Η αυτοδιάλυση του PKK, ο ένοπλος αγώνας και η σφυρηλάτηση κουρδικής εθνικής συνείδησης.
Η ιστορική ανακοίνωση της ηγεσίας του PKK ότι αυτοδιαλύεται και παραδίδει τον οπλισμό του, σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής στην Τουρκία, παρόλο που είναι ασαφές το τι θα επακολουθήσει, δηλαδή σε ποιον θα παραδοθεί ο οπλισμός του, τί θα γίνει με τα χιλιάδες φυλακισμένα μέλη του, όπως και τον ίδιο τον Οτσαλάν. Δεν έχει επίσης αποσαφηνιστεί ποιες ακριβώς πολιτικές μεταρρυθμίσεις θα προτείνει η τουρκική κυβέρνηση.
Να σημειωθεί δε πως πάνω από 10 δήμαρχοι του κουρδικού κόμματος DEM έχουν αποπεμφθεί με την κατηγορία της “τρομοκρατίας”, ενώ ο αρχηγός του, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, κρατείται ακόμα στις τουρκικές φυλακές, με την ίδια κατηγορία. Κατά πάσα πιθανότητα, η ηγεσία του PKK έχει λάβει ισχυρές διαβεβαιώσεις για τα επόμενα βήματα του καθεστώτος Ερντογάν. Μπορεί ο κουρδικός ένοπλος αγώνας να είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο, αλλά το PKK δεν έχει ηττηθεί από τον τουρκικό στρατό και θα μπορούσε να συνεχίσει.
Στην ανακοίνωση του κόμματος μετά το έκτακτο 12ο συνέδριό του αναφέρεται: «Ο αγώνας του PKK ολοκλήρωσε την ιστορική του αποστολή», προσθέτοντας πως πλέον ο αγώνας θα διεξάγεται αποκλειστικά με πολιτικά μέσα. Η τουρκική κυβέρνηση, αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση χαιρέτισε την ανακοίνωση, όπως και ο κυβερνητικός εταίρος του Ερντογάν, ο επικεφαλής των Γκρίζων Λύκων, Μπαχτσελί, με πρωτοβουλία του οποίου μάλιστα ξεκίνησε το άνοιγμα προς τους Κούρδους, που κατέληξε στην ιστορική ανακοίνωση της Δευτέρας.
Σύμφωνα με την τουρκική στατιστική υπηρεσία, από τα 80 περίπου εκατομμύρια Τούρκων πολιτών περίπου τα 25 είναι κουρδικής καταγωγής. Η δημογραφική ανάπτυξη του κουρδικού στοιχείου, μάλιστα, είναι μεγαλύτερη της δημογραφικής ανάπτυξης του τουρκικού στοιχείου, γεγονός που αργά αλλά σταθερά διαφοροποιεί υπέρ των Κούρδων την πληθυσμιακή αναλογία. Σε μερικά χρόνια ο ένας στους τρεις πολίτες της Τουρκίας θα είναι Κούρδος. Προφανώς, δεν ήταν όλοι οι Κούρδοι οπαδοί του PKK, αλλά όλοι σχεδόν έχουν πλέον αποκτήσει συνείδηση της εθνικής τους ταυτότητας κι αυτό δεν ήταν καθόλου αυτονόητο.
“Ορεινοί Τούρκοι”
Η τουρκική κρατική ιδεολογία είχε μεταπολεμικά βαφτίσει τους Κούρδους “ορεινούς Tούρκους”! Ο ισχυρισμός αυτός γρήγορα κατέρρευσε, με αποτέλεσμα να τον έχουν εγκαταλείψει ακόμα και οι σκληροπυρηνικοί Τούρκοι εθνικιστές. Η πάγια στρατηγική του κεμαλικού και μετακεμαλικού καθεστώτος να αφομοιώσει το κουρδικό στοιχείο στο τουρκικό έθνος έχει ναυαγήσει οριστικά. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι τη διευκόλυναν παρά πολύ η κοινή μουσουλμανική θρησκεία και η –σε μεγάλο βαθμό– επικράτηση της τουρκικής γλώσσας.
