Ομιλία: Ελλάδα και Τουρκία σε σχέση με τον χώρο Α. Λεκάνης Μεσογείου
Είναι σαφές πλέον, όπως προκύπτει απ΄όλες τις σχετικές ενδείξεις, ότι οι κυοφορούμενες αλλαγές στον ευρύτερο περίγυρό μας θα επιφέρουν ανατρεπτικές συνέπειες και γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Ποιες είναι αυτές οι επερχόμενες αλλαγές που μπορούν να προκαλέσουν τις ευρύτερες αυτές ανακατατάξεις;
Επιγραμματικά μπορούμε να συγκρατήσουμε, τις εξεγέρσεις και τις επαπειλούμενες ανατροπές στον αραβικό κόσμο, τις ενεργειακές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, τις εξελίξεις στη Συρία, την πιθανότητα ανάφλεξης στον Περσικό Κόλπο και όλα αυτά σε συνάρτηση με τον διαφαινόμενο ρόλο και επιδιώξεις της Αγκυρας στην περιοχή.
Υπάρχουν βέβαια και άλλοι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τις κυοφορούμενες αυτές εξελίξεις. Οι παράγοντες όμως αυτοί, είναι εξωγενείς προς την περιοχή και γι΄αυτό δεν τους εντάσσουμε στην παραπάνω κατηγορία. Αλλά ασφαλώς, όπως θα δούμε παρακάτω, θα μπορούν και αυτοί να επηρεάσουν τις εξελίξεις.
Ένα πρώτο ερώτημα που προκύπτει- το οποίο καλύφθηκε και από τους προλαλήσαντες- αλλά θα ήθελα να εξειδικεύσουμε λίγο περισσότερο, είναι τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα στον αραβικό κόσμο.
Έχουμε άραγε επαναστατικά κινήματα, έχουμε εξεγέρσεις ή έχουμε επαναστάσεις;
Το ερώτημα, που δεν είναι ρητορικό, φαίνεται να προβάλει μια αιρετική ίσως άποψη, που δεν παύει όμως να απηχεί μία πραγματικότητα. Γιατί στη συνείδηση των ευρωπαίων, και όχι μόνον, πλανάται η εντύπωση ότι οι συντελούμενες εξελίξεις στην περιοχή- εξελίξεις εν υφέσει ή μη, τη στιγμή αυτή τώρα που μιλάμε- συγκεντρώνουν όλα τα χαρακτηριστικά των επαναστάσεων. Είναι όμως έτσι ακριβώς τα πράγματα; Γι΄αυτό θα πρέπει να προσδιορίσουμε εν συντομία, ποια είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των επαναστατικών αυτών εξεγέρσεων.
Κατ΄αρχάς, υπάρχει καθολική συμμετοχή; Για να πετύχει μία εξέγερση, θα πρέπει σε κάποια στιγμή ευρύτερες τάξεις της κοινωνίας να ενταχθούν σε αυτή, ώστε να υπάρξει ευρύτερη λαϊκή συμμετοχή. Πάρτε παράδειγμα τι συνέβη στο Ιράν το 1979. Άρχισε μια επανάσταση των νέων, η πιο σημαντική όμως στιγμή της επανάστασης ήταν όταν οι καταστηματάρχες έκλεισαν τα μαγαζιά τους και ενετάχθησαν στον όχλο. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η πραγματική επανάσταση, με την ευρύτερη συμμετοχή του λαού.
Μια επανάσταση όμως νέων, μόνο νέων, όπως είδαμε το 1968 π.χ. στη Γαλλία, σπάνια πετυχαίνει. Το 1968 απέβλεπε σε μια μεταρρύθμιση της κοινωνίας. Από τα γεγονότα εκείνα του 1968, όσα στοιχεία κοινωνικής υφής απέμειναν, πέραν του συμβολισμού τους, καταχωρήθηκαν στη συλλογική μνήμη, σαν ιστορικής αξίας αναμνήσεις. Αλλά είχαν κοινωνικές συνέπειες. Ο όρος «Μάης του ΄68» έγινε συνώνυμο με την αλλαγή των κοινωνικών αξιών. Θεωρείται ότι αποτελεί σημείο-σταθμό, για τη μετάβαση από τον συντηρητισμό στις φιλελεύθερες ιδέες.
Μία επανάσταση απαιτεί ευρεία βάση συμμετοχής. Απαιτεί την συμμετοχή νέων, αλλά και μεγαλύτερων σε ηλικία. Οικογενειάρχες σπάνια βγαίνουν στους δρόμους για να αντιμετωπίσουν τα άρματα μάχης. Χρειάζονται νέοι άνθρωποι οι οποίοι, είτε διαθέτουν το απαραίτητο θάρρος είτε δεν συνειδητοποιούν τον κίνδυνο.
Κατά την έναρξη των εξεγέρσεων στον αραβικό κόσμο, είδαμε πράγματι νέους να βγαίνουν στους δρόμους και στις πλατείες, προοδευτικά όμως είδαμε να εντάσσονται και άλλες κοινωνικές ομάδες, όχι βέβαια με τον ίδιο ρυθμό σε όλες τις υπό εξέγερση χώρες.
