23/10/2016. 5+1 ιδέες για έξοδο από την ύφεση

23/10/2016. 5+1 ιδέες για έξοδο από την ύφεση

O Αλέξανδρος Καψύλης, με βάσει δημοσίευμα του «Economist» γράφει για τις οικονομικές θεωρίες από το παρελθόν που μπορεί να είναι χρήσιμες και σήμερα (όπως δημοσιεύτηκε στο tovima.gr).

Brexit, άνοδος της Ακροδεξιάς, ριζοσπαστικοποίηση των πολιτών, κλονισμός της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Απολίτικοι δημεγέρτες, μπουφόνοι που εκφυλίζουν τις ιδέες, συμπεριλαμβανομένης κι εκείνης της Δημοκρατίας, θλιβερές γκροτέσκες φιγούρες που περιφρονούν τον ορθό λόγο και ενσαρκώνουν τη συλλογική αποτυχία όσων όφειλαν να προστατεύσουν τον πολιτισμό και τις αξίες. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, που μπορεί να έχει εν πολλοίς ξεπεραστεί σε ό,τι αφορά τους αριθμούς, αλλά επιμένει σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους, εξελίσσεται τάχιστα σε κοινωνική και πολιτική.

Το βρετανικό περιοδικό «Economist» επιχείρησε να αναζητήσει στη θεωρία τις αιτίες των πολυεπίπεδων αλλαγών που συντελούνται παγκοσμίως. Επιχείρησε μιαν αναζήτηση των ιδεών εκείνων που θα συνέβαλαν στην υπέρβαση της μετεξελιγμένης κρίσης και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ανθρώπων απέναντι στα δικά τους μεγάλα επιτεύγματα, με πρώτο την ιστορικά πρωτοφανή εβδομηκονταετή περίοδο ειρήνης και ευημερίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο «Economist» ξεκαθαρίζει ότι είναι άδικο να καταλογίζει κανείς στους ανθρώπους των ιδεών και της θεωρίας – εν προκειμένω στους οικονομολόγους – ευθύνες επειδή δεν προέβλεψαν την τελευταία κρίση. «Δουλειά των θεωρητικών είναι να εξηγούν πώς λειτουργεί ο κόσμος» γράφει. Αλλωστε υπάρχουν και οι χρηματιστηριακές αγορές, που προέβλεψαν εννέα από τις πέντε τελευταίες οικονομικές κρίσεις, όπως σάρκασε ο νομπελίστας Πολ Σάμιουελσον.

Το περιοδικό, το οποίο απηχεί τις απόψεις του Σίτι και δημοσιεύει όλα τα άρθρα του ανυπόγραφα (φημολογείται ότι οι συνεργάτες του είναι επιφανείς παράγοντες της διεθνούς οικονομικής ζωής, ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Εντι Τζορτζ ήταν ένας εξ αυτών), θεωρεί ότι είναι ώρα να ξανάρθουν στη… μόδα οι οικονομικές ιδέες που έβγαλαν την παγκόσμια οικονομία από τη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του 1930. Εχει τη σημασία της η πρόταση του συστημικού «Economist», στο μέτρο που δεν εντοπίζει το πρόβλημα στον γιαλό, αλλά στην πορεία των αρμενιστών.

1.
Εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν
Η ασυμμετρία της πληροφόρησης επιβάλλει την αδρή αμοιβή των εργαζομένων
Η πρώτη «μεγάλη ιδέα» έχει να κάνει με την επίδραση της ασύμμετρης πληροφόρησης στην οικονομική ζωή και στην αγορά εργασίας. Πρόκειται για την ανάπτυξη μιας διαπίστωσης που έκανε το 1970 ο νεαρός, τότε, βοηθός καθηγητή στο Μπέρκλεϊ Τζορτζ Ακερλοφ, με μια μελέτη του που είχε τον τίτλο «Η Αγορά των Λεμονιών» και την οποία αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν (ως κοινότοπη και παραβιάζουσα ανοικτές θύρες) τρεις μεγάλες εφημερίδες της εποχής. Η θεωρία του Ακερλοφ, όμως, συν τω χρόνω εξελίχθηκε και χάρισε στον αμερικανό οικονομολόγο το βραβείο Νομπέλ το 2001.

«Λεμόνια» ονόμασε ο Ακερλοφ τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα κακής ποιότητας, σε αντίθεση με τα «ροδάκινα», που ονόμασε τα καλής ποιότητας. Ενα «λεμόνι» πωλείται προς 500 δολάρια, ενώ ένα ποιοτικό μεταχειρισμένο μπορεί να πουληθεί 1.000 δολάρια. Αλλά μόνο ο έμπορος γνωρίζει την πραγματική ποιότητα του αυτοκινήτου. Οχι ο πελάτης, που τα βλέπει όλα καλογυαλισμένα και απαστράπτοντα. Για να αντισταθμίσει τον κίνδυνο να επιστρέψει με ένα σαπάκι σπίτι του, ο αγοραστής δεν είναι διατεθειμένος να ξοδέψει πάνω από 750 δολάρια για οποιοδήποτε αυτοκίνητο. Ο πωλητής θα του πουλούσε ευχαρίστως ένα σαπάκι για 750 δολάρια, όχι όμως και ένα καλό αυτοκίνητο.

