Γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, θαλάσσια ασφάλεια και εφοδιαστικές αλυσίδες.
Η παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του παγκόσμιου εμπορίου μεταφέροντας σε όγκο άνω του 80% των αγαθών διεθνώς και άνω του 70% σε αξία.
Η ασφάλεια των εμπορικών πλοίων, των θαλάσσιων διαδρομών, των στενών διέλευσης (chock points) και των ναυτιλιακών υποδομών (λιμάνια, ενεργειακοί αγωγοί, πλατφόρμες εξόρυξης φυσικού αερίου, LNG terminals, καλώδια για επικοινωνίες) έχει σοβαρές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Οι θαλάσσιες μεταφορές και οι εφοδιαστικές αλυσίδες είναι εύκολο να διαταραχθούν και αυτή η τρωτότητα έχει γίνει «εργαλείο» στα πλαίσια του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία) και των συμμάχων τους.
Η γεωπολιτική εργαλειοποίηση των θαλάσσιων στενών
Μια σημαντική εστία τρωτότητας είναι η εξάρτηση των θαλάσσιων μεταφορών από στρατηγικά στενά διέλευσης που επιτρέπουν τη συντόμευση των θαλάσσιων ταξιδιών μειώνοντας έτσι το κόστος. Έχει υπολογιστεί ότι το 70% του θαλάσσιου εμπορίου διακινείται μέσω αυτών των κρίσιμων στενών διέλευσης. Σε ορισμένα από αυτά τα στρατηγικά στενά, όπως τα στενά του Ορμούζ, τα στενά Μάλακα, η διώρυγα του Σουέζ, και τα στενά του Βαβ-ελ-Μαντέμπ, έχει αυξηθεί κατακόρυφα ο κίνδυνος παρακώλυσης του θαλάσσιου εμπορίου.
Για παράδειγμα, στην περιοχή του Περσικού Κόλπου, το Ιράν καταλαμβάνει κατά καιρούς με διάφορα προσχήματα δεξαμενόπλοια. Επίσης απειλεί ότι σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση από τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ θα κλείσει τα στενά του Ορμούζ, από όπου διέρχεται το 25%-30% του παγκόσμιου ενεργειακού εμπορίου, προκαλώντας έτσι οικονομικό χάος.
Το μέγεθος της επίδρασης που μπορεί να έχει το κλείσιμο ενός κρίσιμου στρατηγικού στενού αποδείχθηκε περίτρανα το 2021, όταν η έξι ημερών παρεμπόδιση της διέλευσης από τη διώρυγα του Σουέζ, λόγω εγκλωβισμού του Ταϊβανέζικου πλοίου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων Ever Given, προκάλεσε χάος στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Το περιστατικό ανέδειξε την εύθραυστη φύση των παγκόσμιων εφοδιαστικών ροών και τον τρόπο με τον οποίο το θαλάσσιο εμπόριο μπορεί εύκολα να εκτροχιαστεί. Το ημερήσιο κόστος της συμφόρησης στη διώρυγα του Σουέζ, η οποία επηρέασε 400 εμπορικά πλοία, έφτασε το αστρονομικό ποσό των 9,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Τα εμπορικά πλοία ως στρατηγικός στόχος
Η εμπορική ναυτιλία έχει γίνει πρόσφατα στόχος επιθέσεων από ισχυρά κράτη που χρησιμοποιούν μια πληθώρα προηγμένων τεχνολογικών μέσων εναντίον πλοίων: βαλλιστικούς πυραύλους, μη επανδρωμένα οχήματα, κυβερνοεπιθέσεις, συλλογή πληροφοριών από δορυφόρους, νάρκες. Για παράδειγμα, στα πλαίσια του πολέμου στην Ουκρανία, τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία επιτέθηκαν σκόπιμα σε εμπορικά πλοία και λιμάνια με στόχο την παρακώλυση του θαλάσσιου εμπορίου. Έμφαση δόθηκε στη στρατηγική εργαλειοποίηση των φορτίων που μετέφεραν τα συγκεκριμένα πλοία (σιτηρά, πετρέλαιο) με στόχο τη δημιουργία επισιτιστικής και ενεργειακής κρίσης, πράγμα το οποίο επετεύχθη.
