2015-06-27. Εμείς ο λαός
Επειδή η δεινή οικονομική (και αξιακή) κατάσταση, που βιώνει η χώρα μας είναι ξεχωριστή, δηλαδή διακρίνεται από μία μοναδικότητα έναντι άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, αυτό σημαίνει, ότι είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη. Και για να καταστεί κατανοητό τούτο το εννοιολογικό μέγεθος ας ταξιδέψουμε το νού μας σε πεδία μεταφορικά. Ας ιδούμε την επίδραση στο συναίσθημα όταν ένα προσφιλές άτομο δεν υπάρχει πια. Επί παραδείγματι, εάν ένας δικός μας άνθρωπος αποβιώσει εξ αιτίας δυστυχήματος, τότε αυτή η απώλεια θα προκαλέσει στους οικείους και τους λοιπούς συμπαθούντες τον ανάλογο θρήνο. Εάν μία γενική συμφορά (πόλεμος, λιμός, λοιμός, σεισμός κττ) προκαλέσει τον θάνατο χιλιάδων ατόμων και μεταξύ αυτών και ένα δικό μας άνθρωπο, τότε ο θρήνος είναι ήπιος, διότι ο θάνατος ο μετά πολλών ουκ εστιν θάνατος. Ευρισκόμεθα προ μιας απωλείας ενός μεμονωμένου εθνικού περιστατικού. Προ της οικονομικής (και ίσως, όχι μόνον) αποβιώσεως της Ελλάδος.
Ο οικονομικός της Ελλάδος θάνατος είναι επικείμενος. Η πολιτική των πολιτικών και του συνενόχου των τραπεζικού συστήματος κατόρθωσαν να φέρουν την Ελλάδα προ της τελευτής του οικονομικού μας ευρωβίου. Και ο θρήνος των οικείων (Ελλήνων και φιλελλήνων) λόγω του μεμονωμένου αυτού περιστατικού για το θύμα του συγκεκριμένου θανασίμου οικονομικού νοσήματος προβλέπεται απαρηγόρητος. Από την άλλη πλευρά, η θεωρία του ντόμινο -αν και εξονυχίζεται από ξένους οικονομικούς μελετητές- δεν φαίνεται να υποστηρίζεται με καθολικό τρόπο για την προκειμένη περίπτωση και τούτο διότι η κραταιότητα των ευρώστων οικονομικά χωρών θα επουλώσει αστραπιαία την κάθε τρώση που θα προκληθεί από τις όποιες παράπλευρες επιπτώσεις της θνησιγένειας της μικρής Ελλάδος.
Εκείνο, που όλοι μας φαίνεται, ότι κατανοούμε είναι το, ότι η Ελλάδα ευρίσκεται στα εργαστήρια ενός γιγαντιαίου οικονομικού πειράματος κάποιων δυνάμεων, οι οποίες μελετούν την ενιαιότητα της παγκοσμιοποιούμενης κοινωνίας υπό το πνεύμα της λειτουργικότητας και προσβασιμότητας στο μέλλον ενός οικονομικού συστήματος, όπου θα αναγνωρίζεται ένα κοινώς αποδεκτό ή εμμέσως επιβαλλόμενο νομισματικό status.
Εκείνο που ακόμη, εμείς ο λαός αδυνατούμε να καταλάβουμε είναι, ότι δεν είμαστε ο κυρίαρχος λαός. Από την στιγμή που το κράτος έχει συγκροτηθεί και νομιμοποιηθεί με την δική μας ψήφο και μάλιστα από εκείνη την στιγμή που το κράτος έχει ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εμείς «ο κυρίαρχος λαός» έχουμε παύσει να είμαστε πολιτικά υποκείμενα. Κάτω από οποιαδήποτε μορφή του κράτους(αριστερό, δεξιό, μεσαίο κλπ), εμείς ο λαός θα αποτελούμε μία μάζα παθητική, η οποία θα υπόκειται στην όποια διάπλαση το κράτος έχει σχεδιάσει ή μηχανευτεί, ώστε να συναποτελέσουμε το αγόγγυστο υπηρετικό προσωπικό των επιτηδείων εξουσιαστικών μηχανισμών (international central banks, multinational holdings, petroleum trusts, κττ)
Εκεί λοιπόν που εμείς ο λαός αντιπροσωπευόμεθα από μία κυβέρνηση που θεωρούσαμε ότι υπηρετεί τα ατομικά, συλλογικά και εθνικά συμφέροντα, διαπιστώνουμε με αγωνία, ότι το κράτος έχει διαχυθεί τόσο πολύ στο διεθνές περιβάλλον και στις καταπιεστικές διεθνείς ντιρεκτίβες, ώστε πλέον εμείς εκόντες άκοντες να έχουμε στοιβαχθεί μέσα σε ένα πνιγηρό κλωβό ασάφειας, απροβλεψίας και επιμηθείας.
