Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ
Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ
Του, Βασιλείου Δημ. Γεωργιόπουλου*
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή του κάθε ανθρώπου που ανεξίτηλα τον σημαδεύουν και αποτελούν σημαντικοί και μέγιστοι σταθμοί ζωής και ο χρόνος δεν μπορεί να τις διαγράψει από το μυαλό, αλλά και ούτε από τη συνειδητή μνήμη της καρδιάς και της ψυχής, όπου έχουν ανεξίτηλα εγγραφεί.
Μια τέτοια σημαντική στιγμή ζήσαμε και εμείς, εγώ και η σύζυγός μου Μαριάννα Αδάμ Γκρόγκου στη βασιλίδα των πόλεων, στην Κωνσταντινούπολη[1][1] της καρδιάς μας, αλλά ιδιαιτέρως στη μαρτυρική αγιασμένη περιοχή του Φαναριού,[2][2] όπου από το 1601 περίπου έχει ως έδρα του το πρώτοθρονο, Οικουμενικό Πατριαρχείο[3][3].
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μετά την άλωση της Πόλης[4][4] από τους Οθωμανούς την αποφράδα εκείνη ημέρα της Τρίτης 29ης Μαΐου 1453 και περί ώρα 09:30 έπαψε να υπάρχει στον Αυτοκρατορικό Ιερό Ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας[5][5], αφού ο Fatih Sultan Mehmed ή όπως τον γνωρίζουμε οι περισσότεροι ως ο Μωάμεθ ο Πορθητής[6][6] την μετέτρεψε σε ισλαμικό τέμενος – τζαμί[7][7]. Αναγκαστικά, η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταφερόταν – περιπλανιόταν σε διάφορα σημεία και Ιερούς Ναούς εντός της πόλεως, ώστε το 1601 μ.Χ. οριστικά να καταλήξει στο φανάρι κοντά στο Κεράτιο Κόλπο[8][8], εκεί που στέκει άγρυπνος φρουρός και είναι έως τις ημέρες μας.
Όταν επισκέπτεσαι ως προσκυνητής και επισκέπτης το Οικουμενικό Πατριαρχείο, φθάνοντας μπροστά από την κλειστή Κεντρική Πύλη του Πατριαρχείου, εκεί όπου την Κυριακή του Πάσχα 10η Απριλίου 1821 οι Οθωμανοί κρέμασαν τον εκ Δημητσάνας εθνομάρτυρα Οικουμενικό Πατριάρχη, τον Άγιο Γρηγόριο Ε’[9][9], ως αντίποινα για την Ελληνική Επανάσταση του 1821[10][10]. Νιώθεις απερίγραπτο δέος και μεγάλη βαθύτατη συγκίνηση, γιατί πραγματικά η πρώτοθρονη εκκλησία ή ως γνωστή Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία[11][11], υπάρχει και ζει ως σήμερα και είναι εκεί στην πόλη των πόλεων, γιατί έχει στερεωθεί και ριζωθεί με το άφθονο αίμα των μαρτύρων της.
Αυτό το αίμα, αυτή την ανεξίτηλη ιστορική παρακαταθήκη της του συνεχούς μαρτυρίου, του αδιάλειπτου αγώνα και ακατάληπτης προσευχής πορεύεται μέσα στην ιστορία και υπάρχει και ζει, γιατί φέρει το φως της αναστάσεως και την ορθή πιστή. Αυτήν την παρακαταθήκη συνεχίζει με αγώνα δακρύων και συνεχή αναστάσιμη μαρτυρία αντιμετωπίζοντας με μαρτυρικό αγώνα ανυπέρβλητες και μεγάλες δυσκολίες ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος[12][12] ως ο 270ος Πατριάρχης και συνεχιστής της εκκλησίας, που ίδρυσε ο πρωτόκλητος Απόστολος Ανδρέας κατά το πέρασμα του από την αρχαία πόλη του Βύζαντα των Μεγαρέων αποικία, που προχείρισε και άφησε ως πρώτο επίσκοπο τον Άγιο Απόστολο Στάχυ.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος στην αποκαλυπτική και άκρως ομολογούμενη συγκινητική και ουσιώδη μεστή ομιλία του κατά την διάρκεια του εσπερινού στον Ιερό Ναό της Ευαγγελίστριας της Νέας Ιωνίας του Βόλου[13][13] της Ιεράς Μητρόπολης Δημητριάδος[14][14] το Σάββατο 24ης Ιουνίου 2023 ανέφερε τα εξής : «ὁ Πατριάρχης τοῦ Γένους σᾶς λέγει: «ἡ Ρωμηοσύνη[15][15] δέν εἶναι γιά Τρισάγιο μόνον, ἀλλά γιά νά κάνῃ τόν κόσμο ἅγιο!».
Καί τό ἐπαναλαμβάνομεν στεντορείᾳ τῇ φωνῇ: «ἡ Ρωμηοσύνη δέν εἶναι μόνον γιά Τρισάγιο, ἀλλά γιά νά κάνῃ τόν κόσμο ἅγιο!». Ὅπως ἡ ἁγιότης, ὡς καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν εἶναι ἴδιον καί προνόμιον μιᾶς ἐποχῆς, ἔτσι καί ἡ Ρωμηοσύνη δέν ἀνήκει εἰς τό παρελθόν, εἰς τόν ἔνδοξόν μας Βυζαντινισμόν, ἀλλά εἶναι ἡ δύναμις ἐκείνη ἡ ὁποία διαρκῶς μεταμορφώνει τόν ἄκοσμον κόσμον εἰς κάλλος, ἰσχύν καί εὐπρέπειαν.
Εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν δέν διακονοῦμεν μίαν ὑπόθεσιν, ἔστω καί σπουδαίαν, τοῦ παρελθόντος. Εἰς τήν καθ΄ἡμᾶς Ἀνατολήν δέν διακονοῦμεν πράγματα τά ὁποῖα παρῆλθον, ὅπως ἡ σκιά τοῦ νόμου, διά τοῦτο καί δέν πτοούμεθα.
Δέν εἶναι οἱ Μητροπολῖται τῶν Ἐπαρχιῶν μας ἐκεῖ ψιλῷ ὀνόματι, τιτουλάριοι όπως ενίοτε χαρακτηρίζονται. Εἶναι Μητροπολῖται ἁπλῶς ἐμπερίστατοι, ἀλλά μέ λογισμόν καί ὄνειρον ἀγωνιζόμενοι, μακράν ἀλλοτρίων τῆς πίστεως κριτηρίων, τά ὁποῖα σμικρύνουν τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Γένους μας. Διακονοῦντες τόν Χριστόν, ἀνεξαρτήτως ἐθνολογικῶν διακρίσεων, διακονοῦμεν τήν ἀθανασίαν τοῦ Γένους.
Διά τοῦτο ἀρκοῦν τά δάκρυα διά τήν Ρωμηοσύνην.
Δέν ὁμιλοῦμεν περί χαμένης ὑποθέσεως. Εἴμεθα εἰς τήν Πόλιν, ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι, ἀνάπτομεν λύχνον σκηνώματος δόξης, τήν κανδήλα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ξεδιψοῦμε ἀπό τά Ἁγιάσματά μας, ἀγναντεύουμε τήν Ἁγιά-Σοφιά, περιδιαβαίνουμε τά Θεοτοκοφρούρητα τείχη καί καταρρίπτομεν τά τείχη μίσους, φυλετικῶν καί θρησκευτικῶν διακρίσεων, τα τείχη φονταμενταλισμοῦ.
«Εἰς τήν Πόλιν ὁ Πατριάρχης ξεύρετε τί κάνει κατ΄οὐσίαν; Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης φυλάγει τήν Ὀρθοδοξίαν! Φυλάγει ἀνόθευτον καί μακράν προσμίξεων αἱρετικῶν καί πεπλανημένων τήν ἁγίαν Ὀρθοδοξίαν μας, μέ κάθε τρόπον, ἴσως παρεξηγούμενος ἀπό τούς ἔχοντας ζῆλον οὐ κατ΄ἐπίγνωσιν, πολύ λοιδορούμενος, ὑβριζόμενος, ὅμως ἐκεῖνος φυλάγει τήν πίστιν σας, τήν πίστιν μας, φυλάγει τό Ρωμέϊκον.
Διαλεγόμεθα, καί βεβαίως ὀφείλομεν νά διαλεγώμεθα πρός πάντας, ἰδίως μέ ὅσους ἔχομεν χιλίων ἐτῶν συμπόρευσιν. Ὅμως δέν διαλεγόμεθα ἐπειδή αἰσθανόμεθα ὅτι κάτι εἶναι ἐλλιπές εἰς τήν πίστιν μας!
Μή γένοιτο!
Εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, εἰς τό πίστευμά μας, φυλάσσεται τό πλήρωμα τῆς Ἀληθείας, ἀκριβῶς ὅπως τό παρελάβομεν ἀπό τούς Πατέρας μας! Δέν ψάχνομεν νά συμπληρώσωμεν τήν Ἀλήθειαν! Εἴμεθα οἱ φορεῖς τῆς μόνης ἀληθινῆς Ἀληθείας, τῆς Ἀληθείας ὡς ἐνσάρκου Λόγου, τῆς Ἀληθείας ἐξ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἀληθείας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων αἱ ὁποῖαι συνεκροτήθησαν εἰς τήν περιοχήν δικαιοδοσίας τοῦ Θρόνου μας. Καί ἐπειδή αἰσθανόμεθα πλήρεις, λιτανεύομεν εἰς τάς ὁδούς τοῦ κόσμου τοῦτον τόν ἀδαπάνητον θησαυρόν, ὥστε διαλεγόμενοι νά ἐμπνεύσωμεν, νά ἐφελκύσωμεν, νά εἴπωμεν: «εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν, ἔρχου καί ἴδε, γεύσασθε καί ἴδετε ὅτι χρηστός ὁ Κύριος».
Εἶναι ὑποχρέωσίς μας, πλήν, ὅμως, δέν ἔχει τοῦτο οὐδεμίαν σχέσιν μέ συγκρητισμόν καί πᾶν ὅ, τι τελειώνει σέ «-ισμόν».