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε στην Ερυθρά Θάλασσα από όπου διέρχεται το 12% του θαλάσσιου εμπορίου. Εκεί, οι Χούθι, σύμμαχοι του Ιράν, επιτέθηκαν τους τελευταίους 15 μήνες (ως αντίποινα στον πόλεμο της Γάζας) σε 190 εμπορικά πλοία, δυτικών κυρίως συμφερόντων, με συνέπεια τη δραματική μείωση των διελεύσεων στην Ερυθρά Θάλασσα κατά 60%-75%. Αυτό ανάγκασε πλοία, κυρίως τα μεγαλύτερα, να αλλάζουν πορεία προκαλώντας έτσι σοβαρά προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Η εναλλακτική διαδρομή – παράκαμψη της Αφρικής – αύξησε τη διάρκεια και το κόστος του ταξιδιού.
Την επιχείρηση αντιμετώπισης των Χούθι για να αποκατασταθεί η ασφάλεια του θαλάσσιου εμπορίου στην Ερυθρά Θάλασσα έχουν πρόσφατα αναλάβει οι ΗΠΑ, που είναι άλλωστε η μοναδική ναυτική δύναμη που έχει τη δυνατότητα να κάνει κάτι τέτοιο. Στη συζήτηση πάντως που πραγματοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον πριν την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης με συμμετοχή των υπευθύνων για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής τέθηκαν ισχυρές επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα ανάληψης του βάρους μιας τέτοιας επιχείρησης, το αποτέλεσμα της οποίας θα «ξελάσπωνε» τους Ευρωπαίους.
Η αμφισβήτηση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας
Πεδίο γεωπολιτικής αντιπαράθεσης αποτελεί και η Νότια Σινική Θάλασσα, από όπου διέρχεται το 30%-40% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου (περίπου 5 τρισεκατομμύρια δολάρια). Η Κίνα διεκδικεί με ιστορικής φύσεως επιχειρήματα σχεδόν το 90% της περιοχής και προσπαθεί να επιβάλει την κυριαρχία της με εργαλεία «υβριδικού πολέμου» («ναυτική εθνοφυλακή» που αποτελείται από σμήνη αλιευτικών πλοιαρίων, ακτοφυλακή).
Αυτό που διακυβεύεται σε αυτή τη θάλασσα είναι η ελευθερία της ναυσιπλοΐας, καθώς η Κίνα ερμηνεύει το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) με τρόπο που περιορίζει τη διέλευση ξένων πολεμικών και δυνητικά εμπορικών πλοίων. Οι ΗΠΑ – και οι σύμμαχοί τους – έχουν αντιδράσει στην προσπάθεια της Κίνας να εργαλειοποιήσει το Δίκαιο της Θάλασσας.
Στα πλαίσια αυτής της αντίδρασης, οι ΗΠΑ, που δεν αποδέχονται τον κινεζικό έλεγχο σε μία τόσο κρίσιμη για το θαλάσσιο εμπόριο διαδρομή, πραγματοποιούν τακτικά στρατιωτικές αποστολές (Freedom of Navigation Operations) για να αμφισβητήσουν εμπράκτως τις κινεζικές αξιώσεις κυριαρχίας. Αυτό οδηγεί συχνά σε επικίνδυνες ναυτικές αντιπαραθέσεις. Η Νότια Σινική Θαλάσσια αποτελεί έτσι ένα γεωπολιτικό ναρκοπέδιο που απειλεί να ανατινάξει το θαλάσσιο εμπόριο και τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες σε περίπτωση κλιμάκωσης.
Εμπορικός πόλεμος και εργαλειοποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων
Ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων γίνεται σήμερα με οικονομικά κυρίως μέσα. Η εκτεταμένη χρήση εργαλείων οικονομικού πολέμου (βλ. εμπάργκο, κυρώσεις, δασμοί, τέλη εισόδου σε λιμάνια) αυξάνει το κόστος, την πολυπλοκότητα, τη μεταβλητότητα και τους κινδύνους για την εμπορική ναυτιλία. Οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει πρωτογενείς και δευτερογενείς κυρώσεις σε σημαντικούς παραγωγούς ενέργειας όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βενεζουέλα. Αυτό έχει προκαλέσει πλήρη αναδιάταξη των ενεργειακών αλυσίδων εφοδιασμού και έχει αυξήσει το ρίσκο όσων δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο εμπόριο.
