21/7/2016. Μετά την απόπειρα του πραξικοπήματος
Ενώ τα διεθνή μέσα ενημέρωσης εστίαζαν την προσοχή τους στη σταδιακή και προσεκτική στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και τις προσπάθειες αποκατάστασης των σχέσεων με Ρωσία και Ισραήλ, η είδηση της προμεσονύκτιας απόπειρας πραξικοπήματος, την Παρασκευή 15 Ιουλίου, δημιούργησε παγκόσμια αναστάτωση. Συγκεχυμένη η αρχική εικόνα, με τους πραξικοπηματίες να φαίνεται ότι ελέγχουν την κατάσταση και με εξαφανισμένο τον Πρόεδρο Ερντογκάν και την κυβέρνηση του. Τις πρώτες στιγμές της σύγχυσης, μια «άχρωμη» ανακοίνωση εκ μέρους των «ανώνυμων» τουρκικών ενόπλων δυνάμεων βγήκε στον αέρα από τον υπό κατάληψη σταθμό της χαμηλής ακροαματικότητας κρατικής τηλεόρασης ενώ ουδείς υψηλόβαθμος αξιωματικός δεν απευθύνθηκε στον τουρκικό λαό. Εικόνες και διαδόσεις από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και διακοπτόμενες τηλεφωνικές ανταποκρίσεις κατέκλυζαν τα μέσα ενημέρωσης εσωτερικού και εξωτερικού. Μια αρχική εντύπωση αυτοσυγκράτησης και αναίμακτης επέμβασης με παλαιότερες δοκιμασμένες «συνταγές» πλανιόνταν στον αέρα της ενημέρωσης. Ακόμη και οι σποραδικές εκρήξεις και υπερπτήσεις στην Άγκυρα θεωρήθηκαν ως επίδειξη ισχύος των πραξικοπηματιών. Οι πρώτες (προμεσονύκτιες) ανεπίσημες δηλώσεις των εκπροσώπων των «μεγάλων» δυνάμεων αναφέρονταν στην ανάγκη αποφυγής της αιματοχυσίας και συνιστούσαν αυτοσυγκράτηση σε όλες τις πλευρές. Σθεναρή διπλωματική στάση και άμεση στήριξη σε μια νόμιμα εκλεγμένη και αναγνωριζόμενη κυβέρνηση (ίσως όχι και πολύ αρεστή) δεν υπήρξε τις πρώτες εκείνες κρίσιμες ώρες.
Περιορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη κινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν σε κομβικά σημεία. Αμήχανοι οι περαστικοί οδηγοί ακολουθούσαν σε παράπλευρες λωρίδες τις φάλαγγες των τεθωρακισμένων στις λεωφόρους που οδηγούν στις γέφυρες του Βοσπόρου. Συγχρόνως κυκλοφορούσαν και οι πρώτες διαδόσεις για αναχώρηση του Πρόεδρου και αίτηση πολιτικού ασύλου σε πανσπερμία ευρωπαϊκών πρωτευουσών.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα ένας εκνευρισμένος και αναστατωμένος Πρόεδρος Ερντογκάν εμφανίσθηκε κάνοντας χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και απευθύνθηκε στους Τούρκους πολίτες καλώντας τους να κατεβούν στους δρόμους και να αντισταθούν στην πραξικοπηματική ενέργεια των στρατιωτικών. Το μήνυμα είχε απήχηση καθώς αναπαρήχθηκε από ένα καλά οργανωμένο κομματικό μηχανισμό με ευρεία χρήση κινητών αλλά και των κλασσικών ιμάμηδων. Η προσγείωση του αεροσκάφους του Ερντογκάν στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης πυροδότησε ακόμη περισσότερο τη λαϊκή συμπαράσταση και αποφασιστικότητα. Η θεαματική επάνοδος επηρέασε όμως και σημαντικό αριθμό στελεχών των ενόπλων δυνάμεων που μέχρι τότε απέφευγαν να λάβουν θέση αναμένοντας να δουν προς τα πού θα κλείνει η πλάστιγγα. Οι ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματούχοι του στρατεύματος άρχισαν να δηλώνουν υποταγή στο «σουλτάνο» και τα σώματα ασφαλείας, σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενα από τον Πρόεδρο, ενθαρρύνθηκαν και εξαπέλυσαν αντεπίθεση κατά των στασιαστών. Ήταν πλέον ζήτημα χρόνου και ανθρωπίνων απωλειών η πλήρης κατάρρευση του πραξικοπήματος και η σύλληψη των πρωταιτίων, των εμπλεκομένων, των συμπαθούντων αλλά και κάθε λογής αντιπάλων του «σουλτάνου». Το ξημέρωμα του Σαββάτου βρήκε τον Ερντογκάν απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού, ήρωα και προστάτη της τουρκικής δημοκρατίας με πλήθος ερωτηματικών να πλανώνται για την πορεία της χώρας. Μιας χώρας βαθύτατης διχασμένης, παρά την εντυπωσιακή νίκη του ΑΚΡ (στις πρόσφατες εκλογές και στα πεδία των εσωτερικών πολύνεκρων συγκρούσεων) και σχοινοβατούσας για άλλη μια φορά μεταξύ αντικρουόμενων επιλογών και αντιλήψεων. Φυσικά όλες οι χώρες σταδιακά καταδίκασαν την απόπειρα ανατροπής της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. Οι πρώτες δηλώσεις των νικητών μάλλον στερούνται μετριοπάθειας και έφθασαν στο σημείο να χαρακτηρίζουν «θείο δώρο» την απόπειρα ώστε να δυνηθούν να αφαιρέσουν το «καρκίνωμα» από το σώμα των ενόπλων δυνάμεων. Μάλιστα δεν έλειψαν και αποτρόπαιες πράξεις σε βάρος συλληφθέντων στρατιωτικών και μάλιστα απλών στρατευσίμων, σε μια ανησυχητική έξαρση βίας μιας επίφοβης ισλαμοφασίζουσας μερίδος υποστηρικτών του ΑΚΡ.
