Blog

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ Του Δρ. Ευάγγελου Τέμπου Διδάκτορος Ιστορίας – Διεθνολόγου

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Του Δρ. Ευάγγελου Τέμπου
Διδάκτορος Ιστορίας – Διεθνολόγου

 

Ύστερα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι το 1999, η Τουρκία αποτελεί επισήμως υποψήφιο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πορεία ένταξης της εν λόγω χώρας δεν έχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα καθώς η Τουρκία καλείται να εκπληρώσει πολλά και δυσεπίτευκτα κριτήρια. Η απόφαση της Τουρκίας να ακολουθήσει τον Ευρωπαϊκό δρόμο δεν αποτελεί πρόσφατη επιλογή. Έξι εβδομάδες μετά την Ελληνική εκδήλωση ενδιαφέροντος για την σύναψη σχετικής συμφωνίας σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα το 1959, η Τουρκία προέβη σε άμεση αντίστοιχη εκδήλωση ενδιαφέροντος με σκοπό, αφενός να αδυνατίσει την Ελληνική επιλογή και αφετέρου να επωφεληθεί από τα ίδια πολιτικά, διπλωματικά, οικονομικά και εμπορικά πλεονεκτήματα που θα είχε και η γείτονος χώρα. Έκτοτε η Ευρωπαϊκή αυτή διαδρομή της Τουρκίας έχει αποδειχτεί εξαιρετικά δύσκολη στην εφαρμογή της.

Το Τουρκικό πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο δεν έχει αντιληφθεί ότι μια τέτοια πορεία πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνέπεια, συνέχεια, αξιοπιστία και προσήλωση στα Ευρωπαϊκά ιδεώδη. Οι άμεσες επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική σκηνή (1960, 1971, 1980) καθώς και οι πολλαπλές παρασκηνιακές παρεμβάσεις (π.χ. με την απαγόρευση λειτουργίας του Ισλαμικού κόμματος τον Ιανουάριο του 1998) του, υποδηλώνουν ότι η Τουρκία δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να ακολουθήσει μια πολιτική που να την φέρνει εγγύτερα των Βρυξελλών. Οι επεμβάσεις του στρατιωτικού κατεστημένου στην καθεστηκυία τάξη καθιστά ομήρους τους πολιτικούς της Τουρκίας και μέσω μια τέτοιας τακτικής χειραγωγείται τόσο η εσωτερική πολιτική, όσο και η εξωτερική, μια κατάσταση που οι Βρυξέλλες δεν πρόκειται να ανεχθεί αφού δεν συνάδει με το κράτος-δικαίου και τα δημοκρατικά καθεστώτα από τα οποία αποτελείται η Ευρωπαϊκή κοινότητα.

