22/4/2017. Αποκωδικοποιώντας την αμερικανική στάση
Μετά από μια πανσπερμία αντικρουόμενων προεκλογικών δηλώσεων και λεκτικών αμφισβητήσεων των σταθερών κατευθύνσεων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ο νέος πρόεδρος καλείται να αντιμετωπίσει τα απτά προβλήματα και διλήμματα της ρέουσας πραγματικότητας.
Η πρώτη ένδειξη των διαθέσεων του Trump εκδηλώθηκε στη Συρία με την προσβολή με κατευθυνόμενα όπλα ακριβείας μιας αεροπορικής βάσεως του καθεστώτος του Assad που στοχοποιήθηκε λόγω της εμπλοκής της (κατά τις απόψεις των Δυτικών) στη χρήση χημικών όπλων εναντίον αμάχων. Η απόφαση του προέδρου για τη χρήση στρατιωτικής βίας, εκ πρώτης όψεως, αντιτίθεται στις προεκλογικές του δηλώσεις για αποφυγή εμπλοκών σε περιπτώσεις που δεν θίγονται ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα. Η δε τηλεοπτική εμφάνιση του ήταν γεμάτη από επικλήσεις σε πανανθρώπινες αξίες και ανάγκη σεβασμού του διεθνούς δικαίου θυμίζοντας ανάλογες τοποθετήσεις των προκατόχων του, Clinton και Bush, για τη δικαιολόγηση μιας παγκόσμιας επεμβατικής πολιτικής.
Η πυραυλική προσβολή έθεσε μια σειρά ερωτημάτων που αφορούν ενδεχόμενη αλλαγή της αμερικανικής στάσεως στη συριακή κρίση και για την τύχη του προέδρου Assad. Παράλληλα φαίνεται ότι επιλέγεται μια σκλήρυνση στάσεως έναντι της Μόσχας με προειδοποίηση (προς πολλούς αποδέκτες) για μια περισσότερο δυναμική στάση της Ουάσινγκτον. Συγχρόνως εικάζεται ότι απετέλεσε μια ευκαιριακή επίδειξη της αμερικανικής αποφασιστικότητας, στο πλέον «ακίνδυνο» και λιγότερο ζωτικό –για τα συμφέροντα των ΗΠΑ- πεδίο. Συνήθως η αιτιολόγηση της επιλογής δεν είναι μονομερής καθώς οι αποφάσεις στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής, αποτελούν ένα συγκερασμό στόχων αλλά και τη συνισταμένη των απόψεων διαφόρων υπηρεσιών, οργανισμών και ατόμων μέσα στην κρατική μηχανή (που τείνει να θεωρείται ως «ορθολογιστικός διεθνής δρών»).
Γεγονός είναι ότι παρά την επιτυχημένη –στρατιωτικά, διπλωματικά και πληροφοριακά- εκτέλεση της προσβολής, διαφαίνεται ότι ακόμη δεν έχει σχηματοποιηθεί μια συγκροτημένη και ολοκληρωμένη αμερικανική στρατηγική για το πρόβλημα της Συρίας. Το έλλειμμα της στρατηγικής της Ουάσινγκτον εξαπλώνεται στη γενικότερη αντιμετώπιση των προβλημάτων στη Μέση Ανατολή και συνδέεται και με την εκστρατεία εναντίον της ισλαμιστικής τρομοκρατίας.
