Στρατηγικός διάλογος Ελλάδας-ΗΠΑ – Μια μπαταρισμένη ζυγαριά
Η Ελλάδα και οι ΗΠΑ, έπειτα από μακρά περίοδο αναγκαστικής (λόγω Covid) μείωσης των συναντήσεων υψηλού επιπέδου με φυσική παρουσία, προγραμματίζουν τη διεξαγωγή του τρίτου γύρου Στρατηγικού Διαλόγου, στην Ουάσινγκτον, στις 14 Οκτωβρίου. Την ίδια ημέρα θα υπογραφεί το τροποποιητικό πρωτόκολλο της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA).
Η Αθήνα, όπως επιβεβαιώθηκε με δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, συναινεί στην πενταετή ανανέωση της MDCA του 1990 αντί της διαδικασίας των διαδοχικών ετήσιων ανανεώσεων που ίσχυε μεχρι τώρα. Η υπογραφή της αναθεωρημένης MDCA αποτελεί, αναμφισβήτητα, θετικό βήμα ενίσχυσης της ελληνικής άμυνας και των σχέσεων με την Ουάσινγκτον σε μία ταραγμένη περίοδο στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή.
Ωστόσο τα πιο σημαντικά σκέλη της MDCA αφορούν τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία της παρουσίας των ΗΠΑ σε ελληνικές στρατιωτικές βάσεις και άλλες τοποθεσίες. Ως προς το ποσοτικό σκέλος, η ελληνική πλευρά είχε ενθουσιαστεί, κατά την περσινή έναρξη των διαπραγματεύσεων, με την τότε πρόθεση των ΗΠΑ να ζητήσουν πρόσβαση και δικαιώματα χρήσης σε 23 εγκαταστάσεις. Στην παρούσα τελική φάση συζητήσεων ανταλλάσσονται απόψεις επί μόλις τεσσάρων (4) βάσεων. Η αρχική εκδοχή της εντυπωσιακής διεύρυνσης της αμερικανικής παρουσίας θα οδηγούσε, ως αντάλλαγμα, στην ικανοποίηση μεγάλου αριθμού ελληνικών αιτημάτων.
Τι παίρνουμε τελικά από τις ΗΠΑ
Ο ενθουσιασμός είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε κάποιοι αιθεροβάμονες εν Αθήναις προσδοκούσαν αμερικανική βοήθεια άνω των 6 δισ. δολαρίων (αθροιστικά από διάφορα Ταμεία και προγράμματα). Το αίτημα ήταν εξωπραγματικό, καθώς η βοήθεια των περασμένων ετών (μαζί με την αξία του μεταβιβασθέντος πλεονάζοντος υλικού) έφτασε μόλις τα 200.000.000, αφού η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ με αναπτυγμένη οικονομία. Ακόμα δε και στην περίπτωση που η διοίκηση Μπάιντεν αποφάσιζε τεράστια αύξηση της χορηγούμενης αμυντικής βοήθειας, η πρόταση θα απορριπτόταν από τις πανίσχυρες Επιτροπές Πιστώσεων και Εξωτερικών Σχέσεων στο Κογκρέσο.
Ως προς τα ποιοτικά στοιχεία, το Μέγαρο Μαξίμου καταβάλλει –αν και πολύ καθυστερημένα– μία ύστατη προσπάθεια, ώστε στην MDCA να περιλαμβάνονται ο αερολιμένας της Χρυσούπολης στην Καβάλα και οι (μείζονος εθνικής σημασίας) εγκαταστάσεις της Πολεμικής Αεροπορίας στη Σκύρο, καθώς και οι μικρότερες του Πολεμικού Ναυτικού στο ίδιο νησί. Η ηγεσία της κυβέρνησης φέρεται ότι έχει σχετική βεβαιότητα για την ικανοποίηση του αιτήματος για τη Σκύρο (και αν αυτό συμβεί θα πρόκειται όντως για μεγάλη επιτυχία), αλλά –προς το παρόν τουλάχιστον– καμία αμερικανική πηγή δεν φαίνεται να συμμερίζεται την αισιοδοξία του Μαξίμου.
Συζητήσεις διεξάγονται, επίσης, για το εύρος των εγγυήσεων για την ασφάλεια της Ελλάδας μέσω επιστολής του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν κατά το πρότυπο της MDCA του 1990 (επιστολή πρέσβη Mάικ Σωτήρχου προς υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά) και της ανανέωσης του 2019 (επιστολή Μάικ Πομπέο προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη). Η κυβέρνηση ελπίζει πως η επιστολή Μπλίνκεν θα περιέχει διατυπώσεις, οι οποίες θα εξισορροπούν τη μη απόσπαση άλλων διαπραγματευτικών ανταλλαγμάτων.
Παράλληλα, οι λεπτομέρειες της ελληνοαμερικανικής συνεργασίας, σχεδόν εφ’ όλης της ύλης, θα εξεταστούν κατά τις συζητήσεις του Στρατηγικού Διαλόγου που περιλαμβάνει έξι ενότητες. Όπως και στον πρώτο και στο δεύτερο γύρο διαλόγου (Δεκέμβριο 2018 και Οκτώβριο 2019, αντίστοιχα), οι ενότητες θα τιτλοφορούνται: Περιφερειακή Συνεργασία (επί πολιτικών και οικονομικών θεμάτων), Άμυνα και Ασφάλεια, Αντιμετώπιση Τρομοκρατίας και Εφαρμογή του Νόμου, Εμπόριο και Επενδύσεις, Ενέργεια, Κοινωνία Πολιτών (Παιδεία και Πολιτισμός), ενώ μπορεί να προστεθεί φέτος και έβδομη ενότητα για θέματα περιβάλλοντος και αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών.
Αλλάζει κάτι στον τρίτο γύρο;
Όσοι έχουν παρακολουθήσει τους δύο προηγούμενους γύρους δεν θα εκπλαγούν αν και στις φετινές συζητήσεις δεν συμμετάσχουν (με εξαίρεση τη συμβολική παρουσία του Άντονι Μπλίνκεν) μέλη της κυβέρνησης Μπάιντεν. Η αμερικανική εκπροσώπηση θα είναι σε επίπεδο βοηθών υπουργών, αναπληρωτών και ασκούντων χρέη βοηθών υπουργών και άλλων ανώτερων αξιωματούχων.
Ίσως, από την πρακτική πλευρά, αποδειχθεί καλύτερο, γιατί η ελληνική διπλωματία δεν πάσχει τόσο από επαφές στο πολιτικό επίπεδο όσο από την έλλειψη προσβάσεων στη λεγόμενη “υπηρεσιακή γραφειοκρατία” των βασικών υπουργείων των ΗΠΑ. Πάντως, επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπίας θα είναι ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας και, πιθανώς, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος.
Στο πλαίσιο του διαλόγου αναμένεται η επιβεβαίωση της συνεργασίας σε θέματα αμυντικής βιομηχανίας και της αμερικανικής πρόθεσης για συνδρομή στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού αμυντικού εξοπλισμού (συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης πλεονάζοντος υλικού). Ως προς τις επενδύσεις, η Ουάσινγκτον θα τονίσει, για πολλοστή φορά, τη σημασία «της διαφάνειας και της προβλεψιμότητας» που υποβαθμίζεται από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις.
Slpress.gr