Η ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΠΕΜΒAΣΕΩΝ
Η ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΠΕΜΒAΣΕΩΝ
Οι πρόσφατες διεθνείς επεμβάσεις στο χώρο της Μ. Ανατολής φέρουν επί τάπητος το ερώτημα της νομιμότητας των επεμβάσεων στα εσωτερικά μιας χώρας. Η άποψη της διεθνούς κοινής γνώμης, ανάλογα και της διεθνούς πολιτικής, είναι καταδικαστική των επεμβάσεων. Το κριτήριο της εθνικής κυριαρχίας παραμένει στο χώρο του διεθνούς δικαίου, όσο και στην κοινή συνείδηση εξαιρετικά ισχυρό, ώστε η επέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας να ταυτίζεται με την έννοια της εισβολής. Αποτελεί εντούτοις γεγονός, ότι οι όποιες επεμβάσεις ευρίσκουν εκατέρωθεν μια διαφορετική ερμηνεία. Όπου η μεν οικεία πλευρά δικαιολογεί τις επεμβάσεις της σαν ευεργετικές και επιβαλλόμενες, ενώ η αντίθετη πλευρά τις καταδικάζει σα βάναυση καταπάτηση της εθνικής κυριαρχίας. Θα χρειαστεί εξ� αυτού να τοποθετήσουμε στο ζυγό τις αντιμαχόμενες έννοιες των επεμβάσεων και της εθνικής κυριαρχίας, προκειμένου! να εκτιμήσουμε το σημείο ισορροπίας.
Πρώτος ο γενικός γραμματέας των Η.Ε. De Cuellar το 1991 θέτει το δίλημμα της νομιμότητας των επεμβάσεων: «Το δίκαιο των επεμβάσεων απέκτησε νέα δυναμική από τα πρόσφατα γεγονότα. Είμαστε μάρτυρες μιας μάλλον αμετάκλητης αλλαγής της κοινής στάσης προς την άποψη, ότι η υπεράσπιση των καταπιεζόμενων στο όνομα της ηθικής θα πρέπει να υπερισχύει των συνόρων και των κειμένων νόμων». Μπροστά στο ασυμβίβαστο των επεμβάσεων και του διεθνούς νόμου ο γ.γ. κάνει μια επίκληση «προς μια νέα σύλληψη, που παντρεύει την ηθική με το νόμο». Ο διάδοχος του Ντε- Γκουεγιάρ Boutros Boutros-Ghali έθεσε το θέμα αυτό προ του Συμβουλίου Ασφαλείας: «Ο σεβασμός της θεμελιώδους κυριαρχίας και ακεραιότητας είναι κρίσιμη για κάθε κοινή διεθνή πρόοδο. Ωστόσο η εποχή της απόλυτης και αποκλειστικής κυριαρχίας έχει παρέλθει».
Ο καταστατικός χάρτης των Η.Ε. απαγορεύει ρητώς τις επεμβάσεις -ακόμη και των Η.Ε.- στα εσωτερικά μιας χώρας, σε θέματα που ανήκουν ουσιωδώς στην αποκλειστική της δικαιοδοσία, στη βάση των κανόνων της εθνικής κυριαρχίας (Κεφ. Ι, άρ. 2, παρ. 7). Αλλά και επιφυλάσσει το δικαίωμα της επεμβάσεως των Η.Ε. σε μια χώρα, της οποίας οι ενέργειες διαταράσσουν την ειρήνη.
Η έννοια της επέμβασης, όπως αυτή νοείται στον καταστατικό χάρτη των Η.Ε., είναι κατ� εξοχήν πολιτική, με την έννοια του ήπιου και ευεργετικού χαρακτήρα, συνίσταται δε σε ειρηνικά και συμβιβαστικά μέσα, στην ανάγκη σε οικονομικές και διπλωματικές ρήτρες, προκειμένου να αποκατασταθεί η ομαλότητα στην υπόψη χώρα και αποφευχθεί ή και σταματήσει η σύγκρουση. Για τον τελευταίο αυτό σκοπό τα Η.Ε. δυνατόν να καταφύγουν στο έσχατο μέσον μιας στρατιωτικής επέμβασης της διεθνούς κοινωνίας, και δη στο ελάχιστο απαιτούμενο μέτρο. Το κύριο και αποτελεσματικότερο όπλο του ΟΗΕ είναι η ειρηνική διευθέτηση των διαφορών, όπως αυτή προβλέπεται από το κεφάλαιο VI του καταστατικού. Το έσχατο όπλο, στην περίπτωση απειλής της ειρήνης, είναι η ανάληψη στρατιωτικής δράσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφ. VII. Ειδικά, στην περίπτωση ανεξέλεγκτων καταστάσεων και τοπικών συγκρούσεων, όπου απειλείται άμεσα η ζωή των άμαχων πληθυσμών, οι ενέργειες των Η.Ε. κινούνται προληπτικά στο μεταξύ των κεφαλαίων VI και VII, για την περίθαλψη και ένοπλη προστασία των πληθυσμών και των ανθρωπιστικών αποστολών, των εντεταλμένων του Οργανισμού, της τοπικής νόμιμης κυβέρνησης κ.ο.κ.
