1/8/2016. Τα παζάρια Ερντογάν και το μεγάλο δίλημμα της
Η Τουρκία απομακρύνεται και άλλο από την Ευρώπη μετά το πραξικόπημα. Η προτεραιότητα του Ερντογάν είναι ο πόλεμος κατά του Γκιουλέν και όχι η μάχη ενάντια στο ISIS. Το σενάριο της διόγκωσης των εκκαθαρίσεων και οι δυνατότητες για νέα δημοκρατική συναίνεση.
Η Τουρκία βιώνει την τραυματική εμπειρία της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος πριν από 10 ημέρες από μια μικρή μερίδα των ένοπλων δυνάμεων.
Αλλά καθώς ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν και το νεο-ισλαμιστικό κυβερνών του κόμμα προχωρούν σε μαζικές εκκαθαρίσεις με στόχο το αντίπαλο ισλαμιστικό κίνημα που θεωρεί υπεύθυνο για το πραξικόπημα, οι σύμμαχοι της Τουρκίας στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ έχουν λόγους να ανησυχούν για το πού οδεύει, για το αν η Δύση μπορεί τελικά να χάσει αυτή τη στρατηγικής σημασίας χώρα που ισορροπεί ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία.
Πολύ πριν το δράμα αυτό, είχε εδραιωθεί η αντίληψη πως η Τουρκία, ο ανατολικός πυλώνας του ΝΑΤΟ και υποψήφιο μέλος της Ε.Ε. σε μια ταραγμένη περιοχή, είχε πάψει να παίζει ομαδικά.
Ο κ. Ερντογάν έχει βάλει σε δεύτερη μοίρα κάθε προσπάθεια χάραξης εγχώριας και εξωτερικής πολιτικής, επιδιώκοντας μια προεδρία στα πρότυπα του Βλαντιμίρ Πούτιν. Οι σχέσεις με τους δυτικούς συμμάχους έχoυν γίνει μια υπόθεση συναλλαγών. Ο ίδιος έχει εξετάσει κατά πόσον η χώρα μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντά της σε άλλες συμμαχίες, όπως η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, παιδί του Ρώσου προέδρου, ή ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, αντί για το ΝΑΤΟ ή την Ε.Ε. που δεν σχεδιάζει πραγματικά να δεχτεί την Τουρκία.
Απορρίπτοντας την ιδέα της μουσουλμανικής Τουρκίας ως πλήρους μέλους, τα κράτη της Ε.Ε. με μπροστάρηδες τη Γαλλία και τη Γερμανία, βοήθησαν να στραφεί ο κ. Ερντογάν μακριά από την Ευρώπη.
Αλλά η Τουρκία άρχισε να απομακρύνεται από τη Δύση το 2013, όταν καταπνίγηκε βίαια μια πολιτισμένη και ευρωπαϊκού χαρακτήρα εξέγερση κατά της καταπιεστικής άσκησης της εξουσίας από τον ως τότε τρεις φορές εκλεγμένο πρωθυπουργό.
Ως τον Δεκέμβριο, ο κ. Ερντογάν είχε ξεκινήσει πόλεμο με τον Φετουλάχ Γκιουλέν, έναν εγκατεστημένο στις ΗΠΑ ισλαμιστή κληρικό και πρώην σύμμαχο, όταν άνθρωποί του στον κρατικό μηχανισμό ξεκίνησαν έρευνα για διαφθορά που έφτασε ως τον στενό κύκλο του σημερινού προέδρου.
Η σφοδρότητα αυτής της ενδο-ισλαμιστικής σύγκρουσης συντάραξε θεσμούς όπως το δικαστικό σώμα και τώρα έχει καταστρέψει και τη συνοχή του στρατού, με τη σύλληψη του ενός τρίτου των στρατηγών που κατηγορήθηκαν ότι βρέθηκαν πίσω από το πραξικόπημα ως Γκιουλενιστές.
Ο στρατός της Τουρκίας, ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της κοσμικής δημοκρατίας που έκτισε ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ μέσα από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στο ΝΑΤΟ.
Οι δυτικοί σύμμαχοι της Τουρκίας αντιμετωπίζουν με δυσπιστία τον ισχυρισμό ότι το ένα τρίτο των στρατηγών της θεωρούνται μέλη μιας σκιώδους ισλαμιστικής οργάνωσης.
Ο κ. Ερντογάν και ο κύκλος του δείχνουν από την πλευρά τους τις ΗΠΑ, όπου μένει μόνιμα ο κ. Γκιουλέν.
Ορισμένοι υπουργοί και μέσα ενημέρωσης που πρόσκεινται στον Ερντογάν κατηγορούν τις ΗΠΑ για το πραξικόπημα. Επαναλαμβάνουν το γνώριμο τροπάρι του προέδρου. Στο τέλος του 2014, για παράδειγμα, ο κ. Ερντογάν είχε δηλώσει σε ένα ισλαμικό συνέδριο πως οι δυτικοί «φαίνονται σαν φίλοι, αλλά μας θέλουν νεκρούς».
Το μέλλον της Τουρκίας βρίσκεται στα χέρια του μαχητικού αλλά και ορισμένες φορές πραγματιστή προέδρου.
