Blog

2015-10-10. Η Ρωσική Εμπλοκή στη Συριακή Κρίση

2015-10-10. Η Ρωσική Εμπλοκή στη Συριακή Κρίση

Η ρωσική στρατιωτική επέμβαση στο συριακό εμφύλιο πόλεμο αναμφισβήτητα είναι το γεγονός που κυριαρχεί σήμερα στη διεθνή επικαιρότητα. Από τις 30 Σεπτεμβρίου, αναφερόμαστε πλέον σε στρατιωτική επέμβαση, καθόσον μέχρι τότε, η Ρωσία διατηρούσε έντονη πολιτική και διπλωματική εμπλοκή και υποστήριζε ποικιλοτρόπως το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσσαντ. Παράλληλα η διακριτική ρωσική στρατιωτική βοήθεια εξασφάλιζε την αναγκαία υποστήριξη στις συριακές ένοπλες δυνάμεις. Τελικά η φημολογούμενη ρωσική επέμβαση εκδηλώθηκε με αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατά των αντιπάλων του συριακού καθεστώτος ισλαμιστικών οργανώσεων και κατόπιν επισήμου αιτήματος του τελευταίου ενώ συνοδεύθηκε από εκδηλώσεις ευαρέσκειας από τον αντιπρόσωπο της Συρίας στο βήμα του ΟΗΕ.
Ενδείξεις της επέμβασης είχαν γίνει ορατές από το Σεπτέμβριο με την αυξημένη κίνηση στρατιωτικού υλικού και μονάδων προς τη μοναδική ρωσική βάση της Μεσογείου, στη Λαττάκεια της Συρίας αλλά και τα αιτήματα διέλευσης ρωσικών στρατιωτικών αεροσκαφών από το FIR γειτονικών χωρών συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος. Η ρωσική εμπλοκή δικαιολογήθηκε ως αναγκαία ενέργεια για την αντιμετώπιση του τρομοκρατικού κινδύνου του ISIS. Όμως οι ρωσικές αεροπορικές επιδρομές που εκδηλώθηκαν, κατηγορήθηκαν από σύσσωμο σχεδόν το δυτικό κόσμος και τη συριακή αντιπολίτευση ότι δεν στοχοποιούν την οργάνωση του ISIS αλλά αποσκοπούν στην υποστήριξη του καθεστώτος του Άσσαντ μέσω της αποδυνάμωσης των «μετριοπαθών» στρατιωτικών αντιπάλων του τελευταίου. Βέβαια ο διαχωρισμός των ισλαμιστικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στη Συρία, σε «μετριοπαθείς» και «ακραίους», «φιλοδυτικούς» και «εξτρεμιστές» είναι ίσως αδόκιμος έως και αδύνατος. Σε ένα περιβάλλον ακραίας βίας και θρησκευτικού φανατισμού με έντονα τα φυλετικά χαρακτηριστικά και τις «ληστρικές» συμπεριφορές οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των οργανώσεων είναι θολές έως και ανύπαρκτες. Συχνά οι υποστηριζόμενοι από τη Δύση μαχητές εντάσσονται με όλο τον εξοπλισμό τους στις γραμμές των ακραίων μαχητών του ISIS και στα παρακλάδια της «Αλ Κάϊντα» ενώ τοπικοί οπλαρχηγοί του ISIS απογοητευμένοι ή κινούμενοι από προσωπικές προσδοκίες εγκαταλείπουν την ομπρέλα της οργάνωσης.
