Περί της σωστής πλευράς της Ιστορίας
Δοκίμιον, Του Υποστρατήγου ε.α. Κωνσταντίνου Ἀργυροπούλου
Έχουμε εθιστεί στο να συλλογιζόμεθα, κατ’ εξοχήν, συναρτήσει σημασιολογικών και βαπτισμένων «σημαντικών» κανόνων χειρισμού περιρρεουσών ιδεών. Αυτοί οι κανόνες διασαφηνίζονται, ώστε να είναι συμβατοί με ένα εύρος «άλλων» νεωτερικών κανόνων, περιβεβλημένων με εξουσιαστικές παραλλαγές, οι οποίες αποβλέπουν σε μεγιστοποιητική αποτελεσματικότητα αριθμού τιθεμένων πολιτικών στόχων. Αυτοί οι «άλλοι» κανόνες δίδουν την εικόνα, ότι ακολουθούμενοι από ημάς τον λαό θα παίξουν στην ζωή μας ένα ρόλο ικανοποιούντα τις προσδοκίες ημών τών -κατά πάσαν αντίληψη ἤ εντύπωση- ταπεινών και καταφρονημένων.
Παράδειγμα. Ενώ καταλαβαίνουμε, ότι κάθε φορά και κάθε στιγμή της ζωής μας βιώνουμε ανόμοιες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές καταστάσεις, με αναρίθμητα πραγματευόμενα αντικείμενα, εμείς συνήθως σχηματίζουμε εικόνα ανακαλύπτοντας «συγγένειες» μέσω ενοτήτων συνδεουσών όλα αυτά τα ετεροειδή πράγματα. Σ’αυτή την συλλογιστική μας -ας πούμε- ταλαιπωρία, συμβάλλει, κατά πλάγιον τρόπον, ο παράγων θεσμός. Θεσμός με την μορφή της πολιτείας μέσω των προσώπων της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι μία ερμηνεία θεσμοθετημένης γνώσεως υπό ένα εντέχνως προβαλλόμενον επιμέλημα σοφίας.
Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας όλων των τύπων, όπως τα έντυπα, τα ραδιοφωνικά, τα τηλεοπτικά και τα ηλεκτρονικά, αφ’ῆς -και ανεξαρτήτως αιτιολογήσεως- το κρατικόν ταμείον ενισχύει οικονομικά τις «επικοινωνιακές» αυτές μονάδες, τότε όλα αυτά τα μέσα με μία επιτελεστικότητα, ήγουν, με την χρησιμοποίηση ενός περιπλόκου και αδιασαφήτου -ως προς την ουσία- τρόπου διατυπώσεως των θεμάτων, υποστηρίζουν «αντικειμενικά» (sic) τις κρατικές θέσεις.
Αυτή η υποστήριξη, ως γονιμοποιημένη πολυγνωσία και πανεπιστημοσύνη συνιστά και το πρελούδιο της αποδοχής των υπηκόων μίας νέας «επαινουμένης» μεθόδου αντιλήψεως των φαινομένων και των επιβαλλομένων παραδοχών των κατακλυζουσών την ψυχολογική χωρητικότητα και αντοχή των ανθρώπων. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, δέκτες της κρατικής πειθαναγκαστικής ευγλωττίας εισέρχονται σε ένα εικάσιμο «θάλαμο» απολυμάνσεως τών μη προοδευτικών και ήδη σκουριασμένων παραδοσιακών αξιακών τους θεμελίων, στερούμενοι εφεξής της ικανότητος μιας διερωτώσης σκέψεως. Δηλαδή μίας βασανιστικής πνευματικής λειτουργίας, η οποία διαπυνθάνεται για το κατά πόσον τα πράγματα σ’αυτή την χώρα βαίνουν κατά την λογικήν ἤ κατά διαόλου.
Όλα αυτά τα «προκαταρκτικά» χρησιμεύουν στο να συνεγείρεται ο κοινός μας νους, ώστε να μην πιστεύουμε αφελώς και ανεξελέγκτως κάθε προβαλλόμενον ως «αληθές» από οιανδήποτε κατεύθυνση και πηγή εκτοξεύεται ἤ αναβρύζει.
