2016-02-18. Ποια Ευρώπη Θέλουμε;
Το ποια Ευρώπη θέλουμε ή ποια Ευρώπη οικοδομούμε και ποια Ευρώπη μας έχει προκύψει είναι τρείς δύσκολες ερωτήσεις που δεν μπορούν να απαντηθούν μονοδιάστατα. Την άνοιξη του 1950, ήρθε η ώρα της Ευρώπης να αντιμετωπίσει την αλήθεια για το μέλλον της για πρώτη φορά. Οι Υπουργοί Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας ανέθεσαν στο Γάλλο ομόλογό τους Robert Schuman την αποστολή να υποβάλλει μια πρόταση για την επανενσωμάτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ευρώπη. Μια συνεδρίαση μεταξύ των τριών κυβερνήσεων είχε προγραμματισθεί για τις 10 Μαίου 1950 και η Γαλλία δεν ήταν δυνατόν να αποφύγει τις ευθύνες της.
Έχοντας τη διπλή συναίνεση της γαλλικής και της γερμανικής κυβέρνησης, ο Robert Schuman παρουσίασε δημόσια τη Διακήρυξή του κατά τη διάρκεια Συνέντευξης Τύπου που δόθηκε στις 4 μ.μ. στο Salon de l’Horloge του Υπουργείου Εξωτερικών. Πριν παρουσιάσει δημόσια τη Διακήρυξή του είπε τα εξής:
“Δεν πρόκειται πια για μάταια λόγια, αλλά για μια θαρραλέα πράξη, μια εποικοδομητική πράξη. Η Γαλλία ανέλαβε δράση και οι συνέπειες της ενέργειάς της μπορούν να είναι τεράστιες. Το ευχόμαστε. Η Γαλλία ενήργησε με σκοπό την ειρήνη. Για να υπάρξουν δυνατότητες για ειρήνη πρέπει πρώτα να υπάρχει η Ευρώπη. Πέντε σχεδόν χρόνια μετά την, άνευ όρων, συνθηκολόγηση της Γερμανίας, η Γαλλία πραγματοποιεί την πρώτη αποφασιστική πράξη της ευρωπαϊκής οικοδόμησης με τη συμμετοχή της Γερμανίας. Οι ευρωπαϊκές συνθήκες αναμένεται να μεταβληθούν δραστικά. Αυτή η μεταβολή θα καταστήσει δυνατή την ανάληψη και άλλων κοινών, ενεργειών, που μέχρι σήμερα ήταν αδύνατον να γίνουν. Από όλα αυτά γεννιέται η Ευρώπη, μια Ευρώπη σταθερά ενωμένη και έντονα σχεδιασμένη. Μια Ευρώπη όπου το βιοτικό επίπεδο θα σημειώσει άνοδο χάρη στη συνένωση της παραγωγής και την επέκταση της αγοράς που θα οδηγήσει στη μείωση των τιμών…”
Ωστόσο, αυτά που ακολούθησαν αργότερα και μέχρι σήμερα δεν μας επιτρέπουν να πούμε ότι αυτή η πρωτοβουλία ανταποκρίνεται από μόνη της στις απαιτήσεις της ΕΕ στον 21ο αιώνα. Σήμερα είναι η ΕΕ που βρίσκεται αντιμέτωπη με μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της Από τότε μέχρι σήμερα έγιναν πολλά και θα απαιτηθούν περισσότερα να γίνουν στο μέλλον. Η αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη από την διακήρυξη του Schuman πέρασε διάφορα στάδια ευρω-πεσιμισμού και ευρω-ενθουσιασμού. Σήμερα αποδείχθηκε ότι η Ευρώπη περνά την μεγαλύτερη κρίση καθώς η προσφυγική κρίση δεν είναι εύκολη και οι πολιτικές και κοινωνικές διαφορές ανάμεσα στα κράτη-μέλη είναι όλο και πιο εμφανείς. Η αλήθεια είναι ότι η Γερμανία δεν παρείχε αρκετή στήριξη στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που ήρθαν αντιμέτωπες με το προσφυγικό κύμα.. Η διακήρυξη του Schuman πέρα τότε από θαρραλέα πράξη μπορούμε να πούμε ότι αποτέλεσε και βήμα καθοριστικό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και με όραμα.