Ενας έξυπνος αγοραστής αντιλαμβάνεται ότι τα αυτοκίνητα που δέχεται να του πουλήσει ο πωλητής προς 750 ευρώ είναι όλα σαπάκια. Ετσι, απαιτεί χαμηλότερη τιμή, ει δυνατόν 500 ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι όλα τα καλά μεταχειρισμένα να μένουν απούλητα στη μάντρα αυτοκινήτων. Και το συμπέρασμα ότι η «ασυμμετρία πληροφόρησης» μεταξύ αγοραστή και πωλητή σκοτώνει την αγορά.

Μεταφερόμενες και εφαρμοζόμενες οι παρατηρήσεις αυτές στην αγορά εργασίας – διότι αυτό είναι που «καίει» σήμερα τις δυτικές κοινωνίες, η περιθωριοποίηση της μεσαίας τάξης και η ριζοσπαστικοποίηση των ψηφοφόρων – το ερώτημα που ανακύπτει είναι πώς και ο εργοδότης θα εξασφαλίζει καλύτερης ποιότητας και αποδοτικότητας εργαζομένους και ταυτόχρονα ο εργαζόμενος θα αμείβεται κατά τρόπον που δεν θα περιθωριοποιείται κοινωνικά και δεν θα ριζοσπαστικοποιείται πολιτικά.

Το συμπέρασμα είναι ότι θα πρέπει ο εργοδότης να αμείβει τον εργαζόμενο με μισθό… υψηλότερο από όσο δικαιούται και αποδίδει. Να του δίνει διαρκώς κίνητρα αποδοτικότητας. «Ο απλούστερος τρόπος για να διασφαλίσει ένας εργοδότης ότι ένας υπάλληλός του δουλεύει σκληρά είναι να του δώσει μέρος ή και το σύνολο των κερδών που αποκομίζει» αναφέρεται χαρακτηριστικά! «Και η υπεραξία;» θα αναρωτιόταν εμβρόντητος ο αναγνώστης του «Economist» – αν μάλιστα συμβαίνει να είναι και εργοδότης. Ε, όλο και κάτι θα μείνει για τον κατέχοντα τα μέσα παραγωγής.

Μαστίγιο και καρότο
Ο επίσης νομπελίστας οικονομολόγος Γιόζεφ Στίγκλιτςζαπό κοινού με τον καθηγητή του Μπέρκλεϊ και οικονομικό σύμβουλο του προέδρου Ομπάμα, Καρλ Σαπίρο, σημειώνουν ότι στην αγορά εργασίας οι αμοιβές λειτουργούν σαν το καρότο και η ανεργία σαν το μαστίγιο. Ομως, «σε έναν κόσμο ασύμμετρης πληροφόρησης η καλή συμπεριφορά του εργαζομένου εξασφαλίζεται όταν μπορεί να χτίζει ένα πλεόνασμα υψηλότερο από εκείνο που μπορεί να βρει σε μια άλλη δουλειά». Ετσι, ο εργοδότης δεν κινδυνεύει να χάσει πελάτες λόγω κάμψης της ποιότητας του προϊόντος του. Εξάλλου «σε αγορές με ατελή πληροφόρηση η τιμή δεν μπορεί να είναι ίση με το περιθώριο κόστους». Ολα είναι ζήτημα εντυπώσεων και όχι εμπιστοσύνης, διότι υπάρχει δυσπιστία ως προς την ορθότητα της πληροφόρησης. Ενα ακριβό εστιατόριο σε ακριβή γειτονιά δίνει την εντύπωση στους πελάτες ότι έχει και ποιοτικό φαγητό.

Εδώ θα πρέπει να σημειωθούν δύο πράγματα: πρώτον ότι ο Ακερλοφ είναι σύζυγος της προέδρου της Fed Τζάνετ Γέλεν, η οποία έχει ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα απασχόλησης – είχε εξ αρχής εξαρτήσει την επόμενη αύξηση των χαμηλών επιτοκίων των ΗΠΑ με την πτώση της ανεργίας. Η επονομαζόμενη «κόκκινη τραπεζίτισσα» και ο σύζυγός της είναι άλλωστε θαυμαστές των ιδεών του Τζέιμς Τόμπιν, του κεϊνσιανιστή νομπελίστα (το 1981) οικονομολόγου που επινόησε τον φόρο επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών ως μέσο χρηματοδότησης του κράτους πρόνοιας.

Η δεύτερη σημείωση αφορά τους εφετινούς νομπελίστες Οικονομίας Ολιβερ Χαρτ και Μπενγκτ Χόλστρομ, οι οποίοι τιμήθηκαν για το έργο τους στη «θεωρία των συμβολαίων». Για τη θεωρία που μελετά πώς οι οικονομικοί παράγοντες συνάπτουν συμβατικές συμφωνίες σε ένα περιβάλλον ασύμμετρης πληροφόρησης. Πρόκειται για ένα ζήτημα απολύτως συναφές με τη θεωρία που εξέλιξαν οι Ακερλοφ,  Στίγκλιτζ και Σαπίρο, οι οποίες, όπως και η τιμηθείσα εφέτος θεωρία των συμβολαίων, εμπνέονται από τη «θεωρία της κοινωνικής επιλογής» και τη «θεωρία της γενικής ισορροπίας» του επίσης νεοκλασικιστή και κεϊνσιανιστή αμερικανού νομπελίστα (το 1972) Κένεθ Αροου.