Κρίσιμο σημείο αποτελεί η χρονική στιγμή που η επανάσταση αντιμετωπίζει το στρατό και τις αστυνομικές δυνάμεις, τις δυνάμεις ασφαλείας. Αν οι διαδηλωτές διαλυθούν, υπάρχει σαφής ένδειξη αποτυχίας. Αντίθετα, εικόνες διαδηλωτών που συνεχίζουν να αγωνίζονται υπό τον καταιγισμό πυρών των δυνάμεων ασφαλείας ή του στρατού, είναι πολύ χαρακτηριστικές, αφού υποδηλώνουν ότι όλη η εξέλιξη έχει πλέον μπει στην επαναστατική φάση. Δεν πρέπει, λένε, να κοιτάμε τους διαδηλωτές, να κοιτάμε τους ένοπλους. Αν παραμείνουν πιστοί στην κρατική εξουσία, τότε συνήθως οι εξεγέρσεις σβήνουν, καταδικασμένες στην αποτυχία. Αν μερικοί αρχίσουν να αυτομολούν, τότε αυξάνονται οι πιθανότητες νίκης.
Το πρόβλημα με τις επαναστάσεις είναι ότι σπάνια τις τελειώνουν αυτοί που τις άρχισαν. Τα παραδείγματα στην Ιστορία δεν είναι λίγα.
Επανερχόμενοι τώρα στην αραβική κρίση θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οποιαδήποτε ανάλυση θα ήταν ατελής αν αγνοούσαμε μια άλλη σημαντική παράμετρο που επηρεάζει τις εξελίξεις στην περιοχή.
Μία τρίτη χώρα αυτόκλητα παρουσιάζεται και φιλοδοξεί να αναλάβει ρόλο περιφερειακής δύναμης. Και τούτο με την ανοχή των παραδοσιακών παικτών της περιοχής. Προφανώς αναφέρομαι στην Τουρκία.
Στην αρχή των εξελίξεων, τήρησε διστακτική στάση, διολίσθησε όμως προοδευτικά αργότερα τη στάση της, συνταχθείσα με τους επικριτές των βιαιοτήτων στη περιοχή. Αλλά και οι παραδοσιακοί παίκτες στην περιοχή υπήρξαν διστακτικοί, από φόβο μήπως πάνε με την λάθος μεριά της ιστορίας.
Ας πάρουμε το παράδειγμα των Η.Π.Α. Ο Αντιπρόεδρός της, με την αρχή της εξέγερσης στην Αίγυπτο, με τα γεγονότα της πλατείας Ταχρίρ, εδήλωσε ότι η χώρα του είναι πιστή στη φιλία της με τον Μουμπάρακ, ο Μουμπάρακ είναι πιστός σύμμαχος της Αμερικής. Μετά από 15-20 ημέρες, ένα μήνα αργότερα, είδατε ποια ήταν η στάση της Αμερικής. Αλλά και οι Γάλλοι, για να πούμε τι συμβαίνει και στην Ευρώπη, μη ξεχνάμε ότι ήταν έτοιμοι να στείλουν ειδικές δυνάμεις στην Τυνησία απ΄όπου άρχισαν οι εξελίξεις, όπως ξέρετε, από ένα τυχαίο γεγονός, όταν αυτοπυρπολήθηκε τον Δεκέμβριο του 2010 ένας νεαρός πλανόδιος πωλητής σε κάποια λαϊκή αγορά της Τυνησίας.
Οι εξελίξεις στην περιοχή σηματοδοτoύν την απαρχή μιας νέας τάξης πραγμάτων που διευκολύνει την εκδήλωση πρωτοβουλιών για ανάληψη ρόλων. Γιατί; Για έναν απλούστατο λόγο. Η απουσία σημαντικών δυνάμεων από το πολιτικό γίγνεσθαι της περιοχής, αφήνει ένα κενό. Ας πάρουμε πάλι το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, όταν η Αμερική θεωρούσε ότι ήταν ηγέτης του ελευθέρου κόσμου, οι συντελούμενες εξελίξεις σηματοδοτούν την αδυναμία, αν όχι το τέλος του ρόλου της Αμερικής στην περιοχή. Οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον σε θέση να αναλάβουν να ασκούν παρεμβατικές δράσεις ή διαμεσολαβητικούς ρόλους, προκειμένου να επιβληθεί κάποιας μορφής pax Americana. Είναι μία νέα πολιτική που η Αμερική άρχισε να εφαρμόζει επί Ομπάμα και το είδαμε αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις, πρόσφατα ακόμη με τα γεγονότα της Λιβύης. Αν σε αυτό τώρα, προστεθεί και η διστακτικότητα της Δύσης να ασκήσει ρόλους διεθνούς ευθύνης, η αμηχανία της Δύσης, ο φόβος μήπως πάει με τη λάθος πλευρά της Ιστορίας, τότε αντιλαμβανόμαστε πόσο εύκολα είναι να δημιουργηθεί ένα κενό στον χώρο, στον ευρύτερο χώρο.
Και το κενό αυτό ακριβώς, επιδιώκει να πληρώσει η Τουρκία.
Η Τουρκία στην περίοδο αυτή ασκεί μια έλξη στους αραβικούς πληθυσμούς. Πέραν του ότι είναι μία μουσουλμανική χώρα, θεωρείται πιο δημοκρατική από τα αραβικά καθεστώτα, αποτελεί μία υπό ένταξη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι χώρα μέλος του ΝΑΤΟ και τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει εντυπωσιακά οικονομικά μεγέθη, άσχετα βέβαια αν ορισμένες ενδείξεις προδιαγράφουν όχι ευοίωνες προοπτικές για το άμεσο μέλλον.
Η γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας πλησίον διαφόρων θερμών σημείων, Ιράν, Ιράκ, Συρία, Αφγανιστάν, Κεντρική Ασία, Καύκασο κ.λ.π., την καθιστά υπολογίσιμο εταίρο και των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις ξέσπασε η κρίση στην Αίγυπτο, το πρώτο τηλεφώνημα το οποίο έκανε ο κ. Ομπάμα ήταν στον κ. Ερντογάν.
