ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ του Αντιστράτηγου Γ. Κοράκη
ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
του Αντιστράτηγου Γ. Κοράκη
Επιθυμώ να εκφράσω τα θερμά συγχαρητήρια προς τη Σχολή Πολέμου για την οργάνωση της διημερίδας που πιστεύω ότι θα στεφθεί από επιτυχία.
Επίσης ευχαριστώ τη Σχολή για την πρόσκληση και την ευκαιρία που δίδεται στην Ελληνική Εταιρία Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ) να συμβάλλει και αυτή με την εισήγησή μου στους σκοπούς της διημερίδας. Ελπίζω να τα καταφέρω.
Κυρίες και Κύριοι,
Καθημερινά μιλούμε για την Ευρώπη την Ενωμένη Ευρώπη. Μας έγινε κάτι οικείο, μας έγινε κάτι το αυτονόητο. Μέσα όμως από τέτοια προσέγγιση, δεν προσπαθούμε να τη γνωρίσουμε γιατί ότι θεωρούμε ότι το γνωρίζουμε, δεν μας απασχολεί. Νοιώθουμε όμως άνετοι γιατί και εμείς είμαστε Ευρώπη, είμαστε μέλη του νέου σχηματισμού.
Η Ευρώπη είναι μια εξελικτική έννοια. Δεν είναι απλώς ένας γεωγραφικός όρος που προσδιορίζει μια συγκεκριμένη περιοχή, είναι όρος ιστορικός, σίγουρα οικονομικός και περισσότερο πολιτιστικός, κοινωνικός που ενσαρκώνει ελπίδες και ένα όραμα. Είναι μια πολιτική-πολιτιστική πραγματικότητα, γεωγραφικά προσδιοριζόμενη στο γνωστό χώρο αλλά δυνητικά ή οιονεί παγκόσμιος, αφού ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, οι ελπίδες, οι προσδοκίες, οι αξίες και τα ιδεώδη που ενσαρκώνει ξεπερνούν τα γεωγραφικά της όρια και επεκτείνονται σε πολλά μέρη του πλανήτη μας.
Αναμφισβήτητα θεμέλιο της Ευρώπης αποτελούν οι Ελληνικές αρχές και αξίες, αρετές που εγγυώνται την αρμονική ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων και οδηγούν το άτομο στην ανάπτυξη και ολοκλήρωση. Η Ευρώπη πολιτιστικά συνεχίζει τον Αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, που στοιχεία του έγιναν κύρια συστατικά του πολιτισμού στις ΗΠΑ και στην Αυστραλία. Η διάδοση των πολιτιστικών αυτών στοιχείων διευκολύνθηκε στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα κυρίως με την ανάπτυξη και διάδοση των ΜΜΕ, τη δυνατότητα καλύτερης επικοινωνίας των λαών.
Το πρόβλημα της Ένωσης της Ευρώπης άρχισε να συζητείται για πρώτη φορά πριν από το Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο από κάποιους οραματιστές που είχαν την ικανότητα να προβλέψουν την ωριμότητα της Ευρώπης να αποτελέσει ένα ενιαίο σύνολο και την γρήγορη ανάπτυξη των ΗΠΑ που την θεωρούσαν ως έναν επικίνδυνο οικονομικό ανταγωνιστή. Ένας από τους πρώτους οραματιστές ήταν ο Γάλλος ποιητής-συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ. Τον οραματισμό του Ουγκώ τον προέβαλλε μετά το θάνατό του το 1922 ο Ελληνοαυστριακός διανοούμενος διπλωμάτης Κόμης Κουντεχόβε-Καλλέργης σε άρθρο του υπό το τίτλο «Πανευρώπη» διατυπώνοντας μάλιστα ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ενοποίησης. Αξίζει να επισημανθεί όμως ότι, στην Ενωμένη Ευρώπη που πρότεινε ο Καλλέργης, δεν περιελάμβανε τρία κράτη για ειδικούς για το καθένα λόγους, την Αγγλία επειδή ως αυτοκρατορία επεκτείνετο σε όλες τις Ηπείρους, τη Ρωσία επειδή είχε απομακρυνθεί από τις δημοκρατικές αρχές και την Τουρκία ως μη ανήκουσα πια στην Ευρώπη.