Ο πραγματισμός του έγινε εμφανής πριν από το πραξικόπημα, όταν η Τουρκία άρχισε να ομαλοποιεί τις διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ και τη Ρωσία, ενώ άρχισε να κάνει διερευνητικές επαφές και για τη Συρία, όπου στήριζε τους ισλαμιστές αντάρτες κατά του Άσαντ για μια πενταετία. Ήταν μια αναγνώριση, πάνω απ’ όλα, ότι η επεκτατική πολιτική στη Συρία και η νεο-οθωμανική περιφερειακή πολιτική βρίσκονταν σε αδιέξοδο.
Σε μια κίνηση συμφιλίωσης προς τον κ. Πούτιν, ο κ. Ερντογάν συνέλαβε τους πιλότους που κατέρριψαν το ρωσικό μαχητικό τον περασμένο Νοέμβριο κοντά στα συριακά σύνορα, αφήνοντας να εννοηθεί πως ήταν μια πρόκληση από την πλευρά του Γκιουλέν, για να επέλθει ρήξη στη σχέση των δύο ισχυρών ανδρών.
Μετά από αυτό το αποτυχημένο πραξικόπημα, η Τουρκία κινδυνεύει να χωριστεί από τη Δύση.
Η έκταση και τα βάθος των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν το πραξικόπημα, με τον μέχρι τώρα απολογισμό να ανέρχεται στις 60.000 δασκάλους, ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους, δικαστές και στρατιωτικούς, θα εντείνουν τη διαμάχη της Τουρκίας με την Ε.Ε. για τις βασικές ελευθερίες και το κράτος δικαίου.
Η συναλλαγή με την οποία η Ε.Ε. προσέφερε πολιτικά ανέφικτα «γλυκαντικά» όπως η απελευθέρωση του καθεστώτος για τις ταξιδιωτικές θεωρήσεις με αντάλλαγμα τη συγκράτηση των προσφυγικών ροών, φαίνεται πως είναι μια από τις πρώτες απώλειες.
Η συναλλαγή με το ΝΑΤΟ, όπου οι δυνάμεις της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ θα χρησιμοποιούν τη βάση στο Ιντσιρλίκ στη Νότια Τουρκία για επιδρομές κατά του ISIS κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία και το Ιράκ, φαίνεται πλέον πιο πολύπλοκη. Οι ΗΠΑ θα έπρεπε ως αντάλλαγμα να περιορίσουν τη βασική τους δύναμη στο έδαφος: τους Κούρδους μαχητές της Συρίας. Τώρα φαίνεται πως η Τουρκία συνδέει την πρόσβαση στη βάση του Ιντσιρλίκ -που έκλεισε κατά τη διάρκεια της απόπειρας πραξικοπήματος- με την απαίτηση οι ΗΠΑ να εκδώσουν τον Γκιουλέν για δίκη.
Είναι ολοφάνερο πως οι προτεραιότητες του κ. Ερντογάν δεν συμπίπτουν με τις προτεραιότητες της Δύσης. Οι δικές του είναι ο πόλεμος κατά των Γκιουλενιστών και των Κούρδων ανταρτών, όχι ο πόλεμος κατά του ISIS.
Το ISIS έχει πυρήνες εντός της Τουρκίας εξαιτίας της μέχρι πρότινος ανεκτικής πολιτικής της Άγκυρας απέναντι στους τζιχαντιστές που πέρναγαν στη Συρία. Την περασμένη χρονιά, ο ISIS επιτέθηκε σε κουρδικούς στόχους εντός της Τουρκίας, αλλά φέτος -καθώς αρχίζει να αισθάνεται την αμερικανική απειλή από το Ιντσιρλίκ- χτυπάει και στόχους όπως το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης.
Αλλά ο κ. Ερντογάν και το Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (AKP) βλέπουν το ISIS απλά ως μια απειλή κατά της ασφάλειας, ενώ το «παράλληλο κράτος» του Γκιουλέν και τους Κούρδους αντάρτες τούς αντιμετωπίζουν ως υπαρξιακές απειλές.
Από τότε που έγινε πρόεδρος το 2014, ο κ. Ερντογάν έχει ενισχύσει τη σουνιτική, ισλαμιστική και τουρκική ταυτότητα του ΑΚP, πολώνοντάς το ενάντια στους Κούρδους και τους Αλεβίτες, που εκπροσωπούνται από διαφορετικά κόμματα της αντιπολίτευσης, καθώς και ενάντια στους κοσμικούς που βρίσκονται ανάμεσά τους.
Η συγκαλυμμένη ξενοφοβία είναι πλέον απροκάλυπτη. Παρ’ όλα αυτά η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση στάθηκε στο πλευρό του κατά των πραξικοπηματιών.
Ο πρόεδρος θα μπορούσε να συγκροτήσει μαζί τους μια νέα δημοκρατική συναίνεση, ή με τους Ισλαμιστές και τους υπερεθνικιστές να κάνουν κουμάντο στους δρόμους, να συνεχίσει στην ίδια πορεία και να κατηγορήσει όλους τους αντιπάλους του, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ως υποκινητές της ίδιας συνωμοσίας.
Πηγή: Αρθρο στους Financial Times όπως αναδημοσιεύτηκε στο euro2day.gr , http://bit.ly/2azb85E