Μέχρι σήμερα, η Γαλλία φαίνεται ότι επιθυμούσε αυτή η πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση να γίνεται προσεκτικά και βήμα – βήμα υπό το φόβο της Γερμανικής «απειλής». Στη διακήρυξη του Schuman και στο Προοίμιο της συνθήκης της ΕΚΑΧ εκφράζεται η πολιτική βούληση για μετάβαση από το εθνοκεντρικό σύστημα στην ευρωπαϊκή ομοσπονδία για διασφάλιση της ειρήνης. Όμως, αργότερα η λέξη κλειδί «ομοσπονδία» είναι κάτι το οποίο αποφεύγεται από τους Γάλλους και απουσιάζει από τις μετέπειτα συνθήκες (Ρώμη 1957, Μάαστριχ 1993, Άμστερνταμ 1997, Νίκαια 2001). Αυτό αποτελεί και ένα από τα λεπτά σημεία υψηλής πολιτικής τα οποία θα πρέπει να επιλυθούν στον 21ο αιώνα για να προχωρήσουμε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η ένταξη της Βρετανίας στην ΕΕ έχει απομακρύνει ακόμα περισσότερο σήμερα τις προσπάθειες των φεντεραλιστών για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας καθώς είναι γνωστή η δύναμη των ευρωσκεπτικιστών της, των Συντηρητικών και της αγγλικής κοινής γνώμης και δεν μπορούμε να πούμε ότι μπορεί να δοθεί κάποια ώθηση σήμερα στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Για να φτάσουμε σήμερα να συζητούμε για Brexit και ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Μανουέλ Βαλς, το 2016, να δηλώνει ότι η έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνιστούσε «ένα σοκ» για την Ευρώπη και θα επηρέαζε «την αντίληψη που έχουμε» για την γηραιά ήπειρο. Ακόμη αξίζει να σημειωθεί πως τα μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης ήταν 12 και μετά 15 και σήμερα έχουμε φτάσει στον αριθμό των 27. Η λήψη αποφάσεων σίγουρα είναι δυσκολότερη.
Τα κράτη μέλη έχουν υιοθετήσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο και το έχουν ενσωματώσει στις νομοθεσίες τους. Όμως, ένα ζήτημα που θα πρέπει να αποφασίσει η Γαλλία και ενδεχομένως τα άλλα μέλη σήμερα, είναι σε ποιο βαθμό είναι διατεθειμένα να εκχωρήσουν την εθνική τους κυριαρχία. Το ερώτημα αυτό είχε παρουσιαστεί από τις αρχές τις δεκαετίας του 1950 όταν οι Γάλλοι για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ένταξης της δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, αντιμετώπισαν το ερώτημα κατά πόσο ήταν διατεθειμένοι να συνυπάρξουν με αυτούς σε έναν ενιαίο στρατό. Βέβαια η Γαλλία μέχρι και σήμερα έχει δείξει ότι βλέπει περισσότερο την ΕΕ όχι σαν πολιτική οντότητα ένωσης των κρατών-μελών αλλά ως μέσο εξυπηρέτησης των Γαλλικών συμφερόντων. Αυτό σίγουρα δεν είναι αποδεκτό από την Γερμανία που επιθυμεί την ομοσπονδία και θα απαιτήσει μια ξεκάθαρη θέση στο μέλλον. Επιπρόσθετα, τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους και παραβλέπουν τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί από κοινού. Η Ευρώπη κινδυνεύει να καταρρεύσει εξαιτίας αυτής της ανόητης και στενόμυαλης ψευδαίσθησης ότι μπορούμε να λύσουμε το προσφυγικό πρόβλημα υψώνοντας τείχη και κλείνοντας σύνορα, αποφασίζοντας με θρησκευτικά κριτήρια ποιος θα περάσει και ποιος όχι από τις πύλες και κατασκευάζοντας μια μικρή Σένγκεν.
