περίοδο της Αναγέννησης, οδήγησε στην εξέλιξη των κυριότερων προξενικών αρχών της σε μόνιμες διπλωματικές αντιπροσωπείες. Το βενετικό διπλωματικό σύστημα μετά από την Ιταλία πέρασε και στα υπόλοιπα βασίλεια της Ευρώπης (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία) και τον 18ο αιώνα έγινε θεσμός σε ορισμένα μόνον ανατολικά κράτη της Ευρώπης.
Κατά τη νεότερη εποχή, ύστερα από την παρακμή και την σταδιακή κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ίδρυση εθνικών βαλκανικών κρατών, η διπλωματία, ως θεσμός και ως κορυφαία κρατική υπηρεσία για την διαχείριση των εξωτερικών σχέσεων της εποχής, ανασυγκροτήθηκε και διευρύνθηκε η λειτουργία της. Στον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία η έντονη διπλωματική δραστηριότητα, κυρίως των Φιλικών, συνέβαλε τα μέγιστα ενώ οι επιτυχημένοι χειρισμοί μεγάλων πολιτικών προσωπικοτήτων της ελληνικής διπλωματίας της εποχής (Ανδρέας Κουντουριώτης, Ιωάννης Καποδίστριας, Σπυρίδων Τρικούπης, Ιωάννης Κωλέττης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Χαρίλαος Τρικούπης, κ.ά), οδήγησαν, μέσα σε μια περίοδο εκατό περίπου ετών, στη σταδιακή απελευθέρωση του υποδουλωμένου ελληνισμού και σε μια ελεύθερη πλέον Ελλάδα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι σήμερα, με τη διεύρυνση των παλαιότερων ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών και την δημιουργία νέων, στο πλαίσιο των οποίων είναι απαραίτητη η άμεση συνεργασία όλων των κρατών – μελών τους, το έργο των κεντρικών διπλωματικών υπηρεσιών καθώς και των μόνιμων διπλωματικών αποστολών έχει καταστεί σύνθετο και περίπλοκο, αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Με την διαρκώς αυξανόμενη τεχνολογική ανάπτυξη καθιστάται εφικτή η ενεργός συμμετοχή των κορυφαίων καθ’ ύλην αρμοδίων πολιτικών παραγόντων αλλά και των ίδιων των ηγετών των κρατών – μελών της διεθνούς κοινότητας στις διπλωματικές διεργασίες, οι οποίες, λαμβάνουν χώρα στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα καθημερινώς.
Μολονότι το νέο “παγκόσμιο διπλωματικό σύστημα” στον σύγχρονο κόσμο διαχειρίζεται τις εξωτερικές σχέσεις των λαών, ορισμένες από τις πρακτικές και τις αρχές που χρησιμοποιούνται βασίζονται σε πρότυπα παλαιότερων προηγμένων κοινωνιών. Έτσι για την πληρέστερη γνώση της ιστορίας της διπλωματίας θεωρείται απαραίτητη και η μελέτη παλαιότερων γραπτών πηγών, οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί ως “αρχέτυπα” των μεταγενέστερων διπλωματικών εγχειριδίων. Τέτοια ήταν για παράδειγμα, τα περίφημα έργα, “έκθεσις περί της Βασιλείου τάξεως” και “De administrando Imperio” του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου ή το έργο “Relatio de legatione constantinopolata” του πολιτικού και διπλωμάτη επισκόπου της Κρεμώνας Λιουτπράνδου, στον οποίο ανατέθηκαν δύο από τις σημαντικότερες πρεσβείες της δυτικής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.Ο ακριβής όρος που θα χαρακτήριζε την διπλωματία στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, είναι η πολιτική βαρβαρότητα. Η Εκκλησία, ο αυτοκρατορικός θεσμός και η βασιλική ισχύς είναι οι τρεις πυλώνες από τους οποίους εκπορεύεται η διπλωματία του χριστιανικού Μεσαίωνα αλλά και η διπλωματική, τα έγγραφα δηλαδή που καλύπτουν την διπλωματική δραστηριότητα. Η διπλωματία και η σχετική με αυτήν διπλωματική αναπτύσσονται σταδιακά τον Μεσαίωνα βασιζόμενες στη διάσπαση της ρωμαϊκής ενότητας και της αυξανόμενης επιρροής του θρησκευτικού παράγοντα στις διεθνείς σχέσεις.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος άλλαξε ριζικά το διεθνές περιβάλλον. Νέες ανάγκες και νέες ιδεολογικές προσεγγίσεις οδήγησαν σε καινούριες μορφές διπλωματικής δραστηριότητας, όπου οι μελετητές ονόμασαν “νέα διπλωματία”. Ο Α’ Π.Π επέδρασε αρνητικά στο κύρος της διπλωματίας. Τα αίτια εντοπίστηκαν στις μυστικές συμφωνίες και τις πολύπλοκες συμμαχίες που συμφωνήθηκαν εν αγνοία των λαών αλλά και στους ανταγωνισμούς των εκλεγμένων αντιπροσώπων που οδήγησαν τις χώρες σε πόλεμο.