Η παρέμβαση της Τουρκίας στα διαδραματιζόμενα στην περιοχή στηρίζεται σε ένα νέο ιδεολογικό υπόβαθρο, εκείνο του νεοθωμανισμού.
Επειδή ακούμε πολλά περί νεοθωμανισμού, θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι και σε τι ακριβώς αυτός αποβλέπει.
Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε, με δύο λέξεις, ότι ο νεοθωμανισμός αποβλέπει στην απόκτηση μεγαλύτερης επιρροής πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής, στα πρώην οθωμανικά εδάφη. Αλλά και σε άλλες περιοχές που εντάσσονται στη σφαίρα των τουρκικών στρατηγικών συμφερόντων. Στο παρόν όμως στάδιο, προτεραιότητα για την Άγκυρα έχει η Μέση Ανατολή, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζονται και άλλες περιοχές, για τις οποίες η Τουρκία έχει ήδη εκδηλώσει και μάλιστα κατά σαφέστατο τρόπο, σχετικές πρωτοβουλίες. Προφανώς αναφέρομαι στα Βαλκάνια. Υπενθυμίζω μάλιστα στο σημείο αυτό και τους σχετικούς, στο άμεσο παρελθόν, φιλόδοξους οραματισμούς του Οζάλ αλλά και άλλων συμπατριωτών του, που μιλούσαν για τον ευρύτατο γεωπολιτικό χώρο, από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος , που πρέπει να «ελέγξει» ο τουρκικός κόσμος.
Αν δούμε όμως τα πράγματα μέσα από την διάσταση του χρόνου και της Ιστορίας, ένα σημαντικό συμπέρασμα συγκρατείται: Μετά από μακροχρόνια συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- που σας υπενθυμίζω, άρχισε τον 17ο αιώνα, με την ήττα των Οθωμανών στη Βιέννη, το 1683 και την έναρξη της πολιτικής ηγεμονίας των Αψβούργων που σηματοδότησε την παρακμή και τον κατακερματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- η νέα Τουρκία θέλει να παρουσιάζεται στη διεθνή σκηνή σαν μία χώρα δυναμική, γεμάτη αυτοπεποίθηση, έτοιμη να αναλάβει, αυτόκλητα πάντα, ρόλους διεθνούς ευθύνης. Με πληθυσμό που το 2050 θα φθάνει περίπου τα 100.000.000, με την ιδιότητά της σαν υποψήφια προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρα, προβάλλοντας την ένταξή της στην ομάδα των G20 και στις 20 μεγαλύτερες οικονομίες της υφηλίου, καθώς και την επικείμενη ένταξή της στους αναδυόμενους «γίγαντες», την ομάδα την αποκαλούμενη BRIC ( ακρωνύμιο αναφερόμενο στην Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα ) η νέα Τουρκία, αποβλέπει διακαώς στην εδραίωσή της σαν περιφερειακή δύναμη στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο.
Τούτο βέβαια έχει προετοιμασθεί επιμελώς, όπως θα δούμε παρακάτω.
Στο σημείο αυτό προκύπτει ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα που αφορά και τη χώρα μας: Είναι η Τουρκία έτοιμη να αναλάβει ρόλους διεθνούς ευθύνης;
Γιατί πολλά γράφονται και λέγονται, υπάρχει μάλιστα και πληθώρα σχετικών αναφορών στα ξένα ΜΜΕ, καθώς και σχόλια ξένων ηγετών και προσωπικοτήτων που θεωρούν τον κ. Ερντογάν σαν ένα από τους πιο επιτυχημένους ηγέτες, υπό την ηγεσία του οποίου, όπως τονίζεται, η Τουρκία καλείται να αναλάβει σημαντικούς ηγετικούς ρόλους στην ευρύτερη περιοχή της .
Θα πρέπει, νομίζω, να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί στο σχετικό ερώτημα, στο κατά πόσον δηλαδή η Τουρκία μπορεί να εδραιώσει τον φιλόδοξο αυτό ρόλο της.
Ας βάλουμε τα πράγματα σε μια χρονολογική σειρά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μουσταφά Κεμάλ ουδέποτε ενέταξε στους στόχους του την Μέση Ανατολή. Για ένα πολύ απλό λόγο. Ότι υπήρχε πάντοτε μια αμοιβαία καχυποψία μεταξύ Αράβων και Τούρκων. Οι μεν Τούρκοι, πάντα έβλεπαν την αραβική εξέγερση κατά των Οθωμανών που βοήθησε τη Δύση να διαμελίσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, σαν πισώπλατη μαχαιριά. Οι Άραβες δε, έβλεπαν την κυριαρχία των Οθωμανών, σαν εμπόδιο στην αραβική εθνική ανάπτυξη.
Ο ρόλος της Τουρκίας, στη παρούσα φάση, δεν είναι μόνο αποδεκτός από τα κράτη της Μέσης Ανατολής. Είναι και ο κ. Ερντογάν που αυτή τη στιγμή, αδιαφιλονίκητα, θεωρείται, όπως καταγράφουν οι σχετικές δημοσκοπήσεις στον αραβικό κόσμο, σαν ένας από τους πιο δημοφιλείς ηγέτες της περιοχής.
Πώς το πέτυχε αυτό ο Ερντογάν;
Με τρεις απλές, αλλά πολύ καλά μελετημένες κινήσεις.
