Γεώργιος Δουδούμης*: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Εισαγωγή
Η εργασία αυτή επιχειρεί από ελληνικής πλευράς, ως κρίσιμο βαλκανικό υποσύνολο, να ορίσει σε πολιτιστική βάση ένα πλαίσιο στρατηγικής διπλωματικής προσέγγισης αποκλειστικά των υπολοίπων βαλκανικών χωρών, οι οποίες μαζί με την Ελλάδα αποτελούν ένα σε σημαντικό βαθμό ομοιογενές πολιτισμικό σύνολο, το οποίο καλύπτει ο όρος «Βαλκάνια» ως μια γεωπολιτισμική ενότητα με διακριτή ταυτότητα. Αυτή η πολιτιστική διπλωματία μπορεί να επιτευχθεί με τη μεθοδική αξιοποίηση των πολιτισμικών περιουσιακών στοιχείων της Ελλάδος (nation branding) κατά την άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με αποδέκτες τους Βαλκάνιους γείτονές της.
Με άλλα λόγια, η ελληνική πολιτιστική διπλωματία στα Βαλκάνια, πέραν των κλασσικών εργαλείων που σχετίζονται με την αίγλη που εκπέμπει μαζί με άλλα εξέχοντα μνημεία ο ιερός βράχος της Ακρόπολης ως κορωνίδα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, εξέλιξη του οποίου συνιστά ο δυτικός πολιτισμός, διευκολύνεται να χρησιμοποιήσει ως συμπληρωματικά εργαλεία τα διάσπαρτα σε όλα τα Βαλκάνια βυζαντινά μοναστήρια (συμπεριλαμβανομένων αυτών του Αγίου Όρους) και τη βυζαντινή εικονογραφία, τα πέτρινα γεφύρια, τις ιδιαιτερότητες της βαλκανικής κουζίνας, τη δημοτική μουσική καθώς και κάθε μικρό ή μεγάλο εύρημα που μαρτυράει το άγγιγμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και εκτός επικράτειας της σημερινής Ελλάδος, στη νότια και κεντρική Αλβανία, στη Βόρεια Μακεδονία και σε περιοχές γύρω από τον Εύξεινο Πόντο, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία και ευρύτερα. Ακριβώς το ομοιογενές, σε μεγάλο βαθμό, πολιτισμικό σύνολο διευκολύνει την επίτευξη του σκοπού της ελληνικής πολιτιστικής διπλωματίας, που είναι η αύξηση της εμπιστοσύνης και η αναβάθμιση της συνεργασίας μεταξύ των βαλκανικών λαών, των οποίων οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν επιβαρυνθεί δια μέσου των αιώνων από ιστορικά γεγονότα που σφράγισαν αρνητικά την περιοχή και συντηρούν δυσπιστία και στερεότυπα. Παράλληλα αποτελεί μια πραγματικότητα το γεγονός, ότι η βαλκανική Ελλάς διαθέτει ένα ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων βαλκανικών χωρών λόγω της παγκόσμιας ακτινοβολίας του ελληνικού πολιτισμού, που διέδωσε τη φιλοσοφία, το θέατρο, τη δημοκρατία, τις τέχνες και τις επιστήμες, τον αθλητισμό και άλλους θεσμούς και δράσεις δίνοντας στην Ελλάδα, την κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού, τα πολιτισμικά σκήπτρα για τα οποία είναι ιδιαίτερα υπερήφανη . Πρόκειται για ένα ελληνικό ισοζύγιο άκρως πλεονασματικό, τόσο σε σχέση με τις άλλες βαλκανικές χώρες όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η ετερογένεια των αποδεκτών
Η «ήπιας ισχύος» άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια μέσω της πολιτιστικής διπλωματίας οφείλει να απευθύνεται πρωτίστως στους βαλκανικούς λαούς και μέσω αυτών στους θεσμικούς ηγέτες τους. Όμως, κάθε βαλκανική χώρα εμφανίζεται διαφορετική όσον αφορά τις ιστορικές σχέσεις της με την Ελλάδα και συνεπώς η προσέγγισή κάθε μιας τους μέσω της πολιτιστικής διπλωματίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες και να μεθοδεύεται διαφοροποιημένα στο εκάστοτε διμερές επίπεδο. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής του μελετητή, ότι τα Βαλκάνια αποτελούν την περιοχή με την εντονότερη ιστορική μνήμη παγκοσμίως και σε κάθε προσπάθεια αλληλοπροσέγγισης των βαλκανικών λαών καιροφυλακτούν παγίδες στημένες από την Ιστορία, την πολύ παλιά αλλά και τη σύγχρονη.
Γεγονός πάντως είναι, ότι το πολιτιστικό συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδος, το βαρύ «brand name» που διαθέτει, δεν αξιοποιείται επαρκώς παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζεται η αξία του ως «η βαριά βιομηχανία» της Ελλάδος· πόσο μάλλον, όσον αφορά τα Βαλκάνια, όπου η Ελλάς δεν χρειάζεται να πραγματοποιήσει κάποια πολιτιστική «διείσδυση», αλλά κυρίως να αναδείξει τα επιτόπια στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού στις γειτονικές της χώρες ή την συνύπαρξη των βαλκανικών πληθυσμών, αφενός στη βυζαντινή κοινοπολιτεία με τα εκλεπτυσμένα ήθη σε σχέση με τους Δυτικούς, αφετέρου υπό τον τουρκικό ζυγό σε συνδυασμό με τον ορθόδοξο θρησκευτικό ιστό που χαρακτηρίζει το σύνολο σχεδόν των Βαλκανίων αξιοποιώντας και την ιστορία της περιοχής, όταν αυτή μας αντικρίζει ευνοϊκά, βοηθούμενη συγχρόνως από τις αναπτυγμένες εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με αυτές, και να τα επεξεργαστεί προς κοινό βαλκανικό όφελος.
Η Αλβανία και η Βουλγαρία αποτελούν κλασσικές περιπτώσεις χωρών, τις οποίες σφράγισε για μεγάλες χρονικές περιόδους ο ελληνικός πολιτισμός προσφέροντας γόνιμο έδαφος στη σύγχρονη Ελλάδα για άσκηση μιας πολιτιστικής διπλωματίας με πολύ θετικές προοπτικές.
Όσον αφορά την Αλβανία, πέραν του γεγονότος ότι οι Έλληνες συνιστούν τη μεγαλύτερη μειονότητα στη χώρα, η συγγένεια είναι οφθαλμοφανής δεδομένου ότι οι Αρβανίτες , ένα όχι αμελητέο ποσοστό του πληθυσμού της νότιας Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένων κάποιων νησιών, έλκουν την καταγωγή από περιοχές της σημερινής Αλβανίας. Η μεταναστευτική επιλογή αυτών των πληθυσμών δεν ήταν τυχαία. Αυτοί που μετανάστευσαν στην Ελλάδα ήταν απόγονοι εκείνων που είχαν κάνει την επιλογή τους για το που ανήκαν το 1054 με το θρησκευτικό σχίσμα μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών σε μια Αλβανία που ήταν 100% χριστιανική και η οποία διαιρέθηκε τότε σε ορθόδοξο Νότο και σε καθολικό Βορρά. Ανήκαν λοιπόν σε ένα πολιτισμικό χώρο (τη σημερινή νότια και κεντρική Αλβανία), κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν η ελληνορθόδοξη πίστη, όπως μαρτυρούν και τα βαπτιστικά ονόματά τους (Αναστάσιος, Κωνσταντίνος, Παναγιώτης, Ευάγγελος, Δημήτριος, Στυλιανός, Σωτήριος κ.ά.). Η ενιαία πολιτισμική ενότητα με την Ελλάδα τεκμηριώνεται συμπληρωματικά και από τα συχνά βαπτιστικά ονόματα των Αλβανών που προέρχονται από την ελληνική Ιστορία (Σωκράτης, Δημοσθένης, Πλάτων, Οδυσσέας, Αριστοτέλης, Λεωνίδας, Αθηνά, Αφροδίτη κ.ά.). Δεδομένου ότι η γλώσσα της εκκλησίας ήταν η ελληνική και η αλβανική γλώσσα μόνο προφορική, είναι σαφές ότι και οι μορφωμένοι Αλβανοί χρησιμοποιούσαν γραπτώς μόνο την ελληνική γλώσσα, την οποία φυσικά και μιλούσαν. Επίσης, το εμπόριο χρησιμοποιούσε για αιώνες την ελληνική γλώσσα και έτσι μεγάλο ποσοστό των κατοίκων ήταν ουσιαστικά δίγλωσσοι, δηλαδή μιλούσαν Ελληνικά και Αλβανικά. Ως εκ τούτου, η ελληνική γλώσσα, ως σημαντικότερος συνδετικός κρίκος των Ελλήνων και συγχρόνως «σήμα κατατεθέν» του ελληνικού πολιτισμού, σφυρηλάτησε τις συνειδήσεις, αλλά και τις συγγενικές σχέσεις, στις συγκεκριμένες ακριτικές περιοχές του βόρειου ελληνισμού. Πολλά έχουν γραφεί για το ποια ήταν τα όρια του ελληνισμού στη σημερινή Αλβανία και θα ήταν εκτός πραγματικότητας να προσπαθήσει κάποιος να χαράξει ακριβή σύνορα ορίζοντας με άσπρο και μαύρο την ελληνικότητα ή μη της αντίστοιχης περιοχής. Θεωρείται βέβαιο, ότι υπήρχαν νησίδες ελληνισμού σε βορειότερα μέρη με πλειονότητα αλλοφύλων, όπως και νησίδες αλλοφύλων σε νοτιότερα μέρη, όπου υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο. Γενικά, μπορεί κάποιος να αποδεχθεί τη βασιζόμενη σε αρχαιολογικά ευρήματα Γραμμή Jireček ως διαχωριστική γραμμή στα Βαλκάνια της αρχαιότητας, μέχρι και τον 4ο αιώνα μ.Χ., της επιρροής της ελληνικής γλώσσας νότιά της και της επιρροής της λατινικής γλώσσας βόρειά της. Στη συνέχεια ολόκληρη η έκταση της σημερινής Αλβανίας σφραγίστηκε από βυζαντινή επίδραση.
Είναι ευρύτερα αποδεκτό και τεκμηριώνεται με αρχαιολογικά ευρήματα, ότι στην περιοχή νοτίως του ποταμού Σκούμπη (Γενούσου) κατοικούσαν ελληνικά ηπειρωτικά φύλα και έτσι η περιοχή αυτή είχε ήδη από την αρχαιότητα χαρακτήρα ελληνικό δεδομένου μάλιστα του πλήθους των αποικιών των αρχαίων Ελλήνων. Όπως γράφει ο Γεώργιος Τσεβάς στο εξαιρετικό πόνημά του με τίτλο «Ιστορία της Θήβας και της Βοιωτίας», λόγω των πολλών αποικιών, ουσιαστικά «η νότια Αλβανία είναι αποικία των αρχαίων Ελλήνων. Από τη σκοπιά αυτή, επομένως, η εποίκηση των Αλβανών στην Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί επιστροφή τους στην πατρίδα των προγόνων τους». Συνεπώς είναι λογικό, ότι ένας μεγάλος αριθμός ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 είχε καταγωγή τη σημερινή νότια Αλβανία. Είναι γνωστόν, ότι οι Κουντουριώτηδες, οι Μποτσαραίοι, οι Μιαούληδες, οι Τομπάζηδες, οι Κριεζήδες, οι Ζαΐμηδες, ο Γεώργιος Σαχτούρης, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και τόσοι άλλοι δεν έδρασαν ως μισθοφόροι, ηγήθηκαν μαχόμενοι υπέρ της χριστιανικής πίστης και της ελληνικής πατρίδας.
Ακριβώς πάνω στην ιδιαιτερότητα αυτή βασίστηκε και η προσπάθεια δημιουργίας κοινού κράτους όταν τον χειμώνα του 1877-1878 έγιναν στην Κωνσταντινούπολη σχετικές επαφές ελληνικής αντιπροσωπείας υπό τον τραπεζίτη και μετέπειτα πρωθυπουργό Στέφανο Σκουλούδη με Αλβανούς προύχοντες. Η γραμμή της κυβέρνησης του ναύαρχου Κωνσταντίνου Κανάρη με υπουργό Εξωτερικών τον Χαρίλαο Τρικούπη (1832-1896) ήταν ο σχηματισμός δυαδικής μοναρχίας υπό τον βασιλιά Γεώργιο, σύμφωνα με τα πρότυπα της Αυστρο-Ουγγαρίας. Οι εξελίξεις όμως στα Βαλκάνια δεν ευνόησαν κάποια θετική έκβαση των προσπαθειών αυτών με αποτέλεσμα η Αλβανία να πάρει τον δικό της «εθνικό» δρόμο, που οδήγησε στην κήρυξη της ανεξαρτησίας της, στις 28 Νοεμβρίου 1912.
Για τη Βουλγαρία σημειώνεται, ότι εξελίχθηκε διαμέσου των αιώνων έχοντας πάντα στήριγμα τον Ελληνισμό που είχε ριζώσει στην περιοχή επίσης από τα προχριστιανικά χρόνια. Η Σωζόπολη ιδρύθηκε το 600 π.Χ. στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας από αποίκους της Μιλήτου και ονομαζόταν Απολλωνία. Η Απολλωνία ανέδειξε τον Ολυμπιονίκη Μενεπτόλεμο το 500 π.Χ.
Πιο βόρεια βρίσκονται η Αγχίαλος, η Μεσημβρία και η Βάρνα (η αρχαία Οδησσός) πλησιέστερα στα σημερινά σύνορα με τη Ρουμανία.
Στα μέσα του 19ου αιώνα ζούσαν στην Αγχίαλο 4.000 Έλληνες. Στη Μεσημβρία κατοικούσαν μέχρι το 1906 αποκλειστικά Έλληνες. Ήταν έδρα επισκόπου και διατηρούσε σπουδαία σχολεία.
Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου ο πληθυσμός της Βάρνας ήταν ελληνικός. Αυτό συνέβαινε και στην οθωμανική περίοδο μέχρις ότου εγκαταστάθηκαν στην πόλη Οθωμανοί και Αρμένιοι. Το 1860 η Βάρνα είχε 20.000 κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί ήταν Οθωμανοί και το ένα τρίτο Έλληνες, ενώ από το 1835 μέχρι το 1913 λειτούργησαν στην πόλη ελληνικά σχολεία.
Επίσης, η Φιλιππούπολη υπήρξε επί αιώνες ακμαιότατο εμπορικό κέντρο με ελληνικό χαρακτήρα. Στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα οι Έλληνες της Φιλιππούπολης ίδρυσαν πολλούς συλλόγους και λέσχες και εκδίδονταν ελληνικές εφημερίδες. Η οικονομική ευμάρεια, ως συνέπεια της πετυχημένης εμπορικής δραστηριότητας, αντανακλούσε στα όμορφα ελληνικής αρχιτεκτονικής αρχοντικά κτήρια που κοσμούσαν την πόλη. Το 1853 ιδρύθηκαν στη Φιλιππούπολη, στη Βάρνα και στον Πύργο ελληνικά Προξενεία που διευκόλυναν την εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων. Σημαντικός έμπορος στη Φιλιππούπολη που διακρίθηκε και για τις ευεργεσίες του υπήρξε ο Γεώργιος Ζαρίφης, ο οποίος ίδρυσε (1874-1875) τα φημισμένα «Ζαρίφεια Εκπαιδευτικά Ιδρύματα», που λειτουργούσαν μέχρι το 1906. Μεταξύ των ορθοδόξων επικρατούσε η ελληνική γλώσσα, η οποία ήταν και η κύρια γλώσσα του εμπορίου μέχρι και τη δεκαετία του 1860. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Βούλγαρου ιστορικού Κωνσταντίν Φώτινωφ, ότι μέχρι το 1860 στα νεκροταφεία της Φιλιππούπολης μόνον τέσσερις τάφοι είχαν χαραγμένα ονόματα στη βουλγαρική γλώσσα. Ιστορικές ελληνικές εκκλησίες της Φιλιππούπολης υπενθυμίζουν την παρουσία του ακμάζοντος μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα ελληνισμού.
Η Ελλάς διατηρεί σήμερα μια έντονη παρουσία στη Βουλγαρία στο επίπεδο των εμπορικών ανταλλαγών και των επενδύσεων, όπου είναι μεταξύ των τριών πρώτων χωρών προέλευσης των ξένων επενδύσεων. Στη σημερινή Βουλγαρία, κυρίως λόγω των ανεπτυγμένων εμπορικών και λοιπών οικονομικών σχέσεων, αλλά και λόγω της έντονης τουριστικής κίνησης μεταξύ των δύο χωρών (καλοκαιρινός τουρισμός στην Ελλάδα, χειμερινός στη Βουλγαρία) λειτουργούν πολλά ινστιτούτα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, κυρίως στη Σόφια, στη Φιλιππούπολη και στη Βάρνα.
Είναι σαφές, ότι τόσο στην Αλβανία, όσο και στη Βουλγαρία, υπάρχει εξαιρετική υποδομή με πλουσιότατο αξιοποιήσιμο υλικό, ώστε μια μεθοδευμένη ελληνική πολιτιστική διπλωματία να μπορεί να λειτουργήσει επιτυχώς.
Η πολιτιστική διπλωματία δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα αλλά ως συμπληρωματική της ευρύτερης διπλωματικής δράσης της χώρας στοχεύει στη δημιουργία μιας φιλικής διάθεσης και στη διαμόρφωση μιας φιλοσοφίας του γείτονα, που θα διασφαλίζει σε μακροχρόνια βάση τις προϋποθέσεις για μια αναβαθμισμένη συνεργασία προς αμοιβαίο συμφέρον. Στρατηγική στόχευση πρέπει να αποτελεί η αναγνώριση της θέσης της Ελλάδος ως ηγετικής διαχρονικά πολιτισμικής αξίας στον κόσμο και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, την πολιτισμική ενδοχώρα της Ελλάδος, προκειμένου μέσω αυτής της αναγνωρισμένης αξίας να εξυπηρετούνται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα εθνικά συμφέροντά της.
Τα εργαλεία και η χρήση τους
Δυστυχώς, κάποιοι σύγχρονοι μελετητές θέλοντας να καταγράψουν ιστορικά την πορεία της πολιτιστικής διπλωματίας τη συγχέουν ενίοτε με πολιτικές κατευνασμού, κυρίως όταν αναφέρονται σε δύσκολες στιγμές της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η παροχή χρημάτων και λαμπρών δώρων σε βάρβαρους ηγεμόνες ήταν για τους βυζαντινούς μια συνήθης πρακτική που αποσοβούσε την στρατιωτική αναμέτρηση. Όμως, η παροχή χρημάτων, δίκην φόρων, σε βάρβαρους ηγεμόνες για να μην επιτεθούν στην αυτοκρατορία ήταν σαφώς πολιτική κατευνασμού ασχέτως αν δίνονταν υπό μορφή αυτοκρατορικού «δώρου» ως ανταμοιβή, υποτίθεται, για προσφορά υπηρεσιών προς την αυτοκρατορία. Αντίστοιχη τακτική ακολούθησαν π.χ. και οι αυτοκράτορες της Αυστρίας έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου (με κύριο αντίπαλο της Αυστρίας τη Γαλλία) συντηρώντας την ηρεμία στα νώτα της χώρας τους. Με τη λήξη όμως του πολέμου κόπηκαν τα δώρα, εφόσον η αυτοκρατορία των Αψβούργων αισθανόταν τον εαυτόν της επαρκώς ισχυρό. Οι πολιτικές κατευνασμού, χρησιμοποιούμενες και στις μέρες μας, είναι αμυντικού χαρακτήρα και σκοπό έχουν να διατηρήσουν ένα status quo προς αποφυγή μιας πιθανής ήττας από έναν επικίνδυνο αντίπαλο. Αντίθετα, η πολιτιστική διπλωματία έχει «επιθετικό» χαρακτήρα με την έννοια ότι αποβλέπει να διεισδύσει στη χώρα για την οποία ενδιαφέρεται και με «ήπια ισχύ» και «πολιτιστικά εργαλεία», που αναδεικνύουν την αίγλη της ασκούσης τη συγκεκριμένη διπλωματία χώρας, να γίνει πειστική και να εξασφαλίσει εμπιστοσύνη και φιλία με στόχο το αμοιβαίο όφελος που μπορεί να διασφαλίζεται από μια μακροχρόνια ειρήνη. Προς αυτή την κατεύθυνση ενήργησαν απονομές βυζαντινών τίτλων σε ανεξάρτητους ηγεμόνες, και αξιοποιήθηκαν βυζαντινές πριγκίπισσες, οι οποίες παντρεύτηκαν ξένους ηγεμόνες και όχι σπάνια συνέβαλαν στον εκπολιτισμό του εκάστοτε νέου περιβάλλοντός τους, όπως χαρακτηριστικά συνέβη με την ανιψιά του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄, Θεοδώρα Κομνηνή (1134-1184), σύζυγο του Δούκα Ερρίκου Β΄ του οίκου των Μπάμπενμπεργκ που κυβέρνησαν την Αυστρία από το 976 μέχρι το 1246 και με την ανιψιά του Νικηφόρου Φωκά, πριγκίπισσα Θεοφανώ, η οποία παντρεύτηκε το 972 τον τότε διάδοχο και μετέπειτα Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Β΄.
Η πολιτιστική διπλωματία απευθυνόμενη στους λαούς και μέσω αυτών στις ηγεσίες τους διαθέτει ουκ ολίγα εργαλεία για δράσεις, που στοχεύουν άμεσα τους πολίτες συμπεριλαμβανομένων των μέσων μαζικής ενημέρωσης και με προτεραιότητα τους νέους, οι οποίοι σε λίγα χρόνια θα λαμβάνουν τις αποφάσεις στη χώρα τους. Η εξευγενισμένη εκπαιδευτική/μορφωτική διπλωματία, που ακολουθούν εδώ και δεκαετίες οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες μέσω των καθιερωμένων μορφωτικών ιδρυμάτων τους (Βρετανικό Συμβούλιο, Γαλλικό Ινστιτούτο, Ινστιτούτο Γκαίτε, Ιταλική Σχολή, Ινστιτούτο Θερβάντες), μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για αντίστοιχη μεθοδευμένη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και προβολή της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αλλά και της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης στον συγγενικής νοοτροπίας βαλκανικό περίγυρο της Ελλάδος. Ήδη, οι εντυπωσιακά αυξημένες εμπορικές και οικονομικές σχέσεις της Ελλάδος με τις βαλκανικές χώρες μετά το 1990 έχουν οδηγήσει στη λειτουργία σημαντικού αριθμού τμημάτων εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας σε ιδιωτικά ινστιτούτα ξένων γλωσσών και εκατοντάδες χιλιάδες Βαλκάνιων μεταναστών ομιλούν την ελληνική γλώσσα, την οποία τα προβλήματα της καθημερινότητας τους βοηθούν να τη μαθαίνουν γρήγορα και σε βάθος.
Παραθέτουμε ενδεικτικά παραδείγματα δράσεων για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στον γεωγραφικό μας περίγυρο και τη στενότερη γνωριμία Βαλκάνιων πολιτών με την Ελλάδα, που δυστυχώς λίγες από αυτές πραγματοποιούνται αλλά ελπίζεται ότι στο κοντινό (;) μέλλον η Ελλάς θα μπορέσει να κινηθεί σε άλλο επίπεδο και να αξιοποιήσει περισσότερο τις υπάρχουσες δυνατότητες:
– προβολή της Παγκόσμιας Ημέρας της Ελληνικής Γλώσσας, που είναι η 9η Φεβρουαρίου με κοινή υπουργική απόφαση από 24 Απριλίου 2017, με καθιέρωση βράβευσης κειμένων στην ελληνική γλώσσα και συγγραφικών διαγωνισμών στις βαλκανικές χώρες στη γλώσσα των γηγενών για ελληνικά θέματα και ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος. Στο πλαίσιο αυτό, π.χ. η Πρεσβεία της Ελλάδος στη Βουλγαρία σε συνεργασία με τον Τομέα Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Τμήματος Κλασσικών και Νέων Φιλολογιών του Πανεπιστημίου της Σόφιας «Άγιος Κλήμης Αχρίδας», γιόρτασε, στις 9 Φεβρουαρίου 2018, για πρώτη φορά, την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, με μια εκδήλωση που στόχο είχε να φέρει πιο κοντά τους δύο γειτονικούς λαούς μέσω της ελληνικής γλώσσας. Αντίστοιχη εκδήλωση για την Παγκόσμια Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2019 στο Πανεπιστήμιο του Αργυροκάστρου.
– χρηματοδότηση μεταφράσεων Ελλήνων συγγραφέων (λογοτεχνών, ποιητών, ιστορικών κ.ά.) στις βαλκανικές γλώσσες. Π.χ. πολύ σημαντική συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί το δίτομο δίγλωσσο έργο του Βούλγαρου Στέφαν Γκέτσεφ με ποιήματα και μεταφράσεις τους στη βουλγαρική γλώσσα των Καβάφη, Σεφέρη, Δικταίου, Ελύτη, Ρίτσου, Σικελιανού, Λειβαδίτη και δεκάδων άλλων σύγχρονων Ελλήνων ποιητών υπό τον τίτλο Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση, που εκδόθηκε στη Σόφια το 1998 σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Ελλάδος. Όπως σωστά επισημαίνει στον πρόλογο του έργου ο Γκεόργκι Δαναΐλωφ, «ο Βούλγαρος αναγνώστης θα δοκιμάσει τη χαρά της επικοινωνίας με τόσο διάσημους αντιπροσώπους ενός λαού, με τον οποίο θα ζούμε σαν γείτονες στους αιώνες και αργά ή γρήγορα θα πρέπει να κάνουμε μια μεγαλειώδη και παράλληλα απλή ανακάλυψη, ότι τα μεταξύ μας κοινά είναι πολύ περισσότερα απ’ αυτά που μας χωρίζουν».
– δημιουργία προτύπων ελληνικών γυμνασίων στις βαλκανικές χώρες με ιδιαίτερα προσεγμένο πρόγραμμα σπουδών και με διδακτέα τα αρχαία Ελληνικά και τα νέα Ελληνικά ως ξένη γλώσσα. Σημειώνεται, ότι στο Πλόβντιβ (Φιλιππούπολη) της Βουλγαρίας λειτουργεί από δεκαετίες γυμνάσιο, στο οποίο διδάσκονται τα Ελληνικά ως ξένη γλώσσα, ενώ στο ίδιο πλαίσιο δημιουργήθηκαν σύγχρονα ελληνικά σχολεία στην Αλβανία.
– άμεση ή έμμεση επιδότηση φροντιστηρίων εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, στα οποία εταιρείες ελληνικών συμφερόντων στα Βαλκάνια να μπορούν να στέλνουν γηγενείς υπαλλήλους τους.
– κατάρτιση προγραμμάτων φιλοξενίας Βαλκάνιων μαθητών στην Ελλάδα για εκμάθηση επί τόπου της ελληνικής γλώσσας κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών.
– δημιουργία νέων εδρών σε βαλκανικά πανεπιστήμια για αρχαία Ελληνικά και Ελληνικές Σπουδές.
– ίδρυση ελληνικών πανεπιστημίων στις βαλκανικές χώρες και ειδικών μεταπτυχιακών τμημάτων στην Ελλάδα για Βαλκάνιους σπουδαστές (μελλοντικά όταν οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα το επιτρέψουν).
– οργάνωση μαθητικών εκπαιδευτικών εκδρομών στην Ελλάδα με επισκέψεις σε αρχαιολογικούς και λοιπούς ιστορικούς χώρους και μνημεία. Π.χ. ιστορικοί χώροι μαχών της ελληνικής επανάστασης του 1821 ενδιαφέρουν και άλλους βαλκανικούς λαούς που έζησαν υπό τον τουρκικό ζυγό και δημιουργούν αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης. Αντίστοιχες επισκέψεις στην Ελλάδα θα πρέπει να οργανώνονται και για δημοσιογράφους από τις βαλκανικές χώρες, ώστε αυτοί να λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές.
– χορήγηση σημαντικού αριθμού υποτροφιών για ανώτατες σπουδές στην Ελλάδα Φιλολογίας, Αρχαιολογίας, Ιστορίας, Βυζαντινολογίας, Θεολογίας.
– αδελφοποίηση ιστορικών πόλεων και πυκνές κοινές εκδηλώσεις σε αυτές.
– αξιοποίηση κάθε τοπικού ενδιαφέροντος στις βαλκανικές χώρες για την αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο, την τουρκοκρατία και για τρέχοντα ζητήματα της πολιτικής και των διεθνών σχέσεων.
– οργάνωση σε συστηματική βάση από τις ελληνικές πρεσβείες, σε συνεργασία με ιδρύματα και δεξαμενές σκέψης των εκάστοτε χωρών, διαλέξεων από ελληνικές προσωπικότητες υψηλού κύρους για θέματα διεθνών σχέσεων και γεωπολιτικής και λοιπά θέματα αμοιβαίου συμφέροντος.
– αξιοποίηση της επιτόπιας «μαγιάς», πυρήνων του υπάρχοντος κατάλληλου ελληνισμού στην εκάστοτε βαλκανική χώρα, με προσφορά εθελοντικής εργασίας αλλά και με χρηματοδότηση εξειδικευμένων γνώσεων και ικανοτήτων για προγράμματα πολιτιστικής δράσης.
– βράβευση προσωπικοτήτων από τα Βαλκάνια για τη συμβολή τους στη συνεργασία μεταξύ των χωρών τους και της Ελλάδος.
– αναζήτηση πολιτιστικών χορηγών μεταξύ των οικονομικών παραγόντων της εκάστοτε βαλκανικής χώρας με προτεραιότητα των συνεργαζομένων με την Ελλάδα.
– κατάρτιση επιδοτούμενων σεμιναρίων στην Ελλάδα, στην αγγλική γλώσσα, για επιλεγμένες ομάδες, π.χ. φοιτητών συγκεκριμένης κατεύθυνσης (ιστορίας, πολιτικών επιστημών, κοινωνιολογίας κ.ά), δημοσιογράφων κ.λ.
– οργάνωση σε σταθερή βάση εξειδικευμένων Βαλκανικών Συνεδρίων στην Ελλάδα (με χρηματοδότηση και της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο αυτή θα υπάρχει), π.χ. για γιατρούς στην Κω, για μαθηματικούς στη Σάμο, φιλοσοφίας στη Χαλκιδική, νομικών επιστημών στην Αθήνα κ.ά. Ως παράδειγμα αναφέρεται η πετυχημένη πορεία της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, η οποία πρόκειται να οργανώσει στην Κομοτηνή, τον Νοέμβριο του 2019, το 4ο Συνέδριο των νεοελληνιστών των βαλκανικών χωρών, το οποίο αποσκοπεί στην προώθηση της σύσφιξης των δεσμών και της επιστημονικής συνεργασίας μεταξύ των ελληνιστών στις βαλκανικές χώρες.
Εκτός από τη γλώσσα, η Ελλάς οφείλει να μεριμνά συστηματικά για τη συντήρηση της πολιτισμικής της αίγλης αξιοποιώντας και τα σημαντικά εργαλεία που της προσφέρει η λαμπρή ιστορία της, πχ. στους Μαραθώνιους δρόμους, στους Ολυμπιακούς αγώνες, με πολιτιστικές δράσεις στα πλαίσια διεθνών συνεδρίων, συναντήσεων, σεμιναρίων, στους Δελφούς, στην Επίδαυρο, στη Δωδώνη, στην Κω, πατρίδα του Ιπποκράτη, στην Κόρινθο, στο Δίον, στη Σάμο, πατρίδα του Πυθαγόρα, στην Κνωσσό, στις ιδιαίτερες πατρίδες των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και αλλού.
Όμως και η πιο πρόσφατη ελληνική ιστορία διαθέτει χρήσιμους συνδετικούς κρίκους, όπως π.χ. ο Ρήγας Βελεστινλής, ο οποίος συνδέει στενά τους Έλληνες με τους λαούς της Βαλκανικής, που έζησαν κοινό βίο επί τουρκοκρατίας, μέσα από το όραμα της ελευθερίας των Βαλκανίων και της συνύπαρξης των βαλκανικών λαών. Σε διμερές ελληνο-αλβανικό επίπεδο τον ίδιο ρόλο μπορεί να παίξει ως συνδετικός κρίκος ο Γεώργιος Καστριώτης (Σκεντέρμπεης).
Επίσης, η ιστορική παράμετρος σε μακροχρόνια βάση διευκολύνει ιδιαίτερα την ελληνο-σερβική προσέγγιση, ενώ τα αποτελέσματα του πετυχημένου συμμαχικού συνασπισμού του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου (1912-1913) μπορούν να εμπνέουν για δημιουργία βαλκανικών θεσμών, που θα διασφαλίζουν πρόοδο και ανάπτυξη μέσα από την ειρηνική δημιουργική συλλογική συνεργασία στα Βαλκάνια.
Μια επίσης σημαντική πτυχή της πολιτιστικής διπλωματίας συνιστά η θρησκευτική διπλωματία. Στα ορθόδοξα Βαλκάνια η ελληνική παρουσία δικαιούται να υπογραμμίζει τη συμβολή της στον εκχριστιανισμό και την ευρύτερη πολιτιστική ανάπτυξη των Σλάβων (Κύριλλος και Μεθόδιος, 9ος αιών) με τη βάπτιση του Βούλγαρου ηγεμόνα, Μπόρις, επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Γ΄, το 870 και τον εκχριστιανισμό των Σέρβων, αλλά και στον ευρύτερο βαλκανικό περίγυρο με τον εκχριστιανισμό των Μοραβών (9ος αιών) και των Ρώσων του Κιέβου (10ος αιών).
Η μεθόδευση
Όπως αναφέρει ο διεθνολόγος Βασίλειος Παϊπάης στα συμπεράσματα της πολύ αξιόλογης μελέτης του με τίτλο Η βυζαντινή διπλωματία ως πρότυπο πολιτιστικής διπλωματίας, «η άσκηση πολιτιστικής διπλωματίας συνυφαίνεται με απτούς πολιτιστικούς στόχους χωρίς να γεννά αντιδράσεις». Προκειμένου να στεφθεί με επιτυχία η άσκηση εξειδικευμένης πολιτιστικής διπλωματίας με στόχο τις βαλκανικές χώρες απαιτείται στρατηγικός κυβερνητικός σχεδιασμός με συντονισμό των βημάτων προσέγγισης, με αποφυγή επικαλύψεων εμπλεκομένων φορέων, αποφυγή γραφειοκρατικών διαδικασιών, με συνέχεια και συνέπεια και αξιολόγηση κάθε δραστηριότητας. Κρίνεται σκόπιμη η ύπαρξη αρμόδιου συντονιστικού κρατικού φορέα υπό την εποπτεία του Υπουργείου των Εξωτερικών, ώστε να αποφεύγονται προσωπικές «φωτοβολίδες» αμφιβόλου αποτελέσματος (και συχνά υψηλού κόστους) από ερασιτέχνες και ακατάλληλους φορείς.
Επίσης, θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ, η αποφυγή «καπελώματος» από εξωελληνικά κέντρα (Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ, ΜΚΟ, κ.λ.) επιτυχημένων ελληνικών δραστηριοτήτων στις βαλκανικές χώρες, ενώ θεωρoύνται ενδεδειγμένες, αφενός η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που μπορεί να προσφέρει η UNESCO, αφετέρου η μεθοδευμένη προσπάθεια χρηματοδοτικής ενίσχυσης από χορηγούς του ναυτιλιακού, βιομηχανικού και εξαγωγικού χώρου της Ελλάδος και η συνεργασία με τοπικές Αρχές, Πανεπιστήμια, Μουσεία κ.λ. χωρίς όμως να χάνεται ο έλεγχος.
Απαιτείται ο ορισμός προτεραιοτήτων και ομαδοποίηση στόχων με αποκλεισμό δυσλειτουργικών ή/και επικίνδυνων εργαλείων, που θα μπορούσαν δυνητικά να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις διμερείς σχέσεις της Ελλάδος.
Επίσης πρέπει να αποφεύγονται (με σπάνιες εξαιρέσεις) οι ευκαιριακές δραστηριότητες, ο αντίκτυπος των οποίων σβήνει σύντομα όταν δεν υπάρχει η ανάλογη συνέχεια.
Συμπεράσματα
Ο πλούτος που έχει στη διάθεσή της η ελληνική πολιτιστική διπλωματία στα Βαλκάνια περιλαμβάνεται στην ομάδα των ανεκμετάλλευτων περιουσιακών στοιχείων μαζί με τον ορυκτό πλούτο της Ελλάδος. Όπως και σε άλλους τομείς, έτσι και στη διπλωματία λείπει η στρατηγική. Αρμενίζουμε δυστυχώς αναζητώντας πάντα λύσεις ad hoc, όμως οι εξελίξεις σαρώνουν με την ταχύτητά τους.
Η «καθ’ ύλην» αρμόδια ελληνική αντίληψη περί εξωτερικής πολιτικής δείχνει να μην έχει εγκαταλείψει το πλαίσιο του 19ου αιώνα και η στασιμότητα της σχετικής φιλοσοφίας εμφανίζει όλο και περισσότερα αρνητικά αποτελέσματα, εφόσον οι σκουριασμένες αντιλήψεις λειτουργούν γενικότερα ως τροχοπέδη στις προσπάθειες κοινωνικής και οικονομικής προόδου. Υπάρχει προτίμηση σε βαρύγδουπους τίτλους στον καταμερισμό των σχετικών αρμοδιοτήτων, όμως τα αντίστοιχα περιεχόμενα είναι ιδιαίτερα φτωχά όπως και τα αποτελέσματα των όποιων μεμονωμένων επιχειρούμενων δράσεων.
Το σε ποίο βαθμό μπορεί η πολιτιστική διπλωματία να είναι αποτελεσματική θα κρίνεται βεβαίως πάντα από το πώς χρησιμοποιούνται τα διπλωματικά της εργαλεία και όχι μόνο από το ποία είναι αυτά. Τέλος, πρέπει να γίνει σαφές, ότι η πολιτιστική διπλωματία δεν αποτελεί πανάκεια και οι δυνατότητές της, παντού αλλά ιδιαιτέρως στα Βαλκάνια, φθάνουν μέχρι ενός ορισμένου σημείου και δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την κλασσική διπλωματία παρά μόνο να την συμπληρώσουν ουσιαστικά διότι στη διπλωματία το ζητούμενο είναι να σπας τα σκληρά καρύδια και η πολιτιστική διπλωματία, ως ήπια ισχύς (soft power), δεν μπορεί να το κάνει αυτό.
Επιλεγμένη βιβλιογραφία και αρθρογραφία
Βασιλειάδης Ν. – Μπουτσιούκη Σ.: Πολιτιστική διπλωματία – Ελληνικές και διεθνείς διαστάσεις (Αθήνα, 2015).
Γεωργιλή Αρ.: Ελληνική πολιτιστική διπλωματία (Αθήνα, 16.10.2014).
Γιανναράς Χρ.: Πολιτιστική διπλωματία (Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2003).
Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών: Πρακτικά ημερίδας με θέμα: Η πολιτιστική γεωπολιτική (Αθήνα, 11.5.2018).
Ιακωβίδης Ι.: Η πολιτιστική διπλωματία ως ήπια μορφή ισχύος (Αθήνα, 27.3.2015).
Κοσμίδου Ζ.: Πολιτιστική διπλωματία (Αθήνα, 24.11.2008).
Κωστούλα Ελ.: Πολιτιστική διπλωματία: Η περίπτωση της Ελλάδας (Αθήνα, 2010).
Παϊπάης Β.: Η βυζαντινή διπλωματία ως πρότυπο πολιτιστικής διπλωματίας (13.12.2013). http://vizantinaistorika.blogspot.com/2013/12/blog-post_13.html
Τζουμάκα Ελ.: Πολιτιστική διπλωματία (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2005).
Τσάπαλος Όμ.: Πολιτιστική διπλωματία: Εργαλείο εν αφθονία σε μια χώρα εν υπνώσει (Αθήνα, 25.10.2011).
*Γεώργιος Ε. Δουδούμης
Πρ. Οικονομικός Πρέσβης, Συγγραφέας