Το όραμα όμως της Ενωμένης Ευρώπης διεκδικεί ιστορικά και ο Ρώσος διανοητής και πολιτικός Λέων Τρότσκι ο οποίος πολύ πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε γράψει και αυτός για την Ένωση της Ευρώπης.
Η ιδέα όμως της Ενωμένης Ευρώπης ή ακριβέστερα της «Πανευρώπης», όρος που χρησιμοποιήθηκε τότε για πρώτη φορά, απασχόλησε την επικαιρότητα μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου όταν η Αμερικανική οικονομία βρισκόταν στο απόγειο της ανάπτυξής της και αναζητούσε νέες αγορές ενώ η Ευρώπη που έδειχνε σημεία οικονομικής της ύφεσης ήταν οργανωμένη με βάση την αρχή του Κράτους-Έθνους με πολλές χιλιάδες τελωνειακά τείχη. Με ορατό το ενδεχόμενο ενός νέου πολέμου αφού κανένα κράτος δεν παραιτείτο των εθνικών του διεκδικήσεων και επιδιώξεων, άρχισαν να διατυπώνονται οι πρώτες ιδέες για την ανάγκη οργάνωσης μιας Πανευρωπαϊκής Ένωσης.
Τον Σεπτέμβριο του 1929 ο Γάλλος πολιτικός Αλέξανδρος Μπριάν σε μια συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών υπέβαλε πρόταση για ένωση των κρατών μελών της Ευρώπης σε ομοσπονδιακή οργάνωση. Ο Γάλλος διανοούμενος ενώ προέβλεπε σωστά το μέλλον έτρεφε αυταπάτες για το παρόν. Οποιαδήποτε ένωση ευρωπαϊκών κρατών προϋπέθετε την ειλικρινή και οριστική συμφιλίωση της Γαλλίας με τη Γερμανία η οποία δεν υπήρχε και γι΄αυτό και η πρόταση δεν προχώρησε. Ο Γαλλογερμανικός ανταγωνισμός ήταν μια πραγματικότητα μέχρι τον Νοέμβριο του 1942 όταν ο Στρατηγός Ντε Γκωλ ως αρχηγός της Ελεύθερης Γαλλίας, από το Λονδίνο διακήρυξε ότι : «Η Γαλλία επιθυμεί από δω και εμπρός να κάνει το παν, ώστε κοινές ανάγκες αναπτύξεως να ενωθούν μαζί της κατά τρόπο πρακτικό και βιώσιμο».
Η άλλη πλευρά, δηλαδή η Γερμανία, μετά τη λήξη του Β΄ΠΠ ζητώντας συγγνώμη για τα εγκλήματα των Ναζί και με τη δημόσια δέσμευση, της δια παντός εγκατάλειψης του Ναζισμού, κέρδισε τον εξαγνισμό και έτσι με την προσέγγιση αυτή που πρέπει να επισημανθεί ότι στηρίχθηκε σε υγιή βάση, χωρίς διαγραφές ιστορίας και αλλαγές σχολικών βιβλίων, έδωσαν ένα τέλος στον ανταγωνισμό και επέτυχαν την συμφιλίωση που ήταν αναγκαίος όρος για τη συνένωση της Ευρώπης. Μετά από αυτό άνοιξε ο δρόμος για την εκπλήρωση του οράματος της Ενωμένης Ευρώπης με τις συνομολογήσεις των επί μέρους κοινοπραξιακών οργανισμών όπως η Ευρωπαϊκή Κοινοπραξία Άνθρακα και Χάλυβος που ιδρύθηκε μέσα από τα ερείπια που άφησε ο πόλεμος στις 9 Μαΐου 1950 από έξη κράτη, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ΕΟΚ ή Κοινή Αγορά που συνεστήθη με πρωτοβουλία του Υπουργού Εξωτερικών του Βελγίου Πωλ Ανρί Σπάακ στις 25 Μαρτίου 1957, μαζί με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας. Έπειτα από μια μακρά διαδρομή των προαναφερθέντων Κοινοπραξιών και Οργανισμών γεννήθηκε την 1 Νοεμβρίου 1992 η Ευρωπαϊκή Ένωση με εξελιγμένη ψυχή το Μάαστριχ όπου η Ευρωπαϊκή Κοινότητα «παραχωρεί» τη θέση της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρώπη εξακολουθεί να παραμένει μια «εξελικτική» ιδέα. Από τη διαδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα τελευταία αυτά χρόνια, προέκυψε η επιδίωξη απόκτησης αυξανομένων κοινωνικών και οικονομικών ωφελειών μέσω της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση σίγουρα δεν είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης του μέλλοντος και δεν πρόκειται να εξελιχθούν σε κάτι τέτοιο στο προβλέψιμο τουλάχιστον μέλλον. Θα ήταν πιο σωστό και πιο ρεαλιστικό εάν βλέπαμε αυτό που πράγματι είναι. H ΕΕ ένα σύνολο εθνών-κρατών που δεν φαίνονται διατεθειμένα να εγκαταλείψουν το έθνος-κράτος για ένα πανευρωπαϊκό υπερκράτος και όπου τα εθνικά των συμφέροντα έχουν συχνά προτεραιότητα έναντι των πανευρωπαϊκών συμφερόντων.
