Blog

1821-2021: Διακόσια Χρόνια Μετά η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται

 

1821-2021: Διακόσια Χρόνια Μετά η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται

 

«Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνότζαιρη του κόσμου,

κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι ‘ξηλείψει,

κανένας, γιατί σκέπει την ‘που τ’ άψη ο Θεός μου.

Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει»

[Βασίλη Μιχαηλίδη, Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου]

 

Του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη

 

Τον Σεπτέμβριο του 1821, λίγο πριν την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, ο Θεόδωρος Δεληγιάννης, ένας εκ των φυλακισμένων αρχιερέων και προκρίτων του Μωριά μέσα στην ειρκτή της Αρκαδικής πρωτεύουσας, ο οποίος ήταν και οιωνοσκόπος, διάβασε σε ωμοπλάτη την αποκόλληση της Ελλάδας από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Αυτή ακριβώς η πρόβλεψή του, «της αποκοπής του ποδιού» της αυτοκρατορίας, έγινε πραγματικότητα μερικά χρόνια αργότερα, το 1830, με το 4ο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που αναγνώριζε την Ελλάδα ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος.

Με αυτή την πρώτη επίσημη διεθνή διπλωματική πράξη του νεότερου Ελληνισμού, η ιστορία ξεκινούσε μια αντίστροφη κίνηση, κλείνοντας έναν κύκλο 7 αιώνων που άρχισε τον Αύγουστο του 1071, όταν ένας πολυάριθμος βυζαντινός στρατός, υπό τον Αυτοκράτορα Ρωμανό Δ´ Διογένη, ηττήθηκε απροσδόκητα κοντά στο Μαντζικέρτ (πόλη της Αρμενίας σήμερα) από τις δυνάμεις του Σελτζούκου σουλτάνου Αλπ-Αρσλάν.

Η ήττα αυτή, «η φοβερή ημέρα», σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, άνοιξε τον δρόμο για την ταχεία κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας από τις τουρκικές φυλές και οδήγησε τον 14ο αιώνα στην δημιουργία της νέας αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής, η οποία συμπεριέλαβε όλα τα εδάφη του πάλαι ποτέ κραταιού Βυζαντίου.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, σύμφωνα με τον σημαντικό Ιταλό πολιτικό στοχαστή της Αναγέννησης, Νικολό Μακιαβέλι, «ήταν ένα κράτος με πρότυπη και άκρως αποτελεσματική διοίκηση» (βλ. Ο Ηγεμόνας, εκδ. Πατάκη 2012), με αξιοκρατικό σύστημα χωρίς μία «εξ αίματος αριστοκρατία». Η οργάνωση αυτού του πολυεθνικού και πολυθρησκευτικού κράτους ήταν το αποτέλεσμα της σύνθεσης τουρκο-μογγολικών, ισλαμικών, και βυζαντινών θεσμών και παραδόσεων.

Οι υπήκοοι του οθωμανικού κράτους χωρίζονταν αναλόγως του θρησκεύματος σε δύο βασικές κατηγορίες: μουσουλμάνους και μη-μουσουλμάνους. Οι Χριστιανοί, και οι Έλληνες ανάμεσά τους, για να λάβουν αξιώματα έπρεπε εκουσίως να εξισλαμισθούν.

Παρά την ευρέως διαδεδομένη άποψη, «οι Οθωμανοί δεν επεδίωκαν, τις περισσότερες φορές, τον εξισλαμισμό» (Στέφανος Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος, εκδ. Παπαζήση 2005), και για λόγους θρησκευτικούς, μα και για λόγους οικονομικούς.

«Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι οι Οθωμανοί δεν επεδίωξαν, γενικώς, βίαιους εξισλαμισμούς μεγάλης κλίμακας… η μείωση του αριθμού των μη μουσουλμάνων υπηκόων της Πύλης θα συνεπαγόταν σημαντική μείωση των κρατικών εσόδων…» (Στέφανος Παπαγεωργίου, ό.π.). Στον ελληνικό χώρο, εξισλαμισμοί μεγάλης κλίμακας έγιναν στην Κρήτη και στην Κύπρο. Τα μέλη της παλιάς βυζαντινής και βενετσιάνικης αριστοκρατίας, που δεν ήθελαν να χάσουν το κοινωνικό και οικονομικό τους στάτους, επέλεξαν να εξισλαμισθούν. Η ένταξη στην οθωμανική, διοικητική και στρατιωτική, ελίτ μελών της βυζαντινής αριστοκρατίας, στην Ανατολία και στα Βαλκάνια, είχε αρχίσει πολύ πριν από την Άλωση της Πόλης… Άλλοι λόγοι εκούσιου εξισλαμισμού χριστιανικών βυζαντινών πληθυσμών ήταν η αντίθεση αιρετικών περιοχών με την Εκκλησία (π.χ. πρώην μονοφυσίτες), η σκληρότητα ορισμένων βυζαντινών διοικητών και φοροεισπρακτόρων, η παγανιστική νοοτροπία πολλών αγροτών που τους ταίριαζε η απλότητα της μουσουλμανικής θρησκευτικής πρακτικής και η εξασφάλιση μεγαλύτερης κρατικής προστασίας για τους προσήλυτους.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία και στην διάρκεια των αιώνων δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε μια μεγάλη κατηγορία του πληθυσμού, αυτή των κρυπτοχριστιανών.

Έτσι, όταν ήρθε η ώρα της Παλιγγενεσίας, το 1821, οι Έλληνες είχαν διεισδύσει σε νευραλγικές θέσεις της Οθωμανικής διοίκησης και της τοπικής Αυτοδιοίκησης, έχοντας στα χέρια τους μια πολλή ισχυρή οικονομική δύναμη. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης και με την δράση της Φιλικής Εταιρείας, δημιούργησαν τις ιδανικές συνθήκες για την ένοπλη εξέγερση και τη νίκη της Επανάστασης του ’21.

«Άδικα οι σέλες λαβώνουν τις ράχες των φαριών! Άδικα ο Μαχμούτ μαζεύει αρμάδες και ασκέρια! Άδικα οι πασιάδες χιμούν προς το Νοτιά! Ήταν δικαιοσύνη του Αλλάχ να γκρεμιστή το κραταιό Ντοβλέτι. Δικαιοσύνη του Θεού να γίνη Γιουνανιστάν η Ρούμελη!…», μας λέει ο Καραγάτσης σε ένα από τα υπέροχα διηγήματά του στην «Μεγάλη Λιτανεία». Η ιστορία είχε γυρίσει αποφασιστικά φύλλο υπέρ των Ελλήνων και η νίκη στεφάνωσε ξανά το δικό μας στρατόπεδο, όσο κι αν εμείς οι ίδιοι με τις εμφύλιες διαμάχες γκρεμίζαμε ό,τι με αίμα είχε κατακτηθεί. Ο κύκλος πολλών αιώνων, που είχε ανοίξει στο Μαντζικέρτ, φαινόταν να τελειώνει οριστικά.

Μέχρι το τέλος της Μεγάλης Ιδέας

Μετά τις 3 Φεβρουαρίου 1830, με την υπογραφή του 4ου Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, άρχισε η περιπέτεια του νέου ελληνικού κράτους, χάρη και στις άοκνες προσπάθειες του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος, όμως, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του και, κυρίως, να εγκαταστήσει «ελληνικόν θρόνον» ώστε η σύγχρονη Ελλάδα να είχε μια, όσο το δυνατόν, πιο ανεξάρτητη πορεία. Παρά τα όσα τραγικά μεσολάβησαν με την δολοφονία του Καποδίστρια, η άφιξη του Όθωνα στο λιμάνι του Ναυπλίου, στις 30 Ιανουαρίου 1833, δημιούργησε ξανά ενθουσιασμό στους Έλληνες.

