Χρήστος Ζιώγας*: Το επόμενο δίλημμα των εκλογών
Μεταπολιτευτικά οι εκλογές στην χώρα μας δεν πραγματοποιούνται, κατά κανόνα, στο τέλος του τετραετούς κοινοβουλευτικού βίου. Συνήθως, ακόμη και πριν την εκδήλωση της κρίσης, η εκάστοτε κυβέρνηση επικαλείτο έναν περισσότερο ή λιγότερο υπαρκτό λόγο για να δικαιολογήσει την ανάγκη για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Τέτοιες πρακτικές ερμηνεύοταν από τους δημοσιολογούντες ως ενέργειες αιφνιδιασμού προς τα αντιπολιτευόμενα κόμματα. Ταυτόχρονα, υπό την πίεση του χρόνου και με την δικαιολογία περί αδυναμίας ολοκλήρωσης του έργου τους, οι κυβερνόντες έθεταν προς το εκλογικά σώμα ζήτημα ανανέωσης της λαϊκής εντολής. Μικρές θεσμικές παρεκκλίσεις, προεικονίσεις της επερχόμενης κρίσης.
SAKIS MITROLIDIS VIA GETTY IMAGES
Δίχως αμφιβολία από το 2010 έως τα 2015 στον ελλαδικό χώρο, η πολιτική διελκυστίνδα παλινδρομούσε στον άξονα: μνημόνιο -υπογραφή, εφαρμογή και επιτυχής ολοκλήρωση- και αντιμνημόνιο –αναίρεσή του μέσω μονομερούς αποδέσμευσης-. Εν τέλει, η σύναψη του 3ου μνημονίου αλλά και οι μετα-μνημονιακές δεσμεύσεις τις οποίες ανέλαβε η παρούσα συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ, απάλειψαν την συγκεκριμένη διαχωριστική τομή. Η πρώτη εν Ελλάδι αριστερή κυβέρνηση, έστω και με την στήριξη ενός ιδεολογικά -όχι όμως ανθρωπολογικά- ασύμπτωτου εταίρου, διανύει τον τέταρτο χρόνο στην διακυβέρνηση της χώρας και η πιθανότητα για μία ακόμη πρόωρη προσφυγή στις κάλπες φαντάζει εξαιρετικά πιθανή.
Ποιό θα είναι όμως το πραγματικό διακύβευμα, συλλογικά ζωτικής σημασίας, της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης;
Ο αυτοϋπονομευτικός κοινωνικός μετασχηματισμός της δεκαετίας του ’80 οριοθέτησε το πολιτικό γεγονός και προσδιόρισε πλειοψηφικά την δράση των κομμάτων, οδηγώντας δύο δεκαετίες μετά την χώρα σε δημοσιονομικό αδιέξοδο και ακολούθως, η απροθυμία της κοινωνίας να προβεί στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, στην αδυναμία υπέρβασης της πολυσχιδούς κρίσης. Είναι γεγονός ότι μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 1985 υπήρξε ασύμμετρη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και τάσεις αφομοίωσης του πολιτικού συστήματος από τον κομματικό μηχανισμό. Το ανακύπτον ερώτημα έγκειται κατά πόσο η συγκαιρινή κρίση θα απολήξει και σε θεσμική παρεκτροπή, ελλοχεύοντος ο κίνδυνος να υπονομευθεί και ο δημοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος.
Η Δημοκρατία δεν συνιστά ένα στατικό γεγονός άλλα μία δυναμική διαδικασία διαρκούς επαλήθευσής της μέσω της ουσιαστικής της λειτουργίας. Προϋποθέτει αλλά δεν τεκμαίρεται μόνο από την διενέργεια εκλογών και δημοψηφισμάτων ως έμπρακτη συμμετοχή των πολιτών σ΄αυτή˙ το παράδειγμα της Τουρκίας, και όχι μόνο, είναι εξόχως διαφωτιστικό. Στην σύγχρονη αντιπροσωπευτική του εκδοχή το δημοκρατικό πολίτευμα κατοχυρώνεται από τον σαφή διαχωρισμό των εξουσιών και ο πλουραλιστικός χαρακτήρας της κοινωνίας διασφαλίζεται από την ελευθερία λόγου και δράσης. Η κατασφάλιση της Δημοκρατίας, όχι στην ονομαστική αλλά στην πραγματική της αξία, πρέπει να συνιστά πρώτιστο μέλημα όλων των πολιτών.