Ο βασικός λόγος που ναυάγησε η στρατηγική εθνικής αφομοίωσης των Κούρδων ήταν η δράση του PKK. Το ιστορικό επίτευγμά του δεν ήταν τόσο η ένοπλη δράση του αυτή καθ’ αυτή, αλλά το γεγονός ότι μέσα από αυτή σφυρηλάτησε την κουρδική εθνική συνείδηση ακόμα και στους νομοταγείς Κούρδους της Τουρκίας. Μέχρι την εμφάνιση του ΡΚΚ, η κουρδική εθνική συνείδηση ήταν θολή. Η μεγάλη πλειονότητα είχε συνείδηση πως δεν ήταν ακριβώς Τούρκοι, αλλά η ιδιαιτερότητά τους γινόταν αντιληπτή με φυλετικούς όρους και ήταν ευάλωτη στις προσπάθειες αφομοίωσης ή τουλάχιστον ενσωμάτωσης στο τουρκικό κράτος.
Το στοίχημα της ανεξάρτητης εθνικής ταυτότητας των Κούρδων έχει κερδηθεί οριστικά και αμετάκλητα, ανεξαρτήτως των εξελίξεων στη σχέση τους με το τουρκικό κράτος. Είχα την ευκαιρία να συζητήσω αναλυτικά αυτή την πτυχή με τον ίδιο τον Οτσαλάν όταν το είχα επισκεφθεί στη Συρία πριν υποχρεωθεί να την εγκαταλείψει λόγω των τουρκικών απειλών προς τη Δαμασκό του Άσαντ. Όταν του είχα εκφράσει αυτή την άποψη με είχε κοιτάξει με αυξημένο ενδιαφέρον και από τη συζήτηση συμπέρανα πως είχε απόλυτη συνείδηση αυτής της ιστορικής προσφοράς του κινήματος που είχε ιδρύσει στην κουρδική εθνική απελευθέρωση.
Ας σημειωθεί, πάντως, πως η πολιτική της αφομοίωσης των Κούρδων άρχισε όταν το κεμαλικό καθεστώς ένιωσε ότι είχε σταθεροποιηθεί στην Ανατολή, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης (1923). Για να επιτύχει τη συμμετοχή των κουρδικών φυλών στον πόλεμο για την εκδίωξη των “απίστων” από την Ανατολία (μικρασιατική εκστρατεία), ο Κεμάλ τους είχε υποσχεθεί στα συνέδρια του Ερζερούμ (Αύγουστος του 1919) και της Σεβάστειας (Σεπτέμβριος του 1919) ισότιμη συμμετοχή στο νέο κράτος. Μετά τη Λωζάννη ξέχασε τις υποσχέσεις και άρχισε να απαγορεύει τη χρήση της κουρδικής γλώσσας και τη δράση των κουρδικών οργανώσεων.
Η πολιτική αυτή προκάλεσε την κουρδική εξέγερση του Σεϊχη Σαΐντ (1925). Σποραδικές εξεγέρσεις σημειώθηκαν μέχρι το 1938, αλλά πάντα πνίγονταν στο αίμα. Ανάμεσα σ’ εκείνες τις εξεγέρσεις και στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ΡΚΚ υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Οι παλαιότερες κουρδικές εξεγέρσεις ήταν φυλετικές, ή είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα (αντίδραση στην κατάργηση του Χαλιφάτου). Ακριβώς γι’ αυτό άφηναν περιθώρια στην κεμαλική εξουσία να συνοδεύει την καταστολή με πολιτικές αναγκαστικών εκτοπισμών και ενσωμάτωσης του κουρδικού στοιχείου στην τουρκική κοινωνία.
Η αποτυχία της στρατιωτικής λύσης
Όταν πριν 40 χρόνια εκδηλώθηκε το ένοπλο κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα με την ίδρυση του PKK, λειτούργησε σαν καταλύτης μιας ευρύτερης διεργασίας αποσταθεροποίησης και διάβρωσης του μετακεμαλικού καθεστώτος. Η τουρκική στρατογραφειοκρατία, λόγω και της ιδεολογίας και των αντανακλαστικών της, για ένα μεγάλο διάστημα επιχείρησε να λύσει το Κουρδικό με στρατιωτικά μέσα. Οι αλλεπάλληλες επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού στη νοτιοανατολική Τουρκία και στο βόρειο Ιράκ μπορεί να κατάφεραν σημαντικά πλήγματα στο κουρδικό αντάρτικο, αλλά δεν το έκαμψαν.