Επίσης, η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να επιβάλει δασμούς στους βασικούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ έχει προκαλέσει εκτεταμένο εμπορικό πόλεμο που έχει διαταράξει τις παγκόσμιες ναυτιλιακές ροές με άμεση επίπτωση στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Πρακτικά έχει σήμερα ελαχιστοποιηθεί το εμπόριο μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, των ΗΠΑ και της Κίνας, λόγω υπέρογκων δασμών (145% και 125% αντίστοιχα). Απώτερος στόχος του δασμολογικού πολέμου είναι η «απαγκίστρωση» των δυτικών οικονομιών από την Κίνα. Οι ΗΠΑ προωθούν αναδιάταξη στις παραγωγικές αλυσίδες μέσω μεταφοράς της παραγωγής μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, μεταφοράς παραγωγής σε γειτονικές χώρες, όπως το Μεξικό και μεταφοράς σε φιλικές χώρες, όπως η Ινδία και το Βιετνάμ.
Ο συνδυασμός κυρώσεων, υψηλών δασμών και αναδιάρθρωσης των εφοδιαστικών αλυσίδων οδηγεί σε σημαντικές ανακατατάξεις στο παγκόσμιο θαλάσσιο εμπόριο, μεταβάλλοντας τις ροές εμπορευμάτων και διαμορφώνοντας νέες ισορροπίες στη διεθνή ναυτιλιακή αγορά.
Η ναυπηγική βιομηχανία ως «στρατηγικό όπλο»
Μια μορφή προστατευτισμού που επηρεάζει τις θαλάσσιες μεταφορές έχει να κάνει με τη ναυπηγική βιομηχανία. Οι ΗΠΑ ουσιαστικά εγκατέλειψαν τον κλάδο ναυπήγησης, στον όποιο σήμερα ηγεμονεύει η Κίνα με μερίδιο αγοράς άνω του 50%. Η Ουάσιγκτον για στρατηγικούς λόγους έχει πλέον επιλέξει να ενδυναμώσει αυτή τη βιομηχανία. Χωρίς ναυπηγική βιομηχανία οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στις θάλασσες. Ταυτόχρονα η νέα αμερικανική κυβέρνηση επιθυμεί να αποτρέψει την περαιτέρω ενίσχυση της κινεζικής ναυπηγικής βιομηχανίας, γιατί η αύξηση της ισχύος του κινεζικού πολεμικού ναυτικού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αλματώδη ανάπτυξη των κινεζικών ναυπηγείων.
Προς υλοποίηση αυτής της στρατηγικής οι ΗΠΑ έχουν ανακοινώσει την επιβολή υψηλών «τελών εισόδου» σε αμερικανικά λιμάνια σε πλοία που έχουν ναυπηγηθεί στην Κίνα. Τέτοιου είδους ρυθμίσεις, που προβλέπεται να ισχύσουν από τον προσεχή Οκτώβριο, αναμένεται να προκαλέσουν περαιτέρω αναδιάταξη στις θαλάσσιες μεταφορές (κυρίως σε πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων και δεξαμενόπλοια), αφού πρακτικά θα περιοριστεί η «δεξαμενή» των πλοίων που θα μπορούν να ναυλωθούν με προορισμό τις ΗΠΑ. Αυτό θα επηρεάσει τη διαθεσιμότητα των πλοίων, τα ναύλα και τις αξίες τους και θα αυξήσει τα κόστη και την πολυπλοκότητα των θαλάσσιων μεταφορών.
Εν κατακλείδι, η γεωπολιτική αντιπαράθεση επηρεάζει με πάμπολλους τρόπους τη ναυτιλιακή βιομηχανία. Η παρεμπόδιση του θαλάσσιου εμπορίου δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ενίσχυση εναλλακτικών χερσαίων διαδρόμων εμπορίου όπως ο κινεζικός «δρόμος του μεταξιού» (BRI). Η αναδιάταξη των εφοδιαστικών αλυσίδων δημιουργεί πάντως όχι μόνο κινδύνους αλλά και ευκαιρίες για το ναυτιλιακό οικοσύστημα. Για παράδειγμα, η αναδιάταξη των ενεργειακών αγορών λόγω του πολέμου στην Ουκρανία ευνόησε το θαλάσσιο ενεργειακό εμπόριο ενώ η παρακώλυση του εμπορίου στην Ερυθρά Θάλασσα οδήγησε σε σημαντική αύξηση των ναύλων κυρίως στα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 25 Μαίου 2025, σελ. 48
Ο κ. Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, μέλος του ΕΛΙΣΜΕ.