Έτσι η Τουρκία αισθάνεται -και σε μεγάλο βαθμό είναι- απομονωμένη και εγκλωβισμένη σε μια ανατροφοδοτούμενη κατάσταση που η ίδια δημιούργησε, χωρίς να υπάρχει τουλάχιστον προς το παρόν ένα εμφανές διέξοδο. Σήμερα, στο εσωτερικό της Τουρκίας βρίσκονται εν ισχύ πολλά και δισεπίλυτα προβλήματα, που αρχίζουν από την ευμετάβλητη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και τελειώνουν στις σχέσεις του φιλοϊσλαμικού κόμματος με τη στρατιωτική εξουσία Η ισχύς και η επιρροή του πανίσχυρου Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (TGS) στην πολιτική ζωή της Τουρκίας παραμένει μεγάλη, παρά τα νομοθετικά πακέτα μεταρρυθμίσεων της φιλοϊσλαμικής κυβέρνησης που έχουν σκοπό αφενός να μειώσουν αισθητά την δύναμή του και αφετέρου να εξευρωπαΐσουν την Τουρκική κοινωνία και κράτος. Η συχνά εμμέσως εκφραζόμενη κηδεμονία του TGS συνεχίζει να δηλητηριάζει τις, ούτως ή άλλως, ισχνές δυνατότητες της Τουρκίας να εισέλθει στους κόλπους της ενωμένης Ευρώπης. Στην Τουρκία συνεχίζουν να υπάρχουν δύο κέντρα εξουσίας, η νόμιμη κυβέρνηση που προήλθε από τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2002 με πολύ μεγάλο ποσοστό (34,3%), έχοντας συσπειρώσει τη λαϊκή αποδοκιμασία κατά των παλαιών και δοκιμασμένων πολιτικών κομμάτων (τα περισσότερα από τα οποία δεν κατάφεραν να εισέλθουν στην τουρκική εθνοσυνέλευση, απόρροια του απαγορευτικού ορίου του 10%) και η γραφειοκρατική θεσμική εξουσία, που ουσιαστικά μεταφράζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών αλλά κυρίως στη στρατιωτική εξουσία, με κύριο και νομικά κατοχυρωμένο το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας. Το δεύτερο είναι αυτό που αποφασίζει για τη σχεδίαση και υλοποίηση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Τουρκίας και διαμορφώνει τις προϋποθέσεις, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις, οι οποίες μετά -ευσχήμως τις περισσότερες φορές- παραδίδονται στην πολιτική εξουσία για την εφαρμογή τους, διαφορετικά επιβάλλονται στην πολιτική εξουσία. Μέσα σε αυτό το πολύπλοκο και τις περισσότερες φορές αντιπαραγωγικό και αντιφατικό δυαδικό σύστημα διοίκησης εμπεριέχονται και οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και Τουρκίας-Λευκωσίας.

Μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης το 1993, τα κριτήρια ένταξης νέων κρατών αυξήθηκαν αριθμητικά και αναβαθμίστηκαν ποιοτικά. Επιπλέον των καθαρά οικονομικών κριτηρίων που θεσπίστηκαν μέσω της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Μάαστριχτ), τα κράτη που επιθυμούν να καταστούν μέλη της Ευρωπαϊκής κοινωνίας πρέπει να πληρούν κριτήρια που άπτονται εξαιρετικά ευαίσθητων πτυχών και που θεωρούνται απαραίτητα από τις Βρυξέλλες. Τα κράτη που είναι υπό ένταξη πρέπει να έχουν σταθερά δημοκρατικά καθεστώτα τα οποία να εναλλάσσονται στη εξουσία με δημοκρατικό και διαφανή τρόπο, να προστατεύουν επαρκώς τις μειονότητες που υπάρχουν στο εσωτερικό τους και να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ανθρώπινες ελευθερίες, να έχουν βιώσιμη οικονομία και ανταγωνιστική στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του εντεινόμενου διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού και να μπορούν να ενσωματώσουν πλήρως το σύνολο του κοινοτικού κεκτημένου. Από αυτή την απλή απαρίθμηση είναι φανερό ότι η Τουρκία δεν πληροί κανένα όρο. Οι προϋποθέσεις για την εκπλήρωση έστω και μερικών –των λιγότερο δύσκολων- κριτηρίων είναι εξαιρετικά αμφίβολες. Η Τουρκία θα αναγκαστεί να προβεί και σε άλλες σημαντικές μεταρρυθμίσεις όχι μόνο οικονομικών και εμπορικών πολιτικών αλλά κυρίως νομοθεσίας που άπτεται των θεμάτων εθνικής ασφάλειας της γείτονος.

Η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας είναι εξαιρετικά ευάλωτη και ευμετάβλητη σε κάθε διεθνή και εσωτερική μεταβολή και είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί η μακροχρόνια δημοσιονομική πειθαρχία που απαιτείται για την επίτευξη των οικονομικών κριτηρίων. Περαιτέρω των ανωτέρω επιχειρημάτων, η Τουρκία θα πρέπει να προχωρήσει στην ουσιαστική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και την προστασία των μειονοτήτων. Η Τουρκία θα πρέπει να αποδεχτεί ότι οι εθνοτικές μειονότητες, οι Έλληνες, οι Κούρδοι, οι Αρμένιοι, και άλλοι και οι θρησκευτικές, π.χ. οι Αλεβίτες και οι Κρυπτοχριστιανοί, δεν μπορεί να διώκονται για τα δικαιώματά τους και πρέπει κάποτε να τους αποδοθούν σε πλήρη βαθμό.