Ο Πρόεδρος Trump και το επιτελείο του γνωρίζουν ότι η περιοχή της Μέσης Ανατολής δεν αποτελεί πλέον προτεραιότητα για τα εθνικά τους συμφέροντα. Προεκλογικά καταδίκαζαν ως παθητική τη στάση της κυβέρνησης Obama ενώ ταυτόχρονα τάσσονταν υπέρ ακόμη μιας μεγαλύτερης αναδίπλωσης (αντίφαση). Ως κυβέρνηση όμως φαίνεται να αποκαλύπτουν ότι το κενό της αναδίπλωσης τους σύντομα θα καλυφθεί από κάποια άλλη δύναμη ή δυνάμεις. Το τελευταίο έρχεται σε αντίθεση με την ιδιοσυγκρασία οποιασδήποτε μεγάλης δύναμης ενώ παράλληλα απαγορευτικό είναι το οικονομικό και πολιτικό κόστος της εμπλοκής. Λογική λοιπόν η επιλογή της εκτόξευσης δεκάδων πυραύλων με τον αμερικανό υπουργό εξωτερικών να συναντάται αμέσως μετά με το Ρώσο Πρόεδρο και τον ομόλογο του. Η Μόσχα είχε προειδοποιηθεί, ώρες πριν για το κτύπημα. Αυτό όμως δεν την εμπόδισε να καταδικάσει έντονα την αμερικανική ενέργεια και να απειλήσει με αντίδραση σε τυχόν μελλοντική ανάλογη ενέργεια.
Για την ώρα και οι δύο Πρόεδροι φαίνεται ότι «ορθώνουν το ανάστημα τους» υπερασπιζόμενοι τη «μεσσιανική» αποστολή που έχουν αυτόκλητα αναλάβει οι χώρες τους. Γύρω από αυτές τις δύο δυνάμεις, περιφερειακά κέντρα προσπαθούν να προωθήσουν τους στόχους και επιδιώξεις τους με συμμαχίες, εκβιασμούς, και πλάγιες ενέργειες. Η Άγκυρα έδειξε ότι παρά τα πολυάριθμα προβλήματα της, τολμά να ενεργεί ανεξάρτητα σε σημαντικό βαθμό και να αναλαμβάνει ρίσκα και το συνεπακόλουθο τίμημα των επιλογών της. Παρά τις διαφαινόμενες αποτυχίες της τουρκικής πολιτικής, αυτή ενεργεί πλέον ως μεγάλη δύναμη στην περιοχή και αυτό δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας. Επιπλέον, η κατάσταση είναι πολύπλοκη και οι ανατροπές συχνές.
Αντίστοιχη και η στάση του Ιράν που έχει εμπλακεί βαθύτατα σε Ιράκ και Συρία και βλέπει συνεχείς οπισθοδρομήσεις και εμπόδια στις σχέσεις του με τη Δύση, δύο χρόνια μετά τη συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η Τεχεράνη γνωρίζει ότι το μέγεθος της εμπλοκής της δεν επιτρέπει πλέον την απόσυρση της από τον αγώνα της επικράτησης στην περιοχή. Αυτό θα σήμαινε την υποχώρηση όχι μόνο του σιιτισμού αλλά και την ενδεχόμενη κατάρρευση και του καθεστώτος των «μουλάδων». Το Ισραήλ διατηρεί μια εμμονή έναντι της Τεχεράνης ενώ προχωρά σε επιλεκτικές προσβολές φιλοϊρανικών στόχων στο συριακό έδαφος. Τα κράτη του Κόλπου, εμφανίζουν μια μετριοπαθή στάση αλλά ταυτόχρονα ενισχύουν αθόρυβα κάθε αντισιϊτική οργάνωση και κίνηση.
Σίγουρα το αμερικανικό κτύπημα κατέστησε τη συριακή κρίση ακόμη πιο πολύπλοκη και απρόβλεπτη. Η μακροχρόνια διάσταση της σύρραξης, η εμπλοκή δεκάδων πλευρών και οι ευμετάβλητες ισορροπίες θυμίζουν αρκετά τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου των δεκαετιών 1970 και 1980. Καίτοι δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα αδιάσειστα στοιχεία της συριακής εμπλοκής στη χρήση χημικών όπλων κατά αμάχων, εκτιμάται ότι το καθεστώς Assad έχει σκληρύνει τη στάση του σε όλα τα επίπεδα, ως συνέπεια της ενδυνάμωσης της θέσεως του.
