13/4/2016. Ναγκόρνο – Καραμπάχ. Η επόμενη δυστοκία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Ο πόλεμος Αρμενίας–Αζερμπαϊτζάν στο Ναγκόρνο –Καραμπάχ ξεκίνησε το 1988, αποτελώντας ένα από τα πρώτα ορατά ρήγματα της κραταιής Σοβιετικής Ένωσης. Οι εσωτερικές αδυναμίες και παθογένειες του καθεστώτος συσσωρευτήκαν, καταλήγοντας μετά από 4 έτη στην κατάρρευσή του. Η εν λόγω σύγκρουση, ως διακρατική μετά το 1992, διήρκησε μέχρι το 1994, με την στρατιωτική επικράτηση της Αρμενίας, δίχως όμως την οριστική πολιτική διευθέτηση του ζητήματος, το οποίο έκτοτε παραμένει εκκρεμές. Η περιοχή του Ναγκόρνο –Καραμπάχ έχει ανακηρυχθεί αυτόνομο κράτος το όποιο έχει αναγνωριστεί μόνο από το Ερεβάν. Η γεωγραφική του ασυνέχεια με την Αρμενία οδήγησε στην κατάληψη και κατοχή, εκ μέρους της, περιοχών της επικρατείας του Αζερμπαϊτζάν, που καλύπτουν τον ενδιάμεσο χώρο, ενισχύοντας έτι περεταίρω τον συγκρουσιακό χαρακτήρα της αντιπαράθεσης. Η διεύρυνση των συντελεστών ισχύος και των στρατιωτικών ικανοτήτων του Αζερμπαϊτζάν τα τελευταία έτη, λόγω της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων, ενεργοποίησε την διαδικασία άνισης ανάπτυξης ανάμεσα στα δύο κράτη, δημιουργώντας την πεποίθηση στο Μπακού πως δύναται να αλλάξει το υπάρχον καθεστώς με την χρήση στρατιωτικών μέσων.
Είναι γεγονός πως η τουρκική εξωτερική πολιτική, των κεμαλίκων κομμάτων της πρώτης μεταψυχροπολεμικής περιόδου, στην περιοχή του Καυκάσου χαρακτηρίστηκε από αποτυχία υλοποίησης των αρχικών της στοχεύσεων. Αχίλλειος πτέρνα της τουρκικής διπλωματίας αποτέλεσε το ζήτημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Η αναφανδόν τουρκική στάση υπέρ του Αζερμπαϊτζάν, που όμως περιορίστηκε σε ρητορικό επίπεδο μετά την στρατιωτική του ήττα, υπονόμευσε συνολικά την αξιοπιστία της Άγκυρας και εν γένει την πολιτική της στον Καύκασο.
Ο γενικός αναστοχασμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, μετά την ανάληψη της εξουσίας από το «Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης», υπό την ηγεσία του Ταγίπ Ερντογάν, δεν διαφοροποίησε τις τουρκικές στοχοθεσίες για τον ρόλο που οφείλει να διαδραματίσει στην περιφέρεια του Καυκάσου. Η πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» που δρομολόγησε ο Αχμέτ Νταβούτογλου ιεραρχεί την εν λόγω περιοχή ως σημαντική για την εκπλήρωση των τουρκικών επιδιώξεων, εξασφαλίζοντας μέχρι τώρα τον ανταγωνισμό της Ρωσσίας και οσονούπω του επανακάμψαντος Ιράν.
Η επανέναρξη των εχθροπραξιών στο Ναγκόρνο – Καραμπάχ αντιμετωπίστηκε από την Άγκυρα με την υιοθέτηση υψηλών τόνων, όπως και στο παρελθόν. Ο Ερντογάν δήλωσε ότι: «Θα στηρίξουμε το Αζερμπαϊτζάν μέχρι τέλους». Αυτό που μένει να δούμε είναι κατά πόσο το εννοεί στην παρούσα συγκυρία; Αν η Τουρκία επεδίωκε αναζωπύρωση της παλαιάς σύγκρουσης, για να υποβαθμίσει τη θέση της Ρωσσίας στην περιοχή, μάλλον δεν τα κατάφερε, διότι επήλθε εκεχειρία η οποία σε γενικές γραμμές τηρείται. Επομένως, εφ’ όσον υπάρχει τουρκικός δάκτυλος, ο αρχικός στόχος φαίνεται να αποτυγχάνει. Αν, εν τέλει, υπάρξει περαιτέρω κλιμάκωση η τουρκική διπλωματία, κατά πάσα πιθανότητα, θα βρεθεί ενώπιον τριών επιλογών, βάσει της τροπής που θα λάβει η νέα αντιπαράθεση.