Θα σταθούμε στην έννοια των επεμβάσεων και την ουσία της νομιμοποίησής τους από τα Η.Ε., υπό πλήρη ισχύ του κεφαλαίου της εθνικής κυριαρχίας. Κατά τους Gene M. Lyons και Michael Mastanduno [1][1] ο όρος �επέμβαση� συνεπάγεται τη φυσική διάβαση των συνόρων μιας χώρας, για την εκπλήρωση συγκεκριμένου σκοπού. Υπ� αυτή την έννοια επέμ! βαση συνιστά τόσο ο αεροπορικός βομβαρδισμός μιας χώρας, όσο και η επέμβαση των «γιατρών χωρίς σύνορα» και άλλων «μη κυβερνητικών οργανισμών» και προσώπων επ� ωφελεία του αναξιοπαθούντος πληθυσμού, όπου, στην τελευταία περίπτωση η επέμβαση είναι ευπρόσδεκτη. Επέμβαση συνιστά ακόμη το εμπάργκο εναντίον μιας χώρας, όσο και η διπλωματική της απομόνωση, που αποσκοπούν στην επιβολή μιας «νομοταγούς» συμπεριφοράς εκ μέρους της.
Είναι φανερό εξ� αυτού, ότι οι επεμβάσεις εκκινούν από δύο διαμετρικά αντίθετες αφετηρίες. Η μία εξ� αυτών αποβλέπει στην εξασφάλιση εθνικών οφελών μιας χώρας ή συνασπισμού εις βάρος μιας άλλης χώρας, η άλλη αποβλέπει στη επιβολή της διεθνούς νομιμότητας και την εξασφάλιση της διεθνούς ειρήνης, στη βάση του καταστατικού των Η.Ε., με στόχο το καλώς εννοούμενο γενικό καλό. Και δε μπορούμε να αμφιβάλουμε για τις αγαθές προθέσεις ενός οργανισμού, που αντιπροσωπεύει την ολότητα της διεθνούς κοινωνίας. Θα επισημάνουμε όμως, ότι τα όρια διακρίσεως μεταξύ των δύο περιπτώσεων επεμβάσεως είναι εξαιρετικά συγκεχυμένα και ασαφή, σε βαθμό που το αυτό γεγονός επέμβασης να παίρνει στην κοινή αντίληψη τις πλέον αντιφατικές αποχρώσεις, ανάλογα με τις γενικές τοποθετήσεις και την επικοινωνιακή προβολή του.
Οι σοβιετικές επεμβάσεις στην Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία (1956 και 1968), χαρακτηρίστηκαν από την εδώ πλευρά, σα βάναυση καταπάτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των χωρών αυτών. Αντίθετα η Σοβιετική πλευρά τις κατέταξε στις «ευεργετικές» περιπτώσεις, που απέβλεπαν το γενικό καλό του Σοβιετικού κόσμου, στη βάση του δόγματος Μπρέσνιεφ, αποκληθέντος και «δόγματος της περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας». Το δ. Μπρέσνιεφ νομιμοποιούσε το δικαίωμα επέμβασης στα εσωτερικά των σοσιαλιστικών χωρών της Αν. Ευρώπης, για την επαναφορά τους στη σοσιαλιστική τάξη.[2][2] Επρόκειτο, στην περίπτωση αυτή, για μια άλλη «τάξη ειρήνης», που απέβλεπε στην πρόοδο και το καλό του σοσιαλιστικού κόσμου. Αντίστοιχα οι αμερικανικές επεμβάσεις στην Ευρώπη και Ανατολική Ασία έγιναν στο όνομα της ειρήνης, ασφάλειας και των δημοκρατικών ελευθεριών. Αυτή η αντιφατική ερμηνεία των επεμβάσεων ανάγεται πρακτικά στη σύγκρουση των δύο κόσμων (ανατολικού και δυτικού), με τις ανάλογες αντιπαραθέσεις μέσα στον οργανισμό των Η.Ε.
