5/4/2016. Αλαζονεία η …ωοτόεσσα
Έκπληξη προκαλεί η οσημέραι αυξανόμενη υπεροψία την οποία επιδεικνύουν οι Έλληνες σε πληθώρα εκφάνσεων της ζωής τους, όχι μόνον στις μεταξύ τους συναλλαγές, επαφές, σχέσεις, αλλά και στην καθημερινή τους συμπορεία με πρόσωπα του στενού οικογενειακού και φιλικού τους κύκλου, που όχι σπάνια χαρακτηρίζονται ως σεβάσμια και (ενίοτε) αγιωτικά. Τούτο φανερώνει (πιθανόν και να αποδεικνύει) ότι το φαινόμενο δεν εμφανίζεται (δεν … ευδοκιμεί, αν θέλετε) ως περιστασιακή συμπεριφορά, που παύει να υφίσταται (προβάλλεται), ευθύς ως αρθούν οι συνθήκες που την επιβάλλουν, αλλά φιλοδοξεί να διαπρέψει ως μια από τις πλέον επικίνδυνες παθογένειες που ενδημούν στις παρυφές του συνειδητού ψυχοκοινωνικού τους status.
Καθώς φαίνεται η αρχαιοελληνική κληρονομιά … ψεκάζει θετικά τον νεοέλληνα με αποτέλεσμα την υπέρμετρη φιλαυτία, τον αμάχητο εγωισμό, την αρρωστημένη οίηση και τα λοιπά συνώνυμα που ολοκληρώνουν την εν θέματι έννοια. Το κακό με την αλαζονεία δεν είναι ότι αυτή αρκείται στις δικές της γενεσιουργές θέσεις, που εμποδίζουν τον φορέα της να παρέξει το αναμενόμενο (σωστό) έργο∙ είναι -δυστυχώς- και ιδιαιτέρως … παραγωγική στη διαιώνιση του είδους της. Μετά από κάθε επαφή γεννοβολά -σχεδόν χωρίς κυοφορία- τους (unrealistic = εξωπραγματικούς) απογόνους μιας αριστίνδην τερατογένεσης, ήτοι: το θράσος, την αγένεια, την περιθωριακή στάση, την ασυνεννοησία, την κτητικότητα, την στενή αντίληψη, την άδικη και εύκολη απόρριψη, την μονολιθικότητα και άλλα -ων ουκ έστιν αριθμός- παρόμοια.
Οφείλω ακόμη να συμπληρώσω ότι η αλαζονεία εκκολάπτει ωά, περιέχοντα εν σπέρματι τα πολλά πρόσωπα του πνεύματος του κακού. Μερικά από αυτά τα πρόσωπα (ή προσωπεία) είναι και ο μεγαλοϊδεατισμός: του αρχηγού της οικογένειας, του μάναντζερ μιας αθλητικής ομάδας, του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου μιας επιχείρησης, του ηγέτη μιας χώρας που οδηγεί τον λαό του σε λανθασμένες επιλογές διαβίωσης με καταστροφικές κάποτε συνέπειες για τους ίδιους και τους επιγενόμενους. Άλλα πνεύματα του κακού είναι η άκρατη φιλοδοξία, η καταστροφική εμμονή στις προσωπικές και ατελέσφορες προτιμήσεις, η υπερτίμηση του δικού μας έργου και η υποβάθμιση του έργου του άλλου, η έλλειψη συγκριτικής ικανότητας, η ανισοβαρής εκτίμηση των παραμέτρων ενός προβλήματος, η επανάληψη της αποτυχημένης συνταγής κατά τρόπο μανιακό, το σύνδρομο του ημιθέου, η μυστηριώδης έλξη της ουτοπίας και άλλα πολλά.
Ωστόσο, αν η αλαζονεία χαρακτήριζε μόνον μια μερίδα ανθρώπων, ας πούμε τους ευειδείς ή τους ευφυείς ή τους ευσυνείδητους… ίσως δεν θα αποτελούσε αντικείμενο ανάλυσης και σχολιασμού. Το ενδιαφέρον μας διογκώνεται και εμείς ανησυχούμε, όταν -όχι χωρίς έκπληξη- διαπιστώνουμε ότι η …λεγεών των αλαζόνων συμπεριλαμβάνει στις τάξεις της εκπροσώπους όλων των τάξεων, των τάσεων, των αποχρώσεων, κ.λπ., κ.λπ.
Στην … έκλαμπρη ιστορία των αλαζόνων εμφιλοχωρούν κατ’ αρχάς όλα τα φύλλα (απασών των ηλικιών) και οι φυλές, οι άρχοντες και οι παρίες, αλλά και οι φεουδάρχες με τους προλετάριους. Επειδή το τελικό μείγμα θα μπορούσε να είναι πράγματι εκρηκτικό, δεν είναι περίεργο που, παρά τις κατ’ επανάληψη αναδιφήσεις των ειδικών στο ωκεάνιο ψυχικό βάθος των αλαζόνων, εξακολουθούμε και σήμερα να αναζητούμε την αιτία της … ευδοκίμησης της κενόδοξης ανθρώπινης έπαρσης, προκειμένου να συμβάλλουμε -στο πλαίσιο μιας χλωμής και ασθμαίνουσας φιλαλληλίας- στην αναθεώρηση ενός τρόπου αντίδρασης που έχει πολλαπλώς αποδειχθεί καταστροφικός.
Γιατί δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι οι κατά τεκμήριο σύροντες θορυβωδώς τα κενά τενεκεδένια δοχεία της έπαρσης είναι οι πολιτικοί μας, οι οποίοι μπορεί να βρίσκονται πολύ ψηλά στην ίδια τους την συνείδηση, όμως θεωρούνται (καταντούν) προσμονάριοι στις μισγάγκειες των στείρων αναμονών των συνανθρώπων τους. Αοριστολογίες, γενικόλογες υποσχέσεις, αδιαφορία επί της ουσίας των προβλημάτων του λαού και συνηγορία υπέρ … ευοδώσεως της διαφθοράς. Διάβαζα πρόσφατα ότι το πολιτικό σύστημα έχει οικοδομηθεί στη χώρα μας με τέτοιο τρόπο (ειδικά τις 2-3 τελευταίες δεκαετίες), ώστε να είναι αδύνατον να ανελιχθούν στα κόμματα αξιόλογες προσωπικότητες.
Η αλαζονεία για την οποία ο Βίας ο Πριηνεύς είχε πει: «Αλαζονεία εμπόδιον σοφίας», έχει υποκαταστήσει πλέον εξ ολοκλήρου τις έμφρονες αξίες των πολιτικών μας (κυρίως), με επακόλουθο την τραγική συρρίκνωση των πάσης φύσεως αξιών που διαφέντευαν κάποτε τη ζωή μας. Ο Αριστοτέλης (Ηθικά Νικομ. 1127a 21) γράφει για τον πάσχοντα από αλαζονεία: «δοκεί δη ο μεν αλαζών προσποιητικός των ενδόξων είναι και μη υπαρχόντων και μειζόνων ή υπάρχει» [=ο αλαζών λοιπόν θέλει να φαίνεται ότι έχει πράγματα που δίνουν στον άνθρωπο αξία και καλό όνομα (που στην πραγματικότητα δεν έχει), ή ότι έχει περισσότερα από αυτά που πράγματι έχει]. Ούτως εχόντων των πραγμάτων δεν είναι περίεργο που η αλαζονεία καυτηριάζεται ως μεγίστη κακία, τα “πάντα σκολιά” ποιούσα (Πλατ., Γοργ. 525 Α), προκαλούσα την περιφρόνηση των… περιοίκων. Αλλά και ως ασέβεια χαρακτηρίζεται διότι καταστρατηγεί τους θεϊκούς νόμους, που θέλουν όλους τους ανθρώπους ίσους υπό την σκέπη τους.
Την αλαζονεία ο μεν ισαπόστολος Παύλος καταριθμεί εις τους «ματαίους διαλογισμούς και τας αξίας θανάτου κακίας» (Ρωμ. α΄21-23, 30,32), ο Ιάκωβος την ορίζει ως «καύχησιν πονηράν» (δ΄16), ο δε Ιωάννης λέγει ότι αύτη «ουκ έστιν εκ του Πατρός, αλλ’ εκ του κόσμου» (Α΄β΄ 16). Εν τέλει η αλαζονεία θα μπορούσε να εκληφθεί και ως έκφραση μωρίας από εκείνους που ενώ (όλοι) θα ανέμεναν να διακηρύττουν τις θεϊκές παραινέσεις της: αγάπη, αλληλεγγύη, φιλαλληλία, εκείνοι τα αντίθετα πράττοντες συντηρούν μετά πεισμονής τις παρηκμασμένες ιδέες μιας αμετανόητης (και κενού περιεχομένου) διάνοιας. Στην περίπτωση αυτή προφανώς ισχύει το αρχαιοελληνικό: «μωραίνει ο Κύριος ον βούλεται απωλέσαι» (Σοφοκλ. Αντιγόνη στιχ. 620-623).
Η υπεροψία, η ξυπασιά, η μεγαλομανία χειραγωγούν ψυχρά, σαδιστικά, χωρίς ανθρωπιά και τρυφερότητα πρότυπα, σε δύσβατους νοητικούς ατραπούς, για να εδραιώσουν στη συνείδηση των απανταχού δύσμοιρων ότι -δήθεν- τους πρέπουν επίχειρα για την άρνησή τους να υπακούσουν στα κελεύσματα των “φωτισμένων” (διάβαζε: των φαντασμένων, των νάρκισσων, των αυτάρεσκων). Αυτούς που το κοινό κατατάσσει στα αιώνια “ψώνια”. Ας παρακαλέσουμε τον Θεό της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης να βοηθήσει και εμάς, αλλά και αυτούς τους δύστυχους. Εμείς αδυνατούμε να το πράξουμε. Διαπίστωσα με θλίψη, ότι άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο είμαστε και οι ίδιοι αλαζόνες, αφού επιμόνως τους κρίνουμε αρνητικά, ως εν δυνάμει υποδεέστερους. Πόθεν όμως τούτο τεκμαίρεται; ερωτά ο αμερόληπτος παρατηρητής, για να απαντήσουν με αρχαιολογική χλευαστική ρίμα οι θιγόμενοι: Ουδαμόθεν! Ή δεν είναι έτσι;
Π. Γιαννακόπουλος