Η Ευρώπη των 15 οργανώνεται. Πρόκειται όμως για ένα τμήμα της Ευρώπης. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι αρκετά άλλα Έθνη μεγάλα και μικρά συνετέλεσαν σημαντικά στον σημερινό πλούτο της Ευρώπης και δεν πρέπει να φανεί ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ οικειοποιούνται την Ευρώπη προς όφελός τους. Αλλά, όπως σε όλα τα πράγματα, υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος και για την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση υπάρχουν και οι όχι και τόσο αισιόδοξες απόψεις που εκφράζονται από μερικούς ιδιαίτερα για τις τάσεις των ισχυρών κρατών της για την αποκλειστική εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων.
Την «Ευρωπαϊκή Τρόϊκα» που προσπαθεί να επιβληθεί επί των μεσαίων και μικρών κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελλοντικών εταίρων συγκροτούν η Γερμανία των 80 εκατομμυρίων, η εφαπτομένη αυτής Γαλλία με την πιο επάνω Αγγλία με τα 115 εκατομμύρια κατοίκους κατανεμημένα εξ ημισείας. Η Ιταλία των 57 εκατομμυρίων που καλείται κατά περίπτωση να εκφράσει τη γνώμη της για ενέργειες και σχεδιασμούς της τρόϊκας θεωρείται ως αιωρούμενη μεταξύ αυτής και της ομάδας των λοιπών εταίρων. Η Ισπανία των 40 εκατομμυρίων βρίσκεται σαφώς στο περιθώριο ενώ άλλη θεώρηση από την ισχυρή τρόϊκα έχουν όλα τα μικρά κράτη πληθυσμού περίπου 55 εκατομμυρίων και με τελευταίο το Λουξεμβούργο που ο πληθυσμός των 300.000 κατοίκων είναι κατά 250 φορές μικρότερος του πληθυσμού της Γερμανίας. Την πληθυσμιακή αυτή αντίθεση πολλοί αξιωματούχοι εκφράζουν με το ερώτημα εάν είναι εύλογο να έχουν τα ίδια θεσμικά προνόμια, ισχύ ψήφου, ίσα δικαιώματα στην άσκηση της Προεδρίας του veto κ.λ.π.
Ενώ η Αγγλία και η Γαλλία εξακολουθούν να έχουν ευεργετήματα από τις σχέσεις των με τις πρώην αποικίες των, η Γερμανία στερείται ενός τέτοιου προνομίου και επιδιώκει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της με την αναζήτηση ευνοϊκού κλίματος στην Κέντρο-Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Ως ηγεμονικές ενέργειες μπορούν επίσης να χαρακτηρισθούν κάποιες προτάσεις που εκπηγάζουν από την τρόικα όπως π.χ. η πρόταση να ασκείται η Προεδρία από 2 ή 3 μικρούς εταίρους με συμμετοχή ενός μεγάλου. Φαίνεται ότι κάποιοι επιθυμούν τη σιωπή των αμνών.