Ένα βασικό στοιχείο το οποίο ουσιαστικά έχει συμβάλλει κατά κάποιον τρόπο στην ‘’αποδυνάμωση‘’ της διακήρυξης του Shuman ήταν και η κρίση του 1965 όπου η κατάργηση του veto στο συμβούλιο υπουργών οδήγησε τους Γάλλους στην αποχώρηση από το συμβούλιο της ΕΟΚ. Όπως είναι γνωστό το γαλλικό αίτημα έγινε αποδεκτό το Φεβρουάριο του 1966 με τον περίφημο συμβιβασμό του Λουξεμβούργου όπου διασφαλίστηκε το δικαίωμα του veto στα μελή όταν διακυβεύονται ζωτικά εθνικά συμφέροντα. Θα πρέπει σήμερα να διευθετηθεί ένας τρόπος ασκήσεως του veto από τα μελή ώστε να είναι ευκολότερη η λήψη αποφάσεων επί σοβαρών θεμάτων που αφορούν την ΕΕ και δεν θα οδηγούν σε αδιέξοδο και παράλυση την ΕΕ. Δηλαδή όχι μόνο ζητήματα ουσίας αλλά και μικρά ζητήματα διαδικασίας θα πρέπει να αντιμετωπισθούν.
Επιπρόσθετα, από το 1983 και μετά παρατηρείται μια προσπάθεια αποπολιτικοποίησης των προβλημάτων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να επιτρέπει τους τεχνοκράτες να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και να επιλύουν ζητήματα και ταυτόχρονα να βρίσκονται σε αδιέξοδο όπου αναφύονταν πολιτικά θέματα. Συχνά η παράκαμψη των πολιτικών προβλημάτων και η προσπάθεια επίλυσης τεχνοκρατικών ζητημάτων δημιουργεί νέα προβλήματα αξεπέραστα αφού δεν έχουν απαντηθεί ουσιαστικά τα πολιτικά ζητήματα. Έτσι, σήμερα βρισκόμαστε στην οικονομική κρίση γιατί ο σημαντικότερος λόγος που ώθησε τους γάλλους ήταν να θέσουν την νομισματική και οικονομική ενοποίηση πριν την πολιτική ενοποίηση που δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Πίστευαν ότι το ευρώ θα δράσει ως όπλο από το εσωτερικό της ένωσης που θα κατευθύνει την πολιτική ένωση. Όμως, η ύπαρξη του ευρώ και η στήριξη του σήμερα να γίνεται από τους τεχνοκράτες και τις αγορές χωρίς να υφίσταται μια ενιαία οικονομική πολιτική από πλευράς ΕΕ. Παρατηρούνται πολλαπλά κέντρα λήψης αποφάσεων, όπως το Βερολίνο, οι Βρυξέλλες και δευτερευόντως το Παρίσι, με αποφάσεις και πολιτικές δηλώσεις που περισσότερο δημιουργούν σύγχυση παρά επιλύουν το πρόβλημα της στήριξης του ευρώ.