Το να πιστέψουμε κάτι, που προέρχεται από ένα φίλο μας είναι ζήτημα της αποκλειστικής προτιμήσεως μέσω ενός ατομικού συστήματος ελέγχου αξιοπιστίας και υιοθετήσεως παραδοχών. Πιστεύουμε στον φίλο, διότι αμφισβητώντας τον φίλο εμμέσως ομολογούμε διάπραξη αστόχου επιλογής φίλου.
Το να πιστέψουμε στο κράτος δικαίου είναι μία αξιομίμητη υποχρέωση. Το να πιστέψουμε όμως σε ευαγγελισμούς προσώπων της εκτελεστικής εξουσίας περί υπηρετήσεώς των ενός κράτους αμφιβόλου δικαϊκής αξιοπιστίας, τούτο πλέον ανάγεται στον βαθμό περινοίας και ικανότητος της κρίσεώς μας. Και αυτό, διότι πλειστάκις απογοητευόμεθα από τις αδιόρατες πολιτικές σκοπιμότητες, αυτών των στελεχών, τους οποίους εμείς δεχόμεθα ως τους εκπροσωπούντας ημάς δι’ ενός εντίμου κοινωνικού συμβολαίου.
Η σύγχρονη μορφή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει ένα επαληθεύσιμο μειονέκτημα. Δηλαδή, ενώ ο πολίτης εμπιστεύεται τον υποσχόμενο, τα πάντα τοις πάσι, υποψήφιο πολιτικό, ο οποίος εκλεγόμενος αθετεί τις υποσχέσεις του (π.χ. ακύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών), μετά την αθέτηση της δεσμεύσεως, αυτός ο πολίτης αισθάνεται προδομένος. Και βεβαίως η μεν δημοκρατία τού δίδει τον λόγο να διαμαρτυρηθεί, όμως στην πραγματικότητα τον φιμώνει δια μιας συστημικής επιχειρηματολογίας, της οποίας η κεντρική ιδέα καταλήγει στο: «…για να είμαστε στην σωστή πλευρά της ιστορίας! Το συμφέρον μας είναι η στοίχισή μας με την οπτική του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως». Εάν ο διαμαρτυρόμενος πολίτης θέτει εν αμφιβόλῳ την δικαιολογία χαρακτηρίζοντάς τη παιδαριώδη, τότε οι διάφοροι μηχανισμοί της εξουσίας έχουν έργο να επιτελέσουν. Δηλαδή να μεριμνήσουν, ώστε ο διαμαρτυρόμενος να αναγνωρίζεται, ως μη διακρινόμενος από ευθυκρισία, ή κατέχεται από αντιπολιτευτικό ανορθολογισμό. Εφ’όσον ο διαμαρτυρόμενος επιμένει σε ιρασιοναλιστικές κατά του κράτους θέσεις, τότε το σύστημα τον περιθωριοποιεί σε ρόλο πεισματωμένου ασθενούς. Είναι μία πλασματική διαταραχή του αντιτιθεμένου με συνοδευτικό χαρακτηρισμό, ότι ελέγχεται για μειωμένη ικανότητα κοινωνικής μάθησης και επικοινωνίας, με αμβλυμμένη την ικανότητα δημιουργικής σκέψης και με στερεοτυπικές ειδικών ψυχικών γνωρισμάτων τοποθετήσεις. Κατά την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού, τέτοια άτομα ανελάμβαναν έργα βελτιώσεως των τοπίων της Σιβηρίας.
Στις σύγχρονες δημοκρατίες, οι όσοι εξακολουθούν και αποποιούνται την ασφαλή συμπεριφορά της πολιτικής ορθότητας, απολαμβάνουν την αμαύρωση της προσωπικότητάς των και μάλιστα με την βοήθεια της προηγμένης τεχνολογίας. Η τεχνολογία είναι αδιαμφισβήτητος αρωγός των ψυχολογικών επιχειρήσεων, των ερευνών προς βελτίωση ενός δυσκόλως ανιχνευσίμου ελέγχου των μαζών (big brother) αλλά και της ιατρικής και της βιολογίας, όπως και άλλων πολλών επινοημάτων κατευνασμού των -όλο και μειουμένου όγκου- αγανακτισμένων πολιτών.