Πρώτη κίνηση, το 2003, όταν κατά τη διάρκεια της εισβολής στο Ιράκ έκλεισε την Αεροπορική Βάση του Ιτσιρλίκ. Στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας, κοντά στα Άδανα, η Βάση αποτελεί μια ιδανική τοποθεσία για τα βομβαρδιστικά μάλιστα των Ηνωμένων Πολιτειών, λόγω των καλών καιρικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή όλο το χρόνο και για την ακτίνα δράσεως που μπορεί να καλύψει ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι Τούρκοι δεν έδωσαν την Βάση στους Αμερικανούς εκείνη την στιγμή, με αποτέλεσμα την γνωστή έκβαση των γεγονότων.
Δεύτερη κίνηση, η θεαματική αποχώρηση του κ. Ερντογάν από το πάνελ του Νταβός, τον Ιανουάριο του 2009, όταν ήλθε σε έντονη λεκτική αντιπαράθεση με τον ισραηλινό Πρόεδρο κ. Πέρες, που μεταδόθηκε από ολα τα ΜΜΕ και μονοπώλησε την τότε επικαιρότητα. Και το ίδιο βράδυ, ο κ. Ερντογάν έγινε δεκτός στην χώρα του σαν ήρωας….
Και η τρίτη κίνηση, το επεισόδιο του Μαβί Μαρμαρά, στις 31 Μαίου του 2010, όταν ισραηλινές δυνάμεις επιτέθηκαν σε νηοπομπή του διεθνούς κινήματος Free Gaza που είχε σκοπό να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό, μεταφέροντας ανθρωπιστική βοήθεια και που είχε σαν θύματα 9 Τούρκους ακτιβιστές. Είναι για το συμβάν εκείνο, για το οποίο επιμένει η Τουρκία να ζητήσει συγνώμη το Ισραήλ, πράξη που θεωρεί σαν απαράβατη προυπόθεση ομαλοποίησης των διμερών τους σχέσεων.
Η Άγκυρα προωθεί στον χώρο της Μ. Ανατολής το τουρκικό μοντέλο, που όπως χαρακτηριστικά προβάλλουν οι Τούρκοι ιθύνοντες «είναι το μόνο που λειτουργεί και συνδυάζει επιτυχώς Δημοκρατία και Ισλάμ». Δημοσκοπικές έρευνες που έγιναν στην περιοχή, χαρακτηρίζουν την Τουρκία σαν επιτυχές μείγμα Ισλάμ
και Δημοκρατίας.
Είναι όμως έτσι ακριβώς τα πράγματα;
Δεν νομίζω. Μετά την τόσο προβληθείσα επανεμφάνισή της στην περιοχή, ο τουρκικός ρόλος άρχισε να φθίνει. Κοιτάξτε πως αποτυπώνονται οι σχέσεις της Αγκύρας στον περίγυρό της, αποτύπωση που σαφώς αναιρεί και καταρρίπτει την πολιτική των «μηδέν προβλημάτων με τους γείτονες» που ευαγγελίζονται οι κ.κ Ερντογάν και Νταβούτογλου.
Με τη Συρία, ο μήνας του μέλιτος έληξε και επανήλθε στο ίδιο προ ετών εχθρικό επίπεδο σχέσεων, λόγω βέβαια αντίθεσης της Τουρκίας στο καθεστώς Ασάντ και που προ ολίγου ακόμα εξεθείαζε.
Με το Ισραήλ, μετά πολλών ετών -και όχι μηνών- μέλιτος, οι σχέσεις είναι γνωστές, ιδιαίτερα τεταμένες λόγω των γεγονότων που προαναφέραμε.
Με την Αρμενία, παρά τη διαφανείσα κάποια στιγμή προσέγγιση των δύο χωρών, οι σχέσεις εξακολουθούν να παραμένουν ίδιες, αφού το θέμα της αρμενικής γενοκτονίας εξακολουθεί να αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για την ομαλοποίησή τους.
Με το Ιράν, οι σχέσεις έχουν υποβαθμισθεί, αφού είναι πλέον εμφανές το κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας που υπάρχει ανάμεσα στις δύο χώρες, μέχρι πρόσφατα ακόμη σύμμαχες. Η ρήξη πλέον στις τουρκο-ιρανικές σχέσεις άρχισε να βαθαίνει καθώς η Άγκυρα υποστήριζε τα σχέδια της Ουάσιγκτον για διεθνή απομόνωση του Ιράν. Και επιπλέον επηρέαζε τις εξελίξεις στη Συρία με τρόπο αντίθετο προς τα ιρανικά συμφέροντα. Πρόσθετο ακόμη λόγο αποτελεί και η ανάπτυξη των ραντάρ της αντιπυραυλικής ασπίδας του ΝΑΤΟ στη Μαλάτια, στη νοτιοανατολική Τουρκία, που άρχισε να λειτουργεί στις αρχές του 2012. Η εν λόγω συμφωνία συνιστά τη σημαντικότερη αμυντική συμφωνία μεταξύ Ουάσιγκτον-ΝΑΤΟ και Άγκυρας, στη διάρκεια των 15-20 τελευταίων χρόνων και λόγω της φύσης της προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Τεχεράνης.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε έναν άλλο παράγοντα που μπορεί να προκαλέσει απρόβλεπτες εξελίξεις, όπως το Κουρδικό, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η τόσο διατυμπανισθείσα επανεμφάνιση της «δυναμικής» Τουρκίας στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, δεν στερείται κινδύνων και για την ίδια την Άγκυρα. Περιοριζόμαστε μόνο, λόγω της κάλυψης του θέματος από τους άλλους ομιλητές, απλώς να αναφέρουμε, ότι οι κουρδικοί θύλακες, μόνον στη Συρία, βρίσκονται στα βόρεια και βορειοανατολικά της χώρας κοντά στην παραμεθόριο με την Τουρκία, που εκτείνεται στα 800 περίπου χιλιόμετρα. Αν σε αυτούς προσθέσουμε και τους άλλους θύλακες σε όλες τις άλλες χώρες που είναι αναπτυγμένοι οι Κούρδοι, αντιλαμβανόμαστε πόσο άμεσα μπορεί να προκαλέσει απρόβλεπτες εξελίξεις το Κουρδικό.