Η γρήγορη κατάρρευση του πραξικοπήματος, οι αθρόες συλλήψεις και άμεσες απομακρύνσεις χιλιάδων κρατικών λειτουργών (μέχρι στιγμής γίνεται αναφορά σε τουλάχιστον 15.000 άτομα) πυροδότησαν φήμες για μια προσχεδιασμένη από το καθεστώς κίνηση (προβοκάτσια) ώστε να προχωρήσει σε σαρωτικές αλλαγές και πλήρη έλεγχο του στρατεύματος και του κρατικού μηχανισμού. Οι θεωρίες συνομωσιολογίας πάντοτε έχουν μεγαλύτερη θελκτικότητα από την προσπάθεια εξέτασης και ανάλυσης των πολύπλοκων αιτίων και συνήθως αναζητούν το μίτο των εξελίξεων και τη ερμηνεία των γεγονότων εστιάζοντας αποκλειστικά στο ερώτημα του ποιος τελικά ωφελήθηκε. Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις απόψεις, η συντριβή του κινήματος μάλλον ενισχύει τη θέση του «σουλτάνου» (ορθό) και άρα οι δικοί του μηχανισμοί και άνθρωποι οργάνωσαν ή επέτρεψαν την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Όντως στην πιθανή περίπτωση που οι μυστικές υπηρεσίες είχαν πληροφορίες για την προετοιμασία μιας παρόμοιας κίνησης ενδεχομένως να παρακολουθούσαν για ικανό χρονικό διάστημα τους συνωμότες χωρίς να επεμβαίνουν ώστε να μεγιστοποιήσουν εν συνεχεία τον αριθμό των συλλαμβανομένων και να εξασφαλίσουν τη συλλογή επαρκών ενοχοποιητικών στοιχείων. Δύσκολα όμως θα έφθαναν στο σημείο να ριψοκινδυνεύσουν την επιβίωση τους, φυσική και πολιτική, για να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη τους, επιτρέποντας την εκδήλωση μιας τόσο υψηλού ρίσκου ενέργειας για τους ίδιους αλλά και για το ίδιο το κράτος. Εξάλλου υπάρχει και το προηγούμενο της δικαστικής δίωξης ικανού αριθμού αξιωματούχων στο πρόσφατο παρελθόν με τη χρήση ανεπαρκών και μάλλον προκατασκευασμένων κατηγοριών.
Οι αποκαλύψεις που σταδιακά έρχονται στο φως της δημοσιότητας δίνουν απάντηση και στο εύλογο ερώτημα της μη στόχευσης του κέντρου βάρους του ΑΚΡ, δηλαδή αυτού του ιδίου του Προέδρου Ερντογκάν. Οι συνωμότες προσπάθησαν με επίλεκτες δυνάμεις και χρήση εναερίων μέσων να εξουδετερώσουν τον «σουλτάνο» ο οποίος τελικά διέφυγε με χρονική διαφορά λίγων λεπτών, βασιζόμενος σε έγκαιρη προειδοποίηση αλλά και το σθένος και μαχητικότητα της καλά οργανωμένης πολυπρόσωπης προσωπικής φρουράς του. Επίσης οι αριθμοί των εμπλεκομένων, η πανσπερμία των μονάδων που συμμετείχαν δείχνουν ότι εκδηλώθηκε μια σχετικά οργανωμένη κίνηση ανατροπής του καθεστώτος παρά την ύπαρξη πληθώρας σφαλμάτων τα οποία συνήθως εκ των υστέρων εντοπίζονται και τυγχάνουν κριτικής εκ του ασφαλούς. Μια όμως ανάλογη στάση που επιφέρει ολονύκτιες συγκρούσεις με 300 περίπου νεκρούς σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη και παράλληλα κλονίζει την εικόνα της χώρας διεθνώς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πραξικόπημα «οπερέτα» ή να αποδοθεί στη σατανική πανουργία του πανίσχυρου Τούρκου Προέδρου. Στατιστικά, η μειονότητα των στρατιωτικών πραξικοπημάτων επιτυγχάνει την ανατροπή της υφιστάμενης κυβερνήσεως καίτοι στην περίπτωση της Τουρκίας είχαμε συνηθίσει στην αποτελεσματικότητα των στρατιωτικών επεμβάσεων (κλασσικών και μη: 1960, 1980, 1997). Στις προαναφερθείσες όμως περιπτώσεις οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έδρασαν ως συντεταγμένο σύνολο και ως επί το πλείστον υπό την φυσική τους ηγεσία. Στη σημερινή περίπτωση η ηγεσία, καίτοι όμηρος των στασιαστών, παρέμεινε πιστή στην κυβέρνηση ενώ οι αμφιταλαντευόμενοι ανώτατοι αξιωματικοί σταδιακά έκλειναν υπέρ της νομιμότητας (χωρίς όπως φαίνεται να εξασφαλίσουν τις θέσεις τους και την απαλλαγή τους από διώξεις). Η απόπειρα εκδηλώθηκε από περιορισμένη μερίδα του στρατεύματος που μάλλον ευελπιστούσε ότι η δυναμική των εξελίξεων θα συμπαρέσυρε και άλλες μονάδες και περισσότερα στελέχη. Παρά τις διώξεις, συλλήψεις, φυλακίσεις, διαπομπεύσεις και απομακρύνσεις, με διάφορα προσχήματα, μεγάλου αριθμού αξιωματικών την προηγηθείσα περίοδο διακυβέρνησης του ΑΚΡ, η πλειονότητα των στελεχών καριέρας, γαλουχημένοι στις αρχές του κεμαλισμού, βλέπουν με δυσπιστία την ισλαμική άνοδο. Εντούτοις σημαντικός αριθμός στελεχών, παρά την αρνητική προδιάθεση του έναντι των ισλαμιστών του Ερντογκάν, έχει αποδεχθεί την επικυριαρχία του ΑΚΡ και θεωρεί ως επικίνδυνο ακροβατισμό κάθε προσπάθεια πολιτικής εκτροπής.