Μέχρι σήμερα λοιπόν, η ρωσική στρατιωτική επέμβαση περιορίζεται σε βομβαρδισμούς στόχων των αντιπάλων του συριακού καθεστώτος και λογιστική και συμβουλευτική υποστήριξη του τελευταίου. Διάχυτες όμως και ανεπιβεβαίωτες φήμες μιλούν για εκατοντάδες Ιρανούς και Ρώσους «εθελοντές» παραστρατιωτικούς που στο πλευρό των μαχητών της Hezbollah και των Κούρδων, πολεμούν τους ισλαμιστές αντιπάλους του Άσσαντ των διαφόρων αλληλοεπικοινωνούντων (μετριοπαθών έως και εξτρεμιστικών) οργανώσεων. Η εδώ και περίπου 5 χρόνια σοβούσα δραματική κρίση της Συρίας φαίνεται να κορυφώνεται με χιλιάδες εθελοντές και μισθοφόρους από όλα τα μέρη του κόσμου να συγκρούονται ανελέητα στις απέραντες εκτάσεις της ευρύτερης Μεσοποταμίας αδιαφορώντας τελείως για τις συνέπειες και απώλειες των κατατρεγμένων τοπικών πληθυσμών.
Η ρωσική στρατιωτική επέμβαση προκαλεί εύλογα ερωτηματικά για τους γεωπολιτικούς στόχους της Μόσχας, την αποτελεσματικότητα της αλλά και για τις γενικότερες συνέπειες στην περιοχή. Αποτελεί άραγε ένα προάγγελο της προσπάθειας της Μόσχας να επιστρέψει μετά από 50 περίπου χρόνια στη Μέση Ανατολή καλύπτοντας το κενό που οι ΗΠΑ σταδιακά δημιουργούν με την αναδίπλωση τους και με μια πολιτική περιορισμού των επεμβάσεων στα εσωτερικά των χωρών της περιοχής; Μη ξεχνάμε την προνομιακή θέση της ΕΣΣΔ στη Μέση Ανατολή μετά την επικράτηση των Μπααθιστών στη Βαγδάτη (1958) και μέχρι τον πόλεμο του Γιομ- Κιπούρ (1973), με την εγκατάσταση χιλιάδων Ρώσων στρατιωτικών συμβούλων και παροχή πολεμικού υλικού σε Αίγυπτο, Συρία και Ιράκ. Μια έντονη παρουσία που δεν μπόρεσε όμως να κατασιγάσει τις τοπικές περιφερειακές αντιπαλότητες και ανταγωνισμούς κυρίως μεταξύ Αιγύπτου και Ιράκ για την αραβική ηγεσία. Η Συρία υπήρξε και τότε πεδίο ανταγωνισμού, όπως αποδεικνύει περίτρανα και η προσπάθεια του Νάσσερ για να την τραβήξει υπό την αιγυπτιακή επικυριαρχία μέσω της θνησιγενούς Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας (ΗΑΔ). Τελικά τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των αραβικών χωρών, ο φυλετικός και θρησκευτικός πολυκερματισμός, η σοβιετική αδυναμία αντίληψης των τοπικών ιδιαιτεροτήτων, η αντίδραση της Δύσεως και η συνεχής συντριπτική επικράτηση του υποστηριζόμενου από τις ΗΠΑ Ισραήλ οδήγησαν σε σημαντική και σταδιακή μείωση της σοβιετικής επιρροής από το 1975 και μετά. Η Συρία, του οικογενειακού καθεστώτος των Άσσαντ, παρέμεινε η μοναδική χώρα της περιοχής δεκτική στη ρωσική παρουσία και σε μια μετριασμένη ρωσική επιρροή. Η ρωσική παρακμή της δεκαετίας του 1990, οδήγησε τη Συρία σε μια πιο μετριοπαθή και ανεξάρτητη πολιτική, όταν διαπίστωσε την απροθυμία και αδυναμία της ρωσικής ομπρέλας, οπότε και επιζήτησε ανοίγματα στη Δύση αλλά και στη γειτονική της Τουρκία παρά τις μακροχρόνιες συνοριακές διαφορές τους. Η πολιτική αυτή της Δαμασκού διήρκησε μέχρι την έναρξη της αραβικής άνοιξης οπότε και βρέθηκε απομονωμένη, με το καθεστώς Άσσαντ να στοχοποιείται από δυτικές και αραβικές χώρες. Αυτονόητη και η αναγκαστική στροφή της προς τη Μόσχα για επιβίωση του καθεστώτος στον αμείλικτο εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε και η οποία στροφή έδωσε στη Ρωσία μια ευκαιρία επιστροφής της στην περιοχή.