Η Ευρώπη βρισκόταν και εξακολουθεί να βρίσκεται ανάμεσα στα διαπλεκόμενα συμφέροντα μεγάλων χωρών τα οποία σε άλλους τομείς ταυτίζονται και σε άλλους συγκρούονται και συνεπώς οι απαισιόδοξες διαπιστώσεις της άλλης πλευράς δεν μπορούν να μειώσουν την αξία και σημασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν έχει παρά μόνο 50 χρόνια ζωής χρονική διάρκεια που στη γενική κλίμακα του χρόνου είναι πολύ περιορισμένη και δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο κράτη με διαφορετική γλώσσα και πολιτιστική ταυτότητα να εξέφρασαν τη βούληση να εγκαταλείψουν μέρος της εθνικής των κυριαρχίας προκειμένου να συνασπισθούν σε ένωση.
Το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης συνδυάζεται με τη σκληρή λογική των διεθνών συσχετισμών. Το εθνικό κράτος και η εθνική ταυτότητα είναι μια ζωντανή πραγματικότητα.
Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας
Η διεθνής κοινωνία χρειάζεται σήμερα μια δυνατή και ενωμένη Ευρώπη μια Ευρώπη που να παίρνει θέση απέναντι στα προβλήματα του 21ου αιώνα πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί με κοινή δράση. Σήμερα η ΕΕ δεν είναι έτοιμη να αναλάβει πρωτεύοντα ρόλο ούτε στο προαύλιο της. Η πολυδιαφημισμένη κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας (ΚΕΠΠΑ) αποδεικνύεται ότι είναι σχήμα λόγου αφού η παρουσία της στα διεθνή γεγονότα είναι υποτονική, εκτίμηση που επιβεβαιώθηκε μάλιστα στα πρόσφατα γεγονότα της Μέσης Ανατολής.
Είναι γεγονός ότι το ενδιαφέρον των Ευρωπαϊκών κρατών στην προσπάθεια της ενοποίησης επικεντρώθηκε τα τελευταία 15 χρόνια, στην απόκτηση οικονομικής οργάνωσης (ενιαία αγορά και ενιαίο νόμισμα) ενώ την πολιτική τους υπόσταση την είχαν εμπιστευθεί στις ΗΠΑ. Επιπρόσθετα θα έλεγα ότι οι ισχυροί δεσμοί σε στρατιωτικό και οικονομικό κυρίως επίπεδο που δημιούργησε η αποτρεπτική απάντηση των Δυτικών Συμμάχων στην απειλή της Σοβιετικής Ένωσης σε όλη την περίοδο του ψυχρού πολέμου ήταν παράγοντας που λειτούργησε ενισχυτικά στην εξάρτηση της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας και ασφάλειας από τον υπερατλαντικό σύμμαχο και γενικότερα το ΝΑΤΟ. Μπορεί όμως ένας φιλόδοξος οικονομικός γίγαντας να μην έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει τη δική του πολιτική άμυνας και ασφάλειας; Μπορεί ένας δυναμικός συνασπισμός κρατών να δηλώνει απών από τα μεγάλα γεγονότα της εποχής; Στα ερωτήματα αυτά οι ιθύνοντες της ΕΕ μέχρι πρόσφατα απαντούσαν με αμηχανία γιατί αναζητούσαν την πολιτική άμυνας και ασφάλειας μέσα από θεσμούς ανύπαρκτους και δυνατότητες ισορροπίας ακροβάτη. Σήμερα τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν αφού η ΕΕ προσπαθεί να διαμορφώσει τις δικές της αμυντικές δυνατότητες για συνολική διαχείριση κρίσεων.
Όταν άρχισαν οι πρώτες ουσιαστικές συζητήσεις για την Ευρωπαϊκή συνεργασία μετά τον Δεύτερο ΠΠ το μόνο που αποκλειόταν από το οπτικό πεδίο των οραματιστών της ένωσης ήταν η αμυντική συνεργασία και αυτό εδικαιολογείτο από τα αποτελέσματα του πολέμου όπου οι νικητές εξακολουθούσαν να αισθάνονται ως νικητές και οι ηττημένοι «έπρεπε» να βιώσουν ακόμη τα αποτελέσματα της ήττας των. Αν και υπήρξαν αναζητήσεις στο χώρο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας η συνεργασία γινόταν διακρατικά και όχι σε θεσμικό ευρωπαϊκό επίπεδο, μέχρι το 1986 που τυποποιείται η διακυβερνητική συνεργασία και από το 1993 η ΕΕ αποκτά τη δυνατότητα να εκφράζεται με μια φωνή στα μεγάλα διεθνή γεγονότα ενώ το 1999 εμπλουτίζονται οι μηχανισμοί παραγωγής κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας.