Παρότι, δυσκολευόταν πολύ στο επιχειρησιακό επίπεδο, παρέμεινε ικανό να αμφισβητεί εμπράκτως την κυριαρχία του τουρκικού κράτους, να του προκαλεί στρατιωτικές απώλειες, οικονομική αιμορραγία και πολιτικό κόστος. Το αντάρτικο, άλλωστε, δεν επεδίωκε να επιβληθεί στρατιωτικά στο τουρκικό κράτος. Αυτό ήταν εξαρχής αδύνατον. Προκαλώντας του αιμορραγία, όμως, προσπαθούσε να διαμορφώσει τους όρους μιας πολιτικής λύσης. Το ΡΚΚ, λοιπόν, έστω και τραυματισμένο, έμεινε όρθιο κι όπως έχει πει ο Κίσσινγκερ, το αντάρτικο που δεν ηττάται από τον κυβερνητικό στρατό νικάει.
Με άλλα λόγια, το Κουρδικό είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό πρόβλημα και δεν επιδεχόταν πλέον στρατιωτική λύση. Ακόμα και στην περίπτωση που ο τουρκικός στρατός κατάφερνε να συντρίψει τους αντάρτες, η Τουρκία δεν θα έπαυε ως κράτος να αντιμετωπίζει την πίεση των Κούρδων για εθνική χειραφέτηση και απελευθέρωση. Από τη μία πλευρά, λοιπόν, η Τουρκία ήταν ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη κι από την άλλη είναι χώρα με ένα “καρκίνωμα” στο εσωτερικό της.
Ο κουρδικός εθνισμός αναπτύχθηκε όχι μόνο στις νοτιοανατολικές επαρχίες, οι οποίες είναι αμιγώς κουρδικές, αλλά και στις φτωχογειτονιές των μεγάλων πόλεων όλης της Τουρκίας. Εκεί έχουν καταφύγει εκατομμύρια Κούρδοι, όχι μόνο λόγω της αστυφιλίας, αλλά και λόγω της πρακτικής του βίαιου ξεριζωμού αγροτικών κουρδικών πληθυσμών στη νοτιοανατολική Τουρκία, μέσω των συστηματικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που είχαν πραγματοποιηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκειά τους είχαν καταστραφεί σχεδόν 5.000 κουρδικά χωριά και οικισμοί.
Με άλλα λόγια, ακόμα και η απόσχιση εδαφών στη νοτιοανατολική Τουρκία για τη δημιουργία κουρδικού κράτους δεν θα έλυνε οριστικά το κουρδικό πρόβλημα για την Τουρκία. Το κουρδικό “καρκίνωμα” έχει κάνει μετάσταση. Για παράδειγμα, στο άλλοτε τουρκικό λιμάνι της Μερσίνας η πλειονότητα του πληθυσμού είναι Κούρδοι για να μην μιλήσουμε για τις πολυπληθείς κουρδικές κοινότητες στην Κωνσταντινούπολη, στην Άγκυρα, ακόμα και στη Σμύρνη.
Το άνοιγμα Ερντογάν στο PKK
Όταν το 2002 το ισλαμικό AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) του Ερντογάν κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση, το κεντρικό πρόβλημά του ήταν η σύγκρουση με το μετακεμαλικό βαθύ κράτος. Γι’ αυτό και απέφυγε να οξύνει το κλίμα στο μέτωπο του Κουρδικού. Αντιθέτως, υιοθέτησε μία πολιτική προσέγγισης με το σύνθημα “Τούρκοι και Κούρδοι παιδιά των Οθωμανών”. Η εν λόγω πολιτική που ιδεολογικά ταίριαζε με τη νεοοθωμανική ιδεολογία του Ερντογάν είχε σημαντικά αποτελέσματα, αφού ένα σημαντικό τμήμα των Κούρδων στήριξε το AKP, με τη λογική το “μη χείρον βέλτιστον”.