Συμπέρασμα στο ερώτημα λοιπόν αυτό, αν είναι σε θέση η Τουρκία να αναδειχθεί σε διαμορφωτή εξελίξεων στο επίπεδο της περιφέρειας, νομίζω ότι η απάντηση είναι μία. Αν και βραχυπρόθεσμα, στην φάση αυτή τουλάχιστον, η Άγκυρα έχει κατορθώσει να επιβληθεί σαν ισότιμος συνομιλητής με όλες σχεδόν τις δυνάμεις που επηρεάζουν τις εξελίξεις στην περιοχή, το τελικό αποτέλεσμα της τουρκικής αυτής εμπλοκής θα είναι αρνητικό.
Η στρατηγική υπερεξάπλωση μιας χώρας, προϋποθέτει συνύπαρξη πολλών ερεισμάτων. Πολιτικών, διπλωματικών, στρατιωτικών, οικονομικών. Συνύπαρξη βέβαια που δεν απαντάται στην προκειμένη περίπτωση. Η επικρατούσα μάλιστα ρευστότητα στην ευρύτερη περιοχή, ασφαλώς αποτελεί πρόσθετο εμπόδιο στην πραγματοποίηση των τουρκικών προθέσεων.
Η Ελλάδα τώρα, πώς πρέπει να αντιδράσει; Ποιο ρόλο θα μπορούσε να διεκδικήσει;
Το να παρακολουθεί μοιρολατρικά το τι συμβαίνει στην περιοχή υπό το πρόσχημα της κρίσιμης οικονομικής συγκυρίας που διανύουμε, οπωσδήποτε δεν αποτελεί λύση. Η χώρα μας θα πρέπει άμεσα, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, να καταστρώσει κάποιο σχέδιο επανεμφάνισής της στην περιοχή.
Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν και άλλες προτεραιότητες λόγω του κρατούντος δημοσιονομικού άγους και των συνεπειών που αυτό προκαλεί. Αν όμως η ελληνική διπλωματία κατορθώσει να αποκτήσει ικανότητα παρέμβασης στα διαδραματιζόμενα, ασφαλώς θα ενισχύσει το κύρος της και μαζί με αυτό την διαπραγματευτική της ικανότητα την οποία, μην ξεχνάμε, ειδικά τώρα η χώρα μας έχει μεγάλη ανάγκη.
Υπ΄αυτήν λοιπόν την έννοια οι τρέχουσες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή πιστεύω ότι παρέχουν ευκαιρία αναβάθμισης του ρόλου της Ελλάδος. Ο λόγος είναι απλός. Η Ευρώπη πρέπει να είναι παρούσα κατά την επόμενη ημέρα στην περιοχή. Και όχι μόνο για την ανάληψη επενδυτικών ή άλλων συναφών ρόλων υπό την μορφή της οικονομικής ή όποιας άλλης διείσδυσης. Αλλά για την σταθεροποίηση των δημοκρατικών θεσμών. Και γι΄αυτό είναι απαραίτητη η ανάπτυξη και το κοινωνικό μέρισμα που πρέπει να διαχυθεί στους λαούς των χωρών αυτών.
Οι συνθήκες μεγάλης αστάθειας που επικρατούν στην περιοχή ασφαλώς ευνοούν την ανάληψη αναβαθμισμένου ρόλου της χώρας μας. Ίσως ακούγεται παράξενο αυτό, λόγω και της κρίσιμης φάσης που διανύουμε. Παρά όμως την κρίσιμη αυτή συγκυρία, η Ελλάδα εξακολουθεί, συγκριτικά βέβαια με τις άλλες χώρες της ευρύτερης περιοχής, να αντιπροσωπεύει κάποιο προσβάσιμο μοντέλο για τους πληθυσμούς της περιοχής και υπό την μεσογειακή, αλλά και την ευρωπαική της ταυτότητα μπορεί να αναλάβει δράσεις, ίσως όχι μεγαλεπήβολης εμβέλειας, αλλά με όφελος κάθε άλλο παρά αμελητέο.
Πρόκειται περί μιας σειράς δράσεων που δεν προϋποθέτουν μεγάλο κόστος και που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εφαλτήριο μιας ευρείας και συντονισμένης διπλωματικής δράσης της χώρας μας στο χώρο αυτό. Βλέπετε στην Ελλάδα συνηθίζουμε να προβάλουμε μεγαλεπήβολα και φιλόδοξα σχέδια που δυστυχώς πολλές φορές μένουν ανεφάρμοστα, στο πεδίο της έκφρασης προθέσεων και των άνευ αποτελέσματος διακηρύξεων.
Ποιες είναι λοιπόν αυτές οι δράσεις. Δεδομένου ότι πρέπει άμεσα να δοθεί προτεραιότητα στην ανασυγκρότηση των κρατών της περιοχής και των θεσμών τους, η Ελλάδα θα μπορούσε ευχερώς να συμβάλει στον κρίσιμο αυτό τομέα. Στερούμενη αποικιακού ή άλλου παρελθόντος, διαθέτουσα απόθεμα συμπάθειας των λαών της περιοχής, η χώρα μας θα μπορούσε να επενδύσει στην ποιότητα της σχέσης πολίτη και ανασυγκροτούμενου κράτους.