Στην απόπειρα του πραξικοπήματος συμμετείχαν σχετικά ολιγάριθμες, για τα τουρκικά δεδομένα, δυνάμεις σε μια προσπάθεια τηρήσεως της μεγαλύτερης δυνατής μυστικότητας και μη αποκάλυψης των σχεδίων. Φαίνεται ότι ο στόχος του αιφνιδιασμού επετεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό. Σε ανάλογες περιπτώσεις ανατροπής μιας κυβέρνησης επιδιώκεται η κεραυνοβόλα εξουδετέρωση του κέντρου βάρους του αντιπάλου (στην περίπτωση μας Πρόεδρος Ερντογκάν και οι στενοί συνεργάτες του) ώστε να αποκλειστεί κάθε προσπάθεια αντίδρασης. Επίσης οι ενέργειες πρέπει να είναι άμεσες και τα πλήγματα συντριπτικά καθώς ο χρόνος συνήθως είναι υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης. Οι στασιαστές της 15ης Ιουλίου όχι μόνο απέτυχαν να εξουδετερώσουν το βασικό τους στόχο με την καταδρομική ενέργεια στην Αλικαρνασσό, αλλά επέδειξαν διστακτικότητα και στην προσπάθεια ελέγχου κομβικών κυβερνητικών κτιρίων και σημείων. Πιθανόν να υποεκτίμησαν την αντίδραση των σωμάτων ασφαλείας που υπερασπίζονταν καίρια σημεία (αρχηγείο της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών, αρχηγείο της Αστυνομίας) ή ακόμη και να έδειξαν μια μοιραία αρχική αυτοσυγκράτηση στην προσπάθεια αποφυγής μιας αδελφοκτόνου σύρραξης. Αντίθετα φαίνεται ότι υπερεκτίμησαν το ψυχολογικό αποτέλεσμα των τεθωρακισμένων μονάδων στους καλά εξοπλισμένους και κυρίως αποφασισμένους υπερασπιστές των κυβερνητικών κτιρίων. Η εκδήλωση του πραξικοπήματος γρήγορα εκφυλίστηκε και αντί για εκδήλωση αποφασιστικών ενεργειών (αναπόφευκτα αιματηρών) οδηγήθηκε σε μια σειρά συγκρούσεων φθοράς μεταξύ στρατιωτικών τμημάτων των στασιαστών και των υποδεέστερων σε μαχητική ισχύ αλλά αποφασισμένων σωμάτων ασφαλείας. Οι τηλεοπτικές εικόνες από τις γέφυρες του Βοσπόρου έδειχναν την εικόνα περισσότερο σημείων ελέγχου (check points) παρά ενός αποφασισμένου για σύγκρουση στρατεύματος. Κατανοητή σίγουρα είναι η επιδίωξη, ειδικά εκ μέρους των στασιαστών, να περιοριστούν οι ανθρώπινες απώλειες όπως και η διστακτικότητα καίριας προσβολής ζωτικών αλλά παράλληλα συμβολικών του κύρους της Τουρκίας στόχων όπως του αρχηγείου της ΜΙΤ. Άρα, η χαμηλή συμμετοχή μονάδων στο κίνημα με παράλληλη διστακτικότητα ενεργειών και μια αποτυχημένη «χειρουργική» επέμβαση είναι από τους κυριότερους λόγους που οδήγησαν σε αποτυχία το κίνημα. Επιπλέον στις ενέργειες των στασιαστών φαίνεται ότι υπήρξε φτωχός συντονισμός και έλλειψη εναλλακτικών λύσεων, γεγονότα που πιθανόν να οφείλονται σε μια βεβιασμένη εκδήλωση του πραξικοπήματος ή στην για λόγους μυστικότητας, περιορισμένη προετοιμασία και συμμετοχή. Η διαφυγή του Προέδρου από το ξενοδοχείο στην Αλικαρνασσό απέδειξε ότι οι συνωμότες δεν διέθεταν (ή δεν μπόρεσαν να εφαρμόσουν) μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση σε περίπτωση αποτυχίας της καταδρομικής ενέργειας. Η μάλλον εσκεμμένη διάδοση φημών για αυτομόληση του Προέδρου ίσως προς στιγμή να δημιούργησε κλίμα ανησυχίας στους οπαδούς του αλλά η τηλεοπτική του επανεμφάνιση, μετά το πρώτο τρίωρο αμφιβολιών, αναπτέρωσε το ηθικό τους και την αγωνιστική τους διάθεση καταρρακώνοντας αντίθετα αυτή των στασιαστών.
Στα μέσα ενημέρωσης, ως κύριος λόγος της αποτυχίας του πραξικοπήματος, προβάλλει η αποφασιστική κινητοποίηση των οπαδών του ΑΚΡ που περικύκλωσαν τις στρατιωτικές μονάδες των στασιαστών. Οπωσδήποτε η εντυπωσιακή λαϊκή παρουσία (μετά τις 02.00 του Σαββάτου) στους δρόμους και σε κομβικά σημεία, συνετέλεσε στη σταδιακή κάμψη των στασιαστών και στην παράδοση τους. Μια όμως αρχική δυναμική ενέργεια συνοδευόμενη με πολυπληθέστερη στρατιωτική παρουσία, ψυχολογικές επιχειρήσεις και παρεμπόδιση της πολιτικής ηγεσίας να απευθυνθεί στους οπαδούς πιθανόν να είχε επιφέρει διαφορετική εξέλιξη των γεγονότων και σίγουρα μεγαλύτερο αιματοκύλισμα. Η αντίδραση του Ερντογκάν προβάλλεται ως μια απάντηση «υβριδικού» τύπου στο «παλαιομοδίτικου» τύπου στρατιωτικό πραξικόπημα που ανεπιτυχώς επιχειρήθηκε. Ορισμένοι μάλιστα φτάνουν να διακηρύσσουν την απόλυτη κυριαρχία των λαϊκών μαζών κατάλληλα υποκινούμενων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η υπεραπλουστευμένη αυτή πεποίθηση προσλαμβάνει πλέον κυρίαρχη θέση στο σχεδιασμό των αντιπάλων και λαμπρό μέλλον προβλέπεται για τους «ειδικούς» αυτών των μέσων. Αναμφισβήτητη λοιπόν η επιρροή τους αλλά όπως κάθε μέσο έτσι και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υπόκεινται σε αντίμετρα (φίμωση, παραπλάνηση, μαύρη προπαγάνδα κλπ) και η νίκη πάντοτε θα εξακολουθεί να τάσσεται στο πλευρό αυτού που πρωτοτυπεί, εκμεταλλεύεται κατάλληλα τα μέσα και ευκαιρίες και είναι πρόθυμος να ριψοκινδυνεύσει ακόμη και την ύπαρξη του για την επίτευξη των στόχων του. Ακατανόητη παραμένει η αβλεψία-ανικανότητα των στασιαστών να «φιμώσουν» τις εκπομπές μέσων μαζικής ενημέρωσης και τη λειτουργία του διαδικτύου καίτοι η τεχνολογία επιτρέπει αυτές τις ενέργειες με σχετική επιτυχία.
Ίσως όμως ο κύριος λόγος της αποτυχίας να έγκειται στην πανάρχαια αυτοπαγίδευση που διαχρονικά συνοδεύει πολιτικούς, στρατηγούς, συνωμότες που προσβλέπουν σε μια ευρεία αποδοχή (ή τουλάχιστον ευνοϊκή ουδετερότητα) των κινήσεων τους από τα λαϊκά στρώματα αλλά και από το προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας και ενόπλων δυνάμεων. Κατηγορίες διαφθοράς, πολιτικές αστοχίες και διώξεις, κρατική ανικανότητα, κομματικό κράτος δεν επαρκούν πάντοτε για να ωθήσουν τα λαϊκά στρώματα σε αναζήτηση της συνταγματικής εκτροπής ειδικά όταν υπάρχει μια σημαντική άνοδος του βιοτικού επιπέδου και μια γενικότερη ανακατανομή του πλούτου αλλά και της εξουσίας που διαχέεται σε ευρύτερα και επί χρόνια παραμελημένα κοινωνικά στρώματα.
Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω λόγων και καταστάσεων οδήγησε σε αποτυχία το πραξικόπημα μέρους των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Το ερώτημα των υποκινητών και εγκεφάλων της εξέγερσης εξακολουθεί να πλανάται. Από τις πρώτες ώρες, ο Πρόεδρος Ερντογκάν κατονόμασε τον πρώην σύμμαχο του και άσπονδο πλέον αντίπαλο του, Φετουλάχ Γκιουλέν, ως τον ενορχηστρωτή του πραξικοπήματος. Δεν στερείται λογικής η στοχοποίηση του αυτοεξόριστου ιμάμη αλλά απαιτείται η παρουσίαση επαρκών αποδεικτικών στοιχείων καθόσον το αβυσσαλέο χάσμα που τους χωρίζει τους δύο άνδρες δεν τεκμηριώνει από μόνο του την κατηγορία. Η παρουσίαση επαρκών ενοχοποιητικών στοιχείων υπήρξε και η επίσημη θέση των ΗΠΑ στις δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων για απέλαση του Γκιουλέν στην Τουρκία. Βέβαια, ο αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ ιμάμης ουδέποτε διέθετε επιρροή στο χώρο των ενόπλων δυνάμεων και μάλλον δύσκολα οι ηγέτες των πραξικοπηματιών να κινήθηκαν σε συνεννόηση μαζί του (άρα και με τον κίνδυνο της διαρροής των συνωμοτικών σχεδίων στις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ που φημολογούνται για τις σχέσεις τους με τον Γκιουλέν). Εκτιμάται ότι πλήθος κατηγοριών θα εκτοξεύονται και πλημμυρίδα αποδείξεων θα παρουσιάζονται τις επόμενες ημέρες κατά παντός μη αρεστού στο «σουλτάνο», προσώπου, οργάνωσης, κινήσεως και κόμματος. Οι διαδικασίες κάθαρσης, τιμωρίας και εγκαθίδρυσης πλήρους κομματικού ελέγχου δρομολογήθηκαν ήδη από τις πρώτες ώρες του Σαββάτου 16 Ιουλίου, με σκοπό την προστασία της δημοκρατίας. Οι πραξικοπηματίες εκτιμώ ότι προέρχονται από τα πιστά στο στρατογραφειοκρατικό κεμαλικό καθεστώς που από την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία το 2002 και μετά βλέπουν τις εξουσίες τους να περιορίζονται και τη χώρα να πορεύεται σε μια κατεύθυνση μη συμβατή με τις αρχές του κεμαλισμού και απομακρυνόμενη αργά αλλά σταθερά από τους δυτικούς συμμάχους της.
Αφού αναλύσαμε τα γεγονότα της στάσεως, της καταστολής της και στην τελική επιβολή του Ερντογκάν ας εστιάσουμε στις συνέπειες του πραξικοπήματος στη διεθνή θέση της Τουρκίας, στην επιδίωξη των στρατηγικών της στόχων αλλά και την επίδραση στην ευρύτερη ισορροπία στην περιοχή και στα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων.
Το μεγαλύτερο μέρος των αναλυτών ορθά εκτιμά ότι ο Ερντογκάν καθίσταται απόλυτος κυρίαρχος στο εσωτερικό μιας βαθειά διχασμένης Τουρκίας. Η αίσθηση αυτή της παντοδυναμίας θα τον ωθήσει στην άμεση προώθηση των στόχων του για ενίσχυση των προεδρικών αρμοδιοτήτων και την εκμηδένιση όλων των πολιτικών του αντιπάλων. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι πιθανή και η προκήρυξη πρόωρων εκλογών στη γειτονική χώρα. Ο «σουλτάνος» ονειρεύεται την εγκαθίδρυση ενός κατά επίφαση δημοκρατικού κράτους αλλά ουσιαστικά μονοκομματικού, στον αντίποδα του κεμαλικού καθεστώτος των δύο πρώτων δεκαετιών της Τουρκικής Δημοκρατίας. Σε αντίθεση με τον Κεμάλ, ο Ερντογκάν δεν αποβλέπει στην ισχυροποίηση ενός εθνικού ομογενοποιημένου τουρκικού κράτους αλλά στο να καταστήσει την Τουρκία την ηγέτιδα δύναμη του σουνιτικού κόσμου και περιφερειακό ηγεμόνα στην Μέση Ανατολή-Βαλκάνια-Καύκασο και Ανατολική Μεσόγειο. Οι βλέψεις αυτές είναι φανερές ήδη από τη δεύτερη περίοδο της διακυβέρνησης του και αποτελούν την επιτυχημένη (μέχρι στιγμής) σύζευξη του τουρκικού εθνικισμού με μια σχετικά μετριοπαθή ισλαμική ιδεολογία. Αμφότερα τα στηρίγματα, ενίοτε αντικρουόμενα, απορρέουν από μια αυτοκρατορική ανάμνηση και μια θεοκρατική αντίληψη και ενισχύονται από την ταχύτατη δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η υπερβολική ορμή που έχει δοθεί στην πολύπλευρη ανάπτυξη της χώρας έχει ως αποτέλεσμα και την παραγνώριση σοβαρών δομικών αδυναμιών και προβλημάτων που αυτή αντιμετωπίζει. Στο εσωτερικό «μεταπραξικοπηματικό» περιβάλλον, ο σουλτάνος αποκτάει τη δυνατότητα της απομάκρυνσης και των τελευταίων θυλάκων των υποστηρικτών του κεμαλικού καθεστώτος από τις ένοπλες δυνάμεις, το δικαστικό σώμα και τον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό. Τα σώματα ασφαλείας ήδη πρόσκεινται στο ισλαμικό καθεστώς και η πιστότητα τους σε αυτό θα ανταμειφθεί με περαιτέρω υλική και ηθική αναβάθμιση. Αρκετοί βέβαια αναλυτές ισχυρίζονται ότι η ενίσχυση αυτή του «σουλτάνου» θα είναι πρόσκαιρη καθώς παραμένουν σοβαρά και πιεστικά εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα προς επίλυση. Επιπλέον ορισμένες πρώτες δηλώσεις και ενέργειες του καθεστώτος δείχνουν ότι αυτό αδιαφορεί για τις συνέπειες των επιλογών του και προχωρά σε μια φραστική όξυνση των σχέσεων με τη Δύση και ειδικά σε θέματα αρχών για την τελευταία (θανατική ποινή, ανθρώπινα δικαιώματα, ατομικές ελευθερίες). Βέβαια η Τουρκία μας έχει συνηθίσει στην τακτική της ελεγχόμενης όξυνσης των σχέσεων σε διάφορα επίπεδα και την εν συνεχεία αναδίπλωση της μετά από διελκυστίνδα επαφών και εκβιασμών (ανατολίτικα παζάρια) και αποκομιδή διαπραγματευτικών κερδών.