Οι απαρχές των διεθνών επεμβάσεων προχωρούν βαθιά στην ευρωπαϊκή ιστορία. Με τη μορφή των δυναστικών και θρησκευτικών πολέμων, των πολέμων της διαδοχής και των αποικιακών πολέμων, που αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο της νεώτερης ιστορίας. Η συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) αποτελεί σταθμό της ευρωπαϊκής ιστορίας. Επισφραγίζει το τέλος του τριακονταετούς πολέμου και αποκαθιστά την ελευθερία των συνειδήσεων και την εθνική κυριαρχία των κρατών.
Ο άλλος σταθμός είναι το Συνέδριο της Βιέννης (Οκτ. 1814- Ιουν 1815), που αποσκοπεί στην αποκατάσταση του ευρωπαϊκού ηγεμονισμού, τον οποίο κλόνισε η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι. Ειδικά η μυστική Ιερά Συμμαχία μεταξύ των τριών ηγεμονικών δυνάμεων, Ρωσίας, Αυστρίας και Πρωσίας απέβλεπε στη διατήρηση του ηγεμονικού status στην Ευρώπη και την καταπολέμηση των φιλελεύθερων ιδεών της γαλλικής επανάστασης. Μέθοδος επιβολής του σκοπού αυτού οι ωμές στρατιωτικές επεμβάσεις, για την καταστολή των φιλελεύθερων εξεγέρσεων και την εξασφάλιση των ισορροπιών στον ευρωπαϊκό χώρο. Χαρακτηριστικές είναι οι επεμβάσεις της Ιεράς Συμμαχίας στην Ισπανία, Πορτογαλία, Νεάπολη και Σαρδηνία, συναφώς και η κατάπνιξη του ελληνικού αιτήματος απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό. Εκ των χωρών του φιλελεύθερου ευρωπαϊκού χώρου η Αγγλ! ία αντιτάχθηκε, δια του Κάνιγκ, στην πολιτική των επεμβάσεων, υποστηρίζουσα ότι «κάθε έθνος έχει το δικαίωμα, να ακολουθεί το σύστημα διακυβερνήσεως, που κρίνει καλύτερο». Τελικά η ελληνική επανάσταση είναι αυτή που έδωσε τη χαριστική βολή στην Ιερά Συμμαχία.
Η νεώτερη ευρωπαϊκή ιστορία σηματοδοτείται από τις αθρόες επεμβάσεις των αποικιακών κατακτήσεων και των συνακόλουθων πολέμων ανεξαρτησίας των αποικιών, που ολοκληρώθηκαν αρκετά μετά το πέρας του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Από την όλη πολιτική στρατηγική των αποικιακών πολέμων κρίνουμε άξια αναφοράς τη γαλλική «σχολή» των στρατηγών Μπιζώ (1748- 1849), Γκαλενί (1849-1916) και Λυωταί (1854-1934). Αυτή ουσιαστικά μας εισάγει στις σύγχρονες μεθόδους των «νέο-αποικιακών» επεμβάσεων, όπου οι αμερικανοί φαίνεται να έχουν υιοθετήσει τις βασικές αρχές της σχολής αυτής. Κύρια χαρακτηριστικά της αποικιακής σχολής είναι, ότι αυτή δεν αποβλέπει στη συντριβή του εχθρού (Ναπολεόντεια αρχή), αλλά σε μια μόνιμη καθυπόταξη των κατακτώμενων. με την οργάνωση των αποικιών υπό ιδίαν -αποικαική- αρχή και τη συνεργασία των αποικιακών πληθυσμών, μέσα σε ελκυστικές συνθήκες διοικήσεως και παραγωγής, που θα επιτύχουν και παγιώσουν την ειρηνοποίηση. [3][3]
Πρόκειται για εγχείρημα κατ� εξοχήν πολιτικό, που απαιτεί από το στρατιωτικό διοικητή ευρύτητα πνεύματος και πολιτική κρίση. Με το δεδομένο, ότι ο στρατιωτικός διοικητής θα είναι και ο πολιτικός διοικητής της αποικίας, θα πρέπει αυτός να περιορίσει τις πολεμικές καταστροφές στο ελάχιστο και, παράλληλα με τη διεξαγωγή του πολέμου, να προχωρήσει στην οργάνωση της τοπικής αγοράς, των καλλιεργειών της γης, στη βελτίωση της ύδρευσης, την κατασκευή οδών κ.ο.κ. Η όλη πολιτική του επιχειρησιακού διοικητή στόχευε στην αποφυγή τρομοκράτησης των γηγενών πληθυσμών, ώστε να μη προκαλέσει την ανταρσία τους, και στην προετοιμασία του εδάφους, για μια αρμονική συνύπαρξη.