Ενδεικτικά και μόνον, θα μπορούσε με μια απλή ενέργεια, να συμβάλει στη δημιουργία θεσμών όπως εκείνον, επί παραδείγματι, του Συνήγορου του Πολίτη, θεσμό για τον οποίο η χώρα μας διαθέτει εμπειρία. Δημιουργία ενός τέτοιου θεσμού αποτελεί, ως γνωστόν, βασικό στοιχείο στην ποιότητα της σχέσης κράτους και πολίτη, πολύ κρίσιμη και απαραίτητη στην εποχή που διανύουμε τώρα, ειδικά γι΄αυτές τις χώρες.
Στο δικαστικό επίπεδο, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις εμπειρίες που η χώρα μας διαθέτει από την λειτουργία της δικαιοσύνης, στην επιμόρφωση δικαστών, στην αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος.
Ακόμη μια άλλη δράση που θα μπορούσαμε να αναλάβουμε, είναι η αναμόρφωση του εκλογικού συστήματος στις χώρες αυτές. Διαθέτουμε αρκετές εμπειρίες από την οργάνωση εκλογών στην χώρα μας και δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μην μεταλαμπαδεύσουμε τις εμπειρίες μας αυτές .
Άλλη δράση θα μπορούσε να αποτελέσει η εγκαθίδρυση συνεργασίας μεταξύ των ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των αντίστοιχων ιδρυμάτων των χωρών αυτών. Τα ελληνικά πανεπιστήμια διαθέτουν άξια στελέχη διδακτικού προσωπικού, με υψηλή μόρφωση και ευρύτατη γλωσσομάθεια, που θα μπορούσαν κάλλιστα να συνδράμουν όχι μόνο στο διδακτικό τομέα, αλλά και στην οργάνωση σπουδών, αναμόρφωση-εκμοντερνισμό της διδακτέας ύλης, οργάνωση σεμιναρίων, κοινών ερευνητικών προγραμμάτων κλπ.
Υπάρχουν βέβαια και συναφείς άλλες δράσεις που για οικονομία χρόνου δεν μπορούμε να αναφέρουμε. Οι προαναφερθείσες είναι ενδεικτικές και μπορεί να αποτελέσουν τα πρώτα υποστηρικτικά μέτρα που θα χρησιμεύσουν, επαναλαμβάνω, σαν εφαλτήριο μιας μεγαλύτερης εμβέλειας διπλωματικών δράσεων προκειμένου η Ελλάδα να αναβαθμίσει το κύρος και την παρουσία της στον υπό κρίση αυτό χώρο.
Τούτο όμως προϋποθέτει ακριβή και σωστό σχεδιασμό των καταλλήλων πολιτικών. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να αναλυθούν με προσοχή οι συνέπειες των συντελούμενων εξελίξεων στην περιοχή, προκειμένου να μπορέσουμε να προσαρμόσουμε ανάλογα και την πολιτική μας.
Που θα οδηγήσουν οι εξελίξεις αυτές;
Ποιο θα είναι το μέλλον;
Ένα κρίσιμο ερώτημα και με αυτό θα κλείσω την παρέμβασή μου.
Είναι δύσκολο να προβλεφθεί το μέλλον. Η κατάσταση είναι ρευστή. Στην επόμενη μέρα το τοπίο δεν είναι ξεκαθαρισμένο. Δεν μπορούμε φυσικά, μετά βεβαιότητος, να προβλέψουμε τι θα συμβεί.
Οι προλαλήσαντες ομιλητές, με πολύ εμπεριστατωμένο τρόπο περιέγραψαν την κρατούσα κατάσταση. Από πλευράς μου ήθελα απλώς να καταθέσω κάποιες συμπερασματικές σκέψεις, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση που επικρατεί σε ωρισμένες χώρες της περιοχής.
Aς πάρουμε την περίπτωση του Ιράν. Γίνεται πολύς λόγος για το πυρηνικό του πρόγραμμα και εκφράζονται φόβοι για την ενδεχόμενη αντίδραση του Ισραήλ προκειμένου να επέλθει κτύπημα στις πυρηνικές εγκαταστάσεις της Τεχεράνης. Ένα εγχείρημα το οποίο δεν είναι απλό, για πολλούς λόγους. Λόγω της απόστασης των στόχων (1500-1800 χιλιόμετρα) τα ισραηλινά αεροσκάφη θα πρέπει να πετάξουν μέσω Τουρκίας και Ιράκ ή Ιορδανίας και Ιράκ ή Σαουδικής Αραβίας. Πτήση ιδιαίτερα περίπλοκη. Ο ανεφοδιασμός θα πρέπει να γίνει κατά τη διάρκεια της πτήσης, που για λόγους ευνόητους, ασφαλώς δεν είναι άμοιρος κινδύνων. Αλλά και να πληγούν οι ιρανικές εγκαταστάσεις, οι ειδικοί λένε, οι ζημιές που θα επέλθουν δεν θα μπορέσουν να επιφέρουν οριστική παύση του προγράμματος. Τελευταία μάλιστα σε συνάντηση του Ομπάμα με τον Νετανιάχου, ο τελευταίος φαίνεται ότι είπε ότι δεν προτίθεται να εγκαταλείψει το ενδεχόμενο της στρατιωτικής επέμβασης, ενώ ο Ομπάμα ήταν υπέρ μιας διπλωματικής διευθέτησης.
