Blog

Μία πρόταση διεξόδου από την κρίση: η αναβίωση των αξιών του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος.

Μία πρόταση διεξόδου από την κρίση: η αναβίωση των αξιών του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος.

Ιωάννης Σταμούλος

Διδάκτωρ Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ.

 

Ως τον Απρίλιο του 2010, η Ελλάδα βρέθηκε σ’ ένα τέλμα από χρόνια οικονομικά προβλήματα, που αφορούσαν το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα, τα οποία εξελίσσονταν σε παθογόνα. Για να μην εκτραπεί η κατάσταση, η κυβέρνηση απευθύνθηκε σ’ ένα «μηχανισμό στήριξης», τον οποίο αποτελούσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η χώρα εισήλθε σε μια πρωτόγνωρη για τους καιρούς μας πραγματικότητα όπου της επιβλήθηκαν έλεγχοι και περιορισμοί. Παρήλθε μια εποχή ευμάρειας και υπερκαταναλωτισμού, η οποία επέδρασε στη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής των νεοελλήνων: η ευζωία είχε καταστεί αυτοσκοπός κι ο ατομικισμός υπερίσχυσε του δημοσίου συμφέροντος.

Στις 21 Αυγούστου, η χώρα εξήλθε της μνημονιακής εποχής. Ωστόσο, η ουσιαστική ανασυγκρότησή της δεν θα προέλθει από τεχνοκρατικούς χειρισμούς, αλλά από ένα ριζικό ανθρωπολογικό μετασχηματισμό των πολιτών σύμφωνα με τις αξίες του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Η πρόταση δεν είναι ιστορικά πρωτότυπη στο χώρο των πολιτικών ιδεών· τη διατύπωσε ο Φλωρεντίνος πολιτικός στοχαστής και συγγραφέας Niccolò Machiavelli (1469-1527) σε μια εποχή κατά την οποία η Ιταλία ήταν «σκλαβωμένη», «χωρίς τάξη», «λεηλατημένη» από τους ξένους εισβολείς, ώστε ο ίδιος αναμένει «ένα συνετό και άξιο ηγεμόνα να δημιουργήσει μια μορφή διακυβέρνησης, που θα τιμούσε τον ίδιο και θα ωφελούσε όλο το λαό αυτής της χώρας […]» («Ο Ηγεμόνας», 26). Ο Machiavelli είχε μελετήσει τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς αναζητώντας στα έργα τους πρόσωπα – υποδείγματα αρετής, θάρρους, και σοφίας, που θεωρούσε απαραίτητα για την κοινωνία της εποχής του, την οποία μάστιζαν η διαφθορά και η ιδιοτέλεια.

Προβάλλει επαινετικά το πρόσωπο και τη δράση του Λεύκιου Κοϊγκτίου Κιγκινάτου (Lucius Quinctius Cincinnatus, π. 519-430 π.Χ.). Ο Κιγκινάτος διήγε λιτό βίο, καλλιεργώντας ένα μικρό αγρό, από τον οποίο βιοποριζόταν, ώσπου η Σύγκλητος τον όρισε δικτάτορα (Dictator), για να υπερασπιστεί τη Ρώμη. Η πόλη κινδύνευε από τους Αικούους (Aequi), μια ιταλική φυλή εγκατεστημένη επί των Απεννίνων Ορέων, οι οποίοι ήδη πολιορκούσαν τον ύπατο Minucius Esquilinus Augurinus νοτιοανατολικά της Ρώμης. Ο Κιγκινάτος μετέβη στη Ρώμη, περιεβλήθη την τήβεννο και συγκρότησε στράτευμα, με το οποίο νίκησε τους Αικούους και απελευθέρωσε τον Minucius (458 π.Χ.). Μετά από δεκαέξι μόνο ημέρες παραμονής στο αξίωμα, παραιτήθηκε και επέστρεψε στον αγροτικό βίο.

Ο Machiavelli εκθειάζει το χαρακτήρα και τις αρετές αυτών των αντρών, για τους οποίους ήταν τιμή μόνο να προσφέρουν στην πατρίδα κι όλα τα κέρδη που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από τους πολέμους τα διέθεταν για το κοινό καλό. Οι ίδιοι στον ιδιωτικό τους βίο παρέμεναν ταπεινοί, ολιγαρκείς, ευχαριστημένοι με τη φτώχεια τους, υπάκουαν στις αρχές και σέβονταν τους ανωτέρους τους (Διατριβές πάνω στα δέκα πρώτα [βιβλία] του Τίτου Λίβιου, III.25).