2.
Η ανάπτυξη φέρνει ύφεση και αντιστρόφως
Η θεωρία των οικονομικών κύκλων και η αυταπάτη της «αειφόρου ανάπτυξης»
Η δεύτερη μεγάλη οικονομική ιδέα που εκόντες – άκοντες ξαναθυμηθήκαμε τα χρόνια της κρίσης έχει να κάνει με τη θεωρία των οικονομικών κύκλων και ανήκει σε έναν αμερικανό επιστήμονα που παρέμεινε για δεκαετίες ξεχασμένος, επειδή στα χρόνια της οικονομικής ευωχίας αυτός προειδοποιούσε για καταστροφές. Πρόκειται για τον «κασσανδρικό» Χάιμαν Μίνσκι, ο οποίος υποστήριξε ότι η οικονομική ανάπτυξη «τρέφει» την ύφεση. Οτι η περιβόητη «αειφόρος ανάπτυξη» είναι ένας μύθος, καθώς αργά ή γρήγορα η φούσκα θα σκάσει. Και εδώ αξίζει να θυμηθούμε ότι οι αρχαίοι Ελληνες, παρότι δεν πίστευαν στις καταστροφολογίες της Κασσάνδρας (ο άνθρωπος ανέκαθεν απωθούσε τις δυσάρεστες σκέψεις από το μυαλό του), πάντοτε προσέτρεχαν σε αυτήν για να τη συμβουλευτούν.

Λιγότερο σοφοί κατά τα φαινόμενα, οι σύγχρονοι Ελληνες και ξένοι άρχισαν να αναδιφούν στα γραπτά του Μίνσκι μετά την καταστροφή του 2008. Και σήμερα μιλούν για τη «στιγμή του Μίνσκι», την οποία ο ίδιος ευτύχησε να… μην ζήσει, αφού πρόλαβε και πέθανε το 1996, την εποχή ακριβώς που οι ολετήρες Μπιλ Κλίντον και Αλαν Γκρίνσπαν έκοβαν το καπίστρι του παγκοσμιοποιημένου χρηματοοικονομικού καπιταλισμού και τον άφηναν να καλπάσει ανεμπόδιστα προς την καταστροφή μας – όχι αναγκαστικά προς την καταστροφή του, διότι το παρόν αφιέρωμα αυτό ακριβώς δείχνει, την προσπάθεια επιβίωσής του.

«Εχοντας περάσει τα νιάτα του την περίοδο της Μεγάλης Υφεσης, ο Μίνσκι δεν μπορούσε να βγάλει από τον νου του την καταστροφή. Ετσι, αναζήτησε τις αιτίες των οικονομικών κρίσεων και διατύπωσε την υπόθεση της χρηματοοικονομικής αστάθειας, ότι η ευημερία σπέρνει τον σπόρο της επόμενης κρίσης» γράφει ο «Economist». Κι αναρωτιέται κανείς αν η μοίρα των σημερινών νέων, επιστημόνων και μη, είναι να παγιδευτούν στην πικρόχολη δίνη του οικονομικού πεσιμισμού – τι θα απογίνει το αμερικανικό όνειρο;

Καταστραφήκαμε, ε και;

Ο Μίνσκι ερεύνησε την έννοια της επένδυσης και διέκρινε τρία είδη χρηματοδότησης, χαμηλού, μέτριου και υψηλού κινδύνου. Η χρηματοδότηση υψηλού ρίσκου δεν προϋποθέτει την κατοχή κεφαλαίου ούτε απαιτεί αξιόπιστες εγγυήσεις, αλλά βασίζεται στα μελλοντικά κέρδη της επένδυσης. Το συμπέρασμα του Μίνσκι είναι ότι, συν τω χρόνω και ιδιαιτέρως αν η οικονομία βρίσκεται σε αναπτυξιακή τροχιά, ο πειρασμός ανάληψης επενδυτικού ρίσκου και συσσώρευσης χρεών είναι ακαταμάχητος. «Οταν η ανάπτυξη μοιάζει σίγουρη, γιατί να μη δανειστείς περισσότερο;» αναρωτιέται ο «Economist». Γιατί, δηλαδή, να μην πάρεις ένα διακοποδάνειο, ένα εορτοδάνειο και μια Καγιέν με 70.000 ευρώ δίχως προκαταβολή (και δίχως τεκμήριο);

Ο Μίνσκι μελέτησε τις συνέπειες της υψηλής μόχλευσης της οικονομίας. Αμφισβήτησε την αποτελεσματικότητα των αυτορρυθμιζόμενων αγορών και υποστήριξε ότι οι άνθρωποι ενεργούν ανορθολογικά, λαμβάνουν λανθασμένες οικονομικές αποφάσεις, αγνοούν τους συστημικούς κινδύνους και ρέπουν προς την αυταπάτη. Οι ιδέες του υπήρξαν επί δεκαετίες στα αζήτητα, πρόσφατα ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν διακήρυξε επιχαίροντας ότι «όλοι είμαστε Μινσκιστές τώρα», αλλά ο κυνικός «Economist» φροντίζει να «γειώσει» τον αριστερόστροφο νομπελίστα με… μινσκιστικό τρόπο, προβλέποντας ότι «οι μνήμες του 2008 θα ξεθωριάσουν, οι επιχειρήσεις θα αρχίσουν και πάλι να μεγεθύνονται, οι τράπεζες να τις χρηματοδοτούν και οι εποπτικές αρχές να χάνουν τον έλεγχο», για να καταλήξει στην πρόβλεψη ότι ο Χάιμαν Μίνσκι θα περάσει και πάλι στη λήθη και την καταφρόνια. «Οσο απομακρυνόμαστε από την τελευταία κρίση τόσο λιγότερο θέλουμε να ακούμε για την επόμενη που έρχεται» γράφει ο «Economist». Οι ψυχίατροι το περιγράφουν αυτό ως «επανάληψη τραύματος».