Το τραύμα του πραξικοπήματος θα αφήσει βαθειά σημάδια στις ένοπλες δυνάμεις όχι τόσο από την άποψη απώλειας και απομάκρυνσης εμπείρων στελεχών (εκτιμάται ότι τουλάχιστον 5000 στελέχη θα οδηγηθούν εκτός στρατεύματος) όσο από μια καταρράκωση του γοήτρου του και κλονισμού της εμπιστοσύνης σημαντικού μέρους της τουρκικής κοινωνίας. Ο έμπειρος Τούρκος πολιτικός διαβλέποντας τους κινδύνους της αποδυνάμωσης των ενόπλων δυνάμεων, σε καιρούς χαλεπούς, πλέον της επιβολής στενότερου κομματικού ελέγχου θα προσπαθήσει να δημιουργήσει τις συνθήκες αποκατάστασης του τρωθέντος γοήτρου και το εξωτερικό περιβάλλον προσφέρει τέτοιες ευκαιρίες. Το ερώτημα είναι όχι το εάν αλλά το προς ποια κατεύθυνση, με ποια μορφή και πότε αυτή η «επίδειξη» και επιχείρηση αποκατάστασης του γοήτρου των νέων πιστών πλέον στο καθεστώς ενόπλων δυνάμεων θα λάβει χώρα. Ο ελλαδικός χώρος συγκαταλέγεται στους χώρους υψηλού κινδύνου. Εκτιμάται ότι πριν στεγνώσει η μελάνη στη συγγραφή του παρόντος κειμένου οι υπερπτήσεις, παραβιάσεις και παραβάσεις θα έχουν επανέλθει στους πρότερους «κανονικούς» ρυθμούς ενώ αντίστοιχη προβολή ισχύος θα υπάρξει και για την ταχεία προώθηση των 8 αξιωματικών που διέφυγαν στην Ελλάδα. Ο σουλτάνος αντιλαμβάνεται ότι οι ισχυρές ένοπλες δυνάμεις αποτελούν την εγγύηση για την πραγματοποίηση των φιλόδοξων στόχων τους και επείγει αφενός η πλήρη υποταγή τους στο ισλαμικό καθεστώς και αφετέρου η αποκατάσταση του γοήτρου τους ως αποτελεσματικού μηχανισμού εξωτερικού πειθαναγκασμού και προβολής ισχύος. Η συντριβή του ηθικού τους αποτελεί γεγονός το οποίο όμως δεν πρέπει να υπερεκτιμάται και τα ιστορικά παραδείγματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων της δεκαετίας του 1930 αλλά και του ιρανικού στρατού μετά την επανάσταση του Χομεϊνί παρέχουν χρήσιμα διδάγματα.
. Οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ αναμένεται να εισέλθουν σε μια περίοδο αβεβαιότητας και αμοιβαίας επιφυλακτικότητας. Ήδη υψηλόβαθμοι Τούρκοι αξιωματούχοι άσκησαν άκομψη προσπάθεια επηρεασμού της Ουάσινγκτον για να προκαταβάλλουν την έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν ενώ αναμένεται σύντομα και η υποβολή επίσημου αιτήματος έκδοσης. Οι ΗΠΑ μετά από τις αρχικές δηλώσεις για αυτοσυγκράτηση και αποφυγή της αιματοχυσίας στήριξαν (όπως και το σύνολο των χωρών) τη νόμιμη κυβέρνηση. Πιθανόν μια ισορροπία μεταξύ στασιαστών και κυβέρνησης με την επιλογή μιας μετριοπαθούς προσωπικότητας από το χώρο του ΑΚΡ (πχ πρώην Πρόεδρος Γκιούλ) να ήταν η καλύτερη λύση για τους Αμερικάνους που θα επέτρεπε την τήρηση των δημοκρατικών προσχημάτων και την απομάκρυνση του απρόβλεπτου Ερντογκάν από την εξουσία. Η Τουρκία αποτελεί για μια σειρά λόγων τον αναγκαίο της Αμερικής στρατηγικό εταίρο για τον έλεγχο της περιοχής. Η αυτογνωσία αυτής της αναγκαιότητος σε συνδυασμό με την (συνήθως) πετυχημένη διπλωματική ευελιξία προσφέρουν σημαντικές δυνατότητες για την προώθηση των τουρκικών στρατηγικών στόχων και συμφερόντων. Σημαντική η συμβολή της Άγκυρας στην ενδυνάμωση χθες και αντιμετώπιση σήμερα, του ISIS. Η Άγκυρα αποτελεί πρόβλημα αλλά και μέρος της λύσης στο συριακό πρόβλημα και το αναγκαίο ανάχωμα για την ανάσχεση της ρωσικής επεκτατικότητας. Χώρος διέλευσης αγωγών και δρομολογίων ενέργειας από βορρά προς νότο και από ανατολάς προς δυσμάς. Χώρα κλειδί για τον έλεγχο των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών. Πρότυπο σύγχρονης ισλαμικής δημοκρατίας δυτικού τύπου και ταυτόχρονα δεσποτικό και αυταρχικό κράτος με πολλαπλές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (πόσες άραγε ομοιότητες με την περιγραφή του κομμουνιστικού καθεστώτος στο «μακρύ τηλεγράφημα» του Kennan το 1947) . Βάση σταθερότητος και εφιάλτης αποσταθεροποίησης. Η Αμερική, σχεδόν 4 μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές δεν αναμένεται να προχωρήσει σε οποιαδήποτε αλλαγή στάσεως έναντι της Άγκυρας. Σίγουρα από τα δικά της κανάλια θα εκπέμψει το μήνυμα της ενόχλησης προς την τουρκική ηγεσία αλλά θα συνεχίσει να επιθυμεί την απρόσκοπτη συνέχιση της στρατιωτικής συνεργασίας για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Σε τελευταία ανάλυση πρέπει να είναι ευχαριστημένη για την επαναπροσέγγιση Τουρκίας-Ισραήλ καθώς και την απομάκρυνση του κινδύνου ενός θερμού επεισοδίου με τη Ρωσία αλλά σίγουρα δυσανασχετεί από τις ακατανόητες προτροπές της Άγκυρας προς τη Μόσχα για στενότερη στρατιωτική συνεργασία κατά του ISIS. Σε κάθε περίπτωση, η τουρκική εξωτερική πολιτική του Ερντογκάν αποτελεί μόνιμη πηγή ανησυχίας και προβληματισμού για την Ουάσινγκτον που αντιλαμβάνεται τις περιφερειακής βλέψεις της Άγκυρας αλλά ευελπιστεί ότι μέσω νουθεσιών, εξάρτησης και πιέσεων θα τιθασεύσει, σε λογικά όρια, αυτές τις απαιτήσεις διατηρώντας τη χώρα στο δυτικό στρατόπεδο και καθιστώντας την πρότυπο δημοκρατίας, προόδου, ανάπτυξης και σταθερότητας στον μουσουλμανικό κόσμο. Στη στόχευση αυτή, ο απρόβλεπτος ηγέτης Ερντογκάν σίγουρα δεν αποτελεί την πρώτη επιλογή της Ουάσινγκτον. Η νέα αμερικανική κυβέρνηση πιθανόν να είναι περισσότερο απαιτητική έναντι της Τουρκίας και για αυτό το λόγο ο «σουλτάνος» ίσως και να βιάζεται να κλείσει (ή και να ανοίξει) ορισμένα μέτωπα (πχ αίτημα έκδοσης Φετουλάχ Γκιουλέν). Η αμερικανική πλευρά, στη διελκυστίνδα αυτή με την Άγκυρα διαθέτει το «υπερόπλο» του κουρδικού ζητήματος ενώ η Τουρκία από την πλευρά της «μπλοφάρει» σε μια θεαματική αναθέρμανση των σχέσεων με τη Ρωσία μέχρι μια ενδεχόμενη πλήρη αποσταθεροποίηση της περιοχής. Τα τελευταία χρόνια, η Άγκυρα προβάλλει εκβιαστικά και την επιλογή μιας ενδεχόμενης πλήρους αυτονόμησης της εξωτερικής της πολιτικής συνοδευόμενη από μια ισλαμική στροφή που θα αποστερήσει τη Δύση από τα σημαντικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη συνεργασία της. Μέχρι σήμερα, η Άγκυρα φαίνεται ικανή να αντιλαμβάνεται τα όρια των προκλήσεων της και να αναδιπλώνεται χωρίς να εξωθεί σε ρήξη τις σχέσεις της με τις δυτικές χώρες. Η αυτοπεποίθηση που χάρισε η εσωτερική επικράτηση μάλλον θα ωθήσει τον «σουλτάνο» για άλλη μια φορά να ασκήσει πολλαπλές πιέσεις και οχλήσεις στις δυτικές κυβερνήσεις χωρίς όμως και πάλι να υπερβεί τα εσκεμμένα. Οι συνεχόμενες όμως αυτές προκλήσεις είναι πιθανόν να οδηγήσουν, προσχεδιασμένα ή εξ ατυχήματος, σε μια σημαντική ρήξη που θα επιφέρει σημαντικές ανακατατάξεις στις ισορροπίες της περιοχής.
