Η Ελληνική Θέση στην Αναμέτρηση της Ουκρανίας
Οπόλεμος στην Ουκρανία έχει «αισίως» εισέλθει στον ένατο μήνα καταρρίπτοντας ευγενείς πόθους περί εξοβελισμού του από τις διεθνείς σχέσεις και αποδεικνύοντας την αβεβαιότητα και το απρόβλεπτο των πολεμικών επιχειρήσεων. Η πληθώρα των αναλυτών έχει διαδοχικά διαψευστεί στις αρχικές προβλέψεις της για μια σύντομη ρωσική προέλαση ή τουλάχιστον για τη ρωσική επικράτηση στις περιοχές με ύπαρξη σημαντικού ρωσόφωνου πληθυσμού.
Οι συνέπειες του πολέμου έχουν διαχυθεί παγκοσμίως και η γειτονική Ευρώπη αντιμετωπίζει μια πρωτόγνωρη ενεργειακή κρίση που τροφοδοτεί έναν υψηλό πληθωρισμό συνοδευόμενο από την απειλητική επανεμφάνιση της ύφεσης. Σε αυτό το περιβάλλον και μέσα από έμμεσες ρωσικές απειλές για πιθανή χρήση πυρηνικών όπλων, οι χώρες της Ευρώπης προσπαθούν να αρθρώσουν μια κοινή πολιτική για να αντιμετωπίσουν την πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση. Η υιοθέτηση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής δυσχεραίνεται από τις διαφορετικές αντιλήψεις απειλών, τα εθνικά συμφέροντα, τα οικονομικά δεδομένα, τις γενικότερες προσεγγίσεις αλλά και τις προδιαθέσεις λαών και elite.
Αναμφίβολα η Ουάσινγκτον -κινητοποιώντας και την Ατλαντική Συμμαχία- έχει ρίξει όλο το βάρος της στην ενίσχυση της ουκρανικής άμυνας και τη δόμηση ενός στιβαρού αντιρωσικού μετώπου. Ίσως δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι αυτή την στιγμή στην Ουκρανία διεξάγεται μια σύγκρουση «δια αντιπροσώπων», μεταξύ Ατλαντικής Συμμαχίας και Ρωσίας. Το μέγεθος και το διακύβευμα της σύγκρουσης αναγκάζουν τις περισσότερες χώρες να λάβουν ξεκάθαρη θέση σε αυτήν την αναμέτρηση. Φυσικά δεν υπάρχει μια ενιαία και απόλυτη επιλογή ενός εκ των δύο πόλων, αλλά σίγουρα υπάρχουν αρκετές διαβαθμίσεις μεταξύ των δύο ακραίων θέσεων.
Σε αυτήν την απολύτως λογική προσέγγιση βασίζονται, όσοι καλόπιστα προτείνουν μια σχετικά επιφυλακτική στάση της χώρας μας έναντι των δύο αντιπάλων. Μάλιστα, επικαλούνται την ανάγκη της μη πλήρους ρήξης με τη Μόσχα καθώς η τελευταία και μετά τη λήξη του πολέμου θα εξακολουθήσει (μάλλον) να αποτελεί υπερδύναμη και μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Τα επιχειρήματα αυτά πλαισιώνονται και με αισθήματα δικαιολογημένης πικρίας έναντι της Δύσης για τη στάση της σε πληθώρα ελλαδικών ανησυχιών και προβλημάτων, από ζητήματα ασφαλείας μέχρι και την πρόσφατη οικονομική κρίση. Αυτές οι θέσεις βρίσκουν ερείσματα σε αρκετά στρώματα του ελληνικού λαού που βλέπουν θετικά τον ορθόδοξο ρωσικό λαό (όπως είναι και οι Ουκρανοί σε μεγάλο μέρος) και διατηρούν επίσης μια υπερτιμημένη εκτίμηση της παρελθοντικής ρωσικής υποστήριξης.
Με αυτές τις σκέψεις, προτείνουν μια ισχυρή καταδικαστική στάση της ρωσικής εισβολής αλλά την αποφυγή παροχής αμυντικής βοήθειας στην Ουκρανία και την αποφυγή εμπλοκής μας στις οικονομικές και λοιπές κυρώσεις. Ευελπιστούν μάλιστα ότι η Μόσχα θα «ανταμείψει» την προσεκτική μας στάση με εξαιρέσεις από τις κυρώσεις που η ίδια έχει επιβάλει σε αρκετές δυτικές χώρες. Για ενίσχυση των θέσεων τους, επικαλούνται τη αμφίσημη στάση της Τουρκίας που κατορθώνει να διατηρεί επαφές και συνεργασία με αμφότερες τις πλευρές και δεν έχει γευτεί -σε μεγάλο βαθμό- τις συνέπειες των οικονομικών κυρώσεων.
Όλα αυτά τα αληθοφανή επιχειρήματα θα αρκούσαν για την επιλογή μιας συγκρατημένης και σχετικά ισορροπημένης θέσεως μεταξύ των δύο αντιπάλων, με την προϋπόθεση ότι η χώρα μας δεν συνόρευε με την επεκτατική και αναθεωρητική Τουρκία.