Σήμερα η πολιτική άμυνας και ασφάλειας κινείται ανάμεσα στους δαιδάλους που τις επιβάλλουν οι ευρωπαϊκές αδυναμίες, η συμβατότητα με την πολιτική του ΝΑΤΟ χωρίς παράλληλα να θίγεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της πολιτικής των κρατών μελών της Ένωσης.
Παρ΄ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ κλιμακώνουν τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν την αμυντική χειραφέτηση και να έχουν ετοιμότητα να αναλαμβάνουν ανθρωπιστικές επιχειρήσεις, επιδιώκουν απεγνωσμένα και τη διατήρηση της Αμερικανικής ανάμειξης. Μέσα στην ΕΕ επικρατούν δύο τάσεις. Οι πιο ένθερμοι οπαδοί της Ευρωπαϊκής αμυντικής χειραφέτησης, οι ένθερμοι υποστηρικτές που αποκαλούν την αμυντική ενδυνάμωση της ΕΕ ως «στρατιωτική επανάσταση» της Ευρώπης με σημασία ανάλογη αυτής της Νομισματικής Ένωσης και που πιστεύουν ότι πρωτίστως πρέπει να κατακτηθούν η αξιοπιστία και η λαϊκή συναίνεση. Υπάρχουν όμως και οι ένθερμοι αντίπαλοι που επισημαίνουν ότι η απόκτηση στρατιωτικών δυνατοτήτων συνιστά ένα αφύσικο άλμα για μια πολιτική και οικονομική ένωση σαν την ΕΕ και ακόμη αμφισβητούν την πρόθεση των κρατών μελών να αναλάβουν οικονομικές επιβαρύνσεις για άμυνα και ασφάλεια και για επιβεβαίωση του ισχυρισμού των επικαλούνται το γεγονός ότι οι αμυντικοί προϋπολογισμοί των κρατών μελών παρέχουν ελάχιστες ενδείξεις προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι δυσκολίες και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα στη μετάβασή της από το σχεδιασμό στην υλοποίηση είναι πολλές. Έχουν όμως δύο κοινές πηγές που είναι η οικονομία και η πολιτική. Το οικονομικό σκέλος επιβάλλει τη διάθεση αυξημένων οικονομικών πόρων για υλοποίηση της σχεδίασης. Πως όμως θα επιτευχθεί αυτό σε μια εποχή γενικευμένης περιστολής και μείωσης των αμυντικών δαπανών ; Το πολιτικό αφορά την μετατροπή μέρους των Εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε κοινή «Ευρωπαϊκή» δύναμη. Πρόκειται για μια τεράστιας συμβολικής και ουσιαστικής εκχώρησης κυριαρχίας από τα εθνικά κράτη που απαρτίζουν την Ένωση. Το θέμα αυτό προς το παρόν τουλάχιστον δεν συζητείται.
Ένα άλλο βασικό πολιτικό πρόβλημα είναι η ισορροπία στις σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ μετά τη δημιουργία μιας ισχυρής ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας. Η στάση των ΗΠΑ απέναντι στην ευρωπαϊκή άμυνα μπορεί να αποδοθεί με τη φράση «ναι μεν, αλλά……». Οι ΗΠΑ επισημαίνουν ότι δεν θα ήθελαν να δουν την ευρωπαϊκή άμυνα να δημιουργείται κατ΄αρχήν μέσα στο ΝΑΤΟ, να αναπτύσσεται εκτός ΝΑΤΟ και τελικά να απομακρύνεται από αυτό.