Η Ρωσία από την πλευρά της καλοβλέπει μια αναθέρμανση των σχέσεων με την Τουρκία, πάντοτε υπό την προϋπόθεση μιας τουρκικής υποχώρησης στο θέμα της κατάρριψης του ρωσικού αεροσκάφους. Οι πρώτες ενδείξεις έχουν ήδη φανεί ενώ και οι ενέργειες προσέγγισης δρομολογούνται. Ίσως το αποτυχόν πραξικόπημα να προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αποκάλυψη ενός νέου σχεδίου «Βαριοπούλα», έναντι της Ρωσίας αυτή τη φορά (και με στόχευση το εύπιστο τουρκικό εσωτερικό ακροατήριο). Ήδη στις τουρκικές εφημερίδες αναγράφεται ότι ο πιλότος του τουρκικού F-16 που κατέρριψε το ρωσικό αεροσκάφος Su-24 στα τουρκικοσυριακά σύνορα συγκαταλέγεται μεταξύ των πραξικοπηματιών! Μάλλον δρομολογείται ο «αποδιοπομπαίος τράγος», η νέα «Ιφιγένεια» για την αποκατάσταση των τουρκικορωσικών σχέσεων. Παρά τις ενδεχόμενες αμοιβαίες προσπάθειες για αποκατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων, Ρωσία και Τουρκία αποτελούν δύο γειτνιάζουσες υποψήφιες περιφερειακές δυνάμεις οι οποίες παρά την προσωρινή σύγκλιση συμφερόντων είναι καταδικασμένες να ευρίσκονται σε συνεχή ανταγωνισμό. Η παρουσία δύο αυταρχικών ηγετών με υπέρμετρες προσωπικές φιλοδοξίες και διακατεχόμενοι από μαξιμαλιστικές τάσεις για τις χώρες τους, αποτελεί δοκιμασμένη «συνταγή» συνεχών τριβών και αντιπαραθέσεων. Και πάλι η ιστορική αναλογία προβάλει το παράδειγμα της λυκοφιλίας Χίτλερ-Στάλιν, την επισφράγιση της με τη συμφωνία Ρίμπεντροπ-Μολότοφ πάνω στη διαμελησθείσα Πολώνια και την τελική μέχρι θανάτου αναμέτρηση τους. Τη συγκεκριμένη όμως περίοδο, οι οικονομικές κυρίως, αλλά όχι μόνο, συνέπειες της επανεκκίνησης των μεταξύ τους σχέσεων φαίνονται αμοιβαία επωφελείς και αναμένεται η σταδιακή τους αποκατάσταση τους.
Ακόμη όμως και η μακρινή Κίνα καλοβλέπει την ελκυστική αγορά των 80 εκατομμυρίων Τούρκων καίτοι δυσανασχετεί για την υποστήριξη της Άγκυρας στους απομονωμένους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στα δυτικά όρια της χώρας. Ας μη ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση του Ερντογκάν είναι αυτή που προέκρινε την πολυσυζητημένη και μη συνομολογειθείσα εισέτι προμήθεια των κινεζικών αντιαεροπορικών πυραυλικών συστημάτων που προκάλεσε δυσαρέσκεια σε νατοϊκούς κύκλους και δυτικές αμυντικές βιομηχανίες. Αντίστοιχες όμως παραγγελίες πυραυλικών συστημάτων επιφανείας –επιφανείας είχαν δρομολογηθεί στο παρελθόν και από τις ελεγχόμενες από το στρατοκρατικό καθεστώς πολιτικές κυβερνήσεις.
Το πολυδιάστατο αυτό παιγνίδι της Τουρκίας, αναμένεται να ενταθεί την επόμενη περίοδο ως κομμάτι της αυτονόμησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και ως μεγιστοποίηση της διαπραγματευτικής πίεσης προς κάθε κατεύθυνση. Σε αυτήν την κατεύθυνση θα κινηθούν και οι σχέσεις με τη Ευρωπαϊκή Ένωση με το διαπραγματευτικό όπλο του ελέγχου των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών να επιδεικνύεται με κάθε ευκαιρία προς τους Ευρωπαίους εταίρους. Βέβαια η εκδήλωση του πραξικοπήματος και ότι ενδεχομένως θα ακολουθήσει, μάλλον απομακρύνουν ακόμη περισσότερο την Τουρκία από την Ευρώπη, μια πορεία που ολοένα βρίσκει και μικρότερη απήχηση στον τουρκικό λαό αλλά αποτελεί και τον εφιάλτη πολλών ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Παρά τη συνεχόμενη απομάκρυνση του ενδεχόμενου της τουρκικής ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η διατήρηση μιας ετεροβαρούς ειδικής σχέσεως και έρπουσας ενταξιακής διαδικασίας αποτελεί στρατηγικό στόχο της Τουρκίας αλλά και αρκετών ευρωπαϊκών κρατών. Η αντιμετώπιση των συλληφθέντων πραξικοπηματιών και οι διώξεις που ευρίσκονται σε εξέλιξη θα αποτελέσουν πρόσκαιρο σημεία τριβής της Τουρκίας με τις ευρωπαϊκές χώρες που θα ατονήσουν όμως όταν για άλλη μια φορά οι διεθνείς εξελίξεις και τα οικονομικά συμφέροντα προκρίνουν τη συνεργασία με τη χώρα αυτή. Η απόρριψη, την τελευταία στιγμή, από τον Τούρκο Πρόεδρο του (καθοδηγούμενου) λαϊκού αιτήματος για επαναφορά της θανατικής ποινής των πραξικοπηματιών παραμένει στη «φαρέτρα» του ως μια ένδειξη της μεγαλοθυμίας και καλής θέλησης του «σουλτάνου» προς εσωτερικό και εξωτερικό.