Η παλιά διπλωματία απέτυχε και έπρεπε να βρεθεί μια νέα, βάση της οποίας θα αποτελούσε το πρώτο από τα 14 σημεία – όρους ειρήνης που ο πρόεδρος Wilson παρουσίασε στο Αμερικανικό Κογκρέσο τον Γενάρη του 1918: << Φανερές συνθήκες ειρήνης…φανερές διαδικασίες…η διπλωματία θα κινείται πάντοτε με ειλικρίνεια και δημοσιότητα>>. Τις απόψεις αυτές συμμερίζονταν και οι ηγέτες των τριών νικητριών δυνάμεων, ο Loyd George της Βρετανίας, ο Clemenceau της Γαλλίας και ο Wilson των ΗΠΑ. Το ρόλο της πολυμερούς διπλωματίας στις σχέσεις μεταξύ των κρατών ενίσχυσε και η ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, πνευματικό τέκνο του Woodrow Wilson
Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν εμπλουτίστηκε ιδιαίτερα η διπλωματική πρακτική. Οι διακρατικές σχέσεις ακολούθησαν τα πρότυπα που είχαν διαμορφωθεί κατά τον προηγούμενο πόλεμο. Υπήρξε αρκετές φορές παράκαμψη των Υπουργών Εξωτερικών και ο ρόλος των επαγγελματιών διπλωματών υποβαθμίστηκε εξαιτίας των τεράστιων οικονομικών αναγκών που προέκυψαν από την διεξαγωγή του πολέμου και οδήγησαν στην άμεση επαφή ειδικών από διάφορα υπουργεία και υπηρεσίες των εμπολέμων.
Η αποτυχία της ΚτΕ να αποτρέψει τον Β’ Π.Π κατάφερε να μην εγκαταλειφθεί η ιδέα της συλλογικής ασφάλειας από τη διεθνή κοινότητα, αλλά αντίθετα οι κακουχίες του πολέμου έπεισαν και τον αμερικανικό λαό πως η δημιουργία ενός ισχυρού, διεθνούς οργανισμού που θα απέτρεπε μελλοντικά την διεξαγωγή πολέμου ήταν ζωτικής σημασίας για όλους. Τον Απρίλη του 1945 υπογράφηκε η ιδρυτική Συνθήκη του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών στο Σαν Φρανσίσκο από 50 κράτη. Σύντομα η λειτουργία του ΟΗΕ υπονομεύθηκε από τον Ψυχρό Πόλεμο και τον αμερικανο – σοβιετικό ανταγωνισμό.
Μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου οι ποικίλες παρεμβάσεις του ΟΗΕ στα πλαίσια εκπλήρωσης της αποστολής του αυξήθηκαν θεαματικά. Η συμβολή του ΟΗΕ στην εξέλιξη της διπλωματικής πρακτικής είναι σημαντική. Η συμμετοχή του συνόλου σχεδόν των κρατών του κόσμου στον Οργανισμό και η σε υψηλό επίπεδο εκπροσώπησή τους με μόνιμες αποστολές, δίνει την δυνατότητα σε κράτη με πενιχρά οικονομικά μέσα, που δεν μπορούν να διατηρούν μεγάλο αριθμό πρεσβειών, να αναπτύξουν σχέσεις με μεγάλο αριθμό κρατών.