Μήπως όμως αυτή η επιστροφή είναι απλά και μόνο μια κίνηση εντυπωσιασμού και προβολής ισχύος με τη στρατηγική προσοχή της Ρωσίας εστιασμένη στην κατοχύρωση των κερδών της στην ζωτική περιοχή της Μαύρης Θάλασσας; Η περιοχή της Μέσης Ανατολής τη στιγμή αυτή δε φαίνεται να συγκαταλέγεται στα ζωτικά συμφέροντα της Ρωσίας. Η ανησυχία για εξάπλωση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας στη ρωσική επικράτεια δεν αποτελεί μια λογικοφανή εξήγηση καθόσον ο κίνδυνος υφίσταται ήδη από μακρού και η επέμβαση μάλλον ενδυναμώνει τις πιθανότητες αντιποίνων και αναζωπύρωσης των θρησκευτικών συγκρούσεων. Μια προσπάθεια εξωτερικά υποκινούμενης επενεργοποίησης του μετώπου της Τσετσενίας από τους εκατοντάδες ετοιμοπόλεμους Τσετσένους μαχητές του ISIS είναι πιθανή σήμερα ως απάντηση στη ρωσική επέμβαση. Ούτε όμως και η ανάγκη αντιμετώπισης των προσφυγικών ρευμάτων δεν δικαιολογεί το μέγεθος της ρωσικής εμπλοκής καθώς μέχρι σήμερα η Ρωσία δεν έχει επηρεαστεί.
Είναι πιθανό το καθεστώς του Πούτιν να επιδιώκει τη λαϊκή επιδοκιμασία με μια περισσότερο ενεργό πολιτική, αυτοπαγιδευμένο στα οράματα του για παλινόρθωση του ρωσικού-σοβιετικού μεγαλείου; Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι προσωποκρατούμενα (Πούτιν) δεσποτικά καθεστώτα σε περιβάλλον ελεγχόμενης δημοκρατίας (Ρωσία), τείνουν να επιδιώκουν εξωτερικές εμπλοκές αποβλέποντες σε αποκομιδή πολιτικών κερδών στο εσωτερικό και την αναγκαία λαϊκή υποστήριξη για μακροημέρευση τους στην εξουσία σε συνθήκες κατασταλτικών μέτρων. Βέβαια μια επίδειξη ισχύος και αποκατάσταση της στρατιωτικής και διπλωματικής ισορροπίας στην κρίση της Συρίας ίσως να καταστήσει δυνατό ένα συμβιβασμό των εμπλεκομένων εξωτερικών δυνάμεων και να οδηγήσει στην επιβολή μιας λύσεως (υπό τη σκιά των ρωσικών όπλων) που θα επιτρέψει την απόσυρση του Άσσαντ παράλληλα με τη αντικατάσταση του από μια μεταβατική κυβέρνηση που θα εγγυάται την ενότητα της χώρας και την ασφάλεια των Αλαουιτών και Χριστιανών, εξοβελίζοντας τους ακραίους ισλαμιστές του ISIS. Ίσως αυτό να αποτελεί και το πλέον ευνοϊκό –αλλά όχι και πιθανότερο-σενάριο καθόσον ο πενταετής εμφύλιος πόλεμος φαίνεται να έχει αποδυναμώσει τις πιθανότητες συμφιλίωσης μεταξύ των βασικών εθνοτήτων της χώρας. Παράλληλα οι μαχητές του ISIS δεν φαίνονται πρόθυμοι να αρκεστούν σε τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από την πλήρη επικράτηση τους και την επιβολή των