Εδώ υπάρχει κάτι το καινοφανές. Είναι, το γεγονός της στάγδην εισβολής, νέου τύπου θεωρήσεων περί του σωστού και του λάθους, στον εγκέφαλο των αδιαφόρων επιχωρίων. Η περιθωριοποίηση του ενδεχομένου ενός ερεβώδους αύριον της Ελλάδος, ουδόλως συνεγείρει το σύστημα ποιάς τινός εθνικής εγρηγόρσεως. Βιώνουμε αθορύβως την φαινομενική δύναμη των συνηθειών μας και εθελοτυφλούμε στην πραγματική δύναμη των αλλοίων, βαρέως ωπλισμένων, μιας γεωπολιτικής βουλιμίας, σκοπούσης στο ροκάνισμα της Ελληνικής επικρατείας.
Και ποία η στάση των εδώ σκεπτομένων; Τους αρκεί η …τάξη του ελεγχομένου λόγου.
Κι όμως υπάρχουν σκεπτόμενοι με ιδιαίτερα γνωρίσματα. Αυτούς τους σκεπτομένους τους δεχόμεθα ως τους ασχολουμένους με την λογική, που δεν στρέφει την προσοχή της σε συγκεκριμένες συνεπαγωγές, όπως η θεσφατοποίηση της σωστής πλευράς για την οποία «υπερηφανευόμεθα» ότι ακολουθούμε. Οι σκεπτόμενοι προτιμούν τις σύνθετες λογικές προτάσεις. Επικροτούν τις συναρτήσεις των αποδεδειγμένων αληθειών. Συνιστούν τους κατηγορηματικούς λογισμούς και βεβαίως τους ποσοτικούς προσδιορισμούς. Επί πλέον δέχονται, ότι αναγκαιοί η οποιαδήποτε επιστημονική προάσκηση, που βασίζεται στην λογική. Στην λογική που αποσκοπεί στο να οργανώνεται γύρω από αμφίβολες παραστάσεις, όπως ο πόλεμος του ΝΑΤΟ εναντίον της Ρωσίας στο γήπεδο της Ουκρανίας. Αναφύεται -ως εκ τούτου- η ανάγκη, ώστε μέσω αυτής της ρήξεως να διανοιγεί μία άλλη σύγχρονη προοπτική για να φανεί το πώς εμείς βλέπουμε τον γεωπολιτικό μας εαυτόν μέσα από τον καθρέπτη των σχετικισμών. Δηλαδή, πού στέκεται η κρίση μας σε ένα δεδομένο τομέα λόγου, όπως π.χ. η θέση της Ελλάδος στο εμπόλεμο νατοϊκό γίγνεσθαι, όπου μπορεί να θεωρηθεί σαν σωστή για μία ομάδα ανθρώπων και εσφαλμένη με τις επαγόμενες ηθικές κρίσεις για μια άλλη ομάδα.
Τί είναι λοιπόν μύθος και τί έλλογη σκέψη; Το δίλημμα γίνεται ατέρμον, αφ’ης δεχθούμε με τρόπο Ποντίου Πιλάτου, ότι ο μύθος δεν είναι μία ατάκτως διηγουμένη φαντασία, η δε έλλογη σκέψη τείνει να προσδιορισθεί σαν ένας νέος μύθος.