Πραγματικά, όλα αυτά που με τον μεστό του, ζωντανό λόγο περιέγραψε με πλήρη και ειλικρινή αλήθεια είναι αυτά, που όντως κάνει ο Πατριάρχης του Γένους των Ρωμαίων και αυτά αληθώς σας λέγουμε ότι τα είδαμε και τα αντιληφθήκαμε κατά την διάρκεια του ταξιδιού μας το Άγιο Πάσχα 2022 στην Κωνσταντινούπολη. Είδαμε, συναντήσαμε και γνωρίσαμε έναν Πατριάρχη που ακούραστα, αγόγγυστα, ασταμάτητα και άοκνα εργάζεται κοπιαστικά, ημέρα και νύχτα. Που κάνει πάντα τα αδύνατα δυνατά για να μπορεί να παρίσταται πάντα και παντού. Που έχει μια ανυπέρβλητη αρχοντιά και μια ιδιαίτερη απλότητα και ηρεμία. Που με τον λόγο του, αλλά και τις πράξεις του αναδεικνύει και αποδεικνύει ότι είναι ο στοργικός πατέρας. Που συνάμα είναι μεν αυστηρός, αλλά είναι και ο πατέρας, που θα ανοίξει αμέσως την πατρική γεμάτη αγάπη αγκαλιά του, ώστε να υποδεχθεί τον άσωτο γιο του και να συγχωρέσει, αλλά και να θεραπεύσει ότι κακό και οδυνηρό. Άλλωστε, πάντα η εκκλησία έχει την αγκαλιά της ανοιχτή.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης μας είναι προσηλωμένος στο ανυπέρβλητο ιερό καθήκον και στην ιστορική αιώνια ιερά υποχρέωση να φυλάει τα ιερά και όσια του Γένους μας, που ουδέποτε απεμπόλησε, ούτε τα θεώρησε χαμένη υπόθεση και ούτε άφησε να χαθούν. Άλλωστε, πάντα το βλέμμα του θα στρέφεται στην Αγία Σοφία στους δρόμους και τα καλντερίμια της Βασιλεύουσας, θα αγναντεύει τα αγιονέρια του Βοσπόρου και του Κερατίου Κόλπου[16][16], αλλά και τα θεοφύλακτα τείχη της Βασιλεύουσας[17][17]. Όπως άλλωστε είπε και στην άκρως συγκινητική και αποκαλυπτική ομιλία του, όπως έχουμε αναφέρει λεπτομερώς παραπάνω.
Πάντα η σκέψη του θα είναι στην μικρά, αλλά μέγιστη Ρωμιοσύνη της Πόλεως που ακόμα και σήμερα θαυματουργός μεγαλουργεί και δίνει καθημερινά μια ανεπανάληπτη και δυναμική παρουσία στο καθημερινό γίγνεσθαι της Κωνσταντινουπόλεως των (17) δεκαεπτά εκατομμυρίων ψυχών των μόνιμων κατοίκων της. Και όπως λέει ο Πατριάρχης μας: «Ναι, είμαστε λίγοι πια εδώ. Αλλά είμαστε αμέτρητοι».
Λόγια δυνατά και φλογερά που αντηχούνε στα αυτιά μας και σε πολλούς από εμάς μοιάζουν δυσνόητα, αλλά αν δεν πας, δεν αφουγκραστείς την ανυπέρβλητη ρωμαϊκή ιστορία της, δεν ζήσεις και δεν περπατήσεις την Πόλη, δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις και να αντιληφθείς την ουσιώδη και μέγιστη σημασία των λόγων του πρώτου του Γένους των Ρωμαίων. Γιατί η κατανόηση πολλών πράγματων δεν είναι και δεν αποτελεί μια θεωρητική προσέγγιση, μα ούτε μια απλή ιστορική καταγραφή, αλλά είναι ένα ατέλειωτο και διαρκές βίωμα ζωής και ως βίωμα και μόνο έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε και να καταλάβουμε τι πραγματικά είναι για τη Ρωμιοσύνη το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Κωνσταντινούπολη.
Πάντα βέβαια ο Αρχιεπίσκοπος της Νέας Ρώμης[18][18] θα αγωνιά για την τύχη του φυσικού περιβάλλοντος. Άλλωστε, ο Θεός δεν έδωσε τη δημιουργία του για να την καταστρέψει ο άνθρωπος, αλλά για να την προστατεύσει και μαζί της να διαβιώσει. Είναι γνωστή η ευαισθησία του Οικουμενικού μας Πατριάρχη και η αγωνία του, αλλά και για την αμέριστη και βαθύτατη αγάπη του προς το φυσικό περιβάλλον και γι’ αυτό έχει κερδίσει κυριολεκτικά το προσωνύμιο του Πράσινου Πατριάρχη[19][19]. Αυτό διαπιστώνεται μέσα από τις συνεχείς δράσεις του και ενέργειές του με παγκόσμια διάσταση με στόχο την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η Μητέρα Εκκλησία ουδέποτε και ιδιαιτέρως επί της Πατριαρχίας του Βαρθολομαίου διεκδίκησε ή θέλησε να αποκτήσει τον ρόλο του ποδογέτη στα εκκλησιαστικά ζητήματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Άλλωστε, πάντα με διάλογο και βάση των Οικουμενικών Συνόδων και των Ιερών Κανόνων προσπαθεί στην τεκμηριωμένη θεολογικά και ουσιαστικά επίλυσή τους και μέσω διαλόγου και συναντίληψη προσπαθεί να εδραιώσει επί της ουσίας την αντίληψη ότι η Μητέρα Εκκλησία είναι μητέρα και ως με γνώμονα την ανυπόκριτη μητρική αγάπη λειτουργεί.
Είναι επίσης, γνωστή η προσήλωση του Οικουμενικού Πατριάρχη[20][20] στην αφοσίωση και πιστή – τήρηση του τυπικού. Που μπορεί πολλές φορές να είναι και παρεξηγήσιμη, αλλά χάρις σε αυτή την προσήλωση και πιστή τήρηση έχει κατορθώσει ως καλός καπετάνιος το καράβι της εκκλησίας να πορευτεί μέσα στην ιστορία και στον κόσμο σε ήρεμα νερά και να καταφθάνει σε ασφαλές λιμάνι και ας αντιμετωπίζει τα θηριώδη κύματα των προκλήσεων και των σκληρών επιθέσεων. Που πολλές φορές είναι δυστυχώς λυπηρές επιθέσεις εκ των έσω και εντάσσονται δυστυχώς στη μικροψυχία και στον ακραίο εκδηλωτικό ζηλωτισμό των λεγομένων φανατικών χριστιανών που κατ’ επίφαση είναι χριστιανοί και όχι κατ’ ουσία, διότι ενεργούν μεν ως χριστιανοί, αλλά δίχως αγάπη. Όπως έλεγε ο Απόστολος των Εθνών Παύλος[21][21] στον Ύμνο της Αγάπης: «Αν ξέρω να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε έγινα σαν ένας άψυχος χαλκός που βουίζει ή σαν κύμβαλο που ξεκουφαίνει με τους κρότους του. Και αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη, ώστε να μετακινώ με τη δύναμή της ακόμη και τα βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε δεν είμαι τίποτε απολύτως.». Επομένως, δίχως αγάπη δεν είμαι τίποτε απολύτως.