αναχρονιστικών (για εμάς τους δυτικούς) κανόνων και θεσμών του «Ισλαμικού Κράτους». Ακόμη όμως και στην περίπτωση μιας ευνοϊκής εξέλιξης της επεμβάσεως, πλέον της διατήρησης της ρωσικής παρουσίας στη Λαττάκεια και στην αυξημένη πολιτική επιρροή της στην περιοχή-και με δεδομένη την εμπειρία του παρελθόντος- η Μόσχα δεν φαίνεται να εξασφαλίζει κέρδη ανάλογα του ρίσκου που αναλαμβάνει. Πιθανόν να επιδιώκει μια γενικότερη συμφωνία με τη Δύση με αμοιβαία ανταλλάγματα και κύριο επιζητούμενο την κατοχύρωση των κερδών της σε Κριμαία, Γεωργία και Ουκρανία (περιοχές ζωτικής σημασίας για τη Ρωσία). Το ενδεχόμενο αυτό δε δύναται να αποκλειστεί αλλά προϋποθέτει μια ευνοϊκή εξέλιξη –για τη Ρωσία- των επιχειρήσεων στη Συρία αλλά και την εν συνεχεία προθυμία της Δύσεως να συμβιβαστεί σε θέματα που έχει αναγάγει σε κορωνίδες της εξωτερικής πολιτικής της (εδαφική ανεξαρτησία κρατών, μη αποδοχή βίαιης μεταβολής συνόρων,) παρά τα δικά της συχνά ολισθήματα.
Ενδέχεται όμως η ρωσική επέμβαση στη Συρία να αποτελεί τμήμα μιας πιο επιθετικής και κοστοβόρας πολιτικής αναμέτρησης και εμπλοκής με τη Δύση σε κάθε σημείο του πλανήτη; Το ενδεχόμενο αυτό μπορεί και να συνδυαστεί με την επιδίωξη να παρασύρει τη Δύση σε έναν ολικό διακανονισμό του συνόλου των ανοικτών θεμάτων με την προσοχή της όπως παραπάνω προαναφέρθηκε στα ζωτικά της συμφέροντα στη Μαύρη Θάλασσα. Η ολική όμως αντιπαράθεση με τη Δύση δε φαίνεται να είναι στις προθέσεις της Ρωσίας και πολύ δε περισσότερο στις δυνατότητες της. Η Ρωσία αντιλαμβάνεται ότι έχει παρέλθει οριστικά η εποχή που μπορεί μόνη της να προκαλέσει απεριόριστα τη Δύση και ο ενδεχόμενος γειτονικός της σύμμαχος (αλλά πιθανόν και επικίνδυνος αντίπαλος), η Κίνα, φαίνεται τελείως απρόθυμος επί του παρόντος για να εμπλακεί σε μια τέτοια κίνηση.
Μήπως τελικά η ρωσική κίνηση είναι μια απλή κίνηση απόδειξης της συνέπειας και πιστότητας του ρωσικού καθεστώτος στους συμμάχους του παγκοσμίως, σε αντίθεση με την πρόσφατη «καιροσκοπική» αμερικανική και γενικότερα δυτική, πολιτική της εκμετάλλευσης και εγκατάλειψης των φιλικών καθεστώτων στο όνομα του «εκδημοκρατισμού» των χωρών αυτών; Λογικοφανής εξήγηση μόνο όταν συνδυαστεί με χειροπιαστά οφέλη και προσεγγίσεις με άλλες χώρες. Ήδη ο Αιγύπτιος πρόεδρος Σίσι έχει αποκαταστήσει στενές επαφές με τη Μόσχα και ο Πρόεδρος Πούτιν έχει γίνει δεκτός με ενθουσιασμό στο Κάιρο, προορισμό που προσφάτως αποφεύγουν οι δυτικοί ηγέτες.