«Μία τέτοια ημέρα θα συγχωρούσες όσους αναλογίζονταν με ενθουσιασμό την ποιητική δόξα της Ελλάδος του Ομήρου και το ιστορικό μεγαλείο της Ελλάδος του Θουκυδίδη, και έτρεφαν ελπίδες για την αναγέννηση μιας τρίτης Ελλάδος που θα έπαιρνε τώρα μια λαμπρή θέση στην παγκόσμια ιστορία», γράφει ο φιλέλληνας Σκώτος ιστορικός Τζωρτζ Φίνλεϋ (1799-1875) στο μνημειώδες έργο του Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, που πρώτος το μετέφρασε στα Ελληνικά ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. «Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα και ανασταίνεται, οπού ήταν τόσον καιρόν χαμένη και σβυσμένη», έλεγε, μεταξύ άλλων, το αναρτημένο σε όλους τους τοίχους της πρώτης πρωτεύουσας βασιλικό διάγγελμα.

Όλα αυτά δικαιολογούσαν μεγάλες προσδοκίες στο νεόδμητο Βασίλειο που αριθμούσε μόλις 750.000 κατοίκους, σύμφωνα με την πρώτη οθωνική απογραφή του 1834.

Όμως, ο απώτερος στόχος της εθνικής μας Παλιγγενεσίας ήταν η ένταξη στο νέο, ελεύθερο ελληνικό κράτος όλων των Ελλήνων και η απελευθέρωση του κέντρου του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, της ιστορικής μας πρωτεύουσας, της Κωνσταντινούπολης. Η ταύτιση δηλ. του ελληνικού έθνους με το ελληνικό κράτος, κάτι που δεν έγινε κατορθωτό μετά τον δεκαετή αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων. Πέρα από τον Μωριά, την Ρούμελη και τις Κυκλάδες μεγάλες ελληνικές περιοχές, ηπειρωτικές και νησιωτικές, με πάνω από 2.000.000 πληθυσμούς ελληνικούς παρέμεναν στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η αδυναμία της εκπλήρωσης αυτού του αρχικού στόχου, ο οποίος τεκμηριώνεται χωρίς αμφιβολία μέσα από τις Διακηρύξεις της Επανάστασης, τα επίσημα κείμενα αλλά και τα λόγια του ίδιου του Γέρου του Μωριά (Λόγος του στην Πνύκα, Οκτώβριος 1838), ήταν φυσικό να καθορίσει την εξωτερική μας πολιτική στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Ο στόχος αυτός που συνεπήρε όλους τους Έλληνες από τα λαϊκά στρώματα, τους πρώην αγωνιστές στρατιωτικούς και μη, την πλειοψηφία των πολιτικών και ακαδημαϊκών μέχρι και τον ίδιο τον βασιλιά εκφράστηκε με την Μεγάλη Ιδέα.

«- Αγόρασες, Γιώργη, σπίτι στην Αθήνα; Μα, σε λίγο καιρό θα λαλήσουν κούκκοι στα κεραμίδια του!…

– Γιατί;

– Γιατί η πρωτεύουσα του Βασιλείου θα μεταφερθεί στην Επτάλοφο!…»

Αυτός ο διάλογος δύο Αθηναίων αστών μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα την δεκαετία του 1830, που έχει διασωθεί, μεταφέρει χαρακτηριστικά το κλίμα της εποχής.

Κατά την σύσκεψη για τον ορισμό της νέας πρωτεύουσας όπου ακούστηκαν διάφορες απόψεις, ένα μέλος της Αντιβασιλείας πρότεινε την λύση της «κινητής πρωτεύουσας», η οποία προέβλεπε να μετακινείται η πρωτεύουσα σταθερά και σταδιακά με βορειοανατολική κατεύθυνση (όπως δείχνει το χέρι στα αγάλματα του Κολοκοτρώνη), από το Ναύπλιο, στην Κόρινθο, στην Αθήνα, στην Λάρισα, την Θεσσαλονίκη και, εντέλει, στην Κωνσταντινούπολη…

Είναι φανερό ότι η προοπτική της επέκτασης των συνόρων υπήρχε εξ αρχής στην αντίληψη και στην εθνική συνθηματολογία που κληρονόμησε από την Επανάσταση το νεοελληνικό κράτος. Η μεγαλοϊδεατική ιδεολογία και η πολιτική της εθνικής ολοκλήρωσης διέτρεχε απ’ άκρου εις άκρον την ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα.