Ο Αγησίλαος υπάκουσε στις αρχές της Σπάρτης, όταν τον ανακάλεσαν να την υπερασπιστεί από ένα αντιλακωνικό συνασπισμό ελληνικών πόλεων (αρχές της άνοιξης του 394 π.Χ.). Στις αρχές του καλοκαιριού του 396 π.Χ., ο Αγησίλαος έφτασε στην Έφεσο. Απέρριψε δελεαστικές προτάσεις των Περσών για συμβιβασμό, γιατί «μόνο η πόλη του ήταν αρμόδια να αποφασίσει για την ειρήνη» (Πλούταρχος, Αγησίλαος, 10.7.). Διενήργησε νικηφόρες επιχειρήσεις στη Μικρή Φρυγία και Λυδία, με τις οποίες κλόνισε την περσική κυριαρχία στη δυτική Μικρά Ασία. Απέκτησε φήμη, ισχύ, και εξουσία, «ωστόσο δεν επηρεάστηκε από κανένα απ’ αυτά […] κάνοντας φανερό ότι δε θα προτιμούσε ολόκληρη τη γη αντί της πατρίδας του […] ούτε κέρδη ανήθικα κι επικίνδυνα […]» (Ξενοφών, Αγησίλαος, 1). Ο Αγησίλαος δεν υπολόγιζε κόπους, κινδύνους ούτε την ηλικία και τη σωματική του κατάσταση, «όπου νόμιζε ότι θα ωφελούσε σε κάτι την πατρίδα του, αλλά πίστευε ότι αυτό είναι το καθήκον ενός καλού βασιλιά, να κάνει όσο μπορούσε περισσότερα καλά στους υπηκόους του». Ο Ξενοφώντας ανάμεσα στις μεγάλες αρετές του Αγησιλάου διακρίνει ότι «προπάντων υπηρετούσε τους νόμους» (Αγησίλαος, 7).

Ο ίδιος ικανοποιούνταν περισσότερο όταν πλούτιζαν η πατρίδα και οι στρατιώτες του παρά αυτός (Πλούταρχος, Αγησίλαος, 10.7.), κι «έδειχνε ότι ντρεπόταν κάθε φορά που το κρεβάτι του δεν ήταν το χειρότερο από εκείνα των συμπολεμιστών του» (Ξενοφών, Αγησίλαος, 5). Η διακόσμηση και η επίπλωση του σπιτιού του διατηρούνταν σύμφωνα με τα παραδοσιακά σπαρτιατικά ήθη (Πλούταρχος, Αγησίλαος, 19.5-8). Ο Αγησίλαος απέρριπτε τα πλούτη και τις ηδονές (φορούσε πάντα τα ίδια πολυφορεμένα ρούχα), απέφευγε την πολυφαγία και τη μέθη, άντεχε τις καιρικές μεταβολές των εποχών του έτους, και ποτέ δεν αφέθηκε στη μαλθακότητα και τη νωθρότητα (Ξενοφών, Αγησίλαος, 5· Πλούταρχος, Αγησίλαος, 14.1-4).

Η αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή παράδοση κληροδοτεί στους σύγχρονους Έλληνες αξίες και τρόπο ζωής: ακατάβλητη και δυναμική παρουσία στα πολιτικά πράγματα, ευσυνείδητη προσφορά στην πατρίδα χωρίς υλικές απολαβές και κέρδη, προάσπιση του κοινού καλού και του δημοσίου συμφέροντος, μετρημένο τρόπο ζωής. Το συγκεκριμένο ανθρωπολογικό πρότυπο είναι αυθεντικό κι η αξία του διαχρονική, διότι σφυρηλατήθηκε μέσα από την τριβή ικανών και χαρισματικών αντρών με σοβαρά ζητήματα του δημοσίου βίου σε εποχές όπου οι προκλήσεις ήταν πολλές και η ανάληψη δράσης επιβεβλημένη. Η μελέτη των έργων και των πράξεών τους αποκαλύπτει το μέγεθος των αρετών, αλλά και των παθών, που διακατέχουν την ανθρώπινη προσωπικότητα. 

 

  

Αφήστε μια απάντηση