Άσχετα όμως με τα κίνητρα της ρωσικής επέμβασης υπάρχουν τα εχέγγυα της επιτυχίας της ή θα δούμε την αναβίωση ενός νέου Αφγανιστάν; Η εμπλοκή των ΗΠΑ στο Ιράκ και Αφγανιστάν με τις αρχικές στρατιωτικές επιτυχίες αλλά και την αδυναμία νικηφόρας αποχώρησης και τερματισμού της σύγκρουσης σίγουρα έχει προβληματίσει τη ρωσική ηγεσία. Συχνές οι δηλώσεις της τελευταίας ότι δεν προτίθεται να στείλει στρατεύματα να εμπλακούν σε χερσαίες επιχειρήσεις. Παραπλήσιες δηλώσεις σε ιστορικά παραδείγματα μάλλον ενισχύουν τους φόβους περαιτέρω και ανεξέλεγκτης εμπλοκής. Βέβαια η Ρωσία σχεδιάζει να πολεμήσει δια «αντιπροσώπων» (συριακός στρατός, ιρανοί, Hezbollah, Κούρδοι), η ιστορία όμως της περιοχής διδάσκει ότι η διολίσθηση σε μακροχρόνια και αιματηρή εμπλοκή είναι σύνηθες φαινόμενο καθώς οι συνθήκες καθιστούν αδύνατη την αποφασιστική επικράτηση επί του αντιπάλου. Πιθανόν να οδηγούμαστε σε μια δραματική επιμήκυνση του συριακού εμφυλίου πολέμου και διάχυση του, με το καθεστώς του Άσσαντ να ενισχύεται από τη ρωσική εμπλοκή χωρίς όμως και να φαίνεται πιθανή μια επικράτηση του.
Στο πολιτικό πεδίο βλέπουμε τη δημιουργία ενός ανεπίσημου «άξονα» (Ρωσίας-Ιράν-Συρίας και με δειλή την παρουσία του Ιράκ) που πλέον του διακηρυγμένου στόχου της αναχαίτισης του ισλαμιστικού εξτρεμισμού προκαλεί και την ανησυχία αλλά και την εχθρότητα του σουνιτικού κόσμου. Ιδιαίτερα το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, αντιμέτωπο με μια οικονομική κρίση εξ’ αιτίας της πτώσεως των τιμών του πετρελαίου, που αυτό το ίδιο κυρίως προκάλεσε, αισθάνεται μια έντονη νευρικότητα με την μερική «αποκαθήλωση» και κινητοποίηση του προαιώνιο αντιπάλου του (Τεχεράνη).
Στην Τουρκία, η πολιτική του «σουλτάνου» Ερντογκάν φαίνεται αδιέξοδη, ενώ η ρωσική παρουσία στα νότια σύνορα της επιτείνει τις τουρκικές ανησυχίες. Όπως και η Ρωσία πρόσφατα, η Τουρκία διακήρυξε, από τον Ιούλιο, την πρόθεση της να αντιμετωπίσει την απειλή του ISIS καταφεύγοντας και αυτή σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατά επιλεγμένων στόχων και κυρίως κατά των Κούρδων μαχητών του ΡΚΚ, δηλαδή των «αδελφών» των πραγματικών αξιόπιστων αντιπάλων του ISIS (του People’s Protection Units -YPG)! Συγχρόνως η Τουρκία αγωνιά για τις εξελίξεις στο κουρδικό ζήτημα αντιλαμβανόμενη την επικίνδυνη για τα συμφέροντα της συσχέτιση της ενδυνάμωσης του τουρκικού κουρδικού κόμματος (People’s Democracy Party-HDP), με την εξωτερική υποστήριξη και αναγνώριση που λαμβάνουν οι Κούρδοι της Συρίας και του Ιράκ. Οι βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου πλησιάζουν και οι προσπάθειες της Άγκυρας για μείωση της πολιτικής δύναμης του HDP εστιάζονται και πάλι στην αδιέξοδο επιστροφή στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά του ΡΚΚ.