Η Μεγάλη Ιδέα, λοιπόν, η προϊούσα παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων συνιστούσαν τις βασικές συνιστώσες του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η φιλορωσική στροφή του Όθωνα και ο ενστερνισμός από μέρους του της Μεγάλης Ιδέας ήταν η αρχή της αντίστροφης μέτρησης για την δυναστεία. Αυτά τα δύο προτάγματα αποτελούσαν το κόκκινο πανί για τις Δυτικές δυνάμεις, οι οποίες φρόντιζαν (από τότε μέχρι σήμερα) να εμποδίσουν κάθε σενάριο για την αναβίωση των βυζαντινών προτύπων και γεωπολιτικών αντιλήψεων στους κόλπους της νεοελληνικής κοινωνίας.

Ντοπαρισμένοι από την προοπτική του μεγαλείου μιας ελληνικής αυτοκρατορίας, τις διαφωτιστικές ιδέες για την πρόοδο της κοινωνίας, αλλά και από χρησμούς και προφητείες ριζωμένες καλά στην μακραίωνη ιστορία μας, οι Έλληνες είχαμε μια αξιοθαύμαστη δημιουργικότητα, ζωντάνια και δημογραφική ανάπτυξη μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.

Είναι ενδεικτικό ότι, όταν μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα στην Αθήνα, η πόλη ήταν ερείπια με λίγους οικίσκους στους πρόποδες της Ακροπόλεως. Οι κάτοικοι δεν ξεπερνούσαν τις 7.000 και τα περισσότερα σπίτια έμοιαζαν με παράγκες, ενώ γύρω από τις συνοικίες υπήρχαν χωράφια και βοσκοτόπια. Ο Πειραιάς αποτελείτο από τρεις οικίσκους, που έμοιαζαν με ξύλινες καλύβες, για την εξυπηρέτηση των πλοίων [Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου, Ιστορία του Όθωνος, Βασιλέως της Ελλάδος (1832-1862), εκδ. Αριστείδης Γαλανός, 1894]. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε ότι η πρωτεύουσα μέσα σε μια εξηκονταετία (λίγο πριν τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες) θα μεταβαλλόταν σε μια πλούσια και πανέμορφη πόλη («διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι») με πάνω από 100.000 κατοίκους και το επίνειό της, ο Πειραιάς με τις τρεις καλύβες το 1835, θα γινόταν λιμένας πρώτης τάξεως της Μεσογείου και μια βιομηχανική και εμπορική πλουσιότατη πόλη πενήντα χιλιάδων κατοίκων. Τέτοια ήταν η ζωτικότητα του ελληνικού λαού, πτωχού μεν οικονομικά, αλλά πλουσιότατου σε ήθη, οράματα και αξίες.

Για τον Όθωνα έχουν ειπωθεί πολλά θετικά και αρνητικά από Έλληνες και Δυτικοευρωπαίους ιστορικούς, είναι όμως γεγονός αναμφισβήτητο ότι αυτός είναι που έκανε σημαία την Μεγάλη Ιδέα, με ό,τι αυτό σήμαινε για την απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών, αλλά και για τις εθνοβλαβείς συνέπειες από ασύνετες πολεμικές επιχειρήσεις που δεν ήταν πάντα αναγκαίες.