Η Συρία. Η Συρία αποτελεί πραγματικά ένα πολύ πολύ κρίσιμο σημείο στις εξελίξεις στην περιοχή. Για ένα απλό λόγο. Εάν πέσει το καθεστώς Ασάντ διαταράσσεται η τριγωνική σχέση Τεχεράνης-Δαμασκού-Χεζμπολά. Το Ιράν πλέον θα χάσει τον πιο πιστό του σύμμαχο με άμεσο αποτέλεσμα, βεβαίως, να υποβαθμισθεί πολύ ο ρόλος του σαν περιφερειακός παίκτης. Είναι πολύ λογικό, η Τουρκία να επωφεληθεί της καταστάσεως που θα προκύψει, προσπαθώντας να ενισχύσει τον περιφερειακό της ρόλο. Και τούτο μπορεί να γίνει και υπό τις ευλογίες της Ουάσιγκτον που παράλληλα θα αποβλέπει κάποια επαναπροσέγγιση Τουρκίας- Ισραήλ. Και το Ισραήλ ακόμα θα προτιμά να έχει την Τουρκία σαν εν εξελίξει περιφερειακή δύναμη στην περιοχή, αφού θα έχει κατά κάποιο τρόπο απαλλαγεί από το Ιράν, για λόγους ευνόητους. Σκεφθείτε λοιπόν μία επαναπροσέγγιση του Ισραήλ με την Τουρκία, ποιες επιπτώσεις μπορεί να έχει στις ενεργειακές σχέσεις στην περιοχή και βεβαίως και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η Αίγυπτος. Ασκεί μία μεγάλη επιρροή στις εξελίξεις λόγω του ηγετικά παραδοσιακού ρόλου που παίζει στον αραβικό κόσμο. Η Αίγυπτος είναι, μη ξεχνάμε, η πιο ισχυρή χώρα του αραβικού κόσμου με στρατό κάτι λιγότερο από 500.000. Ο πληθυσμός της ανέχεται στα 80 εκατ. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσον θα επιτύχει τη δημοκρατική μετάβαση στη χώρα. Θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο προς μίμηση. Η κατάσταση εκεί είναι πολύ περίπλοκη. Επικεντρώνουμε πάντα το θέμα και την προσοχή μας σε αυτά που προβάλλουν περισσότερο τα διεθνή μέσα ενημέρωσης σε ό,τι συμβαίνει στην Αίγυπτο και όχι σε άλλες κυοφορούμενες αλλαγές, που δεν είναι ήσσονος σημασίας, γιατί προδιαγράφουν τι θα ακολουθήσει. Πάρτε το παράδειγμα των γυναικών. Οι γυναίκες εξεγέρθηκαν, στο πλευρό των ανδρών, κατά του Μουμπάρακ. Διερωτώνται όμως πολλοί μήπως η νέα τάξη πραγμάτων συρρικνώσει τα δικαιώματά τους, αφού μιλάνε ήδη για κατάργηση του δικαιώματός τους να ζητούν διαζύγιο, επιμένουν να αναθεωρηθεί η συμμετοχή της Αιγύπτου σε διεθνείς συνθήκες για την προστασία των γυναικών, βάζουν εμπόδια στη μόρφωσή τους και μην ξεχνάμε το 50% των γυναικών στην Αίγυπτο δεν γνωρίζει ούτε ανάγνωση ούτε γραφή. Και βεβαίως το μεγάλο πρόβλημα το οποίο θα προκύψει είναι η άνοδος των Σαλαφιστών. Οι Σαλαφιστές εξέπληξαν τους πάντες στην τελευταία προεκλογική αναμέτρηση στην χώρα. Οι Σαλαφιστές είναι συντηρητικοί μουσουλμάνοι που πιστεύουν ότι η γυναίκα δεν πρέπει να κατέχει δημόσια αξιώματα, ούτε να εμφανίζεται σε φωτογραφίες. Είναι υπέρ της κατάργησης των Συμφωνιών Ειρήνης με το Ισραήλ, θεωρούν το Ιράν σαν επιτυχημένο μοντέλο κ.λ.π.
Το ερώτημα που παραμένει είναι τι απέμεινε απ΄όλα αυτά στην Αίγυπτο, από τις εξεγέρσεις και από την πλατεία Ταχρίρ. Ποιος κέρδισε; Οι ισλαμιστές κέρδισαν. Το Κόμμα της Ελευθερίας και Δικαιοσύνης με ισχυρούς δεσμούς με τη μουσουλμανική αδελφότητα και το δεύτερο που κέρδισε ήταν το Σαλαφιστικό Κόμμα της Αρνούρ.
Το μεγαλύτερο όμως εμπόδιο στην Αίγυπτο, όπως πολλοί πιστεύουν σήμερα, δεν είναι η μουσουλμανική αδελφότητα, ίσως είναι το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο που διεκδικεί μονοπωλιακά πάντα το ρόλο του επιστάτη στις εξελίξεις με δικαίωμα παρέμβασης. Θα διατηρηθεί άραγε αυτός ο ρόλος;
Στην Λιβύη εντυπωσιάζει η δέσμευση των προσωρινών αρχών ότι η Σαρία θα αποτελέσει το θεμέλιο του νέου Συντάγματος. Τα πράγματα είναι κάπως πιο διαφορετικά στην Τυνησία γιατί στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση που έγινε πρόσφατα τον περασμένο Οκτώβρη, υπερίσχυσε το ισλαμικό κόμμα που έχει όμως πιο ήπιες θέσεις.