Το Ισραήλ, ενημερωμένο και σε επαφή με τη Μόσχα, παρακολουθεί τις εξελίξεις ανήσυχα δηλώνοντας την αποφασιστικότητα του να απαγορεύσει οποιαδήποτε ενίσχυση της Hezbollah με όπλα σύγχρονης τεχνολογίας ή μαζικής καταστροφής, αντιλαμβανόμενο όμως ότι η ρωσική παρουσία περιορίζει την ελευθερία δράσεως του στο συριακό έδαφος. Η πιθανότητα όμως μιας ιρανικής επικράτησης σε Ιράκ, Συρία και Λίβανο παρουσιάζεται εξίσου εφιαλτική στο Τελ-Αβίβ όσο και το σενάριο της επικράτησης των εξτρεμιστών ισλαμιστών ή της μετατροπής αυτών των χωρών σε failed states και μάλλον προκρίνει τη διαιώνιση του συριακού εμφυλίου.
Στην άλλη πλευρά, η Τεχεράνη βλέπει την επιρροή να έχει αυξηθεί σημαντικά στο σιϊτοκρατούμενο πλέον Ιράκ που αντιμετωπίζει όμως μια εξέγερση των Σουνιτών και μια σημαντική μείωση των ελεγχόμενων από την κεντρική κυβέρνηση περιοχών. Σε πολύ δύσκολη θέση και ο έτερος σύμμαχος της, Αλαουίτης πρόεδρος της Συρίας Άσσαντ. Υπό αυτές τις περιστάσεις η επέμβαση της Ρωσίας ενισχύει μάλλον, έστω και προσωρινά, τη θέση της Τεχεράνης. Βέβαια, ενδεχόμενος είναι κίνδυνος της συσπείρωσης όλου του σουνιτικού κόσμου κατά του νεοδημιουργηθέντος ανεπίσημου και συγκυριακού «άξονα» Ρωσίας-Ιράν-Συρίας με τη χαλαρή συμμετοχή και του Ιράκ. Πρόσφατα μάλιστα η κυβέρνηση της Βαγδάτης υπέγραψε συμφωνία με τη Ρωσία για ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα καταπολέμησης της τρομοκρατίας γεγονός που εξόργισε τις δυτικές πρωτεύουσες. Το Ιράν με την έμμεση και ενδεχομένως άμεση συμμετοχή του στη σύρραξη αποσκοπεί στην ενίσχυση της θέσεως του στην περιοχή, αποδεχόμενο όμως το ανάλογο κόστος της εμπλοκής και διακινδυνεύοντας τη μετατροπή του συριακού εμφυλίου πολέμου σε σύγκρουση των δύο μεγάλων θρησκευτικών παρατάξεων του Ισλάμ.