Η Αγγλία που αντιπροσωπεύει καλύτερα από όλους την Ευρώπη τις ΗΠΑ και τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, υποστηρίζει την άποψη του διαχωρισμού των ρόλων. Οι Ευρωπαίοι να είναι υπεύθυνοι για την ασφάλεια και το ΝΑΤΟ για την άμυνα. Πολλοί Βρετανοί θεωρούν ότι διαφέρουν από τους άλλους Ευρωπαίους αφού για χίλια χρόνια δεν γνώρισαν ξένη κατοχή. Η Αγγλία διατηρεί ειδικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων επιβεβαιώνει την παρουσία της στα διεθνή γεγονότα, συνδυάζοντας το ρίσκο της επιτόπου παρουσίας της με τη προσδοκία μελλοντικών ωφελημάτων. Στις δύο άλλες πλευρές του τριγώνου που συνιστούν το Γαλλογερμανικό δίδυμο κυριαρχεί ο εγωισμός. Ο ρόλος της Γαλλίας στην αμυντική προσπάθεια της Ευρώπης υπήρξε καταλυτικός. Η Γερμανία σήμερα αποτελεί τον ασθενή αλλά απαραίτητο κρίκο στο Ευρωπαϊκό αμυντικό σύστημα. Όλα αυτά είναι αποδείξεις ότι η ισορροπία των εταίρων δεν έχει αποκατασταθεί ουσιαστικά παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται.
Ρωσία
Η χώρα αυτή αποτελεί τη σημαντικότερη παράμετρο ασφάλειας της Ευρώπης μολονότι ο διεθνής παρεμβατισμός της περιορίζεται στη θέση του μονίμου μέλους του Συμβουλίου Ασφάλειας του ΟΗΕ.
Όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι τα γεωγραφικά όρια της Ευρώπης επεκτείνονται μέχρι τα Ουράλια κάτι που δημιουργεί τριβές με τη Ρωσία. Η συμβολή της χώρας αυτής στον ευρωπαϊκό πολιτισμό δεν αμφισβητείται. Άνθρωποι Ρωσικής καταγωγής άφησαν τη σφραγίδα τους σε πολλούς τομείς του ευρωπαϊκού πολιτισμού όπως λογοτεχνία, μουσική κ.λ.π. Συνεπώς είναι δύσκολο να αποδεχθεί κανείς την Ευρωπαϊκή ενοποίηση χωρίς τη Ρωσία. Από την άλλη όμως πλευρά η Ρωσία δεν ανέπτυξε κράτος δικαίου και μηχανισμούς αγοράς βασισμένους στην ιδιοκτησία και στον ανταγωνισμό. Μέχρι το 1989 δεν υπήρχε δυνατότητα στους πολίτες της ελεύθερης επιλογής επαγγέλματος. Η οργάνωση του κράτους είχε κάθετη μορφή. Αυτά όλα δεν μπορούν να μη συνεκτιμηθούν. Αν και θα παραμείνει η δεύτερη πυρηνική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμάται ότι η επαναδιαπραγμάτευση του ρόλου της στο διεθνές προσκήνιο μέσα από τα ισχυρά ενεργειακά της ερείσματα και ο προσδιορισμός μιας ειδικής σχέσης της με την ΕΕ, όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά τη διεύρυνση θα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Προσπάθειες συνένωσης κρατών έγιναν πολλές φορές όπως μας διδάσκει η ιστορία που στηρίχθηκαν όμως στην ισχύ, τη δύναμη και τη βία. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ΕΕ είναι ότι κανείς δεν έχει πειθαναγκασθεί να συμμετάσχει. Η ιδέα μιας Ενωμένης Ευρώπης είναι γοητευτική, εν τούτοις η πραγματοποίηση της ολοκλήρωσης είναι επίπονη και μακρόπνοη γιατί έχει να κάνει με τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Ο μεγάλος στόχος θα επιτευχθεί εάν εξασφαλισθούν οι προϋποθέσεις όπου θα μπορούμε να ζούμε ελεύθεροι μέσα σε μια Ενωμένη Ευρώπη χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα και υπόσταση.
Η αμυντική ταυτότητα της ΕΕ αποτελεί μια επιταχυνόμενη διαδικασία. Η υπεροχή του ΝΑΤΟ στον τομέα της συλλογικής αυτοάμυνας είναι δεδομένη.