Η τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα σημαδεύτηκε από ένα γεγονός μεγάλης εθνικής σημασίας, το οποίο δεν ήταν άλλο από το οικτρό αποτέλεσμα του πολέμου του 1897. Απ’ αυτή την ατυχή πολεμική τραγωδία, στην οποία είχαν επενδύσει πολλοί μεγαλόσχημοι ´Έλληνες λόγιοι, όπως ο Παλαμάς, ο Ξενόπουλος, ο Καρκαβίτσας, ο Λορέντζος Μαβίλης κ.ά., ο Ελληνισμός βγήκε τραυματισμένος πολλαπλά, αλλά ακόμα ικανός για την γενική αναμόρφωση και αναστήλωση των εθνικών δυνάμεων, όπως έδειξαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι που ακολούθησαν. Ο λαός αυτός, που εγκαταλείφθηκε τόσο εύκολα για να ηττηθεί, βρήκε τις δυνάμεις να υπερασπισθεί ξανά το έθνος και να δράσει απελευθερωτικά. Η απαξίωση του κράτους και των παρωχημένων θεσμών του έδρασε καταλυτικά στην συλλογική συνείδηση, δεν κατέληξε στην απαξίωση της πολιτικής αλλά, αντιθέτως, την είδε σαν όχημα ολοκλήρωσης της εθνικής ουτοπίας και έτσι φτάσαμε στο 1909 και την είσοδο στην ιστορική σκηνή του Βενιζέλου προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου γίνονται μέσα σε νέα έξαρση του αλυτρωτισμού και την δομημένη βεβαιότητα της αδιάσπαστης συνέχειας του Ελληνισμού, γι’ αυτό θα αποτελέσουν το καθοριστικό τεστ για το Ανατολικό Ζήτημα και την Μεγάλη Ιδέα. Εκείνοι οι «ξυπόλητοι» αγωνιστές του 1821, που άρχισαν το ξήλωμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έμοιαζαν να στοιχειώνουν ξανά την ιστορία για να ολοκληρώσουν το έργο τους… όταν, το 1922, οι τσολιάδες του Πλαστήρα, σκαρφαλωμένοι στο Κάλε Γκρότο, έβλεπαν τις στέγες των πρώτων σπιτιών της Άγκυρας.

Η Διαρκής Προδοσία

Η Συνθήκη των Σεβρών ήταν η μεγάλη ευκαιρία που χάσαμε γιατί, αν επικυρωνόταν, θα είχε επιλύσει στον μέγιστο βαθμό το Ανατολικό Ζήτημα. Η Τουρκία αποκλειόταν από την Ευρώπη, η Μακεδονία, η Θράκη και η περιοχή της Σμύρνης δίνονταν στην Ελλάδα. Τα γνωστά «περίεργα» γεγονότα που μεσολάβησαν, όπως ο αιφνίδιος θάνατος του Βασιλιά Αλέξανδρου από το δάγκωμα της μαϊμούς, η αποδοκιμασία της κυβέρνησης του προέδρου Γουίλσον στις ΗΠΑ και του Βενιζέλου εδώ, το δημοψήφισμα-οπερέττα για την επιστροφή του ανεπιθύμητου από τους Δυτικούς Κωνσταντίνου άλλαξαν την ελληνική ιστορία.

Η προδοσία, όμως, των άσπονδων δυτικών μας φίλων και η υποστήριξη του νεοσύστατου εθνικιστικού στρατού των Νεοτούρκων του Κεμάλ Ατατούρκ από Γάλλους, Ιταλούς και Σοβιετικούς είχε βαθύτερα αίτια από την δικαιολογία πάνω στην οποία βάσισαν την αλλαγή στάσης τους κατά της Ελλάδος, δηλ. την επιστροφή του φιλογερμανού εξόριστου βασιλιά.

Το 1979, η εφημερίδα του Καΐρου al-Dawa (Το Κάλεσμα), που ήταν το κεντρικό όργανο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, δημοσίευσε μια σειρά άρθρων με σκοπό να ενημερώσει τον μουσουλμανικό κόσμο για τους κινδύνους που τον απειλούν. Κάτω από τον τίτλο «Γνώρισε τον Εχθρό σου», τα άρθρα αριθμούσαν 4 κύριους εχθρούς απέναντι στους οποίους έπρεπε κάθε Μουσουλμάνος να θωρακιστεί: τον Σταυροφόρο, τον Εβραίο, τον Μαρξιστή και τον Κοσμικό. Όλοι αυτοί είναι κακοί. (Bernard Lewis, Semites and Anti-Semites). Ο τέταρτος εχθρός, με πολλούς τρόπους, ο πιο ύπουλος και ο πιο επικίνδυνος για το πραγματικό Ισλάμ, ήταν ο κοσμικός εκσυγχρονιστής, ο οποίος επιδίωκε να εγκαταστήσει κοσμικά καθεστώτα στα ισλαμικά εδάφη και να αποδομήσει την ισλαμική πίστη.

Ο πρώτος μεγάλος κοσμικός επαναστάτης, η «πηγή του κακού» που ξεκίνησε αυτήν τη διαδικασία και από τον οποίον εμπνεύστηκαν όλοι οι άλλοι, ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Ήταν ο άνθρωπος, ο οποίος, μετά την οθωμανική ήττα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιούργησε την Τουρκική Δημοκρατία πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εγκαθιδρύοντας την πρώτη πολιτεία στην ισλαμική ιστορία όπου η θρησκεία ήταν διαχωρισμένη από το κράτος.