Με την πρόσφατη αμερικανική προσβολή, ενισχύεται το «προφίλ» του Trump ως αποφασιστικού ηγέτη. Καταρρέουν οι εναντίον του κατηγορίες για μια «χαλαρή» στάση έναντι της Μόσχας. Αναδεικνύονται οι «ανθρώπινες ευαισθησίες» του νέου Προέδρου ενώ αποδεικνύεται και η άριστη συνεργασία του με τους βασικούς συμμάχους, τους οποίους έσπευσε έγκαιρα να ενημερώσει. Ταυτόχρονα, διατήρησε ανοικτή και τη γραμμή επικοινωνίας με τη Μόσχα, ειδοποιώντας για την επίθεση και έχοντας λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποφευχθούν ρωσικές απώλειες. Το βασικότερο όμως στοιχείο της ενέργειας του αποτελεί το μήνυμα που εξέπεμψε, επιλέγοντας τον ασθενέστερο αντίπαλο, προς Μόσχα, Πεκίνο, Τεχεράνη, Πιονγκγιάνγκ, αλλά και λοιπούς αποδέκτες. Το μήνυμα ξεκάθαρα αναφέρει ότι παρά τις διακηρύξεις περί επιστροφής σε μια ιδιόμορφη στάση «απομονωτισμού», οι ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι πανταχού παρούσες, ικανές και αποφασισμένες να υπερασπίσουν τον αυτόκλητο ρόλο του παγκόσμιου ρυθμιστή.
Τα βλέμματα όμως τώρα στρέφονται στην Άπω Ανατολή. Στην περίπτωση της Βορείου Κορέας, ο αντίπαλος επιλέγει να ανταπαντήσει, όχι μόνο λεκτικά, αλλά και με επίδειξη ισχύος (παρά την αποτυχία της εκτόξευσης της 15ης Απριλίου). Παρά τις ακρότητες και τις προκλήσεις, το προσωποπαγές καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ αντιδρά στα πλαίσια ψυχρών υπολογισμών και ενδιαφέρεται πρωταρχικά για τη μακροημέρευση του. Άρα, ως μη έχων ιδεολογική στόχευση ανατροπής του υπάρχοντος status quo, εκτιμάται ότι δεν θα ξεπεράσει τα όρια των προκλήσεων που θα καταστήσουν αναπόφευκτη την αντίδραση των ΗΠΑ. Το πρόβλημα για τους αντιπάλους της Πιονγκγιάνγκ είναι ότι μια ολόκληρη χώρα, η Νότιος Κορέα, έχει καταστεί όμηρος τυχόν ανταποδοτικών πληγμάτων των Βορείων. Κομβική και η στάση του Πεκίνου, που σίγουρα δυσανασχετεί με τον δύστροπο γείτονα και προστατευόμενο του και καθημερινά διαπιστώνει τη μείωση της επιρροής του σε αυτόν.
Μέσα σε ένα τόσο ηλεκτρισμένο και ασταθές περιβάλλον έχουν ξαναρχίσει να ακούγονται έντονα οι φωνές για επανακαθορισμό «ζωνών επιρροής». Κάτι ανάλογο είχε αφήσει να εννοηθεί και ο Πρόεδρος Trump προ της εκλογής του. Πριν όμως από μια τόσο σημαντική διευθέτηση, αφενός οι μεγάλοι παίκτες σκληραίνουν τη στάση τους και αφετέρου υπάρχει μια μεγάλη κρίση που «νομιμοποιεί» (για τη διεθνή ασφάλεια και ειρήνη) τους εν συνεχεία διακανονισμούς των ισχυρών. Όμως καθημερινά ξεπροβάλλουν μεσαίες δυνάμεις που αμφισβητούν πλέον την αποκλειστικότητα των «μεγάλων». Συνάμα ανεξέλεγκτες, μη κρατικές δυνάμεις, εκμεταλλευόμενες τις περιστάσεις (ενίοτε υπό την υποστήριξη και κρατικών δρώντων) αποσταθεροποιούν ακόμη περισσότερο ορισμένα αδύνατα περιφερειακά υποσυστήματα. Το μεγάλο όμως πρόβλημα είναι η τάση μεγιστοποίησης της ισχύος των μεγάλων δυνάμεων που καθιστά προβληματική τη μεταξύ τους συνεννόηση όπως πολύ ορθά έχει περιγράψει στο έργο του «η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων» ο αμερικανός διεθνολόγος John Mearsheimer.
(Liberal, 16 Απριλίου 2017)