Υπάρχουν πολίτες, οι οποίοι έχουν άμεση γνώση πάνω σε μη αμφισβητούμενα πεπραγμένα και όχι σε κάποια επιβαλλομένη φαινομενολογία. Οι προικισμένοι με προσφυή πνευματική χωρητικότητα, δύνανται να διακρίνουν τον περιρρέοντα αμοραλισμό, τον οφειλόμενο σε σκοπιμότητες. Σε τελευταία ανάλυση, είναι ικανοί και ερμηνεύουν τις διάχυτες στον κοινωνικό χώρο πολυσημίες. Και τι μπορεί αυτό να σημαίνει; Σημαίνει, όχι το περιοριστικό «είτε-είτε», που δηλώνει αμφισημία, αλλά πολλές εκδοχές παραμέτρων, που διαμορφώνουν πλήθος επιλογών ευαρμόστων προς υιοθέτηση. Συνεπώς όχι «είτε-είτε» αλλά «τόσο-όσο και…». Δηλαδή σαν να λέμε: «τόσο» δίκαιο έχει η Ουκρανία αμυνομένη και χρειάζεται την υποστήριξή μας, «όσο και» η Ρωσία με το δίκαιό της, διότι για μία ακόμη φορά δέχεται μία εξερεθιστική ιστορική πρόκληση από την Δύση σε συνέχεια εκείνων των Πολωνών, των Τευτόνων, των Λιθουανών, των Σουηδών, των Τούρκων, του Βοναπάρτη, του Χίτλερ, του Νατοϊκού ψυχρού πολέμου και τώρα των αντιπροσώπων (proxy) του ΝΑΤΟ στηριζομένων στην ιδέα της πολυπαραμετρικής χρήσεως οικονομικών απαγορεύσεων και της τεχνολογικής διευκολύνσεως ενός πολέμου 4ης plus γενεάς. Χρησιμοποίηση λοιπόν των ομόρων της Ρωσίας με σχεδιασμό υβριδικού πολέμου. Ήγουν, της Ουκρανίας, των Βαλτικών και των Σκανδιναβικών χωρών. Λέει ο Mackinder: «Who rules East Europe commands the Heartland; who rules the Heartland commands the World-Island; who rules the World-Island commands the world». Ας ενεχθεί λοιπόν και τούτη η εκδοχή στο κάδρο της πολυσημίας.
Η πολυσημία ωστόσο δεν περιορίζεται εδώ. Το «τόσο-όσο και…» έχει συνέχεια. Δηλαδή, η σημειουμένη οικονομική ύφεση, το ενεργειακό, το επισιτιστικό, το ανθρωπιστικό, ο μαζικός εκπατρισμός Ουκρανών προσφύγων κλπ, έχουν όλα αυτά αρνητική επίπτωση σε όλες τις χώρες του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αυτή η κατακαλυπτική πολυσημία μάς οδηγεί σε πρόσθετες σκέψεις. Από την στιγμή, που δεχόμεθα την πολυσημία των φαινομένων αρχίζουμε και διερωτώμεθα εάν πρόκειται για φαινόμενα παραβολικά, μεταφορικά και αινιγματώδη και εάν πρέπει να πιέσουμε το πνεύμα μας σε αυτοσυγκέντρωση για να σκεφθεί και να εμβαθύνει, ώστε να κατανοήσει το ποία είναι η σωστή πλευρά μετά από αναλογισμούς και προεκτάσεις διαδοχικών συνειρμών.
Δεν είναι εύκολο ένα τέτοιο αποφαντικό. Από το ένα μέρος μας πλησιάζει ο εντεταλμένος/καλοπληρωμένος διαφωτιστής, ο οποίος διαφωτιστής μπορεί να είναι ένας πολιτικός, ένας δημοσιογράφος, ένας ειδήμων της γεωπολιτικής κ.ο.κ. και «πατρικῷ τῳ τρόπῳ» μας συμπαραστέκεται, μας συμβουλεύει, μας πείθει και διεγείροντας την ευαισθησία μας ή καταστέλλοντας το θυμικό μας μάς προξενεί ένα είδος ευφροσύνης, διαβεβαιώνοντάς μας, ότι είμαστε στην σωστή πλευρά της ιστορίας.
Από το άλλο μέρος έρχεται ένας άλλος και μας επισημαίνει, ότι η εχθρική συμπεριφορά καταστρατηγεί αξίες, παρακαταθέτει επιχειρηματολογίες και προωθεί ιδεολογικούς προσανατολισμούς, που προβληματίζουν και διανοίγουν άλλους πολιτικούς ορίζοντες. Και μετά καταφθάνει ένας άλλος, που μας αναπτύσσει μία θεωρία ορθολογικών προσδοκιών, όπου μας διοδεύει σε ένα κόσμο διαμφισβητουμένων τοποθετήσεων. Δηλαδή: από εδώ και πέρα δεν πρέπει οι κρατικές οντότητες να χρησιμοποιούν ένα κανόνα προβλέψεων, που επαναλαμβάνει το ίδιο συστηματικό σφάλμα. Εν άλλοις πειθόμεθα, ότι οι προβλέψεις φυλών, κρατών, εθνών, συνασπισμών κλπ δεν είναι πάντοτε σωστές, ως προς τα διορώμενα. Κατά συνέπειαν μας δίδουν την εντύπωσιν, ότι μόνον εντελώς απρόβλεπτες αιφνίδιες αναστατώσεις έχουν αποτέλεσμα και όχι οι καλύτερες εκτιμήσεις συστημικών στατιστικολόγων, διεθνολόγων και των πάσης υπαλληλίας πολιτικών και στρατηγικών αναλυτών.