Γίνεται αντιληπτό – ορατό ότι μεν των φανατικών – ζηλωτών η πιστή είναι πάρα πολύ μεγάλη, αλλά δυστυχώς δεν περικλείει μέσα της την αγάπη, επομένως δεν είναι τίποτα. Όταν χωρίς την αγάπη δεν μπορούν ούτε να κατανοήσουν, αλλά και ούτε να δεχτούν τα λάθη – σφάλματα των άλλων και ούτε πολύ περισσότερο να αποδεχθούν τον διάλογο έναν διάλογο που θα οδηγήσει στην αλήθεια της ορθοδόξου πίστεως.
Πρέπει όλοι μας να συνεχίσουμε να στηρίζουμε με τις προσευχές μας, με τους λόγους μας, αλλά και με τις πράξεις μας με όλη τη δύναμη της ψυχής μας και της καρδιάς μας τις προσπάθειες του Οικουμενικού μας Πατριάρχη και της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει και να συνεχίζει να ζει να ακούγεται στην Νέα Ρώμη, της του Κωνσταντίνου Πόλη της Ρωμιοσύνης η ανυπέρβλητη και στεντόρεια φωνή. Γιατί αν όλα αυτά τα απωλέσουμε και τα θεωρήσουμε χαμένη υπόθεση, όπως δυστυχώς κάποιοι στις ημέρες μας έχουν αποδεχθεί και τα χάσουμε οριστικά και πάντα τότε θα χαθεί και η Ρωμιοσύνη για πάντα.
Εν κατακλείδι, ο θαυμασμός μας, ο ανυπέρβλητος σεβασμός μας προς το πρόσωπο της Αυτού Παναγιώτητας που παραμένει και φυλάει άσβεστη την κανδήλα του Γένους μας είναι δεδομένη εξ ολοκλήρου και αδιαπραγμάτευτη και αποτελεί συστατικό της ηθικής μας και της δομημένης προσωπικότητάς μας. Άλλωστε, έχουμε γίνει και είμαστε αποδέκτες αυτής της ιδιαίτερης μέγιστης τιμής της πατρικής αγάπης του πρώτου μεταξύ ίσων της Ορθοδόξου πίστεώς μας. Αυτό δε αποτελεί ως ύψιστο δείγμα αυτής της μεγάλης και ανυπέρβλητης τιμής και ευλογίας όταν κατά την διάρκεια της επισκέψεώς μας όταν ζητήσαμε την ευλογία του Οικουμενικού Πατριάρχου μας και θελήσαμε να βγάλουμε μια αναμνηστική φωτογραφία της μεγάλης στιγμής που βιώναμε. Τότε αυτός μας καθοδήγησε και μας υπέδειξε ως σημείο, μπροστά από την κεντρική πύλη των γραφείων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπου είθισται να βγάζει φωτογραφίες μόνο με αρχηγούς κρατών – εκκλησιών..!!!
Πραγματικά, η συγκίνησή μας και η χαρά μας συνάμα ήταν μεγάλες, γιατί δυο φτωχά παιδιά που έχουμε βιώσει στιγμές υλικής φτώχειας, αλλά ουδέποτε πνευματικής και φτώχειας αξίων κατάφεραν με τη βοήθεια του Θεού και της Παναγίας μας, να φτάσουν τόσο ψηλά και να ζήσουν μοναδικές ανεπανάληπτες και μεγάλες τιμές με τον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη να προσδίδει την μέγιστη τιμή και να μας ανυψώνει τόσο ψηλά, που πραγματικά δεν ξέραμε πιο ήταν το συναίσθημα εκείνης της στιγμής της χαράς ή της συγκίνησης. Βέβαια, δάκρυά πλημμύριζαν τα μάτιά μας, αλλά και τη ψυχή μας.
Πραγματικά, θέλω να πω και να τονίσω ότι είμαστε δέσμιοι αυτής της ανυπόκριτης και αληθινής πατρικής αγάπης και νιώθουμε κάθε ημέρα αυτήν την βαρύτητα, την ευθύνη να διαφυλάξουμε και να την προστατεύσουμε, αλλά και της μέγιστης τιμής, η οποία μας περιβάλει.
*Βιογραφικό:
Ο Βασίλειος Γεωργιόπουλος του Δημητρίου και της Θεώνης, το γένος Πράσινου, γεννήθηκε στο Πλατύ Καλαμάτας Μεσσηνίας στις 30 Μαρτίου 1977. Είναι παντρεμένος με τη διαπρεπή Φιλόλογο Μαριάννα Γκρόγκου του Αδάμ και μαζί έχουν μια ευτυχισμένη οικογένεια και διαμένουν στο Πλατύ Καλαμάτας Μεσσηνίας, που είναι και τόπος της καταγωγής του και των προγόνων του.
Είναι στρατιωτικός και έχει υπηρετήσει σε πάρα πολλές επιχειρησιακές Μονάδες, σε ειρηνευτικές αποστολές και σε ιδιαίτερα απαιτητικές και υψηλές θέσεις, που του έχουν ανατεθεί. Με υψηλό φρόνημα και επαγγελματισμό και πάντα ανταποκρινόμενος με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο και γι’ αυτό έχει τιμηθεί με εύθυμες μνείες, συγχαρητήρια, τιμητικά διπλώματα και μετάλλια.