Πρώτο ενδεχόμενο, αν επικρατήσει στην νέα σύγκρουση πάλι η Αρμενία τότε οφείλει να επέμβει εναντίον της για να υποστηρίξει το Αζερμπαϊτζάν, όπως δήλωσε ο τούρκος πρόεδρος. Ταυτόχρονα η προάσπιση του Ερεβάν, εκ μέρους της Μόσχας, συνιστά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να συνεχιστεί η φιλορωσσική του πολιτική. Σ’ αυτή την περίπτωση η Άγκυρα θα έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με τη Ρωσσία, η οποία έχει υπογράψει αμυντική συμφωνία και διατηρεί δυνάμεις στην Αρμενία. Δεν γνωρίζω κατά ποσό αυτό είναι επιθυμητό και εφικτό για την τουρκική στρατηγική˙ απέφυγε να επέμβει έναντι της Μόσχας στην πιο απομακρυσμένη Συρία, θα το πράξει εγγύτατα στα σύνορα της Ρωσσίας;
Δεύτερο, αν επικρατήσει το φιλοδυτικό Αζερμπαϊτζάν είναι σίγουρο πως θα επέμβει η Μόσχα για τους λογούς που αναλύσαμε ακροθιγώς μόλις πριν. Επίσης σ’ αυτή την περίπτωση η Τουρκία θα βρεθεί στο δίλημμα να παρέμβει εναντίον της Ρωσσίας, η οποία, όπως έχει αποδείξει σε μια σειρά κρίσεων (Γεωργία 2008, Ουκρανία 2014, Συρία 2015), δεν φείδεται της χρήσης στρατιωτικής βίας για την επίτευξη των πολιτικών της στοχεύσεων!
Τρίτο, αν η σύγκρουση δεν αλλάξει την υπάρχουσα κατάσταση, τότε το Μπακού θα αισθάνεται ηττημένο, αφού εκείνο επεδίωξε να αλλάξει το status quo με τη χρήση στρατιωτικών μέσων, και κατ’ επέκταση και η Άγκυρα. Επομένως θα συνιστά, μια ακόμη, διπλωματική ήττα για την Τουρκία.
Γενικότερα, στο βαθμό που η πολιτική ελίτ που κυβερνά τη γείτονα εδώ και 14 έτη επιθυμεί να καταστεί περιφερειακή δύναμη οφείλει να καταθέσει τα “διαπιστευτήρια” της, ιδιαίτερα τώρα που η επανακάμψασα Ρωσσία δεν αφήνει πολλά περιθώρια παρερμηνειών για τις προθέσεις και την αποφασιστικότητά της. Η “κατανόηση” που συναντά ο τουρκικός αναθεωρητισμός προς δυσμάς, δεν βρίσκει ανάλογη αποδοχή προς ανατολάς! Σχετικά με το ζήτημα της περιφερειακής τάξης στον Καύκασο αυτό θα είναι απόρροια ενός ηγεμονικού διακανονισμού μεταξύ Δύσης και Ρωσσίας, που όπως όλα τα ηγεμονικά σχήματα προϋποθέτει έναν αποδεκτό καταμερισμό ισχύος ανάμεσα στους κύριους δρώντες και μια ταυτόχρονη ανεκτή ιεραρχία μεταξύ ηγετικών και υποδεέστερων δυνάμεων. Σ’ αυτό το σημείο έγκειται η τουρκική αντίδραση, ενώ επιθυμεί να είναι με τις πρώτες, τα γεγονότα την ωθούν προς τις δεύτερες.
*Αναδημοσίευση από τη Νέα Πολιτική