Στο τέλος έρχεται η ορθολογικότητα και μας παραπέμπει στην οικονομική διάσταση των πραγμάτων. Με αυτή την προσέγγιση μάλλον χάνουμε την οποιαδήποτε πλευρά της ιστορίας. Και τούτο, διότι ισχύει ένας αλλοίος κανόνας και όχι οι αξίες, οι αρετές, η ηθική, η αλληλεγγύη, ο πατριωτισμός, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όλα αντικαθίστανται από πολιτικές μεγαλοστομίες, από αοριστολογούσες «θεωρίες της σημασίας» και από κομφορμισμούς. Εν ταυτῷ αποκαλύπτεται και ο βαθμός αδυναμίας των Ηνωμένων Εθνών στο να επιλύει διαφορές οικουμενικής κλίμακος με παγκόσμιο τον επηρεασμό. Στο τέλος, όλα αυτά τα απειράριθμα ερωτήματα καταλήγουν σε ένα αποφθεγματικό της μορφής: cui bono? Δηλαδή: για το συμφέρον τίνος; (ποιος ωφελείται; , για ποιον σκοπό;). Σύμφωνα με την κοινή λογική, ουδείς εκ των ιδεολόγων, των πατριωτών, των νομοταγών, των ευπειθεστάτων υπηκόων και των λοιπών καλοπροαιρέτων πολιτών επωφελείται.
Η ακρίβεια, ο πληθωρισμός, η πτωχευτική πορεία των πολιτών της Ευρώπης και ιδίως των πολιτών της υπερχρεωμένης Ελλάδος δεν έχει διεγείρει εισέτι το σύστημα συναγερμού του δημοκρατικού μας λόγου. Ζούμε με την παρηγορητική ιδέα της σωστής πλευράς της ιστορίας, ελπίζοντας σε κάποια ανταμοιβή και αδυνατώντας να συνειδητοποιήσουμε, ότι δεν βλέπουμε έξω από την μικρή μας ημιδιαφανή μπουρμπουλήθρα, που λέγεται social media ἤ αλλιώς χειμερικό όνειρο και ψευδαίσθηση.
Η σωστή πλευρά όμως, δεν φαίνεται να συγκινείται. Όχι μόνο για τα οικονομικά μας αλλά για όλα τα επί της νέας γεωοικονομικής τάξεως πραγμάτων επιστητά. Γιατί άλλωστε να συγκινηθεί αφ’ής υπάρχουν πρόθυμοι ονειροπαρμένοι υπηρέτες; (Κοινωνική Μηχανική [Sοcial Engineering] “Κάθε λεπτό γεννιέται κι ένα κορόιδο” P.T. Barnum).
Η σωστή πλευρά «επωφελείται» υπηρετώντας τις αποκλειστικά δικές της επιδιώξεις. Επιδιώξεις, που χρησιμοποιούν για την έλκυση του κερδοσκοπικού της οχήματος τα υπό εκμετάλλευσιν υπάκουα υποζύγια. Δηλαδή εμάς τον λαό, τους πιστεύοντες και μη ερευνώντες. Ένιοι ημέτεροι ταγοί απολαμβάνουν διαφορετικών και ειδικών χειρισμών, αναλόγως αξιοπιστίας διαπιστευτηρίων και μεγέθους συμβατισμών.
Ως προς τα εθνικά μας θέματα, ούτε λόγος. Αναδράμοντες την Ιστορία διαπιστώνουμε, ότι η σωστή πλευρά της ήταν απούσα την 14 Σεπτεμβρίου 1829 (Συνθήκη της Αδριανούπολης). Αργότερα, το 1853 ο Friedrich Engels έγραψε σε άρθρο στη New York Tribune: “…ποιός έλυσε τελικά την έκβαση του αγώνα κατά την εξέγερση των Ελλήνων; Δεν ήταν ούτε η εξέγερση του Αλή Πασά ούτε η μάχη στο Ναυαρίνο ούτε ο γαλλικός στρατός στο Μοριά ούτε τα συνέδρια και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου. Αλλά ήταν ο Ρωσικός στρατός του Ντιέμπιτς που έφθασε μέχρι τις παρυφές της Κωνσταντινουπόλεως και με την συνθήκη της Αδριανούπολης επέβαλλε επίσης και την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία..”