Στον ελεύθερο χρόνο του, ασχολείται με τη συγγραφή δοκιμίων και ιστορικών, λογοτεχνικών βιβλίων, με την αρθρογραφία σε ενημερωτικές σελίδες και διάφορα έντυπα, τόσο στον ηλεκτρονικό, όσο και στον έντυπο τύπο.
Ιδιαίτερη αγάπη έχει για την πατρίδα μας, για την ιστορία, τα ήθη, τα έθιμα και τη λαογραφία, για τη θρησκευτική ζωή και ιστορία, αλλά και για την βυζαντινή και εκκλησιαστική μουσική, όπως και με τη συγγραφή διάφορων κειμένων, που δημοσιεύονται και αναδημοσιεύονται σε πλήθος μέσων στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.
Προσπαθεί μέσα από την πένα του, τον πρωτοποριακό λόγο του και με τις διαχρονικές και καινοτόμες ρηξικέλευθες ιδέες του, να αποτυπώσει και να δώσει ουσιαστικά και πολύπλευρα μηνύματα για σεβασμό στις μεγάλες πανανθρώπινες αξίες, όπως η ισότητα, η δικαιοσύνη, η ελευθερία, η ανεξιθρησκία και η δημοκρατία, αλλά και πίστη σε ιδανικά της αγάπης, της αλληλοβοηθείας, όπως έχει κηρύξει ο ορθόδοξος χριστιανισμός, αφού ο σταυρός και ο ζωοποιός τάφος δείχνουν και φωτίζουν τον δρόμο μας προς την ανάσταση.
Έχει λάβει πάρα πολλές βραβεύσεις, πτυχία τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, και έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων, συνεδρίων, διαλέξεων, προγραμμάτων, πιστοποιήσεων και επαγγελματικών καταρτίσεων της Ελλάδας και χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ασχολείται με την Φωτογραφία και συμμετέχει ενεργά σε επιστημονικά συνέδρια και σε πολύπλευρες εκδηλώσεις.
Μέσα από τις γονικές παρακαταθήκες και από τις διδαχές της ορθοδόξου πίστεως είναι σταθερά και απαρέγκλιτα απέναντι σε κάθε αυθαιρεσία, καταστρατήγηση, παρανομία και σε κάθε μορφή βίας, αδικίας, ατιμίας, ανομίας και θεωρώντας ότι μια πολιτεία μπορεί να υπάρχει και να ζει όταν αποδέχεται τους νομούς «Dura lex, sed lex». – Σκληρός νόμος, αλλά νόμος.
Βέβαια, έχει ενσωματώσει και έχει κάνει βίωμα του την αξιοπρέπεια, την εντιμότητα, την τιμιότητα, και την αλήθεια με στόχο την καλυτέρευση της κοινωνίας και της αλλαγής της για ένα καλύτερο μέλλον για όλους μας και ιδιαιτέρως για τα παιδιά μας.
Ιδιαίτερη αγάπη και έντονο προβληματισμό έχει για το μέλλον της ιδιαίτερης πατρίδας του, το ιστορικό Πλατύ Καλαμάτας Μεσσηνίας, και όχι μόνο, λόγω των συσσωρευμένων προβλημάτων, που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια και γι’ αυτό δίνει καθημερινό άοκνο αγώνα, προβάλλοντας τα προβλήματα, αλλά και δίνοντας λύσεις που για πολλούς φαντάζουν επίπονες, αλλά είναι οι μοναδικές και ουσιώδεις, αλλά όπως χαρακτηριστικά λέει «αν δεν σπάσεις αυγά ομελέτα δεν τρως».
[1][1] Η Κωνσταντινούπολη ή Κωνσταντινούπολις είναι η μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, αποτελώντας το οικονομικό, πολιτιστικό και ιστορικό κέντρο της χώρας. Η Κωνσταντινούπολη είναι διηπειρωτική πόλη στην Ευρασία, με το ιστορικό και εμπορικό κέντρο να βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πλευρά και περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού να ζει στην ασιατική πλευρά της Ευρασίας. Η σύγχρονη πόλη με πληθυσμό 15 εκατομμύρια κατοίκους είναι ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη και πολυπολιτισμική, με ανθρώπους από ολόκληρο τον Ισλαμικό κόσμο, ενώ ταυτόχρονα είναι το κυριότερο σταυροδρόμι Ασίας και Ευρώπης τόσο για τα εμπορικά αγαθά όσο και για τους ταξιδιώτες. Συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους αστικούς οικισμούς στην Ευρώπη και τον μεγαλύτερο στη Μέση Ανατολή. Η πόλη βρίσκεται εντός των ορίων του ομώνυμου μητροπολιτικού δήμου.
Η Κωνσταντινούπολη (Πόλη) είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης Βυζάντιο, που ονομάστηκε έτσι από τον Βύζαντα των Μεγάρων, ο οποίος την ίδρυσε κατά το έτος 667 π.Χ.. Από το 330 μ.Χ., στα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ονομάστηκε Νέα Ρώμη και αργότερα Κωνσταντινούπολις διατηρώντας την ονομασία της και μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι τα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας.
[2][2] Το Φανάρι είναι συνοικία της Κωνσταντινούπολης, μεταξύ του τείχους του Κωνσταντίνου και του Θεοδοσιανού τείχους. Υπάγεται στην περιφέρεια του Φατίχ στο κέντρο της πόλης, ευρισκόμενο γύρω από τον πέμπτο λόφο της Κωνσταντινούπολης, που φέρει το ίδιο όνομα, και βρέχεται από τον Κεράτιο κόλπο. Από το 1601 εδρεύει εκεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γύρω του αναπτύχθηκε έκτοτε μια ελληνική συνοικία, όπου εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι από τους Έλληνες άρχοντες, οι οποίοι έλαβαν την προσωνυμία Φαναριώτες. Το Φανάρι είχε μία επιφανή μεγάλη ελληνική κοινότητα μέχρι την δεκαετία του ’60.
Η σύγχρονη συνοικία είναι αρκετά υποβαθμισμένη και μάλλον μια σκιά του λαμπρού παρελθόντος της. Κατοικείται κυρίως από αρκετά θρησκόληπτους μουσουλμάνους -μετανάστες από την ενδοχώρα της Ανατολίας- καθώς και Κούρδους. Εξακολουθεί και υφίσταται ωστόσο και μικρός Χριστιανικός πληθυσμός, αποτελούμενος από αραβόφωνους Αντιοχείς Έλληνες (μετανάστες από τη Συρία) και τα λιγοστά εναπομείναντα μέλη της αρχικής Ελληνικής κοινότητας.
[3][3] Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (λατινικά: Patriarchatus Oecumenicus Constantinopolitanus· τουρκικά: Rum Ortodoks Patrikhanesi, İstanbul Ekümenik Patrikhanesi) ή Ορθόδοξο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ή απλώς Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, που αναφέρεται και ως Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, είναι η ονομασία της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως. Υφίσταται ως η «πρώτη μεταξύ ίσων» στην τάξη των Ορθοδόξων Εκκλησιών και ιστορικά είναι η μόνη Εκκλησία που αποξένωσε μέρη της δικαιοδοσίας της αποδίδοντας αυτοκεφαλίες, και ως εκ τούτου δημιουργίας τοπικών εκκλησιαστικών διοικήσεων, όπως συνέβη π.χ. με την Εκκλησία της Ελλάδος. Η Δ΄ Χριστιανική Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας στα 451 απέδωσε ίσα πρεσβεία στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης με τον Πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης.
[4][4] Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Η άλωση αυτή της Κωνσταντινούπολης, σήμανε και το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
[5][5] Η Αγία Σοφιά ή Αγιά Σοφιά (λατινικά: Sancta Sophia ή Sancta Sapientia), επισήμως αποκαλούμενη εκκλησία της Αγίας Σοφίας (τουρκικά: Ayasofya-i Kebîr Câmi-i Şerîfi), γνωστή και ως Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας ή απλά, η Μεγάλη Εκκλησία, είναι ιστορικός τόπος λατρείας της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος λειτούργησε ως χριστιανικός ναός από το 537 μέχρι το 1453. Στη συνέχεια μετετράπη σε ισλαμικό τέμενος και αργότερα (από το 1935) σε μουσείο. Από το 2020, έπειτα από την απόφαση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το τέμενος λειτουργεί πάλι ως τζαμί.
[6][6] Ο Μωάμεθ Β΄ (Οθωμανικά Τουρκικά: محمد ثانى, εκλατινισμένο: Meḥmed-i s̱ānī, Τουρκικά: II. Mehmed· 30 Μαρτίου 1432 – 3 Μαΐου 1481), κοινώς γνωστός ως Μωάμεθ ο Πορθητής (Οθωμανικά Τουρκικά ابو الح, εκλατινισμένο: Ebū’l-fetḥ, επί λέξει «ο Πατέρας της Κατάκτησης», Τουρκικά: Fatih Sultan Mehmed), ήταν Οθωμανός Σουλτάνος, που κυβέρνησε από τον Αύγουστο του 1444 ως το Σεπτέμβριο του 1446 και αργότερα από το Φεβρουάριο του 1451 ως το Μάιο του 1481. Κατά την πρώτη βασιλεία του νίκησε τη σταυροφορία με επικεφαλής τον Ιωάννη Ουνυάδη, όταν οι ουγγρικές εισβολές στη χώρα του παραβίασαν τους όρους της Συνθήκης του Σέγκεντ. Όταν ο Μωάμεθ Β’ ανέβηκε ξανά στο θρόνο το 1451 ενίσχυσε το Οθωμανικό ναυτικό και έκανε προετοιμασίες για να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη. Σε ηλικία 21 ετών κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και έθεσε τέλος στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Μετά την κατάκτηση ο Μωάμεθ διεκδίκησε τον τίτλο του Καίσαρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (οθωμανικά τουρκικά: قیصر روم, εκλατινισμένο: Qayser-i Rûm), με βάση το γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν η έδρα και η πρωτεύουσα της επιζήσασας Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατοριας από την καθιέρωσή της το 330 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο. Η αξίωσή του αυτή αναγνωρίστηκε μόνο από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Παρ’ όλα αυτά ο Μωάμεθ Β’ θεωρούσε το Οθωμανικό κράτος ως συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατοριας για το υπόλοιπο της ζωής του, θεωρώντας τον εαυτό του ότι “συνέχιζε” την Αυτοκρατορία παρά την “αντικατέστησε”.
Ο Μωάμεθ συνέχισε τις κατακτήσεις του στη Μικρά Ασία με την επανένωση της και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη δυτικά μέχρι τη Βοσνία. Στο εσωτερικό έκανε πολλές πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ενθάρρυνε τις τέχνες και τις επιστήμες και μέχρι το τέλος της βασιλείας του το πρόγραμμα ανοικοδόμησής του είχε μετατρέψει την Κωνσταντινούπολη σε μια ακμάζουσα αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Θεωρείται ήρωας στη σύγχρονη Τουρκία και σε μέρη του ευρύτερου μουσουλμανικού κόσμου. Μεταξύ άλλων φέρουν το όνομά του η συνοικία Φατίχ της Κωνσταντινούπολης, η γέφυρα Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ και το Τζαμί Φατίχ.
[7][7] Το τζαμί (η λέξη προέρχεται από τα τουρκικά cami) ή τέμενος, στα Αραβικά: مسجد (μαστζίντ), είναι ο τόπος λατρείας των Μουσουλμάνων. Όλα τα τζαμιά είναι προσανατολισμένα προς την Κάαμπα της Μέκκας. Από το τζαμί γίνεται πρόσκληση (αντάν) πέντε φορές την ημέρα, για να υπενθυμίσει στους πιστούς ότι έφτασε η ώρα της προσευχής. Όποιος έχει τη δυνατότητα, έχει δηλαδή χρόνο ή δεν δουλεύει, πρέπει να πάει στο τζαμί για να προσευχηθεί: αυτό στη μουσουλμανική θρησκεία θεωρείται καλύτερο απ’ το να προσεύχεται κανείς μόνος του. Όσοι δεν έχουν χρόνο ή τη δυνατότητα, μπορούν να προσευχηθούν στο σπίτι τους ή σε κάποιο χώρο εκτός τζαμιού, με μικρή προετοιμασία. Η επίσημη μέρα λατρείας για το Ισλάμ είναι η Παρασκευή, οπότε οι άντρες μουσουλμάνοι (όχι όμως και οι γυναίκες) είναι υποχρεωμένοι να πάνε στο τζαμί για να προσευχηθούν. Στο τζαμί διαβάζονται και οι «ευχές» προς κάποιον νεκρό πριν την ταφή του.
[8][8] Κεράτιος Κόλπος (τουρκικά: Haliç = Κανάλι ή Altın Boynuz), (αγγλικά: Golden Horn από την ελληνική μετάφραση του ονόματος Χρυσόν Κέρας που έδωσαν οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής οι οποίοι παρομοίαζαν το σχήμα του κόλπου με κέρατο ελαφιού) είναι στενός και μακρύς κόλπος, στον Βόσπορο (από την πλευρά της ευρωπαϊκής ακτής), μήκους περίπου 7 χιλιομέτρων, Χωρίζει την πόλη της Κωνσταντινούπολης (Istanbul) σε Μπέηογλου προς τα βόρεια και Σταμπούλ προς τα νότια. Θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια στον κόσμο.
[9][9] Ο Γρηγόριος Ε΄ (1746 – 10/22 Απριλίου 1821) διετέλεσε τρεις φορές Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, (1797-1798, 1806-1808 και 1818-1821). Αναγνωρίστηκε εθνομάρτυρας, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο τιμώντας τη μνήμη του στις 10 Απριλίου, ημέρα του απαγχονισμού του.
[10][10] Η Ελληνική Επανάσταση ή Επανάσταση του 1821 ήταν η ένοπλη εξέγερση των επαναστατημένων Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σκοπό την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.
[11][11] Το Άγιο Οικουμενικό Πατριαρχείο ή Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία είναι ένα από τα αρχαιότερα κέντρα της χριστιανικής πατροπαράδοτης εκκλησίας. Ιδρύθηκε ως «επισκοπή Βυζαντίου» από τον Απόστολο Ανδρέα.
[12][12] Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος (κατά κόσμον Δημήτριος Αρχοντώνης, Άγιοι Θεόδωροι Ίμβρου, 29 Φεβρουαρίου 1940) είναι ο 270ός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Γεννήθηκε στους Αγίους Θεοδώρους της Ίμβρου και φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και σε πανεπιστήμια της δυτικής Ευρώπης. Χρημάτισε διευθυντής του γραφείου του Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου, Μητροπολίτης Φιλαδελφείας και κατόπιν Χαλκηδόνος. Εξελέγη στον πατριαρχικό θρόνο το 1991[1]. Ως Οικουμενικός Πατριάρχης έχει εργαστεί για την επίλυση προβλημάτων λειτουργίας του Πατριαρχείου και την επαναλειτουργία παραδοσιακών τόπων χριστιανικής λατρείας στην Τουρκία, την προώθηση της ενότητας των Ορθόδοξων εκκλησιών και την επίλυση του σχίσματος μεταξύ Μόσχας – Κωνσταντινουπόλεως που προκλήθηκε το 2019, την διεξαγωγή της Πανορθόδοξης Συνόδου της Κρήτης το 2016, τη συνέχιση του θεολογικού διαλόγου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την προστασία του περιβάλλοντος, δράση για την οποία έχει χαρακτηριστεί «πράσινος Πατριάρχης»
[13][13] Ο Ιερός Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ή Ευαγγελιστρίας, αποτελεί σύμβολο, αρχιτεκτονικό κόσμημα αλλά και σημείο αναφοράς για την ιστορία της Νέας Ιωνίας Μαγνησίας. Είναι η «Βαγγελίστρα» (όπως τήν έλεγαν ή τήν λένε ακόμη) των χιλιάδων Μικρασιατών προσφύγων που έφτασαν στον Βόλο, υπό δραματικές συνθήκες, μετά την Τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής (το 1922) και τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τις πατρίδες της καθ΄ ημάς Ανατολής.
Είναι η εκκλησία που κυριολεκτικά έχτισαν οι ταλαιπωρημένοι αλλά και ευγενείς Μικρασιάτες της Νέας Ιωνίας, άλλοι με την προσωπική τους εργασία – τα ίδια τους τα χέρια (άνδρες και γυναίκες!) – και άλλοι με τις προσφορές τους σε υλικά μέσα, σε χρήματα, σε τιμαλφή, σε ό,τι μπορούσε ο καθένας να προσφέρει, ακόμη και από το υστέρημά του. Ήταν, όμως, και το περίσσευμα της καρδιάς των Μικρασιατών για την Υπεραγία Θεοτόκο, την μάνα-Παναγιά τους, που τους προστάτευε και τους ενδυνάμωνε στους δύσκολους καιρούς.