«Τα άρθρα αυτά προσφέρουν μια καινούργια και καταπληκτική εξήγηση της προέλευσης του Ατατούρκ και του ρόλου του στην ιστορία. Σύμφωνα μ’ αυτά, ήταν ένας ντονμέ, ένας κρυπτο-Εβραίος, που ανέτρεψε τους Οθωμανούς σουλτάνους για να τους τιμωρήσει για την άρνησή τους να παραχωρήσουν την Παλαιστίνη στους σιωνιστές» (Bernard Lewis, Semites and Anti-Semites).

Η Διακήρυξη Μπάλφουρ του 1917 ήταν μια μεγάλη νίκη για την γέννηση του σιωνιστικού κινήματος. Εγκαταλειμμένη από ηγέτες των Νεότουρκων, η ηττημένη Οθωμανική κυβέρνηση άφησε τους Βρετανούς και τους Γάλλους να καταλάβουν τα Στενά, αλλά από τις προσπάθειες του Σουλτάνου να αδρανοποιήσει τον τουρκικό στρατό ξεκίνησε μια ανταρσία, στην οποία ηγείτο ο ικανότερος στρατηγός του, ο Μουσταφά Κεμάλ (αργότερα ονομάστηκε Ατατούρκ, δηλ. «Πατέρας των Τούρκων»). Σύντομα οι οπαδοί του Κεμάλ σχημάτισαν στην Άγκυρα μια εθνικιστική κυβέρνηση, που απέρριψε την Συνθήκη των Σεβρών, η οποία επιβλήθηκε από τους συμμάχους, και διαπραγματεύθηκαν μαζί τους τρία χρόνια αργότερα στη Λωζάνη προκειμένου να εξασφαλίσουν μια πιο αποδεκτή Συνθήκη, αφού είχε προηγηθεί η Μικρασιατική καταστροφή για εμάς.

Ανεξάρτητα, πάντως, αν επιβεβαιώθηκε ή όχι η παραπάνω «θεωρία συνωμοσίας», γεγονός είναι ότι η Τουρκία με τον Μουσταφά Κεμάλ Πασά και την ελίτ των ντονμέδων ξαναμπήκε στο ιστορικό παιχνίδι, αντί να περιοριστεί στην θέση που της άρμοζε, αυτήν ενός μικρού, αβλαβούς έθνους στην Ανατολία. Αυτό έγινε γιατί οι διεθνείς τραπεζίτες ήθελαν μεν την διάλυση της αυτοκρατορίας, αλλά ήθελαν την Τουρκία σαν κράτος υπολογίσιμο, γι’ αυτό την προστάτευαν όλο τον 20ο αιώνα.

Έτσι, αυτό που λέμε σήμερα «τουρκική απειλή» είναι στην ουσία η συνέχεια, με άλλη μορφή, του άλυτου Ανατολικού Ζητήματος.

Η Ελλάδα προδόθηκε στην Μικρά Ασία από τους δυτικούς συμμάχους της, οι οποίοι την εγκατέλειψαν. Το χειρότερο ήταν ότι η προδοσία αυτή δεν ήταν «στιγμιαία», ήταν «μια προδοσία συνεχιζόμενη, μια προδοσία αποκρουστική αλλά και σύμφυτη με την κοινωνικοοικονομική οργάνωσή τής κατ’ επίφασιν πολιτισμένης ανθρωπότητας», λέει ο Γιάννης Π. Καψής στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του εξαιρετικού πονήματος Η Μεγάλη Προδοσία (εκδ. Λιβάνη) του Αμερικανού συγγραφέα Έντουαρντ Χέϊλ Μπίρσταντ (Edward Hale Bierstad).