Αργότερα η σωστή πλευρά της ιστορίας μάς αφήρεσε την Βόρειο Ήπειρο. Απάλειψε την ιστορική Μακεδονία χαρίζοντας όνομα και ταυτότητα σε ένα μωσαϊκό ασχέτων φυλετικών συναγμάτων με την συναίνεση των δήθεν αριστερών και των δήθεν κεντροδεξιών, με την ταυτόχρονο περιθωριοποίηση όλων των Ελλήνων και τον ψυχικό τραυματισμό των γνησίων Μακεδόνων. Η σωστή πλευρά της ιστορίας πιέζει συνεχώς την Ελλάδα να ενισχύσει με οπλικά συστήματα την Ουκρανία, εις κόστος της Ελληνικής αμυντικής ισχύος. Αλλά το αλλοιοφανές παράδοξον το συναντούμε σε μία απάνθρωπη εκδοχή. Έχει υπονοηθεί, ότι Ουκρανοί με σκοπό να εξερεθίσουν την Ελληνική ευαισθησία προσέβαλλαν Ελληνικές κοινότητες στην περιοχή της Μαριουπόλεως πολύ πριν εμφανισθεί εκεί ο Ρωσικός στρατός (Sartana). Ακολουθεί ένας αιχμηρός συλλογισμός. Ήτοι, η ομογένεια έχει πληγεί από ελληνικά όπλα. Ίσως συμβολικά. Αυτή όμως η ιδέα είναι οδυνηρή για μία μητέρα πατρίδα, η οποία εν ονόματι μιας σκοπιμότητος βραχείας συνεργίας ασκεί την πολιτική της με τρόπο Μακιαβελικό.
Στα ελληνοτουρκικά, η σωστή πλευρά, αφού κώφευσε και τυλώθηκε κατά το γεγονός της εισβολής στην Κύπρο (1974), έρχεται σήμερα και μας συμβουλεύει να «τα βρούμε» με μία επιθετική και αμφιλεγόμενη πολιτική οντότητα με κυριαρχούσα την φιλοσοφία της λεηλασίας αλλοδόξων. Η σωστή πλευρά της ιστορίας γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτή η ασυμβάτως συγκείμενη στην Δύση οντότητα ουδέποτε θα συμφωνούσε με ασθενούσες οντότητες εάν πρώτα δεν τις εξόντωνε και μετά να οικειοποιείτο όλα τους τα υπάρχοντα.
Κατά βάσιν ένα δοκίμιον, όπως το παρόν, έχει πρόθεση να ωθεί τον νού σε προβληματισμούς. Και ένας προβληματισμός συνήθως εκτίθεται σε κριτική των τεσσάρων μαθηματικών προσήμων. Εμείς επιμένουμε σε ένα προβληματισμό που μπορεί να πολλαπλασιάσει ειρμούς. Παράδειγμα. Γιατί να εγκρύπτομαι στην εικαζομένη σωστή πλευρά της ιστορίας και όχι να δημιουργώ την δική μου σωστή Ιστορία ἤ μάλλον να πράξω το κράτιστον, δηλαδή να συνεχίσω τον πολιτισμό τον κληροδοτηθέντα σε μάς από τους αρχαίους μας προγόνους; Γιατί άραγε σήμερα να χρειαζόμεθα πολιτισμικά δεκανίκια; Ας μην αυτοειρωνευόμεθα. Η γνώση των πραγμάτων είναι το όπλο που εγγυάται την εθνική επιβίωση.
Ας ελπίσουμε να υπάρξουν Έλληνες, που να έχουν την δεξιότητα να βλέπουν μακριά στο μέλλον, να χρησιμοποιούν την κατάλληλη γλώσσα της συνέσεως και συγκροτημένης διανοίας και να εκφράζουν ορθοφροσύνη συνεπικουρουμένη από καλόπιστη κριτική και εύστοχες ιδέες, που να καλύπτουν και εξυπηρετούν τις απαιτήσεις αυτής της ακατανόητης νεωτερικότητας.