Ο σεβασμός της θεσμικής λειτουργίας του πολιτεύματος θωρακίζει τον δημοκρατικό του χαρακτήρα, εν αντιθέσει με τάσεις πλήρους ευθυγράμμισης της δικαστικής και νομοθετικής εξουσίας προς την εκτελεστική, αδρανοποιώντας εν τοις πράγμασι τα θεσμικά της αντίβαρα. Είναι γεγονός πως τα τελευταία 4 χρόνια η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μας διέσωσε από χειρότερες καταστάσεις, κυρίως στον οικονομικό τομέα διασφαλίζοντας ipso facto και την σχετικά ομαλή λειτουργίας του πολιτεύματος. Παράλληλα, αντιληφθήκαμε τον πραγματικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος σχετικά με τον βαθμό ολοκλήρωσής του. Βεβαίως, παρά τις αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις ενδογενείς κρίσεις των τελευταίων ετών, η συμμετοχή εξακολουθεί να μας προσφέρει ασυγκρίτως περισσότερα οφέλη και αποτελεί πολλαπλασιαστή ισχύος και προνομιακό χώρο δράσης για την χώρα μας.
Τα πεπραγμένα της παρούσας συγκυβέρνησης κατέδειξαν ότι δεν αποτελεί το όχημα υπέρβασης της μεταπολίτευσης, όπως αυτάρεσκα διαλαλούσε, αλλά μάλλον συνιστά την πολιτική αντανάκλαση των περισσότερων παθογενειών μας. Η ανάδειξή της και κυρίως η παραμονή της στην εξουσία καθώς και το σταθερά υψηλό ποσοστό στις δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν το ανθρωπολογικό της υπόβαθρο: χαμηλό αίσθημα ατομικής ευθύνης, δυσφορία εφαρμογής του νόμου, απροθυμία αλλαγών που περιορίζουν καταχρηστικά προνόμια, ασυμφωνία λόγων και έργων κτλ.
Βαδίζοντας προς τις εκλογές αμφότεροι οι κυβερνητικοί εταίροι θα ανατρέξουν σε ψευτοδιλήμματα ιδεολογικής χροιάς και ψηφοθηρικής χρείας, αποστρεφόμενος ο ένας τον άλλον, ως στρατηγικές μετεκλογικής επιβίωσης. Τέτοιες όμως πολιτικές πρακτικές δεν είναι κοινωνικά επωφελείς και δεν πρέπει να βρεθούν στο επίκεντρο της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης, διότι δεν έχουν να προσφέρουν κάτι στις πραγματικές ανάγκες της χώρας.
Η μέχρι σήμερα πορεία της παρούσας συγκυβέρνησης επιβεβαίωσαν τον μεταπολιτευτικό εθισμό για κατίσχυση του κόμματος επί του κράτους και των θεσμών του, εμφανίζοντας ανησυχητικές τάσεις για περαιτέρω επιδείνωση της εν λόγω κατάστασης. Στις επόμενες εκλογές αυτό θα είναι το διακύβευμα: θεσμική κατοχύρωση της δημοκρατίας ή περαιτέρω εκφυλισμός της. Η αξίωση των πολιτών, τουλάχιστον πλειοψηφικά, οφείλει να αποτυπώνει την επιθυμία για θεσμική θωράκιση και διεύρυνση του δημοκρατικό μας πολιτεύματος. Ας μην αφήσουμε την κρίση να εξελιχθεί σε θεσμική παρεκτροπή, και τους καθ΄ έξιν τιμητές της δημοκρατικότητας χωρών, ανθρώπων και κομμάτων να φαλκιδεύσουν την Δημοκρατία.
*Μεταδιδακτορικός Ερευνητής και Διδάσκων Διεθνείς Σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο