Περί Πίστεως Δοκίμιον Του Ταξιάρχου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου
Περί Πίστεως
Δοκίμιον
Του Ταξιάρχου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου
Τί είναι πίστη
Με τον όρο “πίστη” εννοούμε την αναφορά σε ό,τι δεν έχει αποτελέσει θεωρητικόν αντικείμενο μιάς ιδιαιτέρως αυστηράς επιστημονικής ερεύνης. Το αντικείμενο τούτο μετατίθεται στην πνευματική επάρκεια και την διανοητική χωρητικότητα του καθενός για να κατανοήσει ό,τι δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται σε ίδιες αρχές και ίδιες σταθερές αλλά ούτε είναι δυνατόν να επιδιώκει τους ίδιους στόχους σε ό,τι αφορά στην γνώση των ερευνόντων. Προσέτι η γνώση αναφέρεται στον κόσμο, που εμείς αντιλαμβανόμαστε, δηλαδή τον αισθητό και φυσικά ό,τι ανήκει σ’αυτόν.
Μ’αυτό το δεδομένο η γνώση προσλαμβάνεται εμπειρικά και κατακτάται νοητικά, η δε πίστη προσανατολίζεται προς ό,τι δεν ενέχει περιορισμούς, όπως τέτοιοι περιορισμοί είναι οι προϋποθέσεις.
Συλλογιστικά κινούμενοι δεχόμεθα, ότι όριο χαρακτηριστικό της πίστεως είναι η υπέρβαση, δηλαδή η αναγωγή της σε μεταφυσικά πεδία, από τα οποία πεδία συλλέγει τις συναφείς και παραλληλίσιμες πληροφορίες και που κατ’αυτόν τον τρόπο νοηματοδοτείται.
Συνάγεται μετά ταύτα, ότι το σύνολο των αισθητών όντων, όπου σ’αυτά συμπεριλαμβάνεται και ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αυτοδημιούργητο αλλά τούτο το σύνολο οφείλει την ύπαρξη και την λειτουργική του αρμονία σε κάποια μεταφυσική αιτία, μία υπεβατή από εμάς παραδοχή, μη προσπελάσιμη και αποδεικτέα από οποιοδήποτε γνωστικό μέγεθος του ανθρωπίνου νοός.
Αφοριστικά θα λέγαμε, ότι η πίστη προβάλλεται με μυστηριακό χαρακτήρα και ανιχνεύεται ανάλογα με το τί έχει προκαθορίσει για τον εαυτόν του ο κάθε άνθρωπος σαν εκλεκτό βίωμα ή σαν επιλεκτική τοποθέτηση ή σαν συμφέρουσα ψυχική ικανοποίηση. Βέβαια, οι αναφορές της ψυχής προβάλλονται σαν οι πλέον αρμόδιες για την προσέγγιση της βαθειάς εσωτερικότητας, που επικαλούμεθα αναφερόμενοι στην πίστη.
Η πίστη για τον οιουδήποτε επιπέδου μορφώσεως πιστεύοντα είναι η διαίσθηση ή και ενόραση καταστάσεων, που δεν υπόκεινται στην αιτιοκρατία και την όποια νομοτέλεια των φυσικών φαινομένων. Είναι συνεπώς ένα προϊόν κάποιου απροσδιορίστου στοιχείου, το οποίο προκρίνεται από τον πιστεύοντα αναλόγως του βαθμού επιδράσεώς του στο συνειδητό του.
Παρατηρούμε επομένως, ότι αναπτύσσεται μία άρρητη διαλεκτική σχέση με το υπερβατόν, αυτό το υπέρ τον κατανοητό μας κόσμο, το ακατάληπτο από τις διεισδυτικές διεργασίες του εγκεφαλικού συστήματος του ανθρώπου.
Συμπερασματικά θα λέγαμε, ότι η πίστη έχει έναν έντονο υποκειμενικό χαρακτήρα και αποδίδει μία προσωπική περιπλάνηση και πορεία σε περιοχές μη αντικειμενικά ανιχνεύσιμες και πιθανώς ασύμβατα κείμενες.
Πίστη στα πάντα
Πέραν της θεωρητικής τοποθετήσεως σε μία γενική πίστη, ας επιχειρήσουμε τώρα ένα ταξίδι στην πίστη των πολλών εκφάνσεων για να ενισχύσουμε το χωρίον περί της επιλεκτικότητας του ατόμου και της ιδιορρυθμίας του να οικειοποιείται την συμφέρουσα πίστη.
Και ποία άραγε θα μπορούσε να είναι η “συμφέρουσα” πίστη μέσα σ’αυτόν τον αισθητό κόσμο; Και τούτο το αναφέρουμε, διότι όλες οι έννοιες με την ίδια αλλά και την ειδική αυτών ποιοτική ανομοιότητα καθώς και η πυκνή συχνότητα μεταλλαγής της ικανότητας των ατόμων προς επίγνωση των δυσερμηνεύτων φυσικών δημιουργημάτων και των διαλογισμικών ηθικευμάτων μάς επιστρέφει μίαν εκδοχήν, η οποία ρωννύει τον συγκρητισμό. Δηλαδή την ανάμειξη και συγχώνευση ποικίλων εγκολπωμένων δοξασιών και τύπων αφοσιώσεως, λατρείας και πίστεως.
Πιο απλά και χωρίς βαθμούς δισταγμού θα λέγαμε, ότι εφ’όσον δεν υπάρχει πίστη σε κάτι συγκεκριμένο, τότε προοιωνίζεται, η οικοδόμηση μιας πίστεως στα πάντα· ακόμη κι’αν τα περισσότερα από τα προσκυνούμενα και δοξαζόμενα αντιφάσκουν μεταξύ τους. Σ’αυτή την περίπτωση, ο ρόλος των διανοουμένων είναι καθοριστικός για τον προσδιορισμό του κλονισμού της όποιας πίστεως, διότι αυτοί δυσκολεύονται στο να αποδεχθούν αβίαστα μία πίστη· κυρίως θρησκευτική. Έχουν εκπαιδεύσει εαυτόν στο να χρησιμοποιούν την γνωστική τους δομή και να αναζητούν το “γιατί”. Διακατέχονται από μίαν εμμονή στο να εξηγούν τα πάντα με τρόπο ορθολογικό.
Αντίθετα, οι υπέρμαχοι μιας δοξασίας και μιας θρησκείας επισημαίνουν, ότι εάν ο άνθρωπος είχε την δυνατότητα να τα εξηγήσει όλα ορθολογικά, τότε η οποιαδήποτε θρησκεία δεν θα είχε λόγο υπάρξεως. Και τότε παρατηρούμε, ότι το άτομο παλαίει ανάμεσα στον αισθητό και απτό “υποβολέα του καλού”, που είναι η συνείδηση με την αναγκαία της παρουσία και από την άλλη στην αντιπαρατιθεμένη καταναγκαστική κοινωνικότητα, που υποδουλώνει τον άνθρωπο, αλλά και που είναι εξ ίσου αναγκαία, για να αντισταθμίσει την εσχατόωσα και καθομολογουμένη απομόνωσή του.
Συνεκδοχικά αυτοί οι συλλογισμοί μάς οδηγούν απέναντι σε μία αντιπαραβολή μεταξύ των απαιτήσεων της λογικής και τις αξιώσεις της θρησκευτικής πίστεως. Τί θα μπορούσε να υπερισχύσει σ’αυτή την σύγκριση; Η νοητική οξύνοια; Το θρησκευτικό πάθος; Μήπως η τελευταία βαθμίδα της λογικής -όπως ο Blaise Pascal το τοποθετεί, είναι “η συναίσθηση του, ότι υπάρχει ένας άπειρος αριθμός πραγμάτων, τα οποία υπερβαίνουν την λογική”;
Τελικά, ο Rene Descartes, δείχνει -κατά πολλούς- δικαιωμένος, όταν επικεντρώνεται στην εσωτερική δομή του λόγου, διότι επιβεβαιώνει κάθε αλήθεια, σχετικά με τον θεό και τον κόσμο. Ο Θεός -μας λέγει- βρίσκεται εντός του ανθρωπίνου υποκειμένου. Μέσα στην διαδικασία της σκέψεως και της συνειδήσεώς του.
Αλλά ποιός όμως είναι ο Θεός που υπάρχει μέσα στην συνείδηση του καθενός; Και όποιος αμφισβητεί τον Θεό, συνήθως επιχειρηματολογεί λέγοντας, ότι δεν μπορεί να πιστέψει σε κάτι -ό,τι δήποτε- όταν αδυνατεί να το φαντασθεί. Και ο αμφισβητών συνεχίζει διατεινόμενος, ότι δεν θέλει να υπακούσει στην λογική ή στην όποια διδασκαλία, παρά μόνον σε θαύματα. Ο άνθρωπος, κατά το πλείστον, θέλει να πιστεύσει. Αλλά σ’αυτό που θα στέρξει να το πιστεύσει, το θέλει να είναι απτό ή να στοιχειοθετεί μία λογική εξήγηση.
Και εδώ πάλι παρατηρούμε τις ισχυρές αντιθέσεις στις οποίες αναφερθήκαμε, ότι δηλαδή αυτοί, που δεν πιστεύουν “εις ένα Θεό”, πιστεύουν σε όλα· ακόμη κι’αν αυτά είναι εκφράσεις του “αντιφατικού”. Έφθασαν ακόμη και στο σημείο να πιστεύουν στα μυθιστορήματα, όπως το “Κώδικας Da Vinci” αφού ο συγγραφέας του Dan Brown διαβεβαιώνει, ότι οι πηγές των συλλεγεισών από αυτόν πληροφοριών είναι αξιόπιστες και ότι το πληροφοριακό του υλικό είναι γνήσιο. Γίνονται -άγνωστο αν είναι μεθοδευμένες- προσπάθειες αποχριστιανισμού εκ μέρους ενίων συγχρόνων επιχειρηματολόγων, όπως είναι ο Michel Onfray, στην πειστικά διατυπωμένη του “Πραγματεία περί Αθεολογίας” καθώς και μία πλειάδα άλλων αμφισβητούντων, όπως είναι και μία μερίδα κοινοβουλευτικών από τον χώρο της “προοδευτικής” αριστεράς, οι οποίοι, όλοι λοιπόν αυτοί, χρησιμοποιούν σαν στόχους-αποδέκτες τών περί πίστεως λογισμών τους, τούς τα πάντα πιστεύοντες. Αυτούς δηλαδή, που πιστεύουν ακόμη και στον Harry Potter, διότι η γενική πεποίθηση αποδέχεται τα μεταπτυχιακά διαπιστευτήρια της σχολής των μάγων.
Αλλά από την άλλη, ούτε κι’αυτό είναι αποδεκτό, όταν τοποθετείται έτσι, όπως εμείς το έχουμε τοποθετήσει. Περισσότερο ευσταθές είναι το, ότι ο καθένας πιστεύει σ’αυτό, που η ποσότητα και ποιότητα τής προσειλημμένης γνώσεώς του, τού έχει διδάξει. Με άλλα λόγια η κουλτούρα τού ατόμου είναι αυτή, που θα δώσει τον αναγκαιούντα στον χαρακτήρα του βαθμό προσηλώσεως σε επιλογές, όπως: είδωλο, πράγμα, ουσία, φυσικός κόσμος, επικοινωνιακή γνωσιμαχία, νοησιαρχική σχολαστικότητα, φυσικοθεολογική πανεπιστημονικότητα, μυστηριακή ετεροκαθοριστικότητα, τεχνολογική βελτιωτικότητα, εικονική πραγματικότητα, πολυπολιτισμική ανεκτικότητα, δημόσια πολυγλωττοσυμβολικότητα, συλλογιστική εωσφορικότητα, εικονοεντυπωτική συναρπαστικότητα, παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα, διογκούμενο παγκοσμιοσκεπτικισμό, πολυερμηνεία πράξεων και εννοιών και μερικές ακόμη χιλιάδες συνδυασμούς πολυσημάντου αποφθεγματικότητας.
Πίστη στην Μη Πίστη
Δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε λεπτομέρειες για το καθεστώς και τον βαθμό πίστεως των αρχαίων προγόνων μας προς τους μυθικούς θεούς. Ούτε τον βαθμό του δισταγμού μεταξύ ειδωλολατρείας, χριστιανιαμού ή άλλης συντρεχούσης θεοσοφικής ροπής των μεταγενεστέρων ανθρώπων εξεταζομένων ξεχωριστά σαν ατόμων. Μόνο γενικότητες. Δηλαδή γενικότητες, σαν την αρχαία ελληνική κοσμοθεωρία, την οποία αναγνωρίζουμε από το εστραμμένο της ενδιαφέρον προς την αισθητικότητα, την ακαδημαϊκότητα, την ευγενή απλότητα, το αδιακήρυκτο μεγαλείο. Είμαστε, ωστόσο σε θέση να γνωρίζουμε τον σημερινό μας κόσμο και το τί αυτός μπορεί να πιστεύει. Το προϊόν της παρατηρήσεώς μας είναι αρκούντως διαφωτιστικό της τάσεως των μελών τής συγχρόνου κοινωνίας στο να απαξιώσουν το ό,τι δήποτε προβάλλεται σαν εν δυνάμει αντικείμενο πίστεως.
Πιστεύουν στον Θεό; Το σύγχρονο ρεύμα προτρέπει στην πίστη της αρχής της ανυπαρξίας της ελευθέρας βουλήσεως, δια της παραπλανητικής προβολής της “ηθικής δημιουργίας”, διαδράμοντας μέσα από τον μηδενισμό. Η ελεύθερη δραστηριότητα καρπώσεως της αλήθειας βρίσκεται σε κατάσταση αιμωδιάσεως. Στον δυτικό κόσμο, έχουν σχεδόν νεκρωθεί, ως και οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Ακόμη και αυτές τούτες οι αντιπαραθέσεις αμφισβητούνται σαν περιττές.
Η αμφισβήτηση μετεξελίσσεται σε πίστη. Αλλά και αυτού του είδους η πίστη αν εκληφθεί σαν μία βολική αρετή τότε, όπως λέει και ο Ambrose Bierce στο “αλφαβητάρι του διαβόλου”, τότε καταδεικνύει “εκείνους που πρόκειται σύντομα να προδοθούν”. Τα ανήσυχα πνεύματα και η διανόηση εξαγοράζονται για να περιορίσουν κάθε προσπάθεια των ελευθέρων στοχαστών και της περιρρεούσης ευφυϊας σε ορίζοντες αδιαπέραστους.
Αλλά και η διανόηση, που όπως είπαμε στηρίζεται στην λογική, ευρίσκεται εν αμφισβητήσει, από τον “νόμο του Murphy”, που επιμένει, ότι “η λογική είναι μία συστηματική μέθοδος για να βγάζει κανείς λανθασμένα συμπεράσματα με απόλυτη σιγουριά”.
Η πολιτική και οι πολιτικοί διευκολύνονται στην άσκηση διεκδικουμένων υπ’αυτών αποκλειστικοτήτων, από την στιγμή, που μέσω τρίτων διαχέεται, η αόριστη ιδέα ενός εκδικητικού μένους του Θεού και η οποία δι’ ενίων κακών παραδειγμάτων, τουτ’ έστιν αδεξίων, ακαταρτίστων και των όχι ολιγώτερον αμαρτωλών εκπροσώπων Αυτού επί Γης ιερωμένων, καλλιεργείται αρνητικά μία νέα αποσπαστική τάση στο εν θεολογική συγχύσει ποίμνιον.
Έτσι λοιπόν οργανώνεται η λήθη, που θέλει την πίστη περί του όποιου λατρευομένου θεού εν αποδομήσει και την απομυθοποίηση της παντοδυναμίας του εν γιγαντώσει. Και οι θρησκευτικοί πόλεμοι; Οι πόλεμοι, όπου εβραϊκές επικλήσεις, κατά την Πεντάτευχο, αιτιολογούν τον αιματηρό αγώνα εναντίον των εχθρών, όπως συμβαίνει και με τις παραλλαγές του Κορανίου, περί σφαγής των απίστων;
Όχι πλέον. Οι πόλεμοι γίνονται για τις πηγές ενεργείας και αύριο θα γίνουν για το πόσιμο νερό, και κατά πάσα πιθανότητα εν ονόματι κάποιου θεού.
Πίστη λοιπόν στην ασαφή λογική; Το να δεχόμαστε σαν πίστη την “αρχή της διαψευσιμότητας” σημαίνει, ότι οικειοποιούμεθα τον διαχωρισμό της επιστήμης από την μεταφυσικότητα· και με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όπως π.χ. την διττή αλήθεια, δηλαδή την εκδοχή, ότι υπάρχει μία μορφή αληθείας, που αναφέρεται στα προσιτά στους ανθρώπους πράγματα και άλλη μορφή αληθείας, που αναφέρεται στο Θεό. Αυτή η δισυπόστατη πραγματικότητα όμως δεν βοηθεί στην συγκρότηση ενός πιστεύω.
Εδώ μάλλον αναγνωρίζουμε δύο “Αριστοτελικά” αξιώματα, πάνω στα οποία στηρίζεται ολόκληρο το σύστημα σκέψεως. Δηλαδή τον νόμο της μη αντιφάσεως και τον νόμο του αποκλειομένου μέσου, οι οποίοι οδηγούν στην ασαφή επανάσταση, που είναι πρόσφατη και τεχνολογική. Η ασαφής επανάσταση είναι δίσημη. Είναι το ναι και το όχι. Πρακτικά αυτό σημαίνει, ότι ναι μεν εκδηλώνεται πίστη στους “νόμους”, που αναφέρονται και οι ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες και οι οποίοι επηρεάζουν τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και αυτές με την σειρά τους την ιδεολογία τους, αλλά η πραγματικότητα, δηλαδή η επιλεκτική εφαρμογή των νόμων ως και η αθέτηση αυτών από τους ιδίους τους νομοθέτες, έχει σαν συνέπεια, η νομιμοφροσύνη των πιστών να αίρεται οι δε πιστεύοντες να κακοδοξούν. Το ίδιο συμβαίνει και με την αμφισβήτηση των εθιμικών και θεσμικών φορέων αυτής της “οργανωμένης” κοινωνίας.
Υπάρχει πίστη στην Ευρωπαϊκή Ένωση; “Ναι”, σε ό,τι αφορά στην οικονομική μας αυξητική διάπλαση. Αν και αυτό τούτο αμφισβητείται, διότι η πρόθεση εντάξεως ήταν, ότι “θα φάμε με χρυσά κουτάλια”. “Όχι”, διότι η ΕΕ στην ουσία παραμένει ΕΟΚ και όχι πολιτική ΕΕ και συνεπώς ουδέν εγγυάται για την ασφάλεια της χώρας μας, η οποία ασφάλεια είναι παράγων σταθερότητας και συναφώς μιας γενικωτέρας προόδου.
Υπάρχει πίστη στο οικονομικό μας σύστημα; Φερ’ειπείν στις τράπεζες; “Ναι” στο σκέλος της ευκολίας της δανειοληψίας. “Όχι”, στον τρόπο και τους όρους εφαρμογής εκ μέρους αυτών των πιστωτικών φορέων, σε ό,τι αφορά στην επιστροφή των οφειλομένων, που βασίζεται σε “ληστρικές” επινοήσεις.
Υπάρχει πίστη στην πολιτική; “Ναι”, με βάση τις προεκλογικές προσδοκίες και τις λεγόμενες “πελατειακές σχέσεις”. “Όχι”, με την αδιαλείπτως εκτυλισσομένη διαπίστωση, ότι οι εκφραστές της πολιτικής διαχειρίζονται τις δημόσιες υποθέσεις για προσωπικό τους όφελος.
Υπάρχει πίστη στον στρατό; “Ναι”, υπήρχε προ τινος. Όταν δηλαδή επιστεύετο, ότι ο στρατός ήτο θεματοφύλακας των εθνικών σταθερών και εγγυητής της ακεραιότητας του ελληνικού εδάφους. “Όχι” σήμερα. Μέγας αριθμός Ελλήνων ολίγον κατ’ολίγον πείθεται, ότι δεν υπάρχει λόγος, αιτία ή φορέας εσωτερικός ή εξωτερικός, που να απειλεί την χώρα. Ένας πολιτικός, μάλιστα, είχε, ως φαίνεται υπολογίσει παραβλητικά τα μεγέθη και εξέφερε τις σχετικές ισοψηφίες. Συγκεκριμένα ισοστάθμισε ένα διπλωμάτη με ένα σύνταγμα του στρατού. Το casus belli της Τουρκίας θεωρείται από τον κοινό ελληνικό νού, ότι είναι μία κενή απειλή, ένας εκφοβισμός, μία μπλόφα. Αυτός ο κοινός νούς δεν προχωρεί στο να αναλογισθεί, ότι εάν η Ελλάς είχε στρατιωτική ισχύ, τότε δεν θα ηναγκάζετο να διεξάγει αγχώδη αποτρεπτική διπλωματία και να “ευχαριστεί” τους Αμερικανούς, για μια υποτιθεμένη σωτήρια παρέμβασή τους αποφορτίζοντας την επαπειλούμενη στρατιωτική περιπέτεια. Τουναντίον μάλιστα θα μπορούσε η χώρα μας να επιβάλει ένα δικό της casus belli κατά οιασδήποτε επιβούλου σκέψεως αμφισβητούσης και υποτιμούσης την ελληνική στρατιωτική ισχύ. Το θέμα είναι ανεξάντλητον. Δεν είναι καθησυχαστικόν, ασήμαντο και απαξίας δεκτικό.
Γενικά οι Έλληνες “πιστεύουν”, ότι ένας πόλεμος είναι μία μακρινή υπόθεση, που αποτελεί αντικείμενο μυθιστορίας. Μία προσεκτική ιστορικοεμπειρικά βεβαιωμένη και επαγγελματικά εμπεριστατωμένη ανάλυση θα μας οδηγήσει σε ένα όχι αδιάφορο και άφροντι πόρισμα. Το, ότι υπάρχει απειλή στο εσωτερικό της χώρας, όπως είναι το δημογραφικό, οι ανεξέλεγτοι οικονομικοί μετανάστες, οι “πολιτικοί” πρόσφυγες, οι θρησκευτικές μειονότητες, οι απαξιούντες οποιαδήποτε πίστη “υπερπροοδευτικοί”, των οποίων οι ιδέες ασμένως προβάλλονται από τα media κλπ δεν φαίνεται να ενοχλεί την κοινή γνώμη. Το, ότι υπάρχουν και εκείνοι, που πιστεύουν στον άγνωστο θεό της πλάνης, του δόλου, της απατρίας, της ευτελείας, της εκπορνεύσεως, της απαξίας, της τηλοψίας, της ενοχής, της ανοχής, της αποχής, της απεργίας, της απιστίας, της δυσπιστίας, της αθετήσεως, της απληστίας, της απλουστεύσεως, της δολιοφθοράς, των εμπρησμών, της πονηρίας, της διπροσωπίας, της αποχαλινώσεως, της απραξίας και ένα επί πλέον άθροισμα αρνητικών χαρακτηρισμών στην νιοστήν δύναμη, ως φαίνεται εξυπηρετεί ένα σεβαστό τμήμα αυτής της κοινωνίας, δι’ό και το φαινόμενον ευδοκιμεί.
