22/2/2017. Περί βίας…
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, την εποχή των φοιτητικών εξεγέρσεων σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες, η Arendt Hannah, στο ομώνυμο έργο της, διατύπωσε το εξής ερώτημα: «γιατί τόσοι πολλοί από τους νέους κήρυκες της βίας δεν έχουν επίγνωση της αποφασιστικής διαφωνίας τους με τη διδασκαλία του Καρλ Μαρξ, ή, για να το πω αλλιώς, γιατί μένουν προσκολλημένοι με τόσο πείσμα σε έννοιες και δόγματα τα οποία, όχι μόνο έχουν διαψευστεί από την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά είναι σαφώς ασυμβίβαστα με τη δική τους πολιτική».(Arendt Hannah, Περί βίας, Αλεξάνδρεια, 2000, σελ. 84)
Ακολούθως, αναλύοντας την γνωστή ρήση του Μαρξ για τον καταλυτικό ρόλο της βίας στο ιστορικό γίγνεσθαι παρατήρησε: «ο Μαρξ είχε επίγνωση του ρόλου της βίας στην ιστορία, αλλά γι’ αυτόν τούτος ο ρόλος ήταν δευτερεύων δεν ήταν η βία που επέφερε το τέλος της παλιάς κοινωνίας, αλλά οι εγγενείς αντιφάσεις της. Τα ξεσπάσματα βίας προηγούνταν της ανάδυσης μιας νέας κοινωνίας, αλλά δεν την προκαλούσαν, γι’ αυτό και ο Μαρξ τα παρομοίαζε με τις ωδίνες του τοκετού, οι οποίες προηγούνται μεν του γεγονότος της οργανικής γέννησης, αλλά φυσικά δεν το προκαλούν». (ό.π., σελ. 74)
Διαχρονικά ένας από τους βασικότερους λόγους για τον οποίο οι άνθρωποι αποφάσισαν να συμβιώνουν, ήταν ο έλεγχος του φαινόμενου της βίας. Τους τελευταίους τέσσερις αιώνες κυρίαρχη μορφή πολιτικής οργάνωσης αποτελεί το κράτος, το οποίο, συν τοις άλλοις, αντικειμενικό σκοπό έχει να ελέγξει καταστάσεις εκδήλωσης βίας. Με την πλειοψηφική συναίνεση των ατόμων που συγκροτούν το συλλογικό υποκείμενο, το κράτος διατηρεί το μονοπώλιο της χρήσης της. Φυσικά, ουδείς δύναται να υποστηρίξει πως δεν παρατηρούνται περιπτώσεις κατάχρησης του συγκεκριμένου κρατικού προνομίου ακόμη και στις πιο προηγμένες πολιτικά χώρες. Η ύπαρξη θεσμικού πλαισίου αντικειμενικό σκοπό έχει να προστατεύει τα άτομα από τυχόν αυθαιρεσίες. Οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν βία σε περιπτώσεις αυτοάμυνας με τους προφανείς περιορισμούς της αναλογικότητας.
Η βία, όπως σωστά παρατήρησε η Arendt Hannah αναλύοντας τον Καρλ Μαρξ, δεν δύναται αφ’ αυτή να επιφέρει το τέλος κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών και την ανάδειξη νέων μορφών συλλογικής συγκρότησης. Εν Ελλάδι, τα τελευταία σαράντα χρόνια, διάφορες συλλογικότητες αξιώνουν ευρύτερους κοινωνικο-πολιτικούς μετασχηματισμούς, χρησιμοποιώντας στην πολιτική τους πρακτική όλο και πιο συχνά βία. Η βιαιοπαθής συμπεριφορά αιτιολογείται ότι συνιστά ανταπόδοση στην κρατική βία, η οποία ασκείται από τους αρμοδίους, και όχι μόνο, φορείς.
Η απρόκλητη, επαίσχυντη και άνανδρη επίθεση στον καθηγητή Άγγελο Συρίγο, εντός πανεπιστημιακού χώρου, επειδή παρατήρησε τρεις νεαρούς για την πρόκληση φθοράς σε δημόσια περιουσία, αποτελεί μάλλον επίδειξη αδυναμίας παρά δύναμης. Αδυναμίας πολιτικής, να πείσουν το κοινωνικό και ακαδημαϊκό σώμα για το «δίκαιο» του αγώνα τους ώστε να συμπορευθεί μαζί τους. Για την Arendt Hannah, και όχι μόνο, η βία ασκείται εκεί όπου δεν δύναται να κυριαρχήσει ο λόγος και η πειθώ. Πιθανόν υπό αυτό το πρίσμα το εν λόγω θλιβερό γεγονός να καθίσταται πιο κατανοητό. Οι καθ’ έξιν τιμητές της κρατικής βίας, αξιώνουν να την ασκούν κατ’ αρέσκεια και ατιμωρητί κατά «δικαίων και «αδικών». Στην δική τους συλλογιστική είμαστε όλοι ένοχοι που δεν αντιδρούμε ή αντιδρούμε προς την λάθος κατεύθυνση. Πριν διοργανώσουν πορείες και εκδηλώσεις αλληλεγγύης για τον συλληφθέντα φοιτητή ή προβούν σε νέες βιαιοπραγίες, ίσως να ήταν γόνιμη η αυτοκριτική. Γιατί εν μέσω μιας βαθύτατης και πολυετούς κοινωνικής, κατά βάσει, και οικονομικής κρίσης η απήχησή τους στην κοινωνία είναι εξαιρετικά περιορισμένη;