Ούτως, οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Βρυξέλλες παραμένουν εξίσου ρευστές, αφενός λόγω της αργόσυρτης διαδικασίας φιλελευθεροποίησης της τουρκικής κοινωνίας και αφετέρου λόγω των ανακόλουθων και αντιφατικών κινήσεων για τη νομοθετική και εκτελεστική εφαρμογή των διατάξεων που θα επιτρέψουν στην Τουρκία να εκδημοκρατίσει περισσότερο το τουρκικό έθνος και κράτος. Το Τουρκικό κατεστημένο πρέπει επίσης να αναγνωρίσει επίσημα ότι ο μοναδικός τρόπος επίλυσης διακρατικών διαφορών είναι οι ήδη διεθνώς αναγνωρισμένοι θεσμοί του Διεθνούς Δικαστηρίου, του πολύ πρόσφατου Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και οι κοινώς αποδεκτοί τρόποι εξωδικαϊκής επίλυσης διαφορών. Η Τουρκία πρέπει να σέβεται και να τηρεί τις διεθνείς συνθήκες στις οποίες είναι συμβαλλόμενο μέρος και να αποκηρύξει την βία και την απειλή αυτής ως τρόπο επίλυσης διακρατικών συγκρούσεων. Η Τουρκία πρέπει να αντιληφθεί ότι η διαρκής παράβαση των διεθνών κανόνων εκ μέρους της δεν μπορεί να γίνεται έπ’ άπειρον εμφανώς ή έστω σιωπηρώς αποδεκτή και ότι σε κάποιο σημείο αυτή η ανοχή θα σταματήσει. Επίσης πρέπει να γίνει κατανοητό από την Τουρκική πλευρά ότι αυτή η ανοχή επιδεικνύεται προπαντός από τις Ηνωμένες Πολιτείες και πολύ λιγότερο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τελευταία, πολλές φορές αναγκάζεται να ακολουθήσει το παράδειγμα των ΗΠΑ ύστερα από πιέσεις και εξάσκηση επιρροής από την Αμερικανική πλευρά. Η ανοχή που επιδεικνύεται στην Τουρκία από τις ΗΠΑ και δια μέσου αυτών από την ΕΕ, βασίζεται στην γεωστρατηγική και γεωοικονομική θέση της εν λόγω χώρας. Η βασική επιδίωξη της Τουρκίας είναι η (αυτό) αναγόρευσή της ως εγγυήτρια περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια, την Εγγύς και Μέση Ανατολή και τον Καύκασο, με αντίστοιχη μείωση του κύρους και της εμβέλειας της Ελλάδας. Σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία απαιτεί από τα όμορα και γειτνιάζοντα κράτη στο ανωτέρω γεωγραφικό πλαίσιο, τον απόλυτο σεβασμό προς αυτήν και την αναγνώριση της περιφερειακής της ισχύος, αποσκοπώντας στην επιβολή των τουρκικών επιδιώξεων και συμφερόντων. Η Τουρκία δεν παύει να υπενθυμίζει στις ΗΠΑ, στο Νάτο και στην ΕΕ, την στερεότυπη αντίληψη που υπάρχει ότι αποτελεί το πλέον προκεχωρημένο φυλάκιο των ΗΠΑ1 στην περιοχή, το μοναδικό αξιόπιστο συνομιλητή της δύσης και το μοναδικό ισλαμικό και ταυτόχρονα κοσμικό κράτος της Μέσης Ανατολής που δεν κινδυνεύει να περιπέσει σε ισλαμικό φανατισμό. Η Τουρκία δια μέσου αυτής της τακτικής προσπαθεί να αναβαθμίζει αενάως τον ρόλο της ως ανάχωμα-τάφρος, παλαιότερα κατά της Σοβιετικής επιρροής και πίεσης προς τα κράτη της Μέσης και Εγγύς Ανατολής και σήμερα, κατά του κινδύνου του ισλαμικού φονταμελισμού που απειλεί να παρασύρει αρκετές από τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία επίσης δεν παύει να ενισχύει τον ατλαντικό δεσμό με τις ΗΠΑ μέσω επιπρόσθετων συμφωνιών, συνθηκών και εξοπλιστικών προγραμμάτων στα πλαίσια διμερών και πολυμερών διπλωματικών κινήσεων. Με αυτή τη μέθοδο η Τουρκία ανατροφοδοτεί την σχέση της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και τονίζει ότι η ίδια αποτελεί το πιο πιστό δεσμό του Βορειοατλαντικού Οργανισμού. Η Τουρκία υπενθυμίζει συνεχώς στις ΗΠΑ ότι βρίσκεται σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη γεωγραφικά περιοχή που αν αφεθεί χωρίς έλεγχο κινδυνεύει να αποτελέσει την πυριτιδαποθήκη της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Η Τουρκική ηγεσία δια μέσου αυτών των τεχνασμάτων κατορθώνει και αποκομίζει μεγάλα πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά οφέλη από τις ΗΠΑ και με την ανοχή αυτών προβαίνει σε συνεχείς παραβάσεις του διεθνούς δικαίου. Οι ΗΠΑ πιστεύοντας, λανθασμένα, ότι η Τουρκία αποτελεί τον μοναδικό αξιόπιστο και φερέγγυο στρατιωτικό εταίρο των ΗΠΑ στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και εγγυητή της σταθερότητας, χωρίς τον οποίο δεν μπορούν οι ΗΠΑ να χειραγωγούν και ελέγχουν τις εξελίξεις στην εν λόγω περιοχή, συνεχίζουν να κλείνουν τα μάτια σε συνεχείς τουρκικές παραβάσεις του διεθνούς δικαίου.