Μετά βεβαιότητος μπορούμε να πούμε, σαν τελικό συμπέρασμα του τι συμβαίνει σήμερα, ότι ο αραβικός κόσμος εγκαταλείπει την ακινησία του.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα υπάρξουν παντού αλλαγές, για τον απλούστατο λόγο ότι οι κατεστημένες εξουσίες ανθίστανται. Ούτε πάλι θα υπάρξουν παντού ιδανικά μοντέλα διακυβέρνησης. Δύσκολα θα μπορεί όμως να υπάρξει δρόμος επιστροφής. Μπορεί μεν, μέχρι στιγμής, καθεστώτα να μην έχουν ανατραπεί, ανετράπησαν ηγέτες, ο Μπεναλί, ο Μουμπάρακ ( η περίπτωση της Λιβύης είναι κάπως διαφορετική, γιατί εκεί, κυρίαρχο στοιχείο αποτελεί η φυλετική χροιά στις εξεγέρσεις, ήτοι ο ανταγωνισμός, η διαμάχη μεταξύ των φυλών.)
Η επομένη συνεπώς ημέρα δεν θα γεννήσει, κατ΄ανάγκη, φιλελεύθερες Δημοκρατίες, αλλά μόνον Δημοκρατίες, οι οποίες πιστεύω ότι θα πάρουν τα πολιτιστικά και τα πολιτικά στοιχεία του Ισλάμ.
Είναι αλήθεια, συμπέρασμα άλλο, ότι κάποια στερεότυπα έχουν χάσει την αξία τους. Το μοντέλο του ισόβιου προέδρου έχει δεχθεί σοβαρό πλήγμα. Αν δε παρατηρήσατε στην τηλεόραση, από τις μεταδοθείσες σκηνές των εξεγέρσεων, σπάνια θα βλέπατε κόκκινες ή πράσινες σημαίες του Ισλάμ. Θα βλέπατε εθνικές σημαίες. Αυτό αποτελεί και μία ένδειξη προς τα πού πάνε. Φαίνεται λοιπόν ότι το μοντέλο του πολιτικού Ισλάμ κερδίζει έδαφος.
Το πρόβλημα τώρα είναι τι θα προκύψει από την επαναστατική αυτή διαδικασία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τον συνηθισμένο κύκλο της ζωής των επαναστάσεων. Αυτό που ξεκινά με ενθουσιώδη πλήθη, σύντομα δίνει τη θέση του σε μια δεύτερη φάση, αυτό της οικονομικής παράλυσης. Όπως συνέβη το 1789 στη Γαλλία και βεβαίως στη Ρωσία το 1917.
Δεν είναι λοιπόν μόνο ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός που μπορεί να προκύψει, αλλά και το χάος και τα επακόλουθά του. Γιατί μετά το χάος, τρία πράγματα μπορούν να επικρατήσουν. Ή εμφύλιος σπαραγμός, ή επέμβαση στρατιωτικών για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση ή τέλος ανάληψη εξουσίας από κάποιο ριζοσπαστικό ισλαμιστικό κόμμα, ασχέτως αριθμητικού μεγέθους, που θα προέρχεται μεν από το πλήθος, θα είναι όμως πιο οργανωμένο και θα διαθέτει σχέδιο.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι, ποια θα πρέπει να είναι η στάση των τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των ευρωπαικών.
Θα χρειασθεί να επαναπροσδιορίσουν τις θέσεις τους με τα νέα καθεστώτα, να σεβασθούν τις επιλογές των πολιτών τους που θα προκύψουν από δημοκρατικές διαδικασίες, για να μη βρεθούν πάλι στη λάθος πλευρά της Ιστορίας και να αποφύγουν τα σφάλματα του παρελθόντος. Και τούτο, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αν και οι ηγεσίες γενικά των υπό εξέγερση αραβικών κρατών ήταν τελείως ξένες προς τους δημοκρατικούς θεσμούς και φιλελεύθερες διαδικασίες, έχαιραν της στήριξης των δυτικών χωρών, για δυο κυρίως λόγους. Λόγω της ενεργειακής εξάρτησης των τελευταίων αφ΄ενός και λόγω της «αποδοχής», αφ΄ετέρου, από τις αραβικές αυτές ηγεσίες, της ύπαρξης του Ισραήλ, γεγονός που εξασφάλιζε τη σταθερότητα στην περιοχή. Έναν ακόμη πρόσθετο λόγο αποτελεί το γεγονός ότι οι αραβικές αυτές ηγεσίες, απέτρεπαν στο εσωτερικό την υφαρπαγή της εξουσίας από το ακραίο Ισλάμ.
Μου έκανε εντύπωση προ καιρού, ότι ο Μαχμούτ Τζιμπρίλ, που χρημάτισε μεταβατικός πρωθυπουργός στη Λιβύη, έλεγε σε κάποιο ρωσικό κανάλι, ότι δεν περιμένει να προκύψει αλλαγή στη Μέση Ανατολή εάν δεν περάσουν 15-20 χρόνια. Τούτο βέβαια επιβεβαιώνεται και έμμεσα από τις εξελίξεις.
Τέλος, αν κάνουμε, μια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν, στο απώτερο παρελθόν, βλέπουμε ότι τα διαδραματιζόμενα σήμερα στον υπό κρίση χώρο, έχουν πολλά χαρακτηριστικά με αυτό που συνέβη στην Ευρώπη, στην εποχή των μεγάλων επαναστάσεων το 1848. Τότε που μεγάλες εξεγέρσεις, όχι όμως οργανωμένες, προκάλεσαν αστάθεια. Αποτέλεσαν όμως το έναυσμα για την εγκαθίδρυση φιλελευθέρων Δημοκρατιών. Μπήκαν έτσι τα θεμέλια για τις πολιτικές αλλαγές, αφού απετέλεσαν φυτώριο ιδεών για την αναδιοργάνωση και μετά τον σχηματισμό των άλλων εθνικών κρατών.
Και κάπου εκεί νομίζω ότι βαδίζουν οι εξελίξεις στην περιοχή.
Γεώργιος Γεννηματάς
Πρέσβης ε.τ.