Οι ΗΠΑ και η ΕΕ προωθούν ιδέες που τις θεωρούν αναγκαίες για τα ζωτικά των συμφέροντα. Ειδικότερα πρέπει να επισημανθεί ότι σε οικονομικό επίπεδο οι ΗΠΑ ενεργούν ανταγωνιστικά και μάλιστα χρησιμοποιούν σε ορισμένους τομείς αθέμιτους τρόπους ανταγωνισμού. Σε πολιτικοστρατηγικό επίπεδο διατηρούν μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα και οι όποιες κινήσεις της ΕΕ για να τους προσεγγίσουν δεν τους ενοχλούν. Αντιθέτως παρά τις δηλώσεις αξιωματούχων που εξυπηρετούν σκοπιμότητες οι ΗΠΑ επιθυμούν να αναπτύξει η ΕΕ τις αμυντικές της δυνατότητες για να μπορέσουν να αποδεσμευθούν σε πρώτη φάση από τα Βαλκάνια και να ασχοληθούν με σχέδια που εξυπηρετούν την παγκόσμια εμβέλειά τους και η ΕΕ να αναλαμβάνει την διαχείριση θεμάτων μικρότερης σημασίας.
Η Ευρωπαϊκή Άμυνα απολαμβάνει την υποστήριξη της κοινής γνώμης. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν πολύ μεγαλύτερη υποστήριξη για τη νέα αμυντική πολιτική παρά για τη διερεύνηση της Ε.Ε. ή για την πιο αόριστη ιδέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Εάν όμως η πολιτική Ευρωπαϊκής Άμυνας πρόκειται να κοστίσει σημαντικά ποσά και να θέσει σε κίνδυνο ζωές στρατιωτών η κοινή γνώμη δεν θα είναι τόσο φιλική. Η ΕΕ έχει τη δική της θετική δυναμική στο διεθνές περιβάλλον. Έχει όμως εκτός από τα καλά της και της αδυναμίες της που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της αληθινής εικόνας της. Η ΕΕ οφείλει περισσότερο από όλους να εφαρμόζει όσα διακηρύσσει γιατί βρίσκεται στις αρχές της δημιουργίας της. Οφείλει με τις πράξεις και ενέργειες να μη διαψεύδει και υπονομεύει τις αρχές και τις διακηρύξεις της και εξασθενίζει την πειστικότητά της. Η υποστήριξη του δικαίου σε όποια πλευρά και αν βρίσκεται είναι υποχρέωσή της για να μην πέσει σε ανυποληψία όπως άλλοι διεθνείς οργανισμοί. Η οργάνωση κοινής άμυνας πάνω στις αρχές και αξίες που διακηρύσσονται και που αποτελούν το υπόβαθρο όλου αυτού του κόσμου μπορεί να σημάνει μια νέα εποχή που θα μπορεί ελπιδοφόρα να καλύψει την Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή.
Θα ολοκληρώσω την εισήγησή μου, κυρίες και κύριοι, με την επισήμανση ότι ο Ευρωστρατός, όρος που είναι αδόκιμος αλλά επεκράτησε όμως στη πράξη, αποτελεί μια παρεξηγημένη υπόθεση. Τέτοιος στρατός ούτε υπάρχει ούτε πρόκειται στο ορατό μέλλον να υπάρξει γιατί η ΕΕ δεν είναι κράτος ομοσπονδιακό η άλλο τι, είναι μια συνεργασία, ένας συνεταιρισμός κρατών με οικονομικές και πολιτικές συγκλίσεις αλλά και με διαφορές είναι μια ένωση χωρίς ενιαία όργανα κρατικής εξουσίας, αλλά με όργανα συντονισμού συνεργασίας και συνεννόησης. Η ελπίδα που καλλιεργήθηκε ότι ο ευρωπαϊκός στρατός θα εξασφαλίζει τα σύνορά μας δεν συνάδει με την πραγματικότητα. Βεβαίως η πορεία και η είσοδός μας στην ΕΕ αποτελεί σημαντικό αποτρεπτικό παράγοντα κατά απειλών ενάντια στη χώρα μας αλλά ποτέ αδιάτρητη θωράκιση και ασπίδα άμυνας και προστασίας. Παραμένει κανόνας απαράβατος για την ασφάλειά μας η δική μας στρατιωτική αποτρεπτική δύναμη. Η ασφάλειά μας στηρίζεται αποκλειστικά σε εμάς. Όλα τα άλλα αποτελούν επικίνδυνη αυταπάτη.