Σε αυτό το πλαίσιο αστάθειας, με τα κύματα προσφύγων να κατευθύνονται κατά χιλιάδες στην ασυντόνιστη και αναποφάσιστη Ευρώπη, η κυριαρχούσα επί 40 χρόνια στην περιοχή της Μέσης Ανατολής υπερδύναμη, ΗΠΑ, δείχνει σημάδια απεμπλοκής και αναδίπλωσης προκαλώντας ένα στρατηγικό κενό και μια γενικότερη αίσθηση ανασφάλειας. Το καθεστώς Ομπάμα –εν μέσω κατηγοριών για ατολμία και υποχώρηση- διέγνωσε τους κινδύνους του υπέρμετρου κόστους της διατήρησης του status quo στην προβληματική αυτή περιοχή, σε σύγκριση πάντα και με τα προσδοκώμενα οφέλη (κίνδυνος υπερεξάπλωσης) και φαίνεται ότι αποφάσισε το σταδιακό περιορισμό των δεσμεύσεων και εμπλοκών του. Συγχρόνως, η ηγεσία της Ουάσινγκτον αντιλήφθηκε ότι στην περίπτωση της αμερικανικής εμπλοκής στη Μέση Ανατολή εμφανίστηκε η τάση της ταχύτερης αύξησης του οικονομικού κόστους της διατήρησης του επιβληθέντος status quo από την οικονομική δυνατότητα μεγέθυνσης και υποστήριξης του (όπως προ ετών επεσήμανε και ο Robert Gilpin στο βιβλίο του «Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική»). Γεωπολιτικά η απόφαση αυτή των ΗΠΑ είναι μια ορθή επιλογή που έπεται μιας μακροχρόνια, ατελέσφορης και μάλλον αντιπαραγωγικής εμπλοκής (2001 και μετά) αλλά η εφαρμογή της δημιουργεί δυσαναπλήρωτο κενό ασφαλείας και ισορροπίας και ένα παράθυρο ευκαιρίας για τη ρωσική επαναφορά.
Η Ρωσία φαίνεται ότι άδραξε αυτήν την ευκαιρία, υπό το φόβο της τραυματικής της εμπειρίας στο Αφγανιστάν αλλά και την ανανεωμένη αυτοπεποίθηση της από τις πρόσφατες επιτυχίες σε Κριμαία και Γεωργία. Συνυπολογίζοντας λοιπόν τα προαναφερθέντα κέρδη, ρίσκα και κόστη προχώρησε στη στρατιωτική εμπλοκή. Η εξέλιξη της επέμβασης θα φανεί από την ικανότητα των Ρώσων να επιτύχουν καίρια πλήγματα στις δυνάμεις του ISIS αλλά και των λοιπών αντιπάλων ομάδων του καθεστώτος του Άσσαντ αλλά κυρίως από το συντονισμό και ικανότητα των συμμάχων της να εκμεταλλευτούν τα ρωσικά αεροπορικά πλήγματα και τη ρωσική υποστήριξη και να επιτύχουν νίκες στα πεδία των μαχών. Βέβαια η ελπίδα συντριπτικής επικράτησης στο αδιάσπαστο θέατρο επιχειρήσεων Συρίας-Ιράκ μάλλον είναι μια ματαιοπονία όπως αποδείχθηκε και από την πρόσφατη αμερικανική εμπειρία στο Ιράκ. Η ρωσική προσπάθεια για να έχει ελπίδες επιτυχίας θα πρέπει να συνοδευτεί με γενναιόδωρες προτάσεις ειρήνης που θα προσελκύσουν τους μετριοπαθείς Σύριους εξεγερμένους και θα διασπάσουν το δυτικό και αραβικό κόσμο που αντιτίθεται στη ρωσική επέμβαση και στη διατήρηση του καθεστώτος του Άσσαντ. Υπάρχουν κάποια σημάδια για ρεαλιστική προσέγγιση από πλευράς της Μόσχας αλλά ο κίνδυνος διακοπής της επαφής με τον τελικό πολιτικό στόχο και επικέντρωσης σε ατελέσφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι μεγάλος. Επίσης πρέπει να ελεγχθούν τυχόν μαξιμαλιστικές τάσεις της Ρωσίας και κυρίως των τοπικών «συμμάχων» της. Η περιοχή διέρχεται μια περίοδο παρόμοια με τον ευρωπαϊκό «τριακονταετή» πόλεμο και πιθανόν μόνο η εξάντληση των καθ’ οποιονδήποτε τρόπο εμπλεκομένων να είναι ικανή να επιφέρει την ειρήνευση. Σήμερα, Οποιαδήποτε πρόβλεψη για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή είναι παρακινδυνευμένη, ένα όμως είναι σίγουρο: ότι η σταθερότητα θα αργήσει να επανέλθει στην περιοχή.

Αφήστε μια απάντηση