Ο προεξάρχων της στρατηγικής του αποικιακού πολέμου, στρατηγός Λυωταί, διαφοροποιεί τον αποικιακό από τον κλασσικό πόλεμο, κατά το ότι «αντί να φέρει τον θάνατο στο θέατρο επιχειρήσεων, έχει σκοπό να δημιουργήσει ζωήν εντός αυτού». Δηλονότι εννοούσε τον αποικιακό πόλεμο, σα δημιουργό νέας ζωής, νέων πόλεων και συγκομιδών, που επιτυγχάνει την «ειρηνική κατοχή» και μετατρέπει τους υποψήφιους στασιαστές σε συνεταίρους. – αυτό ακριβώς που ευαγγελίζονται οι σύγχρονες αμερικανικές επεμβάσεις. Και θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι η γαλλική σχολή υπήρξε επιτυχής στους πολιτικούς σκοπούς της.
Από τις επεμβάσεις ισορροπιών στις «ανθρωπιστικές» επεμβάσεις.
Ο αντιφατικός όρος των «ανθρωπιστικών πολέμων», που εισήχθη στην πολιτική ορολογία, κατά την επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, αποδείχτηκε εξαιρετικά αντι-επικοινωνιακός και προκάλεσε την κοινή γνώμη, – μάρτυρα μιας «ανθρωποσφαγής» των άμαχων. Ωστόσο ο πρόεδρος Κλίντον, όταν οδήγησε τη χώρα του στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, στη βάση του οιονεί δόγματος της «υπεροχής των ανθρώπινων ελευθεριών της εθνικής κυριαρχίας», ούτε πρωτοτυπούσε δογματικά, ούτε επιχειρούσε να εξαπατήσει τη διεθνή κοινή γνώμη. Πρώτος ο πρόεδρος Κάρτερ (1977-81) διακήρυξε ότι «οι σχέσεις των ΗΠΑ με τις άλλες χώρες θα βασίζονται στην τήρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων». Έκτοτε η έννοια των ανθρωπιστικών επεμβάσεων κέρδισε αρκετό έδαφος, ώστε να καταστεί αποδεκτή και περαιτέρω απαιτητή από τη διεθνή κοινή γνώμη. Οι βιαιότητες κατά των κουρδικών πληθυσμών του Ιράκ (1991), των πολέμων της Βοσνίας-Ερζε! γοβίνης (1992-95), οι σφαγές της Ρουάντα (500 χιλ. θύματα και 3 εκ. προσφύγων: 1994), του εμφυλίου της Σομαλίας (1991-95),[4][4] προκάλεσαν την επέμβαση των Η.Ε. Αλλά και κατέστησαν συνείδηση της διεθνούς κοινής γνώμης, ότι καμιά αρχή και καμιά ομάδα δε μπορεί να βιαιοπραγεί κατά του ανθρώπου, καλυπτόμενη από το «άβατο» των κρατικών συνόρων. Ότι η ανθρωπότητα δε μπορεί να μένει απαθής μπροστά στον άνθρωπο που κινδυνεύει και υποφέρει. Αντίθετα, έχει την «υποχρέωση επέμβασης», η παράλειψη της οποίας συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, κατά το ανάλογο του αδικήματος της «παράλειψης παροχής βοηθείας σε άνθρωπο, που βρίσκεται σε κίνδυνο», που ισχύει σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Βέλγιο κ.α.).
Οι στατιστικές των Η.Ε. αποδεικνύουν, ότι οι απώλειες αμάχων από 10% στον 1ο Π.Π. (έναντι 90% των στρατευμένων), ανήλθαν στο 50% κατά το 2ο Π.Π. και στο 75% κατά τις σύγχρονες συγκρούσεις. Προ αυτής της πραγματικότητας, η διεθνής κοινωνία της επικοινωνίας συνειδητοποιεί, όλο και περισσότερο, ότι ο άνθρωπος που πάσχει και βρίσκεται σε κίνδυνο, είναι «υπόθεση του καθενός».