Τα ΜΜΕ, που κανένας δεν τα πιστεύει, όπως διατείνεται αυτός ο “κανένας”, τελικά σ’αυτά καταλήγει για να ρυθμίσει τα πιστεύω του και ολόκληρο το είναι του, ακολουθώντας τις μεθοδικά καταιγίζουσες την ελληνική νοόσφαιρα περίεργες πίστεις. Αυτές τις πίστεις, που πειθαρχούν στις “μιντιακές” επιταγές. Εδώ ταιριάζει η αναφορά του Umberto Eco για τα media, ότι δηλαδή “…ο εχθρός σου μιλάει μέσα στο σπίτι σου”.
Επιλογικοί αφορισμοί
Η πίστη στην δική μας εποχή και πριν από μια νέα εποχή, όπου προδιαγράφονται ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, αρχίζει και προσαρμόζεται στην υιοθέτηση και κατάχρηση της ιδέας μιας νέας παγκόσμιας ηθικής, όπου ο άνθρωπος διατελών εν υποσυνειδήτω υπνώσει, καθίσταται αιχμάλωτος των κατακαλυπτόντων το είναι του εξουσιαστών (πολυεθνικών εταιρειών, χρηματοδοτών, πολιτικών, εκδοτών, ΜΜΕ και άλλων διαττόντων επιτηδείων). Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι αυτό το φαινόμενο για τον Έλληνα, που υπήρξε ο λειτουργός ενός υπερόχου πολιτισμού, ο οποίος εδράζετο επί της αρίστης των γλωσσών. Σήμερα διακατέχεται από μία καταστροφική πίστη αμφισβητώντας το ίδιό του ιδίωμα και αμφισβητώντας έτσι έμμεσα τον εαυτό του.
Το σύμπαν ή όπως το προσδιορίζει ο Stephen Hawking “το Σύμπαν και τα άλλα Σύμπαντα βρέφη”, είναι ένας χώρος ή χώροι με ασύλληπτες από τον ανθρώπινο νού διαστάσεις καθώς και το είδος και το μέγεθος των διεργασιών που λαμβάνουν χώρα σ’αυτό. Η φαντασία του ανθρώπου χάνεται και απόλλυται σ’αυτή την σκέψη. Μετά τούτο, όσο αφελές κι’αν θεωρείται από τους αυτοχρισθέντας “προοδευτικούς”, υπάρχει ο πιο μεγάλος στην μαθηματική αντίληψη του ανθρώπου, ο πιο αισθητός κατά την περιηγήτρια ψυχή και ο πιο λογικός χαρακτηρισμός από την όποια άθροιση της γηϊνης σοφίας. Υπάρχει ο Παντοδύναμος Θεός. Αυτός που κάνει τον απλό νού να αναρωτιέται για το τί περίπου είναι ο άνθρωπος μέσα σ’αυτό το άπειρο.
Όσοι έχουν λίγο χρόνο να σκεφθούν πέρα από το πώς θα πλουτίσουν, ας θυμηθούν και το, ότι φυσιολογικός ορίζων για τον καθένα μας είναι ο θάνατος. Ζούμε περιμένοντάς τον. Ας “πιστέψουμε” τουλάχιστον σ’αυτό, που είναι ένα γεγονός, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.