3.
Εχει και χαμένους η παγκοσμιοποίηση
Η απελευθέρωση του εμπορίου απαιτεί προστασία των εργαζομένων
Η τρίτη μεγάλη οικονομική ιδέα έχει να κάνει με τη σχέση δασμών και μισθών, όπως σημειώνει το βρετανικό περιοδικό. Η ιδέα ανήκει στον αμερικανό οικονομολόγο Βόλφγκανγκ Στόλπερ, που την επεξεργάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σε συνεργασία με τον συνάδελφό του στο Χάρβαρντ, μετέπειτα διάσημο και νομπελίστα οικονομολόγο Πολ Σάμιουελσον. Από την εμπειρία του  εργαζόμενος σε ένα κλωστοϋφαντουργείο στη Νιγηρία, το οποίο έπρεπε να ευεργετείται με δασμολόγηση των εισαγόμενων ανταγωνιστικών προϊόντων με 90% για να αντεπεξέρχεται, ο Στόλπερ απέδειξε επιστημονικά κάτι το κοινότοπο, με την έννοια ότι εύκολα το αντιλαμβάνονται οι μη ειδικοί, όχι όμως και οι οικονομολόγοι: ότι το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ χωρών με εξειδικευμένο και ακριβό εργατικό δυναμικό και χωρών με φθηνά εργατικά χέρια αποβαίνει εις βάρος των εργαζομένων στην πλούσια και ανεπτυγμένη χώρα.

«Οι αφρικανοί εργαζόμενοι είναι οι πιο κακοπληρωμένοι στον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα και οι πιο ακριβοί» απεφάνθη ο Στόλπερ. Δεν είναι ανταγωνιστικοί. Σε συνεργασία με τον Σάμιουελσον ο Στόλπερ διαπίστωσε ότι υπάρχει ένα «ψήγμα άβολης αλήθειας» που παραβλέπουν οι παραδοσιακοί οικονομολόγοι, στηριζόμενοι στις θεωρίες των αρχών του 19ου αιώνα του Ντέιβιντ Ρικάρντο, που συμπέραιναν ότι η απελευθέρωση του εμπορίου είναι αμοιβαίως επωφελής για όλες τις χώρες και τους εργαζομένους, πλούσιους και φτωχούς.

Οι Στόλπερ – Σάμιουελσον απέδειξαν ότι χώρες όπως οι ΗΠΑ, με οικονομίες εντάσεως κεφαλαίου και καλά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, βγαίνουν ζημιωμένες από τον διεθνή ανταγωνισμό αν δεν λάβουν μέτρα προστασίας των εργαζομένων. Για την ακρίβεια, το ελεύθερο και αδασμολόγητο εμπόριο ευνοεί τις ΗΠΑ ως εθνική οικονομία και τους κεφαλαιούχους της, αλλά όχι τους αμερικανούς εργαζομένους, διότι ροκανίζει την αγοραστική τους δύναμη.

Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι ακόμα κι αν οι μισθοί των πλούσιων εργαζομένων πέσουν λόγω του ανταγωνισμού με τους χαμηλότερα αμειβόμενους εργαζομένους σε φτωχές χώρες, η πτώση των τιμών των προϊόντων θα εξισορροπήσει την απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης. «Μακροπρόθεσμα η εργατική τάξη δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από το διεθνές εμπόριο, διότι οι εργαζόμενοι θα μετακινούνταν από τους φθίνοντες βιομηχανικούς κλάδους στους ανθούντες και ανερχόμενους» αποφαινόταν το 1936 ο αυστριακός οικονομολόγος Γκότφριντ Χάμπερλερ. Στο ίδιο μήκος κύματος η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ έχει επανειλημμένως τονίσει ότι οι σύγχρονοι εργαζόμενοι πρέπει να διαθέτουν κινητικότητα. Και για να μεταπηδούν από κλάδο σε κλάδο των επιχειρήσεων και για να μετακινούνται από χώρα σε χώρα προκειμένου να βρουν δουλειά.

Ο Στόλπερ αμφισβήτησε αυτά τα αξιώματα. Σκέφτηκε ότι σε μια μικρή οικονομία που παράγει, για παράδειγμα, ρολόγια και σιτάρι, ένας εξειδικευμένος ρολογάς για να είναι ανταγωνιστικός η εταιρεία του πρέπει να ευνοείται από έναν δασμό 10%. Αν ο δασμός καταργηθεί, η τιμή των ρολογιών που παράγει θα μειωθεί κατά 10%. Η εταιρεία για να αντεπεξέλθει θα πρέπει να κάνει απολύσεις και να κλείσει μονάδες παραγωγής. Οταν κατακαθήσει ο κουρνιαχτός, θα υπέθετε κανείς ότι οι μισθοί και τα ενοίκια θα μειώνονταν κατά 10%. Αυτό όμως δεν θα συμβεί, διότι μια ωρολογοποιία είναι μια επιχείρηση εντάσεως εργασίας, άρα οι μισθοί θα μειωθούν περισσότερο από όσο τα ενοίκια. Από την άλλη πλευρά, οι τιμές των σιτηρών δεν πρόκειται να μειωθούν (θα τις στηρίξουν οι παραγωγοί σιτηρών). Εν τέλει το παράδοξο που θα συμβεί θα είναι να μειωθούν δυσανάλογα (πάνω από 10%) οι μισθοί στην ωρολογοποιία, και τα ενοίκια και η αξία της γης να… αυξηθούν, έστω και ελάχιστα.

Το κινεζικό σοκ, αναφέρει ο «Economist» επικαλούμενος έρευνα του ΜΙΤ, έδειξε ότι δεν βρέθηκε υπό πίεση η βιομηχανική εργασία στις ΗΠΑ, αλλά ολόκληρο το αμερικανικό εργατικό δυναμικό, ακόμα και αυτό με υψηλή εκπαίδευση και εξειδίκευση. Χάρη στην παγκοσμιοποίηση, τα αγαθά διασχίζουν εύκολα τα εθνικά σύνορα. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους εργαζομένους. Και εν τέλει η απελευθέρωση του εμπορίου ίσως αποβεί εις βάρος των αμερικανών εργαζομένων.

4.
«Ξαναγίναμε όλοι κεϊνσιανιστές τώρα»…
Οι δημόσιες επενδύσεις επιστρέφουν στη μόδα, οι αρετές της λιτότητας ξεθωριάζουν
Ανακληθείσα εξ… αποστρατείας στην ενεργό δράση είναι και η τέταρτη μεγάλη ιδέα που μνημονεύει ο «Economist». Είναι η ιδέα της τόνωσης της αναπτυξιακής διαδικασίας και εξόδου από την ύφεση μέσω των δημοσίων επενδύσεων. Και για τη λειτουργία των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών – των «εργαλείων» εκείνων δηλαδή που δείχνουν πόσο επηρεάζεται το ΑΕΠ από την αυξομείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Το ζήτημα των πολλαπλασιαστών, που στην Ελλάδα ήλθε με τραγικό τρόπο στο προσκήνιο όταν το ΔΝΤ παραδέχθηκε ότι τους είχε υποτιμήσει, αποτελεί κομβικό στοιχείο της μακροοικονομικής ανάλυσης του Τζον Μέιναρντ Κέινς.

Πρόκειται για τον διάσημο βρετανό οικονομολόγο που συνεισέφερε τα μάλα για την υπέρβαση της Μεγάλης Υφεσης του 1930 και για τη μεταπολεμική οικονομική ευημερία της Δύσης. Οι ιδέες του, όμως, ξεπεράστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 από τις θεωρίες του οικονομικού φιλελευθερισμού που εφάρμοσαν πρώτοι ο Ρόναλντ Ρίγκαν στις ΗΠΑ και η Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία. Και… «επανήλθαν στη μόδα μετά την πρόσφατη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση», όπως γράφει ο «Economist». Λες και δεν υπάρχει εξελικτική διαδικασία στην οικονομική επιστήμη και πρακτική. Λες και ο κόσμος έχει μνήμη χρυσόψαρου.

«Στο απόγειο της κρίσης του ευρώ οι αποδόσεις των ομολόγων ορισμένων χωρών της Νότιας Ευρώπης εκτινάχθηκαν στα ύψη και η χρεοκοπία καραδοκούσε. Τότε η Ευρωτράπεζα και οι πλουσιότεροι εταίροι των χωρών αυτών αποφάσισαν να διασώσουν τις χώρες αυτές. Και τις διέσωσαν, υπό την αίρεση όμως ότι θα εξυγιάνουν τα δημοσιονομικά τους και θα περιορίσουν τα χρέη τους. Γι’ αυτό και τους επέβαλαν μέτρα λιτότητας. Κάποιοι οικονομολόγοι θεώρησαν ως αναγκαίο κακό τα μέτρα αυτά. Αλλοι τα θεώρησαν αντιπαραγωγικά και καταστρεπτικά της ανάπτυξης, υποστηρίζοντας ότι θα κάνουν τους φτωχούς φτωχότερους και περισσότερο χρεωμένους από πριν» γράφει το βρετανικό περιοδικό.

Η παραδοχή από το ΔΝΤ το 2013 ότι υποεκτίμησε τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές (η χώρα στην οποία σημειώθηκε το λαθάκι δεν αναφέρεται στην ανάλυση του περιοδικού), «έφερε ξανά στη μόδα» τη θεωρία του Κέινς. Η ιδέα του πολλαπλασιαστή προέκυψε τα χρόνια της Μεγάλης Υφεσης. Τη δεκαετία του 1920 ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε εκτινάξει στα ύψη τις τιμές στη Βρετανία, ενώ είχε πλήξει την ισοτιμία της στερλίνας. Προτεραιότητα της κυβέρνησης του Λονδίνου ήταν να αποκαταστήσει την αξία της στερλίνας στα προπολεμικά επίπεδα. Η σφιχτή νομισματική πολιτική που ακολούθησε για τον σκοπό αυτόν η Τράπεζα της Αγγλίας βύθισε τη βρετανική οικονομία στον αποπληθωρισμό και την ύφεση και τους Βρετανούς στην ανεργία και τη φτώχεια.

Ρηξικέλευθη μελέτη
Κάποιοι πρότειναν στην κυβέρνηση να κάνει δημόσιες επενδύσεις για να δώσει δουλειά σε ανέργους και να αυξήσει την αγοραστική δύναμή τους. Η κυβέρνηση του Λονδίνου απέκλεισε τη χρηματοδότηση επενδύσεων με δημόσιο δανεισμό θεωρώντας ότι θα εξασθενούσε τη στερλίνα και θα ευνοούσε κάποιους κλάδους, την οδοποιία φέρ’ ειπείν, έναντι άλλων. Το 1931 ο βαρόνος Καν, ένας βρετανός οικονομολόγος, δημοσίευσε μια ρηξικέλευθη μελέτη όπου υποστήριζε ότι η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, πέρα από την άμεση τόνωση της αγοραστικής δύναμης σε όσους προσλαμβάνονταν, θα είχαν και έμμεσες ευεργετικές επιπτώσεις.

Αυτό επειδή οι νεοπροσληφθέντες εργάτες της οδοποιίας αν αύξαναν τις δαπάνες τους θα τόνωναν τη ζήτηση για διάφορα προϊόντα που για να παραχθούν θα έπρεπε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας σε άλλους παραγωγικούς κλάδους. Στα επενδεδυμένα κεφάλαια για δημόσια έργα λειτουργούν πολλαπλασιαστές ανάπτυξης δηλαδή. Ο Κέινς στο μνημιώδες έργο του «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος» εξελίσσει, αναλύει και θεωρητικοποιεί την ιδέα του βαρόνου Καν και κυρίως εξηγεί πώς λειτουργούν οι πολλαπλασιαστές.
Τη δεκαετία του 1960 η μακροοικονομική θεωρία του Κέινς ήταν κυρίαρχη. «Είμαστε όλοι κεϊνσιανιστές τώρα» είχε διακηρύξει το 1965 σε άρθρο του στο περιοδικό «TIME» ο Μίλτον Φρίντμαν. Πρόκειται για τον οικονομολόγο που συνέδεσε τους ανοδικούς και καθοδικούς κύκλους της οικονομίας με την προσφορά χρήματος, καταργώντας την κυριαρχία των ιδεών του Κέινς. Ο Φρίντμαν αποκήρυξε τους πολλαπλασιαστές του Κέινς. Δεν χρειάζονταν, αντέτεινε, για να κρατούν την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Αρκεί να υπάρχει σταθερή προσφορά χρήματος, υποστήριξε εισαγάγοντας στις ζωές των ανθρώπων τη μονεταριστική αντίληψη περί οικονομικής διακυβέρνησης.

Πάμε σαν άλλοτε
Η περιβόητη Σχολή του Σικάγου ανέλαβε να θεωρητικοποιήσει τις ιδέες του οικονομικού φιλελευθερισμού, οι Ρίγκαν – Θάτσερ ανέλαβαν να τις εφαρμόσουν και να τις μετατρέψουν σε νέα οικονομική ορθοδοξία. Οι μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες της Δύσης κατελήφθησαν από πληθωρισμοφοβία – διαρκής είναι η ταλαιπωρία της ΕΚΤ από αυτή λόγω των φαντασμάτων της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που εξακολουθούν να κατατρέχουν τη γερμανική Καγκελαρία. «Αλλά τα μηδενικά επιτόκια δεν αρκούν για να τονώσουν την ανάπτυξη, όπως στην Ιαπωνία που από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 πασχίζει να βγει από το τέλμα της ύφεσης και του αποπληθωρισμού. Κάποιες κυβερνήσεις εφάρμοσαν πακέτα δημοσίων επενδύσεων για να ξεπεράσουν την κρίση του 2008. Και τα κατάφεραν αρκετά καλά, όπως η κυβέρνηση Ομπάμα που δαπάνησε 800 δισ. δολάρια για τον σκοπό αυτό» γράφει ο «Economist».

Ετσι, «ενώ αρκετοί πολιτικοί παραμένουν προσκολλημένοι στην ιδέα της δημοσιονομικής προσαρμογής, πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν τώρα ότι μια από τις σπουδαιότερες αιτίες των αποτυχημένων προσπαθειών ανάκαμψης κάποιων οικονομιών από την κρίση είναι οι ανεπαρκείς δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις. Υποστηρίζουν ότι η οικονομική λιτότητα αναστέλλει τις προοπτικές ανάκαμψης των οικονομιών και εκτινάσσει το δημόσιο χρέος σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα που θα έφθανε αν εφαρμόζονταν ενθουσιωδώς πολιτικές οικονομικής επέκτασης για την τόνωση της ανάπτυξης». Συστημένη η αφιέρωση του «Economist» στους ιδεοληπτικούς μιας ξεπερασμένης μόδας.

5.
Οι άνθρωποι μαθαίνουν, οι τράπεζες όχι
Η ισορροπία και τα παίγνια μη μηδενικού αθροίσματος
Το 1948 ο Τζον Νας έφθασε σε ηλικία 19 ετών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον για να κάνει το διδακτορικό του έχοντας τη λακωνικότερη συστατική επιστολή στον χαρτοφύλακά του: «πρόκειται για μαθηματική διάνοια». Δεν απογοήτευσε εκείνους που τον επέλεξαν. Σε μόλις 14 μήνες υποστήριξε την εργασία του έχοντας βάλει τα θεμέλια της θεωρίας που του χάρισε το βραβείο Νομπέλ Οικονομίας το 1994. Η ιδέα του περιγράφει ένα σταθερό αποτέλεσμα που αποφέρουν οι αποφάσεις και οι ενέργειες ιδιωτών ή θεσμών βάσει των όσων πιστεύουν ότι θα πράξουν άλλοι ιδιώτες ή θεσμοί.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα που περιγράφει την περίφημη «ισορροπία του Νας» είναι η προβληματική των δύο φυλακισμένων μαφιόζων που κάθονται στα ξεχωριστά κελιά τους και σκέπτονται την εξής πρόταση που τους έχει κάνει ο εισαγγελέας: Αν ομολογήσουν τα εγκλήματά τους, θα καταδικαστούν σε 10 χρόνια φυλακή έκαστος. Αν ομολογήσει μόνο ο ένας, θα απελευθερωθεί, ενώ ο άλλος θα καταδικαστεί σε ισόβια δεσμά. Αν κρατήσουν κι οι δύο το στόμα τους κλειστό, θα καταδικαστούν σε φυλάκιση μόλις ενός έτους λόγω έλλειψης ικανών ενοχοποιητικών στοιχείων.

Υπάρχει μόνο μία λύση στο πρόβλημα των δύο μαφιόζων: να ομολογήσουν αμφότεροι. Μόνο έτσι ο καθένας θα ήταν σίγουρος ότι το ενδεχόμενο «κελάηδημα» του άλλου δεν θα τον έστελνε ισόβια. Αν, βέβαια, μπορούσαν να έλθουν σε επαφή, θα συμφωνούσαν να μη μιλήσουν για να «φάνε» μόνο έναν χρόνο ο καθένας. Αλλά και πάλι δεν θα ήταν σίγουρος ο ένας για την υπόσχεση του άλλου. Ομοιος ομοίω αεί πελάζει, αλλά δεν σημαίνει ότι τον εμπιστεύεται κιόλας.

Το παράδειγμα θέλει να δείξει ότι οι άνθρωποι σκέφτονται το δικό τους συμφέρον και όχι το συμφέρον των άλλων. Ενεργούν προς ίδιον όφελος, ακόμα κι αν είναι καταστροφικό για τους άλλους. «Αν επιτρεπόταν το κυνήγι όλους τους μήνες του χρόνου, τα πουλιά θα εξαφανίζονταν από τα δέντρα. Και όταν οι τιμές των ακινήτων καλπάζουν, οι τράπεζες τείνουν να αυξάνουν τις χορηγήσεις στεγαστικών δανείων, κι ας γνωρίζουν ότι τροφοδοτούν έτσι τη φούσκα των ακινήτων» γράφει ο «Economist».

Χρησιμοποιώντας εκλεπτυσμένους μαθηματικούς τύπους, ο Τζον Νας εξήγησε γιατί η διάνοιξη ενός νέου δρόμου μπορεί να μπλοκάρει την οδική κυκλοφορία και να δημιουργήσει κομφούζιο – μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2008, άλλωστε, έδειξε ότι αν έκλειναν επτά οδικές αρτηρίες στο Λονδίνο και δώδεκα στη Νέα Υόρκη, θα βελτιωνόταν αισθητά το κυκλοφοριακό πρόβλημα στις δύο πόλεις. Ο ουγγρικής συνεργάτης του Νας, Τζον Χαρσάνι, άλλωστε, με τον οποίο μοιράστηκε το Νομπέλ, έδειξε ότι στην πραγματική ζωή ουδείς γνωρίζει με σιγουριά τι θέλει πραγματικά ο διπλανός του.

Σε πειράματα που έγιναν για να διαπιστωθεί τι θα έπρατταν οι μαφιόζοι του παραδείγματος, μόνο το 50% των συμμετασχόντων απάντησε ορθολογικά, ότι δηλαδή θα ομολογούσε για να αποκλείσει τα ισόβια. Ποιο το νόημα, λοιπόν, να δίνει κανείς οικονομικά ή άλλα κίνητρα όταν ο κόσμος δεν ξέρει το πραγματικό συμφέρον του; Οι εμπειρικές έρευνες έδειξαν, όμως, και κάτι άλλο: ότι οι «παίκτες» εκπαιδεύονται. Στον δέκατο γύρο του πειράματος για τη συμπεριφορά των κρατουμένων μαφιόζων μόνο το 10% όσων συμμετέχουν αρνείται να ομολογήσει. «Οι άνθρωποι γίνονται πιο σοφοί, μαθαίνουν από τα λάθη τους» γράφει ο «Economist». Φευ, δύσκολα θα υποστήριζε κανείς κάτι ανάλογο και για τις τράπεζες…

6.
Ενα νόμισμα που δεν ταιριάζει σε όλες τις χώρες
Γιατί είναι αδιέξοδη η πολιτική πλεονασμάτων του Βερολίνου
Η τελευταία αλλά όχι έσχατη μεγάλη οικονομική ιδέα του «Economist» ξεκίνησε επίσης από τον Τζον Μέιναρντ Κέινς (με το βιβλίο του «Πραγματεία περί Χρήματος») και αφορά ένα κρίσιμο τρίλημμα που αντιμετωπίζουν τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων σε συνεργασία με τις Κεντρικές Τράπεζες. Τι να φροντίσουν; Τη νομισματική τους σταθερότητα μέσω του καθορισμού σταθερών επιτοκίων, την αυτονομία τους σε ό,τι αφορά την άσκηση νομισματικής πολιτικής ή την ελεύθερη ροή των κεφαλαίων; Οπως απέδειξαν ο Κέινς και οι επίγονοί του, οι χώρες μπορούν να εξασφαλίσουν μόνο δύο από τους τρεις αυτούς στόχους. Και τους τρεις μαζί δεν γίνεται. Στο κάτω-κάτω, όπως αναφέρει το περιοδικό, θα πρέπει οι κυβερνώντες να έχουν κατά νου και την οικουμενική ηθική εντολή «μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θα ήθελες εκείνοι να κάνουν σε σένα». Σύμφωνα με το τρίλημμα, μια χώρα που επιζητεί μια σταθερή ισοτιμία για το νόμισμά της και ταυτόχρονα θέλει να διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο των επιτοκίων (να μην επηρεάζονται δηλαδή από εξωτερικούς παράγοντες), δεν μπορεί να επιτρέπει την ελεύθερη ροή κεφαλαίων στα σύνορά της. Αν η χώρα κρατά τα επιτόκια του νομίσματός της σταθερά και ταυτόχρονα επιθυμεί την ελεύθερη ροή των κεφαλαίων, δεν μπορεί να διαθέτει και ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Και μια χώρα που επιλέγει την ελεύθερη ροή των κεφαλαίων και τη νομισματική αυτονομία της, πρέπει να αφήσει ελεύθερη και τη διαμόρφωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Στην πράξη εκεί όπου η επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων είναι μη επιθυμητή ή ακόμα και μάταιη – σχεδόν παντού στον κόσμο δηλαδή – το τρίλημμα μετατρέπεται για τους κυβερνώντες σε δίλημμα: να διατηρήσουν την ελεύθερη διακύμανση της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματός τους και να ελέγχουν τη νομισματική πολιτική (να καθορίζουν αυτοί τα επιτόκια του εθνικού νομίσματος δηλαδή) ή να συνδέσουν τη διακύμανση της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος με ένα άλλο νόμισμα και να εκχωρήσουν το δικαίωμα άσκησης ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής;
Γερμανική Ευρώπη

Οι πλούσιες χώρες της Δύσης κατά κανόνα επιλέγουν την πρώτη εκδοχή. Οι χώρες που μετέχουν στη ζώνη του ευρώ, ωστόσο, επέλεξαν τη δεύτερη. Και μάλιστα πριν από τη λογιστική κυκλοφορία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος το 1999. Ο «Economist» θυμίζει την πρόσδεση του ολλανδικού φιορινιού με το γερμανικό μάρκο, «το νόμισμα της μεγάλης περιφερειακής δύναμης», όπως χαρακτηριστικά γράφει. Ο ολλανδός κεντρικός τραπεζίτης Βιμ Ντούιζενμπεργκ είχε λάβει το προσωνύμιο «Ο Κύριος Δεκαπέντε Λεπτά» χάρη στην ταχύτητα με την οποία συνέδεσε το φιορίνι με το μάρκο και με την πολιτική της Μπούντεσμπανκ.

«Η νομισματική δουλοπαροικία έγινε εύκολα ανεκτή στην Ολλανδία επειδή έχει πολύ στενές εμπορικές σχέσεις με τη Γερμανία και οι επιχειρήσεις της έχουν πολύ μεγάλη συνάφεια με τις γερμανικές» σημειώνει ο «Economist». Και συνεχίζει: «Δεν συμβαίνει το ίδιο με χώρες με μικρότερη συνάφεια με τον γερμανικό επιχειρηματικό κύκλο, όπως είναι η Ισπανία και η Ελλάδα. Το κόστος της απώλειας της νομισματικής ανεξαρτησίας για τις χώρες αυτές ήταν πολύ μεγαλύτερο: τα επιτόκια ήταν γι’ αυτές πολύ χαμηλά τα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης και όταν ήρθε η κρίση, δεν είχαν την επιλογή της υποτίμησης του νομίσματός τους».

Το αποτέλεσμα ήταν η συσσώρευση τεράστιων εμπορικών πλεονασμάτων για τη Γερμανία και τεράστιων ελλειμμάτων για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Ο Κέινς από τη δεκαετία του 1940 (από τις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς που κατήργησε τη σύνδεση των εθνικών νομισμάτων με τον χρυσό συγκεκριμένα) είχε προτείνει τη λύση: τη δημιουργία μιας Τράπεζας Διεθνών Συμψηφισμών (International Clearing Bank) που θα ρύθμιζε τις διεθνείς συναλλαγές και θα απέτρεπε τη δημιουργία υπερβολικών πλεονασμάτων και ελλειμμάτων.

Η INC θα τιμωρούσε τις χώρες που συσσωρεύουν υπερβολικά πλεονάσματα και θα απορροφούσε τους κραδασμούς προσαρμογής των ελλειμματικών οικονομιών, στις οποίες η τράπεζα θα παρείχε δικαιώματα υπεραναλήψεων. Ωστόσο η ιδέα του νομπελίστα οικονομολόγου «απορρίφθηκε από τις ΗΠΑ για τον ίδιο λόγο που αντιστέκεται σε οποιαδήποτε ανάλογη ρύθμιση σήμερα η Γερμανία: ήταν μια χώρα με μεγάλα πλεονάσματα στο εμπορικό της ισοζύγιο» σημειώνει το βρετανικό περιοδικό. Αντί της Τράπεζας Διεθνών Συμψηφισμών, δημιουργήθηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Ολόκληρο το άρθρο βρίσκεται στο σύνδεσμο: http://bit.ly/2ejvVdW

Αφήστε μια απάντηση