Η ψήφος μας πλέον εκλαμβάνεται σαν αναγκαιότητα που οφείλει να είναι ευθυγραμμισμένη με τους ξένους θεσμούς (τρόικα κττ), οι οποίοι θεσμοί, σαν έννοιες μας επιβάλλουν τον ρεαλιστικό συλλογισμό, ότι δεν πρέπει να περιμένουμε από αυτές να έχουν αισθήματα συμπόνιας προς εμάς. Αυτοί οι θεσμοί είναι όπως και εκείνα τα αριθμητικά αόριστα, που έχουν σχέση με τα λογιστικά, τα χρηματοπιστωτικά, τα δάνεια, την «ελεύθερη αγορά» και όλα τα συναφή και ως εκ τούτου δεν πρόκειται να επιδείξουν την οποιαδήποτε διάθεση να συγκινηθούν από το δράμα των (όσων απρονοήτων) λαών.
Συνεπώς, εμείς ο λαός έχοντας κατά νου, ότι η φορά των πραγμάτων μάς θέλει μη υποκείμενα αλλά ευπειθείς μονάδες (όπως barcodes), χωρίς εθνική ταυτότητα (σκέψου πολυπολιτισμικά), χωρίς εθνικά χαρακτηριστικά, χωρίς κατανοητή και ενιαία γλώσσα, χωρίς θρησκεία, χωρίς εθνική συνείδηση και χωρίς ένα ελάχιστο πιστεύω σε μία Ιστορία (αναλογισθείτε Βερέμη, Ρεπούση, Δραγώνα και λοιπούς ιδεολογικο-συμφεροντολογικούς ακολούθους), ένα πιστεύω σε μία εθνική ομοδοξία, σε ένα κοινό εθνικό σκοπό, σε μία εθνική επιδίωξη, σε ένα εθνικό συμφέρον, εμείς λοιπόν ο λαός μετά από αυτά πρέπει να αναθεωρήσουμε την γενική μας στάση.
Εμείς ο ευπειθής λαός, συνεχώς πίπτουμε στην ίδια παγίδα. Δηλαδή, γλυκά ακούγεται στο αυτί μας το «λεφτά υπάρχουν». Άρα ας δώσουμε την εντολή στην γλυκύτερη σειρήνα. Ας εξουσιοδοτήσουμε εκείνον που υπόσχεται να σχίσει τα μνημόνια. Για τα λοιπά της Ελλάδος θέματα αδιαφορούμε (εθνικά, δημογραφικά, αμυντικά, αλλοτριωτικά της ομοιογενείας λόγω ανεξέλεγκτης εισροής αλλοφύλων κλπ). Όταν οι υποσχόμενοι γίνουν κράτος μας προσγειώνουν με την κατηγορηματική θέση, ότι τα όνειρά μας είναι «πολιτικώς απραγματοποίητα».
Τελικά συμβιβαζόμεθα με την αμφίβολη ασφάλεια μιας ζωής ανεπιθύμητης ποιότητας παρά με την αβέβαιη ελπίδα να επιλέξουμε δημοκρατικά τον τρόπο ζωής, που είναι συμβατός με τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά έχουν διατυπωθεί ανά τους αιώνες από βαθυστόχαστους οραματιστές.
Αν ειλικρινά πιστεύουμε, ότι ο εξουσιαστής δεν κινείται με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, τότε υπάρχει τρόπος να του διακόψουμε την εξουσιαστική του καριέρα με το να προκαλέσουμε την ανάδραση της ανυπαρξίας του. Και ακόμη πιο απλά να παύσουμε με την σιωπή μας να τον στηρίζουμε.