Όταν ο Ερντογάν επικράτησε στον πόλεμο εναντίον του βαθέους κράτους και για να περάσει τις συνταγματικές αλλαγές που ήθελε προσπάθησε να δελεάσει τους Κούρδους για να τον ψηφίσουν και σε σημαντικό βαθμό το κατάφερε. Όταν, όμως, οι Κούρδοι ψήφισαν μαζικά το δικό τους κόμμα και δεν έπαιξαν το παιχνίδι του, άλλαξε γραμμή πλεύσης και επιδόθηκε σε άγρια καταστολή. Φυλάκισε όχι μόνο μαχητές του PKK, αλλά και στελέχη του νόμιμου κοινοβουλευτικού κουρδικού κόμματος, με πρώτον τον ηγέτη του με κατηγορίες για “υποστήριξη της τρομοκρατίας”.
Ο λόγος που ο Ερντογάν το τελευταίο διάστημα έκανε ένα εντυπωσιακό άνοιγμα προς το ίδιο το PKK ήταν κυρίως ο φόβος του ότι το Ισραήλ μπορεί να χρησιμοποιήσει το κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα για να αποσταθεροποιήσει το καθεστώς Ερντογάν και κατ’ επέκταση να αποδυναμώσει την ίδια την Τουρκία. Επιπροσθέτως, θα ενισχύσει εκλογικά τη θέση του, σε μία περίοδο που το έχει ανάγκη για να εξισορροπήσει τη φθορά που έχει και το πολιτικό κόστος από τη φυλάκιση του Ιμάμογλου. Για να μην προκαλέσει, μάλιστα, αντιδράσεις από σκληρούς εθνικιστές, έβαλε τον υπερεθνικιστή πολιτικό σύμμαχό του Μπαχτσελί να κάνει το άνοιγμα. Πέραν της γεωπολιτικής απειλής, άλλωστε, το Κουρδικό πίεζε και πιέζει την Τουρκία.
Το καθεστώς Ερντογάν εκμεταλλεύθηκε τρεις παράγοντες για εξωθήσει το PKK σε αυτοδιάλυση:
- Πρώτον, ότι επιχειρησιακά το κουρδικό αντάρτικο είχε αποδυναμωθεί σημαντικά.
- Δεύτερον, ότι για το κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα είναι κρίσιμο να αποφύγει μία μαζική τουρκική στρατιωτική εισβολή στη βορειοανατολική Συρία, η οποία πιθανότατα θα κατέλυε το κουρδικό κρατικό μόρφωμα που υπάρχει εκεί με τη βοήθεια και του καθεστώτος των τζιχαντιστών στη Δαμασκό. Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, ο Τραμπ ώθησε προς αυτή την κατεύθυνση και μόνο επειδή προκάλεσε ανασφάλεια στους Κούρδους με την διαφαινόμενη πρόθεσή του να αποσύρει τους Αμερικανούς στρατιώτες από τη βορειοανατολική Συρία.
- Τρίτον, την καταλυτική πολιτική επιρροή του Οτσαλάν. Ο ιστορικός ηγέτης του PΚΚ, ο οποίος είναι σε απομόνωση τα τελευταία 26 χρόνια, είναι ανθρώπινο να θέλει, πλησιάζοντας τα 80, να ζήσει ελεύθερος όσα χρόνια του απομένουν.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η αυτοδιάλυση του PKK εκ των πραγμάτων συνιστά μία στρατηγικού χαρακτήρα πολιτική επιτυχία του Ερντογάν, την οποία αναπόφευκτα θα πιστωθεί. Το ζήτημα είναι εάν και κατά πόσο θα τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει για να αποφυλακίσει τα στελέχη του κουρδικού κόμματος DEM και βεβαίως να επιτρέψει σ’ αυτό το κόμμα να δράσει πολιτικά σε συνθήκες ελευθερίας, χωρίς τον πέλεκυ της καταστολής. Η κουρδική ηγεσία ήταν βεβαίως σε δυσχερή θέση, αλλά κάνει ένα πολύ τολμηρό βήμα. Θα ανοίξει τον δρόμο για μία νέα πορεία ή θα αποδειχθεί άλμα στο κενό; Την απάντηση θα την δώσουν τα γεγονότα.
Η αυτοδιάλυση του PKK, ο ένοπλος αγώνας και η σφυρηλάτηση κουρδικής εθνικής συνείδησης