Περί ηρώων και τάφων

Περί ηρώων και τάφων

Tου Στεφανου Kασιματη / kassimatis@kathimerini.gr

Οσοι έχουν δει την κινηματογραφική υπερπαραγωγή του 1962 «The Longest Day», για τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία, ασφαλώς θυμούνται τη σκηνή, ακόμη και αν έχουν ξεχάσει όλα τα άλλα από την ταινία: Σκωτσέζοι στρατιώτες αποβιβάζονται στην παραλία Sword, υπό τον καταιγισμό γερμανικών πυρών, ενώ με βήμα αργό και σταθερό, όπως αρμόζει στην αξιοπρέπεια του ρόλου του, τους συνοδεύει ένας στρατιώτης που παίζει την γκάιντα.

Το περιστατικό είναι πραγματικό και ο στρατιώτης με την γκάιντα ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Λεγόταν Μπιλ Μίλιν και απεβίωσε στις 17 Αυγούστου, πλήρης ημερών στα 88 του. Τη μεθεπομένη του θανάτου του, δεν υπήρξε εθνικής κυκλοφορίας εφημερίδα στη Βρετανία η οποία να τυπώθηκε χωρίς μισή σελίδα αφιερωμένη στη μνήμη του Μίλιν. Ακόμη και το «The Economist», του οποίου η στήλη των νεκρολογιών είναι εναρμονισμένη με τη διεθνή οπτική του περιοδικού, αφιέρωσε τη σχετική σελίδα του, στο τελευταίο τεύχος του Αυγούστου, στον στρατιώτη που έπαιξε την γκάιντα στην απόβαση της Νορμανδίας.

Ο Μίλιν ήταν τότε 21 ετών. Την προηγουμένη της απόβασης, ο διοικητής της μονάδας του, ο ταξίαρχος λόρδος Λόβατ, με τον οποίο στο μεταξύ είχε πιάσει φιλίες, του είχε ζητήσει να συνοδεύσει με τους ήχους της γκάιντας την απόβαση στην παραλία. Ο Μίλιν γνώριζε ότι αυτό απαγορευόταν, βάσει διαταγής η οποία ίσχυε από την εποχή του Μεγάλου Πολέμου. Αλλά ο Λόβατ τον καθησύχασε με τα λόγια: «Μα αυτό είναι διαταγή του αγγλικού υπουργείου Πολέμου, ενώ εσύ κι εγώ είμαστε Σκωτσέζοι».

Μόλις πάτησε σταθερό έδαφος, ο Μίλιν άρχισε αμέσως να παίζει την γκάιντα (ο Λόβατ του είχε ορίσει μάλιστα playlist με τα αγαπημένα του…), βηματίζοντας ατάραχος πάνω κάτω κατά μήκος της παραλίας, σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο των Σκωτσέζων. Με τον ίδιο τρόπο, συνόδευσε τη μονάδα στις αιματηρές επιχειρήσεις για την κατάληψη δύο γεφυρών. Οταν μάλιστα ένας αξιωματικός τον διέταξε να τρέξει, εκείνος αρνήθηκε να υπακούσει: η γκάιντα περπατά, ποτέ δεν τρέχει. Δεν είχε συναίσθηση του κινδύνου που διέτρεχε και το μόνο που συγκράτησε στη μνήμη από τις ώρες που πέρασε στην ακτή ήταν η θέα των πληγωμένων στο έδαφος.

Ενιωθε βέβαιος -το αφηγείτο ο ίδιος στα χρόνια που ακολούθησαν- ότι δεν επρόκειτο να πεθάνει εκείνη την ημέρα, 6 Ιουνίου 1944, στη ακτή της Νορμανδίας, επειδή «όλοι αγαπούν τη μουσική». Το αν ο ήχος της γκάιντας νοείται ως μουσική ενδεχομένως να είναι συζητήσιμο, όμως ο Μίλιν είχε δίκιο στην εκτίμησή του, μολονότι την βάσισε σε λάθος λόγο. Στο τέλος της πιο μακριάς ημέρας του πολέμου, όπως έμαθε από τους Γερμανούς που είχαν αιχμαλωτισθεί, οι ελεύθεροι σκοπευτές τους τον είχαν διαρκώς στα σκόπευτρα των όπλων τους, αλλά τον λυπήθηκαν. Οχι επειδή τους άρεσε η μουσική του (σ.τ.σ.: στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί έφριτταν στον ήχο της γκάιντας και γι’ αυτό είχαν βαφτίσει τους Σκωτσέζους «οι κυρίες από την κόλαση»…), αλλά επειδή τον θεώρησαν… παλαβό.