Αυτά του είδους τα Τουρκικά τεχνάσματα δεν γίνονται εύκολα αποδεκτά με συνομιλητή την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για αυτό και η Τουρκία προτιμά να τα απευθύνει στις ΗΠΑ2 και δια μέσου της πίεσης αυτών να αποκομίζει οφέλη και από την ΕΕ. Η Τουρκία πρέπει να αντιληφθεί ότι ο δρόμος για τις Βρυξέλλες περνά αποκλειστικά από την Αθήνα και τη Λευκωσία και λιγότερο από την Ουάσιγκτον. Η Τουρκία χρειάζεται απαραιτήτως τόσο την Ελληνική πολιτική και θεσμική συναίνεση για την ένταξή της στην ΕΕ όσο και της Κύπρου3. Θα πρέπει λοιπόν η Τουρκία να βασιστεί στην Ελληνική και Κυπριακή βούληση. Η βοήθεια που μπορεί να προσφέρει η Ουάσιγκτον στην Άγκυρα είναι περιορισμένη όσο η Τουρκία συνεχίζει να συμπεριφέρεται ως δυνάστης της Ανατολικής Μεσογείου. Aς μην λησμονούμε άλλωστε πως η Τουρκία συνεχίζει να κατέχει στρατιωτικά το 38% του Κυπριακού εδάφους, χώρας-μέλους της ΕΕ. Οιαδήποτε και να είναι η πίεση που μπορεί να ασκήσει η Αμερική στις Βρυξέλλες για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ πρέπει να υπάρξει και μια ουσιαστική βελτίωση της Τουρκικής εικόνας. Και αυτή η Τουρκική εικόνα μπορεί να βελτιωθεί πολύ με την βοήθεια της Αθήνας και της Λευκωσίας. Άρα η συνδρομή της Ελλάδας είναι απαραίτητη για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τούτο σημαίνει ότι η Τουρκία οφείλει να προχωρήσει στην επίλυση των διαφορών της με την Ελλάδα (όπως άλλωστε και η απόφαση του Ελσίνκι το 1999 προνοεί) ενώ παράλληλα να επηρεάσει ουσιαστικά προς την κατεύθυνση της επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος.

