29/06/2016. Ο «ελιτίστικος» λαϊκισμός
Ο τίτλος εκ πρώτης ανάγνωσης φαντάζει αντιφατικός αλλά αποτυπώνει μια τάση που διαμορφώθηκε σταδιακά στην δημόσια σφαίρα, και αφορά την πραξεολογία ορισμένων πολιτικών, θεσμικών παραγόντων αλλά και πολιτών στον ευρωπαϊκό χώρο. Κοινό γνώρισμα του λόγου τους ήταν, αρχικώς ως νομοτέλεια, και εξακολουθεί να είναι, ως αναγκαιότητα πλέον, η αμ΄ έπος, αμ΄ έργον πολιτική ολοκλήρωση στην Ευρώπη. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η εν λόγω αξίωση κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο, όταν μετά την εισαγωγή του ευρώ υπήρξε προσπάθεια υιοθέτησης του ευρωσυντάγματος το 2005, με τα γνωστά αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων στην Γάλλια και την Ολλανδία. Ενώ στην συλλογιστική τους τα στρατηγικά δεδομένα διαδραματίζουν, τουλάχιστον, περιορισμένο ρόλο στην συσσωματική διαδικασία, συνήθιζαν να ομιλούν προσδιοριστικά για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, θεωρώντας ότι το έθνος–κράτος είναι πλέον παρωχημένος θεσμός, που οφείλει να μεταβιβάσει την κυριαρχία του στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο που συγκροτείται ως Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι «ευρωπαϊστές», κατά την περίοδο της άκρατης αισιοδοξίας σχετικά με την πορεία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος είχαν ύφος κλασαυχενιζόμενο και διδακτικό, την τωρινή, λιγότερο ευοίωνη για τις αντιλήψεις τους, συγκυρία η συμπεριφορά τους ομοιάζει κυρίως επιπλήξιμη και απαξιωτική, για όλους όσοι δεν συμμερίζονται την φιλοευρωπαϊκή τους αυτοκατανόηση. Η οικονομική κρίση, που μαστίζει την ευρωπαϊκή ήπειρο και επηρέασε κυρίως τις λιγότερο ανταγωνιστικές και δημοσιονομικά εκτεθειμένες χώρες, με πρωτοστατούσα την χώρα μας, απεκάλυψε την πραγματική φύση και ορισμένες δομικές αδυναμίες της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα και τις δυνατότητες για μια μελλοντική κοινή ευρωπαϊκή πορεία. Αναμφίβολα το ευρωπαϊκό κεκτημένο, με τον αντιηγεμονικό χαρακτήρα του, αποτελεί ένα μοναδικό ιστορικό επίτευγμα το οποίο πρέπει να προστατεύουμε, ακολουθώντας τις αντικειμενικές συνθήκες και επιθυμίες αυτών οι οπαίοι είναι οι φυσικοί του φορείς, δηλαδή των ευρωπαϊκών εθνών. Η διακυβερνητική λογική ιστορικά απετέλεσε το μέσο διάσωσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, κατά τη δεκαετία του ‘60, και στην παρούσα περίσταση εξακολουθεί να αποτυπώνει την πραγματική βούληση των λαών σχετικά με τον τρόπο και τον τύπο που θα επιβιώσει και θα συνεχιστεί η ενοποιητική διαδικασία.
Η απόφαση του βρετανικού λαού για αποχώρηση από την Κοινότητα σίγουρα δημιουργεί προβληματισμούς, οι οποίοι υπό προϋποθέσεις δύνανται να καταστούν γόνιμοι. Οι μη εκλεγμένοι τιμητές εθνών και κυβερνήσεων θα ήταν προτιμητέο να αναμένουν τις διακυβερνητικές αποφάσεις και να μην ρίχνουν, με τις δηλώσεις τους και την εν γένει συμπεριφορά τους, και άλλο νερό στον μύλο του «ευρωσκεπτικισμού». Προφανώς, όλοι όσοι μιλούσαν, όχι μόνο πρόωρα αλλά εκτός κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, για την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας και κατ’ επέκταση μιας πολιτικής οντότητας, που θα αντικαταστήσει τα ευρωπαϊκά έθνη, ασυναίσθητα γιγάντωσαν το κύμα «ευρωσκεπτικισμού», ως απροθυμία των λαών της Ευρώπης να αφομοιωθούν σ’ ένα ευρύτερο αλλά μη επαρκώς προσδιορισμένο πολιτικό σύνολο. Οι υλικές τάσεις των τελευταίων ετών υπέσκαψαν, έτι περεταίρω, το προβληματικό, εν τέλει, οικοδόμημα.
Είναι γεγονός πως η απροθυμία των συστημικών κομμάτων της Ευρώπης να εντάξουν, γόνιμα και δημιουργικά στην ατζέντα τους τον συγκεκριμένο προβληματισμό ήταν παράγων που συνέβαλε προς την σημερινή δυσμενή κατάληξη. Επηρεασμένοι από την αβάσιμη αισιοδοξία της μεταψυχροπολεμικής περιόδου και την περιρρέουσα κυρίαρχη «φιλοευρωπαϊκή» ατμόσφαιρά στον δημόσιο λόγο, κόμματα και πολιτικοί δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την ανάδειξη, ακραίων και στα όρια της σοβαρότητας, κόμματων σε όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη. Οι εν λόγω σχηματισμοί καρπώθηκαν, εν τέλει, την απροθυμία και κοινωνική δυσαρέσκεια των λαών να αποδεχθούν τις «νομοτέλειες» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση απαρτίζεται από ιστορικά έθνη, τα οποία αποφάσισαν μεταπολεμικά να πορευθούν με κοινό βηματισμό στον οικονομικό τομέα εξ αιτίας της αδυναμίας τους την συγκεκριμένη περίοδο. Η ενοποιητική διαδικασία εκκίνησε ως πράξη αυτοεπίγνωσης της δεινής θέσης των ευρωπαϊκών κρατών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και εφ’ όσον θέλουμε να συνεχιστεί επιτυχώς, δίχως αντιστροφές τάσεις, οφείλουν ο βαθμός, τα πεδία και η ένταση της διαδικασίας ολοκλήρωσης να ακολουθούν την βούληση των ευρωπαϊκών λαών και τα στρατηγικά δεδομένα της εκάστοτε συγκυρίας. Εν όψει της δρομολογουμένης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Κοινότητα θα αντιληφθούμε, εκ νέου, τον τρόπο που υλοποιείται η περίφημη βρετανική διπλωματία. Όσοι νομίζουν πως το Λονδίνο ενοχικά και απολογητικά θα διαπραγματευθεί την έξοδο του από την Ένωση, πλανώνται πλάνην οικτράν.
Αναδημοσίευση από Νεα Πολιτική!