Αξιόλογο ρόλο στον διπλωματικό κλάδο διαδραματίζουν και οι Διεθνείς Μη Κυβερνητικοί Οργανισμοί (International Non Governmental Organizations). Οι ΜΚΟ αναλαμβάνουν συμπληρωματική δράση μαζί με τα κράτη και τους Κυβερνητικούς Οργανισμούς, όταν οι παραπάνω δρώντες δεν θέλουν ή δεν μπορούν να εμπλακούν σε θέματα που αφορούν την καταπολέμηση της φτώχειας (OXFAM, CARE), την υγεία (Γιατροί Χωρίς Σύνορα, Ερυθρός Σταυρός), την παιδεία (Action Aid, Library Project), τα ανθρώπινα δικαιώματα (Amnesty International, Survival International) και το περιβάλλον (Greenpeace, WWF).
Ο μεγάλος αριθμός δρώντων και φορέων επικοινωνίας στη σύγχρονη διπλωματία έχει περιορίσει δραστικά το ρόλο τόσο των παραδοσιακών διπλωματών, όσο και των διμερών σχέσεων μέσω μονίμων διπλωματικών αντιπροσωπειών. Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται πλέον απευθείας από τεχνοκράτες για τα πολύ σημαντικά ζητήματα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις συμφωνίες ΗΠΑ – Σοβιετικής Ένωσης (Ρωσίας) για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων και τις διαπραγματεύσεις για το ελληνικό χρέος.
Οι πρεσβείες και οι διπλωμάτες έχουν ξεπεράσει δύσκολες πολιτικές καταστάσεις και συνεχίζουν να προσφέρουν τις πολύτιμες υπηρεσίες στη χώρα τους. Οι διαπραγματεύσεις που λαμβάνουν χώρα μεταξύ των επικεφαλής κυβερνήσεων, υπουργών και άλλων αξιωματούχων με άμεσο τρόπο, δεν καλύπτουν όλα τα θέματα κοινού ενδιαφέροντος δύο κρατών. Αρκετά ζητήματα είναι ανάγκη να συζητηθούν από το μόνιμο διπλωματικό προσωπικό. Έχουν σαφώς πλεονεκτική θέση καθώς μπορούν να συγκεντρώνουν πληροφορίες για την χώρα διαπίστευσής τους, γνωρίζοντας πρόσωπα και πράγματα και εστιάζοντας την προσοχή τους σε θέματα ειδικού ενδιαφέροντος.
Ο ρόλος των διπλωματών εμπεριέχει την διαρκή και συστηματική καλλιέργεια διμερών φιλικών σχέσεων και μέσα από δημόσιες εμφανίσεις και μέσω χρήσης των μέσων ενημέρωσης προσπαθούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη προς όφελος της χώρας τους. Ασκούν λοιπόν πίεση με τρόπο ιδιαίτερο για την προώθηση των εθνικών τους συμφερόντων και βοηθούν τους υπηκόους της χώρας τους που χρήζουν προστασίας και καθοδήγησης. Ακόμη πολλές φορές είναι απαραίτητη η διασαφήνιση των προθέσεων της κυβέρνησής τους και οι διπλωμάτες παρεμβαίνουν με σκοπό την αποφυγή παρεξηγήσεων ή δημιουργίας αρνητικού κλίματος.
Γίνεται αντιληπτή λοιπόν η ανάγκη μιας διεθνούς εκπροσώπησης της κάθε χώρας αλλά πάνω από όλα σημαντικό στοιχείο είναι η διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των κυβερνήσεων, οι οποίες σε περιπτώσεις κρίσεων ή άμεσης ανάγκη είναι δύσκολο να δημιουργηθούν. Μέσα από την διαρκή, επιτόπια και προσωπική παρουσία εξειδικευμένων διπλωματικών υπαλλήλων αποτελεί ουσιώδες συστατικό της σύγχρονης διπλωματίας. Παρά τον σημαντικό περιορισμό του ρόλου τους, το μέλλον της Διπλωματίας διαφαίνεται εξασφαλισμένο.