Τι να περιμένουμε από μια δεύτερη θητεία του Τραμπ
Εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2024, ο Ντόναλντ Τραμπ παρουσίασε ένα πρόγραμμα δέκα σημείων που ισχυρίζεται ότι θα “αποξηράνει το βάλτο του Βαθέος Κράτους” και θα εγκαθιδρύσει «μια κυβέρνηση που θα ελέγχεται από τον λαό και θα εργάζεται για τον λαό». Αναπόφευκτα, πολλοί αναρωτιούνται τι πραγματικά θα αλλάξει στις ΗΠΑ εάν ο Τραμπ επανεκλεγεί πρόεδρος.
Την απάντηση ίσως βοηθήσει μια ιστορική αναδρομή των πραγματικών δυνατοτήτων ενός προέδρου μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον που διαμορφώνει το Βαθύ Κράτος, οι υπηρεσίες ασφαλείας-πληροφοριών και το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα που εξωθεσμικά επηρεάζουν την κυβερνητική πολιτική. Όταν το 1961 o Τζων Κένεντι εξελέγη πρόεδρος, ο απερχόμενος πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ τον είχε προειδοποιήσει: «Θα δίνεις εντολές σε κρατικά στελέχη αλλά σε αρκετές περιπτώσεις θα σε αγνοούν και θα υπονομεύουν τη πολιτική σου. Πρέπει να είσαι αμείλικτος μαζί τους».
Ο Αϊζενχάουερ δεν εισακούστηκε από τον Κένεντι, με καταστροφικά αποτελέσματα για την προεδρία του, όπως η αποτυχημένη επιχείρηση του “Κόλπου των Χοίρων”. Τότε, ο Κένεντι συνειδητοποίησε ότι CIA, FBI και Υπουργείο Άμυνας τον υπονόμευαν, ενώ το Υπουργείο Εξωτερικών δεν τον βοηθούσε. Ήταν όμως αργά. Εξήντα χρόνια αργότερα, οι υπηρεσίες πληροφοριών απαξιώνουν να δώσουν μια σαφή εξήγηση γιατί αρνούνται να δημοσιοποιήσουν τα έγγραφα των ερευνών της δολοφονίας του Κένεντι, παραβιάζοντας κατάφορα το νόμο 1992 περί διαφάνειας.
Το διαχρονικό πρόβλημα κάθε προέδρου των ΗΠΑ είναι ότι όλοι οι δρώντες μέσα στο λεγόμενο “βάλτο” της Ουάσινγκτον επενδύουν στο status quo και καταπολεμούν κάθε προσπάθεια αλλαγής. Αναφερόμενος στη δύναμη αυτών των ανθρώπων που συναντιώνται σε λέσχες της συνοικίας Georgetown της Ουάσινγκτον, ο Χένρι Κίσινγκερ είχε πει περιπαικτικά: «Το χέρι που ανακατεύει το μαρτίνι της Georgetown είναι ξανά και ξανά το χέρι που καθοδηγεί τη μοίρα του δυτικού κόσμου».
Ποιοι εναντιώθηκαν στον Τραμπ
Ο πρόεδρος Τραμπ υπήρξε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Το Κογκρέσο, που ήταν υπό τον έλεγχο των Δημοκρατικών στο μεγαλύτερο διάστημα της θητείας του, ήταν ένας σκληρός αλλά θεσμικός αντίπαλος του. Μεγάλη ζημιά στον Τραμπ την έκαναν άλλοι παράγοντες. Συγκεκριμένα:
Πρώτον. Ο Τραμπ είχε να αντιμετωπίσει κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών όπου κυριαρχούσαν άτομα με αντιθεσμικές αντιλήψεις. Στα οκτώ χρόνια της προεδρίας Ομπάμα έγιναν μεγάλες αλλαγές στο προσωπικό της CIA, ιδίως την περίοδο που Διευθυντής της ήταν ο αδίστακτος John Brennan – η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών ACLU τον κατηγορούσε ότι στήριξε τακτικές βασανισμού κρατουμένων και παράνομες δολοφονίες εκτός Αμερικής).