Είναι άγνωστο αν θα καταφέρει η τωρινή φιλομουσουλμανική κυβέρνηση στην Άγκυρα να προχωρήσει σε βαθιές και ριζοσπαστικές τομές στην πολιτική σκηνή στην Τουρκία και στο τρόπο διακυβέρνησης της χώρας, με σκοπό να πληροί τα κριτήρια για την έναρξη του προενταξιακού διαλόγου με την Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι το τέλος του έτους και ταυτόχρονα να μη θίξει – τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό- τα κατοχυρωμένα δικαιώματα του στρατιωτικού κατεστημένου στην Τουρκία, έτσι ώστε να μην τους εξαναγκάσει σε μια ακόμη ανοιχτή ή συγκαλυμμένη συνταγματική εκτροπή. Εξίσου βέβαιο είναι ότι μέχρι το τέλος του 2004 όπου θα συζητηθεί ο καθορισμός ή όχι της ημερομηνίας ενάρξεως ενταξιακών διαπραγματεύσεων δεν πρόκειται να έχει προκύψει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα προς την κατεύθυνση των Ελληνοτουρκικών διαφορών (π.χ. παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης) ή της επίλυσης του Κυπριακού.

Εκτός βέβαια αν η Τουρκία δεν επιθυμεί να καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιθυμήσει να παραμείνει στενός συνεργάτης με την ΕΕ διατηρώντας την υπάρχουσα τελωνειακή ένωση και εμβαθύνοντας τις σχέσεις της με αυτήν. Αν η Τουρκία πιστέψει ότι το όραμα της Ευρώπης παραμείνει πολύ μακριά και είναι εξαιρετικά δαπανηρό για αυτήν, τότε μπορεί να αρκεστεί σε μια καλή οικονομική και εμπορική σχέση με τις Βρυξέλλες από τις οποίες θα αντλεί οικονομικά οφέλη ως παράσιτο χωρίς να προσφέρει σε τίποτα. Σε αυτή την περίπτωση είναι βέβαιο πως θα εντείνει τις σχέσεις της με τον ατλαντικό σύμμαχο και θα επιδιώξει να αναβαθμίσει την συμμετοχή στον άλλο πόλο πολιτικο-στρατιωτικής ισχύς, το ΝΑΤΟ. Σε περίπτωση που η Τουρκία δεν λάβει την πολυπόθητη ημερομηνία έναρξης των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ τον Δεκέμβριο του 2004, πιθανότατα θα επιρρίψει την ευθύνη για αυτό τόσο στην Αθήνα όσο και στην Λευκωσία με αποτέλεσμα την δημιουργία τεχνητών εντάσεων και με τις δύο χώρες. Σε μια τέτοια δυσμενή εξέλιξη για την Ελλάδα, η Ελληνική αποτρεπτική στρατηγική θα κληθεί να αποδείξει ότι βασίζεται σε αξιόμαχες στρατιωτικές δυνάμεις που είναι επιχειρησιακά πάντοτε ετοιμοπόλεμες.

1Αν και πολλές φορές, η Τουρκία με την ανωτέρω ταύτισή της, δυσαρεστεί, δικαιολογημένα, τα υπόλοιπα μουσουλμανικά κράτη της περιοχής.
2Η Αμερικανική επιστημονική και ειδησεογραφική κοινότητα αναφέρεται στην Τουρκία ως pivotal state (κράτος-άξονας) το οποίο συγκρατεί και ελέγχει τον μουσουλμανικό εξτρεμισμό στις υπόλοιπες χώρες που είναι κράτη-παρίες και αποτελεί το πιο αξιόπιστο αντιπρόσωπο της Δύσης στη Μέση Ανατολή.
3 Ας μην λησμονούμε ότι η Ελληνική δικαιολογημένη και παρατεταμένη αντίδραση στο 4ο Χρηματοδοτικό Πρωτόκολλο που προοριζόταν για την Τουρκία καθώς και στην Τελωνειακή σύνδεση καθυστέρησε την εφαρμογή και των δύο. Χρειάστηκε μεγάλη πίεση από τις Βρυξέλλες και η ανταπόδοση πολιτικών και οικονομικών εγγυήσεων και διευκολύνσεων από την Τουρκία και τις Βρυξέλλες προς την Ελλάδα, για να αρθούνε οι Ελληνικές αντιρρήσεις.

Αφήστε μια απάντηση