Η σε εξέλιξη αποκατάσταση των σχέσεων με το Ισραήλ θα συνεχιστεί καθόσον υπήρξε αποτέλεσμα της αστάθειας της ευρύτερης περιοχής, της αμοιβαίας ανησυχίας για τη λήξη της ιρανικής απομόνωσης, των αμερικανικών πιέσεων, των προβλημάτων ασφαλείας που Άγκυρα και Τελ-Αβίβ αντιμετωπίζουν, αλλά και των προσδοκιών αμοιβαίων κερδών από ενεργειακά προγράμματα (τροφοδοσία Τουρκίας από ισραηλινό φυσικό αέριο) και εμπορική και τουριστική συνεργασία. Εκτιμάται όμως ότι η αμοιβαία καχυποψία θα εξακολουθήσει να υπάρχει ειδικά στο Τελ-Αβίβ όσο ο Πρόεδρος Ερντογκάν και το ΑΚΡ παραμένουν στην εξουσία ενώ η ακόμη περαιτέρω αποδυνάμωση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων θα επιφέρει σοβαρές ανησυχίες στο Ισραήλ για την αξιοπιστία του «ανανήψαντος» συμμάχου.
Παρά τις μεγαλοστομίες του Τούρκου Προέδρου (ενδεχομένως να ενταθούν τις επόμενες ημέρες παράλληλα με αποκαλύψεις για ευρύτερες συνομωσίες από δυνάμεις που απεργάζονται την πρόοδο της Τουρκικής Δημοκρατίας και των ισλαμικών αρχών), εκτιμάται ότι οι βασικές κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής θα παραμείνουν οι αυτές με τακτικό αντιπερισπασμό την προσπάθεια μείωσης των τριβών που προκάλεσε η αποτυχημένη εφαρμογή της «πολιτικής μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» αλλά απώτερο στρατηγικό στόχο να παραμένει η ανάδειξη της Τουρκίας ως της σημαντικότερης περιφερειακής δύναμης. Συγχρόνως η Τουρκία θα συνεχίσει να συμμετέχει στο διεθνή συνασπισμό για την αντιμετώπιση του ISIS παραχωρώντας άδεια χρήσεως των βάσεων της και συμμετέχοντας σε επιλεκτικά χτυπήματα κατά των τζιχαντιστών. Να μη διαφεύγει της προσοχής μας ότι το ISIS στράφηκε κατά των πραξικοπηματιών, σε μια προσχεδιασμένη κίνηση περαιτέρω πόλωσης της τουρκικής κοινωνίας αλλά και δημιουργίας αμφιβολιών στη παγκόσμια κοινή γνώμη και το διεθνή συνασπισμό για τις πραγματικές προθέσεις του ΑΚΡ. Αρκετά πιθανή είναι και μια νέα τρομοκρατική ενέργεια σε τουρκικά εδάφη από τους τζιχαντιστές του ISIS που θα δώσει έδαφος για περαιτέρω ισχυρισμούς για προβοκατόρικες ενέργειες από ετερόκλητους αντιπάλους του καθεστώτος (ISIS, Κούρδοι, κεμαλιστές, οπαδοί του Γκιουλέν). Ενδεχόμενη όμως παραμένει μια θεαματική μεταστροφή του Ερντογκάν στο συριακό ζήτημα, με αποδοχή μετριοπαθών θέσεων (ακόμη και «προσωρινής» παραμονής του Άσσαντ στην εξουσία), με αντάλλαγμα την εξουδετέρωση του κινδύνου δημιουργίας ισχυρού και ενιαίου κουρδικού καντονίου στη βόρεια Συρία.
Κομβικό σημείο στην τουρκική πολιτική είναι το θέμα της αντιμετώπισης του κουρδικού ζητήματος. Η αρχικά πολυδιαφημισθείσα βούληση για επίλυση του κουρδικού προβλήματος έχει επί του παρόντος ναυαγήσει και από το 2014, σε μια άτυπη συμμαχία ΑΚΡ και ενόπλων δυνάμεων, είχε παραχωρηθεί στις τελευταίες η πρωτοβουλία για δυναμική αντιμετώπιση της κουρδικής εξεγέρσεως. Συγχρόνως σε εξέλιξη βρίσκεται εδώ και μήνες η δικαστική προσπάθεια απαγορεύσεως της λειτουργίας του φιλοκουρδικού κόμματος HDP που έχει κατορθώσει για δεύτερη συνεχόμενη φορά να εισέλθει στην τουρκική εθνοσυνέλευση υπερβαίνοντας το φράγμα του 10%. Η ενδυνάμωση του Ερντογκάν σε συνδυασμό και με τον χαρακτήρα του δημιουργεί βάσιμες υποψίες για τη συνέχιση μιας δυναμικής πολιτικής αντιμετώπισης του κουρδικού θέματος. Η εκδήλωση όμως του πραξικοπήματος πιθανόν να προσφέρει μια ευκαιρία στο «σουλτάνο» να επιρρίψει τις ευθύνες της κλιμάκωσης της κουρδικής εξέγερσης στα σκληροπυρηνικά στοιχεία των ενόπλων δυνάμεων και να προσπαθήσει με κατάλληλες πολιτικές κινήσεις και ανώδυνες παραχωρήσεις να διασπάσει τους Κούρδους επαναφέροντας την ηρεμία στις ανατολικές περιοχές και αποδυναμώνοντας ή εξαφανίζοντας πολιτικά το HDP. Μια τέτοια στρατηγική κίνηση επιβάλει αριστοτεχνικούς χειρισμούς και προπαντός επίδειξη ρεαλισμού και μετριοπάθειας από την πλευρά της κυβέρνησης, πρακτικές συνήθως άγνωστες σε θριαμβεύουσες παρατάξεις πολιτικά ανώριμων κοινωνιών. Εκτιμάται ότι ο Ερντογκάν θα προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση επαναπροσέγγισης του κουρδικού στοιχείου αλλά και η πρωτοβουλία αυτή θα καταρρεύσει εν συνεχεία υπό το βάρος της αναπόφευκτης αφύπνισης της κουρδικής εθνικής ταυτότητας, των διεθνών εξελίξεων και της τουρκικής καιροσκοπικής πολιτικής. Άρα να μην προκαλέσει έκπληξη μια πολιτική πρωτοβουλία πρόσκλησης επανέναρξης του διαλόγου του πανούργου «σουλτάνου» προς τους Κούρδους. Σε τελευταία ανάλυση, σημαντικό μερίδα του ΑΚΡ αποδέχεται ως βασικό συνδετικό κρίκο της Τουρκίας (αποσκοπώντας σε μια ανασύσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) το κοινό θρήσκευμα και όχι την εθνική ταυτότητα.
Αφήσαμε ως τελευταία την εξέταση των επιπτώσεων που θα έχει η αποτυχούσα απόπειρα πραξικοπήματος στις σχέσεις της Τουρκίας με τον Ελληνισμό (Ελλάδα, Κύπρος). Η εκτίμηση μου δεν προβλέπει σοβαρές τροποποιήσεις στις εκατέρωθεν σχέσεις. Η επί 14 χρόνια ισλαμική διακυβέρνηση δεν έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στις σχέσεις των τριών κρατών ούτε έχει επιτευχτεί καμία θεαματική πρόοδος στα ανοικτά ζητήματα μεταξύ των δύο πλευρών. Πιθανόν να εξέλειψε η εμφάνιση κρίσεων (1976, 1983, 1987, 1996, 1998-9) μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας αλλά οι διαφορές και κυρίως οι τουρκικές διεκδικήσεις παραμένουν. Μάλιστα οι τελευταίες συνεχώς αναβαθμίζονται και νέες αυθαίρετες τουρκικές ερμηνείες και διεκδικήσεις προστίθενται. Η απουσία οξύνσεων πιθανόν να οφείλεται και στην απόφαση της Ελλάδος και Κύπρου να υιοθετήσουν μια πολιτική χαμηλών τόνων έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό και με τη δεδομένη ανατροπή ισχύος (σε πολλά επίπεδα) σε βάρος μας, επιτυγχάνεται καλύτερα η διατήρηση του επιδιωκόμενου status quo. Η πολιτική μας αυτή μάλλον προσωρινά εξυπηρετεί και την Άγκυρα που εκτιμά ότι η αποφυγή όξυνσης στο Αιγαίο διευκολύνει την αντιμετώπιση άλλων πιο φλεγόντων εσωτερικών και εξωτερικών θεμάτων ενώ ο χρόνος εργάζεται υπέρ της άνισης μεγέθυνσης της τουρκικής ισχύος. Εντύπωση μου προκάλεσε και η ανησυχία ορισμένων Ελλήνων αναλυτών για την ενδεχόμενη κατάρρευση της διαδικασίας επίλυσης του κυπριακού προβλήματος σε περίπτωση επικράτησης των στασιαστών καθώς δε διαβλέπω καμία πιθανότητα δρομολόγησης, αν όχι ευνοϊκής τουλάχιστον αξιοπρεπούς, για τα ελλαδικά συμφέροντα λύσης! Σε πρώτη φάση θα γευτούμε άκομψες πιέσεις για την έκδοση των 8 αξιωματικών που ζήτησαν άσυλο στη χώρα μας. Οι πιέσεις αυτές αποσκοπούν όχι μόνο στην έκδοση των αιτούντων άσυλο αλλά και στην προβολή μιας ακόμη επιτυχίας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και ισχύος έναντι της Ελλάδος και περαιτέρω καταρράκωση του γοήτρου της τελευταίας με παράλληλη δημιουργία εσωτερικών τριβών. Για το λόγο αυτό, η Άγκυρα σκόπιμα επιλέγει την τακτική της ελεγχόμενης πίεσης και διαρροών ώστε να δημιουργήσει ακόμη περισσότερα προβλήματα στην ελληνική κυβέρνηση που φαίνεται ήδη διατιθεμένη να προχωρήσει στην έκδοση των αξιωματικών. Υπό αυτές τις συνθήκες, μια απόφαση έκδοσης (αρκετά δικαιολογημένη από το διεθνές δίκαιο) θα φανεί ως ακόμη μια επιτυχία της Τουρκίας και υποχώρηση της χώρας μας. Η συμπεριφορά της Τουρκίας και στο επεισόδιο αυτό, δείχνει την τακτική των συνεχών πιέσεων, ελεγχομένης κλιμάκωσης και της προβολής ισχύος που θα συνεχίσει σταθερά να ενασκεί η Άγκυρα σε βάρος μας.
Υπό αυτό το πρίσμα, η υψηλού ρίσκου εκτίμηση ότι οποιαδήποτε σημαντικής έκτασης εσωτερική αποσταθεροποίηση της Τουρκίας (εμφύλιες συγκρούσεις, διχασμός, εξωτερική απομόνωση, εμπλοκή σε περιφερειακές συγκρούσεις και ανταγωνισμούς, οικονομική δυστοκία, κοινωνική κρίση) συμφέρει τον Ελληνισμό πιθανώς να μην απέχει από την πραγματικότητα. Ο αντίλογος αναφέρεται στην πάγια τουρκική πολιτική εξαγωγής των εσωτερικών προβλημάτων (ίσως και ροών) που πιθανόν να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Όταν όμως η αναθεωρητική, επεκτατική και επιθετική πολιτική ενός κράτους αποτελεί συνέχεια και δομικό στοιχείο της δημογραφικής, οικονομικής ανάπτυξης και ιστορικής εξέλιξης του τότε είναι μάλλον επικίνδυνο να βαυκαλιζόμαστε με θεωρίες «εξημέρωσης», εκδημοκρατισμού και επικράτησης πνεύματος καλής γειτονίας. Η βασική τουρκική στρατηγική έναντι του Ελληνισμού δεν πρόκειται να παρουσιάσει αλλαγές σε στρατηγικό επίπεδο ανεξαρτήτως κυβέρνησης ή καθεστώτος για την επόμενη δεκαετία. Σε τακτικό δε επίπεδο οι προκλήσεις θα διατηρηθούν αναλλοίωτες και με αυξομειώσεις ανάλογα με την επικρατούσα κατάσταση. Στη φαρέτρα της Άγκυρας, έναντι Ελλάδος (αλλά και της Ευρώπης), το τελευταίο διάστημα έχει προστεθεί και ο έλεγχος των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών.
Το τουρκικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου θυμίζει την ύστατη και αποτυχούσα προσπάθεια του κομμουνιστικού συστήματος το 1991 να ανατρέψει τις αλλαγές που επέφερε η πολιτική του Γκορμπατσόφ στην ΕΣΣΔ. Σχετικά παρόμοιες με την Τουρκία, συνθήκες οδήγησαν στην αποτυχία του πραξικοπήματος και στην ανάδειξη του Γέλτσιν ως του νέου ισχυρού άνδρα της Ρωσίας και μάλλον εδώ σταματούν οι οποιαδήποτε ομοιότητες των δύο περιόδων. Ο κεμαλισμός στην Τουρκία μετά από 75 περίπου χρόνια επικράτησης φαίνεται ότι ολοκλήρωσε την πορεία του και ψυχορραγεί. Θα ήταν άδικο να κρίνουμε ότι απέτυχε στην υλοποίηση των στόχων του. Ο κεμαλισμός ολοκλήρωσε την εθνική ταυτότητα της χώρας, δημιούργησε σημαντικές δομές και όταν νομοτελειακά εξήντλησε τις δυνατότητες του υποχώρησε μπροστά στην ορμή της βαθιά ριζωμένης ισλαμικής ιδεολογίας. Η «νεκρανάσταση» του δεν είναι πλέον εφικτή, η κληρονομιά του όμως θα παραμένει ζώσα και θα αποτελεί ένα φραγμό σε ενδεχόμενη προσπάθεια επικράτησης ακραίων ισλαμικών τακτικών στην Τουρκία. Για άλλη μια φορά η Τουρκία βρίσκεται σε περίοδο «μετάβασης» χωρίς όμως να παραιτείται του ρόλου της ως περιφερειακής δύναμης. Ας μην τρέφουμε λοιπόν ψευδαισθήσεις στην άλλη πλευρά του Αιγαίου και ας μην αναμένουμε από τρίτους ή αναπόδεικτες διεθνείς θεωρίες τη λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε με τη γειτονική μας χώρα.