Τότε προσελήφθησαν χιλιάδες ακτιβιστές, που άλλαξαν τις ισορροπίες. Ενώ μέχρι τότε οι υπάλληλοι της CIA μοιράζονταν ανάμεσα σε ψηφοφόρους των δύο κομμάτων, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα των μετέπειτα εκλογών στη Βιρτζίνια, στις περιοχές που κατοικούν υπάλληλοι της CIA επικρατεί συντριπτικά το Δημοκρατικό Κόμμα (π.χ., εκλογές 2020, κομητεία Arlington, 82% Δημοκρατικοί).
Όπως αναφέρει ο Pedro Israel Orta, πρώην στέλεχος της CIA και συγγραφέας του βιβλίου “The Broken Whistle: A Deep State Run Amok”, ο αντι-Τραμπ παροξυσμός στη CIA έφτασε σε σημείο ώστε το 2018 ο υπεύθυνος προσωπικού εξέδωσε, οδηγία σύμφωνα με την οποία οι υπάλληλοι της CIA πρέπει να σέβονται την κρατική ιεραρχία και αν κάποιος ήταν ψυχικά αναστατωμένος λόγω της Προεδρίας Τραμπ, όφειλε να αναζητήσει ψυχιατρική βοήθεια!
Πολλά υβριστικά κατά του Τραμπ email κορυφαίων διευθυντών του FBI (π.χ. του Peter Strzok) κατέγραψαν τις προθέσεις τους να τον υπονομεύσουν. Ακόμα και ο Δημοκρατικός επικεφαλής της Γερουσίας Chuck Schumer, αναφερόμενος στην αντιπαράθεση των υπηρεσιών πληροφοριών με τον Τραμπ, ομολόγησε στο MSNBC ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών έχουν πολλούς τρόπους για να τον εκδικηθούν. Φτάσαμε σε μια κομβική στιγμή για τις ΗΠΑ: Ήταν σύνηθες φαινόμενο οι μυστικές υπηρεσίες της να συνωμοτούν εναντίον των ηγετών ξένων κρατών. Τώρα ο Schumer παραδεχόταν ανοιχτά ότι αυτό γινόταν εναντίον του ηγέτη του δικού τους κράτους.
Δεύτερον. Οι προσπάθειες του Τραμπ για εκκαθαρίσεις στο κρατικό μηχανισμό δεν τελεσφόρησαν και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αδυναμία των επιτροπών του Κογκρέσου να ελέγξουν τις δραστηριότητες των κρατικών υπηρεσιών πληροφοριών και τις συναλλαγές του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, το οποίο χρηματοδοτεί τις προεκλογικές εκστρατείες των περισσοτέρων βουλευτών και γερουσιαστών. Η “αδυναμία” τους, λοιπόν, να το ελέγξουν δεν προκαλεί έκπληξη.
Όπως γράφουν ο Orta και άλλα πρώην στελέχη αυτών των υπηρεσιών, οι υπηρεσίες πληροφοριών χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους για να επιβάλουν την ατζέντα τους στη νομοθετική εξουσία. Εκτός από δωροδοκίες και εκβιασμούς για αποκαλύψεις για τη προσωπική ζωή των πολιτικών, ένας συνηθισμένος τρόπος είναι μέσω των διαβαθμίσεων ασφαλείας. Βουλευτές και γερουσιαστές δεν έχουν το χρόνο να μελετήσουν το ογκώδες υλικό που σχετίζεται με τις διάφορες επιτροπές.
Αυτή τη δουλειά την κάνει το προσωπικό τους – ακόμη και τα νομοσχέδια γράφονται, σε σημαντικό βαθμό, από το προσωπικό. Επειδή οι διαβαθμίσεις ασφαλείας του προσωπικού εκδίδονται από τις υπηρεσίες πληροφοριών, οι τελευταίες συχνά χειραγωγούν τα μέλη του Κογκρέσου, επιλέγοντας μόνο το προσωπικό που ελέγχουν άμεσα. Αναπόφευκτα, λοιπόν, σημαντικό τμήμα αυτού του προσωπικού είναι πράκτορες των υπηρεσιών πληροφοριών. Επίσης, οι περισσότεροι πληροφοριοδότες δεν τολμούν να καταγγείλουν τις καταχρήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών στις επιτροπές του Κογκρέσου, αφού γνωρίζουν ότι αυτές οι επιτροπές συνήθως καλύπτουν τις παρανομίες των υπηρεσιών πληροφοριών.