Και το πιο άσχημο ακόμα ήταν ότι ο ελληνικός λαός προδίδεται κατ’ εξακολούθηση έναν αιώνα τώρα, μετά το 1922, από τις δικές του πολιτικές ηγεσίες, τις δικές του ελίτ. Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της χώρας μετά τον εμφύλιο, αντί να αντιμετωπίζουν τις «προτάσεις» και τις «φόρμουλες» των Δυτικών ως προσπάθειες εξυπηρέτησης των δικών τους συμφερόντων, τις δέχονταν όλες δουλικά με τίμημα την θυσία των συμφερόντων της Ελλάδας. Το είδαμε αυτό να συμβαίνει με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου στο Κυπριακό, να επαναλαμβάνεται στην καταστροφή του ’74, να επανέρχεται με τα Ίμια, την Μαδρίτη, το Σχέδιο Ανάν, την ένταξη στην Ευρωζώνη κ.ο.κ. Τα αποτελέσματα πάντα εις βάρος μας με την μία δέσμευση μετά την άλλη στην αποδοχή εθνοκτόνων διεκδικήσεων και μνημονίων κατά της χώρας μας. Όλες αυτές τις μεταπολεμικές δεκαετίες, βαδίζαμε ανερμάτιστοι μετά το τέλος των μεγαλοϊδεατικών επιδιώξεων, ένα δυτικό προτεκτοράτο χωρίς όραμα, πέρα από τον «εκσυγχρονιστικό» βερμπαλισμό, χωρίς γεωστρατηγικούς αισθητήρες για να χαράσσουν πορεία πάνω σε συγκροτημένους εθνικούς στόχους.

Σήμερα, οι εταίροι μας στην Ευρωένωση και στο ΝΑΤΟ μάς υποχρεώνουν σε μια συνολική «διαπραγμάτευση» με την Τουρκία, η οποία στην ουσία σημαίνει μια συνολική αναθεώρηση των συνθηκών που κατοχυρώνουν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο, την Κύπρο, την Θράκη. «Το πείραμα να μετασχηματισθεί η πολιτιστική ‘’ουτοπία’’ του Ελληνισμού σε δυτικού τύπου εθνικό ‘’κράτος’’… στοίχισε ώς τώρα στον Ελληνισμό την πιο μεγάλη στην Ιστορία του καταστροφή, τον εκβαρβαρισμό της Μικρασίας, το 1922», μας λέει ο καθηγητής Χρ. Γιανναράς στο βιβλίο του Η Νεοελληνική Ταυτότητα (εκδ. Γρηγόρη, 1983).

Αν πλησιάζει η ώρα και για δεύτερο παρόμοιο τίμημα στα 200 χρόνια από την Επέτειο του 1821, αυτό συμβαίνει γιατί μας έχει παραλύσει το δηλητήριο του μηδενισμού, όπως διέβλεπε ο Άγγελος Τερζάκης, από το 1970 ήδη, σε ένα κείμενό του για την Ελληνική Επανάσταση: «Είμαστε μόνοι μας παραγωγοί του αναισθητικού που θα μας παραδώσει στον δράκο. Μια Κίρκη μας έχει χτυπήσει με το ραβδί της και μας έκανε χοίρους προτού πάρουμε τον δρόμο για τον μακελλάρη και ύστερα για την χύτρα της».

Αν κάποιοι, προτιθέμενοι να μετασχηματίσουν την Ελλάδα σε μια αφασική γκλομπαλιστική κοινωνία, είναι πρόθυμοι να υποκύψουν στις νέο-Οθωμανικές διεκδικήσεις, να προσφέρουν γη και ύδωρ στα παρανοϊκά σχέδια του Ερντογάν για ανασύσταση της «αυτοκρατορίας»… τότε να ξέρουν ότι η Ανάγκη, που στέκεται ψηλότερα από μας, έχει ορίσει να υπάρχει Ελλάδα, όσο υπάρχει κόσμος. Γιατί η Ελληνική φυλή, η Ρωμιοσύνη, «έν’ φυλή συνότζιαιρη του κόσμου», όπως λέει στην κυπριακή διάλεκτο ο στίχος του εθνικού ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη (1849-1917). Κι όταν η Ανάγκη λέει «δεν πρέπει» να πεθάνει η Ελλάδα, αυτό σημαίνει «δεν πρόκειται»!

 

NEXUS T.163 – Φεβρουάριος 2021

ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Αφήστε μια απάντηση