Ο γενικός γραμματέας των Η.Ε. Κόφι Ανάν θα δηλώσει ευθαρσώς: «Είμαστε ο οργανισμός των επεμβάσεων: για να προλάβουμε τις συγκρούσεις, για να τις σταματήσουμε, για να τις περιβάλλουμε, για να μην εξαπλωθούν».[5][5] Πρόκειται για μια ξεκάθαρη στάση απέναντι του πάσχοντος ανθρώπου, κατ� επέκταση της διεθνούς ειρήνης, στην οποία προέχουν τα πολιτικά και ανθρωπιστικά μέσα (περίθαλψης, επισιτισμού και ασφάλειας των άμαχων), με τη συγκατάβαση της εμπόλεμης χώρας, και στην ανάγκη, με αγνόηση των συνόρων και των αρχών της εθνικής κυριαρχίας. [6]
Μπορούμε κατά συνέπεια να αποδεχτούμε ανεπιφύλακτα την ανάγκη των ανθρωπιστικών επεμβάσεων, οι οποίες, σε έσχατη ανάγκη, μπορούν να πάρουν τη μορφή της ένοπλης επέμβασης, απορρίπτουμε όμως την έννοια ενός προαποφασισμένου «ανθρωπιστικού πολέμου». Εδώ ακριβώς τοποθετείται η γκρίζα περιοχή των διφορούμενων επεμβάσεων, που, εν είδει Δουρείου Ίππου, υπηρετούν τους πάγιους πολιτικούς σκοπούς μιας επεμβαίνουσας δύναμης, προκαλώντας τα καίρια ερωτήματα των καιρών: Αν η επεμβαίνουσα δύναμη αποφεύγει να προλάβει ή και υποθάλπει τη δημιουργία συνθηκών ένοπλης επέμβασης. Παρεπόμενα, αν η επέμβαση αποβαίνει το όχημα ιδίων πολιτικών σκοπών, παραβλάπτοντας το σκοπό της ειρήνης.
Το καίριο, ερώτημα των καιρών, που έφερε σε πολιτική διάσταση την Ευρώπη με τις ΗΠΑ, είναι η πολιτική των μονομερών και προληπτικών επεμβάσεων, στο πλαίσιο μιας �ad hoc� συμμαχίας, ερήμην των Η.Ε. Πρόκειται, κατά την ευρωπαϊκή άποψη, για ένα άκρως ριψοκίνδυνο εγχείρημα, στο οποίο οι ΗΠΑ απαντούν με το επιχείρημα της απολυτότητας του τρομοκρατικού κινδύνου, που απειλεί τη χώρα αυτή (και κάθε χώρα-στόχο) με οικονομική καταστροφή. Μπροστά στον κίνδυνο αυτό αρνείται η Αμερική να εναποθέσει την ασφάλειά της στην Ειδική Επιτροπή των Η.Ε. στο Ιράκ (UNSCOM) και τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενεργείας (IAEA), προκρίνοντας την αυτοδιαχείρισή της και ανοίγοντας τους ! ασκούς των προληπτικών επεμβάσεων.
Οι εξελίξεις στο Ιράκ δικαίωσαν την πολιτική σοφία της «παλαιάς Ευρώπης», που επικαλέστηκε τον περασμένο Ιούνιο ο πρόεδρος της Ε.Ε. Ρομάνο Πρόντι. Επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά, ότι κανένας πόλεμος δεν είναι προβλέψιμος, τόσο στην επιχειρησιακή του έκβαση, όσο και, κυρίως, στην επίτευξη των πολιτικών του σκοπών. Όμως, οι πολιτικοί δρόμοι διανοίγονται και αυτοί περπατώντας. Η επέμβαση σε ένα ζωτικό χώρο, όπως η Μ. Ανατολή, αποτελεί μια παγκοσμιοποιημένη ενέργεια, που αφορά συνολικά την ειρήνη και δεν αφήνει κανένα αδιάφορο. Η δι-Ατλαντική διαφωνία, σχετικά με το θέμα των προληπτικών πολέμων δεν έχει το πολιτικό βάθος μιας οριστικής διάστασης. Οι πολλαπλοί δι-Ατλαντικοί δεσμοί (πολιτικοί, πολιτισμικοί, ασφάλειας, προπαντός οικονομικοί) είναι εξαιρετικά ισχυροί, ώστε να αντέξουν σε κάθε δοκιμασία. Αν/γος ε.α. Φ. Μεταλληνός
[1][1] « Beyond Westphalia� p. 10.
[2][2] �The Cold War 1945-1991� edited by Benjamin Frankel, Vol. 2, p. 46
[3][3] «Δημιουργοί της νέας Στρατηγικής», Eduard Mead Εarle, Έκδοση ΓΕΣ/1962, Κεφ. 10, σελ.304
[4][4] «The New Inrerventionism 1991-94, Ed. James Mayall, Cambridge University Press, 1996, Chap.3,4
[5][5] �The question of Intervention� Kofi A. Annan, U.N. publication, 1999.
[6][6] Basic fects about the United Nations, Edition U.N., 1998, Chapter 5, Humanitarian Assistanse