Τρίτον. Το κυριότερο, ο Τραμπ υπονομεύτηκε από ρεπουμπλικάνους βουλευτές και γερουσιαστές σε κρίσιμες περιόδους της προεδρίας του. Το 2017, το ελεγχόμενο από τους ρεπουμπλικάνους Κογκρέσο ψήφισε την ανάθεση σε ειδικό εισαγγελέα (Robert Mueller) έρευνας σε βάρος του νεοεκλεγμένου προέδρου του κόμματός τους, μια πρωτοφανής ενέργεια που έβλαψε σοβαρά την προεδρία Τραμπ. Και πάλι ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές (John McCain κ.α.) καταψήφισαν το πρόγραμμα ιατρικής περίθαλψης του Τραμπ που ήταν βασική προεκλογική του υπόσχεση, καταφέρνοντας έτσι ένα ακόμη πλήγμα στη Προεδρία του.
Όπως αποκάλυψε ο βραβευμένος με Pulitzer δημοσιογράφος Glenn Greenwald, το 2020 ο ρεπουμπλικανός επικεφαλής της Γερουσίας Mitch McConnell απείλησε τον Τραμπ ότι θα υπερψηφίσει τη δεύτερη Μομφή σε βάρος του αν δώσει χάρη στο δημοσιογράφο Julian Assange (μισητός στις υπηρεσίες πληροφοριών λόγω των αποκαλύψεων του σε βάρος τους). Σαν αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, τίποτα θεσμικά σημαντικό δεν άλλαξε κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ. Η ομοσπονδιακή γραφειοκρατία δεν θίχτηκε και ο Τραμπ δεν είχε ποτέ τον έλεγχο των Υπουργείων Άμυνας και Εξωτερικών, καθώς και των υπηρεσιών πληροφοριών. Αυτοί οι θεσμοί παρέμειναν σταθερά στα χέρια των εχθρών του.
Ο νέος διχασμός των ΗΠΑ
Η αμερικανική κοινωνία είναι σήμερα βαθιά διχασμένη. Η Δικαιοσύνη είναι πολιτικοποιημένη και άρα μεροληπτική. Στις πόλεις που η αστυνομία αποχρηματοδοτείται από ακτιβιστές πολιτικούς, η εγκληματικότητα είναι εκτός ελέγχου. Η ελευθερία του λόγου περιορίζεται όλο και πιο πολύ. Πολλοί ομοσπονδιακοί γραφειοκράτες εργάζονται εναντίον των συμφερόντων της κοινωνίας. Σε ένα τέτοιο κλίμα, οι απλοί Αμερικανοί προσδοκούν έναν πρόεδρο που θα επιθυμεί πραγματικά να “αποξηράνει το βάλτο” και κυρίως θα έχει τη δύναμη χαρακτήρα να το κάνει.
Είτε διότι δε θέλησε είτε διότι δε μπόρεσε, στην πρώτη θητεία του ο Τραμπ απεδείχθη κατώτερος των προσδοκιών των ψηφοφόρων του. Τους είπε ότι θα “αποξηράνει το βάλτο”, αλλά δεν το έκανε. Αντίθετα, αθέτησε τις περισσότερες υποσχέσεις του (π.χ. ολοκλήρωση του συνοριακού τείχους), ενώ έκανε επανειλημμένα υποχωρήσεις, δίνοντας κορυφαίες θέσεις σε στελέχη του Βαθέος Κράτους (π.χ. έκανε Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας τον πολεμοχαρή John Bolton).
Ακόμα και σήμερα, αυτοί που υποτίθεται ότι είναι με τη πλευρά Τραμπ κάνουν τα πάντα για να μην αλλάξει το status quo σε περίπτωση επανεκλογής του. Υπό την ηγεσία του ρεπουμπλικάνου Mike Johnson, το Κογκρέσο συνεχίζει να ψηφίζει νομοσχέδια (π.χ. χρηματοδότηση πολέμου Ουκρανίας) που δένουν τα χέρια του Τραμπ. Όπως δείχνει το παρελθόν τους, οι περισσότεροι από τους σημερινούς συνεργάτες του Τραμπ, αν επανεκλεγεί, μάλλον θα υπηρετήσουν και πάλι το status quo. Μέσα σε ένα τέτοιο αποπνικτικό περιβάλλον, τίποτα δεν εγγυάται ότι μια δεύτερη θητεία του θα είναι διαφορετική από την πρώτη.