Το 1950 η Γερμανία βρισκόταν διχοτομημένη υπό κατοχή τεσσάρων δυνάμεων με καταρρακωμένο ηθικό και το στίγμα των εγκλημάτων της ναζιστικής περιόδου να τη συνοδεύει. Σήμερα, απαλλαγμένοι οι Γερμανοί από τα φαντάσματα του παρελθόντος και ως κύρια οικονομική δύναμη, όχι μόνο ευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια, δεν είναι διατεθειμένη να κινηθεί προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση πέραν της ομόσπονδης ένωσης της Ευρώπης όπου αποτελούσε πάντα πάγιο στόχο της. Η διαφωνία της είχε παρουσιαστεί στην διακυβερνητική του Μάαστριχτ όπου η συγκρότηση ομοσπονδίας προσέκρουσε στις σθεναρές αντιδράσεις της Βρετανίας, της Δανίας και συγκαλυμμένα της Γαλλίας. Η απάντηση θα πρέπει να δοθεί στα επόμενα χρόνια σε κάποια από τις διακυβερνητικές του μέλλοντος, αν υπάρξουν. Η ομάδα των τεσσάρων χωρών, αποκαλούμενων και ως “Ομάδα του Βίζεγκραντ”, που πρωτοστατούν στην έξωση της Ελλάδας από τη ζώνη Σένγκεν, έχει περιπλέξει τα πράγματα όξυνε και βρήκε πρόθυμους συμμάχους στις τρεις Βαλκανικές χώρες – ΠΓΔΜ, Βουλγαρία και Ρουμανία- οι οποίες εντείνουν την πίεση με ανθελληνική ρητορική.
Το ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας αποτελεί ένα ακόμη από τα καίρια προβλήματα που απασχολούν την Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και πολλά χρόνια, στο βαθμό που αυτή επιχειρεί να δρομολογήσει την μετεξέλιξή της από ευρωπαϊκό οργανισμό οικονομικής ενσωμάτωσης σε ένωση ομοσπονδιακής ή συνομοσπονδιακής μορφής. Προϋπόθεση για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι αναμφίβολα η εδραίωση και ανάπτυξη κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Αυτό δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται και παράδειγμα υπήρξε η κρίση και ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας. Εκεί απέδειξε η ένωση ότι αποτελεί έναν πολιτικό νάνο παρά το γεγονός ότι είναι παγκόσμιος οικονομικός γίγαντας. Θα πρέπει και εδώ τα μέλη να απαντήσουν που επιθυμούν να κατευθυνθούν στο μέλλον και σε σχέση και με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.
Το σπουδαιότερο ζήτημα όλων είναι να απαντηθεί το ερώτημα της ένωσης των λαών της Ευρώπης και όχι της ένωσης των κρατών με τις διάφορες εθνικιστικές ή μη τάσεις. Οι λαοί όπως, ο Γαλλικός και ο Ολλανδικός, κατά την ψήφιση του ευρωπαϊκού Συντάγματος, έδωσαν μηνύματα προς τις κυβερνήσεις και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι ο δρόμος προς την ενοποίηση δεν αποτελεί μια διαδικασία γραφειοκρατική ορισμένων υπαλλήλων των Βρυξελλών, αλλά μια διαδικασία πλέον σύνθετη και επίπονη, όπου στόχο θα έχει να διδαχθούν οι λαοί πως στο μέλλον θα συμβιώσουμε χωρίς τον εφιάλτη της εκμετάλλευσης του ενός λαού από τον άλλο. Η λύση των ομόκεντρων κύκλων ευρωπαϊκής ένωσης, όπου ορισμένα μέλη επιθυμούν να προχωρήσουν σε παραπέρα εμβάθυνση των ευρωπαϊκών δομών και άλλων που επιθυμούν μια χαλαρότερη συνομοσπονδία ή και ειδική σχέση θέλουν να αποτελέσει τη λύση για το μέλλον. Η χώρα μας πρέπει να αντισταθεί σε αυτό σε μια εποχή ευρω-απαισιοδοξίας. Το σίγουρο είναι ότι η εποχή μας απαιτεί ένα νέο ξεκίνημα ευρω-αισιοδοξίας ανάλογης της περιόδου που προηγήθηκε πριν από την συνθήκη του Μάαστριχτ και αυτό προς το παρόν δεν διαφαίνεται.