Επί δεκαετίες έχουμε -ίσως υπερβολικά- εναποθέσει τις ελπίδες μας για την αντιμετώπιση της γειτονικής χώρας, στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου. Αντιλαμβανόμενοι όμως ότι αυτό δεν επαρκεί, έχουμε επενδύσει στις ένοπλες δυνάμεις μας ενώ παράλληλα πασχίζουμε και για την ενεργοποίηση μιας πραγματικής κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας που θα εξελιχθεί σε μια κοινή άμυνα. Υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν τουλάχιστον υποκριτικό να μην υποστηρίξουμε ένθερμα και στην πράξη μια χώρα που δέχεται εξωτερική εισβολή. Ας μη βιαστούμε να αναζητήσουμε επιχειρήματα δικαιολόγησης της ρωσικής εισβολής -ενδεχομένως να υπάρχουν ψήγματα- αλλά τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα χρησιμοποιεί και η Άγκυρα. Σε τελευταία ανάλυση δεν είναι πειστικό να επιζητούμε από τους συμμάχους και εταίρους μας, να προχωρήσουν στη λήψη κυρώσεων κατά της Άγκυρας και εμείς να αποφεύγουμε να συνταχθούμε με τα ευρωπαϊκά εκείνα έθνη που αισθάνονται την απειλή της ρωσικής αρκούδας.
Αναγνωρίζω ότι η σημερινή μας καθαρή τοποθέτηση μας σίγουρα δεν εγγυάται την ευόδωση των εθνικών μας στόχων. Ούτε να ευελπιστούμε ότι με τη λήξη της ουκρανικής κρίσεως οι σύμμαχοι και εταίροι μας θα δρομολογήσουν σειρά κυρώσεων και πιέσεων προς την αναθεωρητική Τουρκία. Εκτιμώ όμως ότι η Άγκυρα θα καταστεί περισσότερο προσεκτική στην ανάληψη μιας επιθετικής ενέργειας εναντίον μας καθώς το κόστος για μια τέτοια ενέργεια θα έχει αυξηθεί (σε περίπτωση επιτυχούς αντιμετώπισης της ρωσικής ενέργειας).
Φυσικά και αντιλαμβάνομαι ότι δεν είναι προδιαγραμμένο ότι η Τουρκία θα συνεχίσει την αμφίσημη και ισορροπητική επιτήδεια τακτική της μεταξύ των δύο αντιπάλων. Έχει αποδείξει ότι την ύστατη στιγμή μπορεί τελείως καιροσκοπικά (και ορθώς για τα εθνικά της συμφέροντα) να επιλέξει στρατόπεδο, ανατρέποντας όλες τις εκτιμήσεις. Δυστυχώς η θέση και το μέγεθος της, επιτρέπουν αυτές τις καιροσκοπικές παλινδρομήσεις σε βαθμό που δεν είναι εφικτός από χώρες -όπως η δική μας- που οικονομικά είναι ακόμη απόλυτα εξαρτημένη από τις διαθέσεις συμμάχων και εταίρων. Αυτή η εξάρτηση ισχύει επίσης και για τις προμήθειες αμυντικού υλικού ενώ η Άγκυρα διαρκώς ενισχύει την αυτάρκεια της. Ας μην παραγνωρίζουμε όμως το γεγονός ότι η σταδιακή τουρκική αποστασιοποίηση από το δυτικό στρατόπεδο, έχει επιφέρει, στις δυτικές πρωτεύουσες, συγκρατημένες επανεκτιμήσεις για το ρόλο και την αξιοπιστία της.
Σε κάθε όμως περίπτωση, η ξεκάθαρη και σταθερή εκ της αρχής τοποθέτηση μας στο πλευρό των συμμάχων μας, ενισχύουν την πειστικότητα των θέσεων και επιχειρημάτων μας και αποτελούν τη δική μας αναγκαία συνεισφορά στη χρονοβόρα και επίπονη οικοδόμηση ενός πραγματικού ευρωπαϊκού μηχανισμού ασφαλείας. Συχνά επίσης η επιλογή μιας διστακτικής και ισορροπημένης στάσης επιφέρει το μένος αμφοτέρων των αντιπάλων καθώς εκλαμβάνεται ως καιροσκοπική υπό την πρίσμα της θεώρησης του «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας».
Ανάλογα με τα σημερινά διλήμματα έχουμε αντιμετωπίσει ως έθνος και στο πρόσφατο παρελθόν. Μπορούμε να παινευτούμε ότι πραγματοποιήσαμε τις ορθές επιλογές αλλά δυστυχώς ο διχασμός που προήλθε μέσα από τη διαδικασία επικράτησης, μερικώς ανέτρεψε τα όποια θετικά αποτελέσματα των ορθών αποφάσεων του 20ου αιώνα. Σίγουρα δεν είναι πάντα εφικτή η εκ των προτέρων πρόβλεψη των εξελίξεων και των αποτελεσμάτων και όλα τα επιχειρήματα και θέσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα προσοχή, σεβασμό και διάθεση συνδιαλλαγής.
Θεωρώ ότι η ιστορία, η σημερινή κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή μας, οι επιλογές της πολιτικής-οικονομικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής, σε συνάρτηση με τη στάση του απειλητικού γείτονα, μας οδηγούν στην ένθερμη και έμπρακτη σύμπραξη με την πλειονότητα των δυτικών χωρών και στήριξη του ουκρανικού αγώνα. Το βασικότερο όμως είναι να αντιληφθούμε ότι το μόνο που δεν έχουμε την πολυτέλεια, είναι να βιώσουμε ένα νέο διχασμό.
* Ιπποκράτης Δασκαλάκης, Αντιστράτηγος, Διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης, Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών