13/7/2016. Προς την Κυβέρνηση: Αναζήτηση της απλής (ανα)λογικής
Σταδιακά δημιουργείται η πεποίθηση πως ο κυβερνών συνασπισμός επιδιώκει να χρησιμοποιήσει την παρούσα οικονομική και κοινωνική, εν Ελλάδι, περίσταση ως φορέα, για να καταστήσει εφικτή την διαιώνισή του, ως πολιτικά κυρίαρχου. Η διαχείριση ζητημάτων εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής ακολουθεί πρωτίστως μια ιδιάζουσα λογική σχετικά με την πολιτική και την οικονομία, έτσι ώστε να αναπαράξει την ηγεμονία του στην ελληνική κοινωνία. Βέβαια δεν αποτελεί μομφή, a priori, να επιδιώκει ένα κόμμα την παραμονή του στην εξουσία, αυτό που χρήζει αναφοράς είναι ο τρόπος που επιδιώκει να την υλοποιήσει και το κοινωνικό κόστος επίτευξής της.
Η δημοσιονομική κατάρρευση της χώρας μας, το 2010, κατέδειξε μια σειρά παθογενειών οι οποίες αποτέλεσαν τους άξονες που συγκροτήθηκε, εν πολλοίς και ιδιαίτερα μετά το 1981, η μεταπολιτευτική πραγματικότητα στην Ελλάδα. Η έξοδος και η υπερκέραση από την σημερινή νοσηρή κατάσταση προϋποθέτει σημαντικές τομές στο πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις όμως, θα αποδομήσουν κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις, οι οποίες δημιούργησαν τις συνθήκες κυριαρχίας κομμάτων, που επικράτησαν μέσα από συγκεκριμένες αντιλήψεις και πρακτικές. Ο κρατισμός στην οικονομία και η αξίωση κομματικού ελέγχου σε κάθε θεσμό του συλλογικού μας βίου συνιστούσαν τις εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις για την επικράτηση και διαιώνιση του πολιτικού χώρου που αυτοχαρακτηρίζεται ως δημοκρατικός.
Κράτος και ελεύθερη οικονομία δεν αποτελούν ασύμπτωτες και αντικρουόμενες εξ αρχής έννοιες. Ο κρατικός μηχανισμός οφείλει να διαμορφώνει το πλαίσιο άσκησης των οικονομικών δραστηριοτήτων και να ελέγχει την εφαρμογή των συμπεφωνημένων κανόνων. Στην Ελλάδα διαχρονικά το κράτος φαίνεται να πραγματώνει έναν πιο σύνθετο ρόλο. Απέτρεψε, θεσμικά στην αρχή και στην πράξη μετά την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και των διαδικασιών και των πολιτικών που η Κοινότητα επέβαλε, την απελευθέρωση τομέων της οικονομίας, διατηρώντας τον κυρίαρχο ρόλο του στο οικονομικό γίγνεσθαι. Για ορισμένους πολιτικούς χώρους καθίσταται απειλή η οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αμιγώς από τον ιδιωτικό τομέα, διότι θα αναγάγει τις τωρινές ταξικές και πολιτικές αναφορές και σχηματοποιήσεις ελάχιστα ελκυστικές για το κοινωνικό σώμα και περιττές ακόμη και για στείρα ιδεολογική χρήση.
Η απελευθέρωση της τομέων της οικονομίας που βρίσκονται είτε υπό άμεσο κρατικό έλεγχο είτε υπό διαρκή κρατικό παρεμβατισμό θα απειλήσει την ύπαρξη συγκριμένων ιδεολογικών χώρων και κομματικών σχημάτων. Αλήθεια ποιές δυνατότητες πολιτικής και ιδεολογικής πειθούς θα έχει ένας κομματικός οργανισμός όταν η συντριπτική πλειοψηφία του λαού θα έχει δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης και ανέλιξης ανεξάρτητες από το κράτος, είτε ως εργοδότου, είτε ως εντεταλμένου των επιλογών της εκάστοτε κυβέρνησης; Γίνεται πασίδηλο πως αντικειμενικός σκοπός της παρούσας συγκυβέρνησης δεν είναι να δρομολογηθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και στον οικονομικό τομέα που θα επιταχύνουν της έξοδο της χώρας από την κρίση, αλλά να διατηρηθούν με κάθε κόστος, οικονομικό και κοινωνικό, οι συνθήκες που αναπαράγουν την πολιτική τους κυριαρχία. Για την παρούσα συγκυβέρνηση φαίνεται να έχει μικρή σημασία πόσες επιχειρήσεις θα κλείσουν, ή πόσοι συμπολίτες μας θα εκπατριστούν προς εύρεση εργασίας σε άλλες χώρες. Κύρια επιδίωξη παραμένει η διατήρηση του υπερμεγέθους κρατικού μηχανισμού και των εμπεδωμένων νοοτροπιών με κάθε μέσο και κόστος.
Η συγκεκριμένη πρακτική εξακολουθεί να τιτλοφορείται καταχρηστικά και εκτός πραγματικότητας ως διασφάλιση του «κοινωνικού» κράτους. Ο τρόπος λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού εξυπηρετεί, περάν από την προαναφερθείσα πολιτική στόχευση, και συγκεκριμένους κλάδους της ιδιωτικής οικονομίας, στο βαθμό που παρέχοντας κακές υπηρεσίες οδηγεί μεγάλο μέρος των πολιτών προς τον ιδιωτικό τομέα για την ικανοποίησή τους. Βεβαία μέσω της φορολογίας έχουν πληρώσει, και με το παραπάνω, για τις περιβόητες δημόσιες παροχές. Προχωρώντας στο επίπεδο της ιδεολογικής κυριαρχίας, του πολιτικού αυτοπροσδιορισμού και των επαγόμενων χαρακτηρισμών εντός της ελληνικής κοινωνίας, παρατηρούμε πως αν κάποιος δηλώσει φιλελεύθερος, ποσό μάλλον νεοφιλελεύθερος, παρευθύς είναι υπόλογος για την οικονομική πολιτική της M. Thatcher στο Ηνωμένο Βασίλειο, του R. Reagan στις Ηνωμένες Πολιτείες και του ΔΝΤ εν γένει. Εν αντιθέσει με κάποιον συμπολίτη μας, ο οποίος δύναται να αυτοχαρακτηρίζεται, ως τροτσκιστής, λενινιστής, σταλινικός και μαοϊκός, δίχως να τον εγγίζουν, ούτε κατ’ ελάχιστο, τα «ανδραγαθήματα» των συγκεκριμένων προσωπικοτήτων.
Καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα στον δημόσιο λόγο κυριάρχησε το ζήτημα της αλλαγής του εκλογικού νόμου, που καθορίζει τις διατάξεις διεξαγωγής των εκλογών. Τα εκλογικά συστήματα συνίστανται στον τρόπο και τους όρους μετατροπής των ψήφων σε εκλεγμένους αντιπροσώπους ( Θ. Διαμαντόπουλος). Ο προς ψήφιση εκλογικός νόμος ενισχύει την προαναφερθείσα αξίωση της παρούσας συγκυβέρνησης, συντηρώντας τις όντως υπαρκτές αλλά επιζήμιες, για το ευρύτερο σύνολο, κοινωνικές τάσεις. Ο προς ψήφιση εκλογικός νόμος είναι το τεχνικό μέσο που θα συμβάλλει στην επίτευξη της διατυπωθείσας στόχευσης˙ μέσω της διαδικασίας μετατροπής των ψήφων σε κοινοβουλευτικές έδρες να αναπαραχθεί η παρούσα πολιτική κατάσταση και να παρεμποδιστεί κάθε πολιτική και οικονομική μεταρρύθμιση που θα απειλήσει να την ανατρέψει.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής η κατάσταση βαίνει διαρκώς επιδεινωμένη, όχι όμως μόνο, ούτε κυρίως εξ αιτίας της παρατεταμένης οικονομικής δυσπραγίας. Οι ιδεοληψίες του κυβερνώντος συνασπισμού καθώς και η αδυναμία να κατανοήσει τις βασικές αρχές λειτουργίας του διεθνούς συστήματος, έχουν καταστήσει την χώρα μας παρακολούθημα των ενδοευρωπαϊκών και περιφερειακών διεργασιών. Τόσο οι παροτρύνσεις των συμμάχων, όσο και οι αξιώσεις των εχθρών -ναι υπάρχουν και τέτοιοι και δεν είναι ταξικοί- αντιβαίνουν στις αφετηριακές αντιλήψεις και πολιτικές πρακτικές της συγκυβέρνησης. Η εσωτερική ανασυγκρότηση και η διεθνή αποκατάσταση της χώρας προϋποθέτουν την υιοθέτηση λογικών που είναι ασύμπτωτες προς την κυβερνητική πραξεολογία.
Αναδημοσίευση από Νεα Πολιτική!