Περίπου ένα μήνα πριν από τον θάνατο του Μίλιν, όλως τυχαίως (καθώς ήμουν σε άδεια και απέφευγα ιδίως τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων), άκουσα κάπου στο τέλος ενός νυχτερινού δελτίου την είδηση ότι στην Κύπρο είχαν ταυτοποιήσει τα οστά ενός ακόμη από τους αγνοούμενους Ελληνες στρατιωτικούς της τουρκικής εισβολής του 1974. Ανήκαν στον αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Στυλιανό Καλμπουρτζή, ο οποίος ήταν αγνοούμενος από τις 23 Ιουλίου 1974. Τι φοβερή σύμπτωση! Τότε ακριβώς μου είχαν κλέψει ένα ολοκαίνουργιο ποδήλατο Raleigh, που ήταν το πολυτιμότερο απόκτημά μου. Η συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν για εμένα από εκείνες που δεν θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω, αλλά για λόγους ασήμαντους σε σύγκριση με εκείνους για τους οποίους δεν θα ξεχάσουν ποτέ την ίδια ημερομηνία τα παιδιά του Καλμπουρτζή, ο οποίος ήταν 47 ετών όταν σκοτώθηκε και αν είχε παιδιά ίσως να ήταν στην ίδια ηλικία με εμένα.

Η μόνη πηγή που διέθετα για να πληροφορηθώ τα σχετικά με τις συνθήκες του θανάτου του Καλμπουρτζή ήταν το βιβλίο του αντιστρατήγου Ιωάννη Μπήτου «Από την πράσινη γραμμή στους δύο Αττίλες». Συνοψίζω παρακάτω τις πληροφορίες που βρήκα. Μετά την εφαρμογή της κατάπαυσης του πυρός (22 Ιουλίου 1974, στις 4 μ.μ.), οι Τούρκοι άρχισαν αμέσως να την παραβιάζουν, με σκοπό να βελτιώσουν τις θέσεις τους. Η 181 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού, που διοικούσε ο αντισυνταγματάρχης Καλμπουρτζής, βρέθηκε εκτεθειμένη στη θέση της στον ανατολικό Πενταδάκτυλο, έπειτα από την υποχώρηση σε ασφαλέστερη θέση του 361 Τάγματος Πεζικού που την κάλυπτε. Ο αντισυνταγματάρχης κατάλαβε ότι όφειλε να κάνει το ίδιο και ζήτησε τη σχετική άδεια. Ο αρμόδιος συνταγματάρχης του επιτελείου της Εθνικής Φρουράς Γ. Πούλος την αρνήθηκε, παραπέμποντας μάλιστα στο παράδειγμα ενός ήρωα του Πυροβολικού από τους Βαλκανικούς Πολέμους: «Αν χρειασθεί οι πυροβολητές θα πέσετε όπως οι πυροβολητές του Κοσκινά».

Παρά ταύτα, ο Καλμπουρτζής αποφάσισε, με τη σύμφωνη γνώμη των υφισταμένων του αξιωματικών, να αποσύρει τη μονάδα του σε ασφαλέστερη θέση ανατολικότερα, όπως προκύπτει από την έκθεση ενός εκ των ελαχίστων διασωθέντων. Ατυχώς, ο δρόμος που του υπέδειξε να ακολουθήσουν Ελληνοκύπριος στρατιώτης, που υποτίθεται ότι γνώριζε την περιοχή, οδήγησε σε αδιέξοδο. Αυτό ανάγκασε τη Μοίρα να αναστρέψει πορεία και έτσι έχασε πολύτιμο χρόνο. Στο διάστημα αυτό, οι Τούρκοι κατέλαβαν τις θέσεις που είχαν εγκαταλείψει οι Ελληνες και έστησαν ενέδρα. Οι άνδρες της 181 ΜΠΠ έπεσαν μαχόμενοι σχεδόν μέχρις ενός.

Τις ημέρες που ακολούθησαν την είδηση της ταυτοποίησης των οστών του αντισυνταγματάρχη Καλμπουρτζή, έψαξα τις δικές μας εφημερίδες, αλλά εκτός από κάτι ξερά μονόστηλα τίποτε άλλο δεν βρήκα. Αντιλαμβάνομαι την αμηχανία που εμπόδισε τον Τύπο να καταπιαστεί εκτενέστερα με το θέμα, αφού άλλωστε η ίδια αμηχανία διακατέχει και εμένα. Ο περιβόητος Φάκελος της Κύπρου ακόμη δεν έχει ανοίξει και αμφιβάλλω αν πρόκειται να ανοίξει ποτέ. Ελάχιστα γνωρίζουμε ώστε να μπορούμε να κρίνουμε ακριβοδίκαια τους ρόλους που έπαιξαν τα πρόσωπα της τραγωδίας.

Φοβάμαι όμως πως, στην πραγματικότητα, δεν φταίει το ότι δεν μπορούμε, αλλά το ότι δεν θέλουμε. Προτιμάμε να κουκουλώνουμε τα οδυνηρά σημεία της ιστορίας μας με γενικεύσεις βολικές για τους περισσοτέρους, ώσπου η ιστορική μνήμη γίνεται ένα θολό πράγμα, κάτω από το οποίο παραχώνουμε ήρωες και καθάρματα μαζί. Πιστεύουμε ότι αυτό μας διευκολύνει να προχωρήσουμε ευκολότερα παρακάτω, έτσι όμως αποδυναμώνουμε τη ραχοκοκαλιά των αξιών που συνιστά τον συνεκτικό ιστό της κοινωνίας μας.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι το είδος της νεκρολογίας που διαβάζει κανείς στον βρετανικό Τύπο είναι αδύνατο να ευδοκιμήσει στην Ελλάδα. Γι’ αυτό, άλλωστε, το είδος στο οποίο εμείς διαπρέπουμε είναι της αγιογραφίας…

kathimerini.gr