Ο Ναός δεσπόζει στην κεντρικότερη πλατεία της Νέας Ιωνίας, που είναι γνωστή ως Πλατεία της Ευαγγελίστριας (παρότι η επίσημη ονομασία της είναι «Πλατεία 25ης Μαρτίου 1821»). Η Ευαγγελίστρια είναι η πρώτη ενορία που δημιουργήθηκε στον Συνοικισμό, όπως ονόμαζαν τη Νέα Ιωνία έως το 1947 – έτος που αποκόπηκε από τον Βόλο και έγινε ξεχωριστός Δήμος (με πρώτον δήμαρχο τον Ευάγγελο Καραμπατζάκη).
[14][14] H Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού είναι μια από τις σαράντα έξι Μητροπόλεις της Παλαιάς Ελλάδας και ογδόντα δύο συνολικά της Εκκλησίας της Ελλάδος, με έδρα της την πόλη του Βόλου.
[15][15] Ο όρος Ρωμιοσύνη προέρχεται από τον Ρωμιό που είναι η ελληνική μορφή της τουρκικής λέξης “Ρουμ” και αναφερόταν σε όσους προέρχονταν από την ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπου μέχρι το 19ο αιώνα ήταν ισοδύναμη με την έννοια του Ορθόδοξου Χριστιανού. Ο όρος χρησιμοποιούνταν από την οθωμανική διοίκηση για να περιγράψει όλους όσους βρίσκονταν υπό τη διοίκηση των ορθόδοξων πατριαρχείων και εκκλησιών στην οθωμανική επικράτεια. Όλοι αυτοί υπόκεινταν στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Όλοι οι Ορθόδοξοι (ελληνόγλωσσοι, αρβανιτόφωνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι, αραβόφωνοι, τουρκόφωνοι), ονομάζονται Ρωμιοί και συγκροτούν το «Ρουμ μιλλέτ». Αντίστοιχα μιλέτ ή μιλέτια έχουν και οι Μουσουλμάνοι, οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι. Προϋπόθεση για να είσαι υπήκοος στην αυτοκρατορία ήταν να είσαι μέλος σε ένα από τα εθνικοθρησκευτικά μιλέτια. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα Έλληνες και μη-Έλληνες των Βαλκανίων, ειδικά μεταξύ του αστικού πληθυσμού, αυτοαποκαλούνταν “Ρωμιοί”, ενώ στην ύπαιθρο χρησιμοποιούσαν τον όρο “Χριστιανοί”. Για τα μέλη της Ορθόδοξης κοινότητας, σε αστικά και αγροτικά περιβάλλοντα, η μετοχή στη θρησκευτική κοινότητα θεωρούνταν σημαντικότερη από την εθνότητα και σπάνια γινόταν χρήση εθνωνυμίων
[16][16] Κεράτιος Κόλπος, είναι στενός και μακρύς κόλπος, στον Βόσπορο, μήκους περίπου 7 χιλιομέτρων, Χωρίζει την πόλη της Κωνσταντινούπολης σε Μπέηογλου προς τα βόρεια και Σταμπούλ προς τα νότια. Θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια στον κόσμου.
[17][17] Τα Θεοδοσιανά τείχη, τα οποία προστάτευσαν πολλάκις τη Βασιλεύουσα από φίλιες και εχθρικές επιθέσεις, αποτέλεσαν έργο του Αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β΄ του Μικρού (408–450 μ. Χ.). Αρχιτέκτονας του θαυμαστού αυτού έργου ήταν ο Ανθέμιος.
[18][18] Νέα Ρώμη ήταν το όνομα που δόθηκε αρχικά από τον Αυτοκράτορα των Ρωμαίων Κωνσταντίνο Α΄ το 330 στη νέα αυτοκρατορική πρωτεύουσα στα ευρωπαϊκά παράλια των στενών του Βοσπόρου, γνωστή μέχρι τότε ως Βυζάντιο και στη συνέχεια ως Κωνσταντινούπολη
[19][19] Έχοντας επίγνωση του ότι η καταστροφή του περιβάλλοντος αποτελεί το κατεξοχήν σύγχρονο πρόβλημα, που απειλεί τη Δημιουργία του Θεού, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος ανέδειξε την προστασία του περιβάλλοντος αρκετά υψηλά στην «ατζέντα» της Πατριαρχείας του, σε σημείο μάλιστα ώστε να έχει χαρακτηριστεί ως ο «πράσινος Πατριάρχης». Ο τίτλος του «Πράσινου Πατριάρχη» αρχικά του αποδόθηκε από τα ΜΜΕ το 1996 και επισημοποιήθηκε με τελετουργικό τρόπο στον Λευκό Οίκο, το 1997, από τον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Αλ Γκορ. Έτσι, καθιέρωσε την πρώτη Σεπτεμβρίου (αρχή του εκκλησιαστικού έτους) ως Ημέρα Προστασίας του Περιβάλλοντος. Επίσης, διοργανώνει τακτικά συμπόσια με αυτό το θέμα σε όλο τον κόσμο.
[20][20] Για το θέμα της μη αναγνώρισης του τίτλου «Οικουμενικός» από τις τουρκικές αρχές, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχει δηλώσει πολλές φορές ότι πρόκειται για μη πολιτικό τίτλο, τον οποίο φέρουν οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως από τον 6ο αιώνα και πως δεν πρόκειται ποτέ να παραιτηθεί από αυτόν.
[21][21] Ο Απόστολος Παύλος, γνωστός στον δυτικό κόσμο και ως Άγιος Παύλος γεννηθείς ως Σαούλ, ήταν Απόστολος και συγγραφέας των μισών περίπου βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Ήταν μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της πρώιμης εποχής του Χριστιανισμού, υποστηρικτής της παγκοσμιότητας της Διδασκαλίας Του Ιησού.