ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ: Ένας ξεχασμένος αγωνιστής της Εθνικής Παλιγγενεσίας

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ

Ένας ξεχασμένος αγωνιστής της Εθνικής Παλιγγενεσίας

 

 

Ο Χριστόφορος Περραιβός, μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του αγώνα  της εθνικής παλιγγενεσίας, αποτελεί παράλληλα τον μοναδικό κρίκο που ενώνει την προεπαναστατική περίοδο του Ρήγα Βελεστινλή με εκείνη της Φιλικής Εταιρείας και του επαναστατικού αγώνα.

Γεννήθηκε το 1773 ως Χατζηβασιλείου, στους Παλαιούς Πόρους Θεσσαλίας, ωστόσο ο ίδιος προτίμησε να το αλλάξει κατά  την ονομασία της περιοχής από την οποία προερχόταν (Περραιβία).

Το 1793 μετέβη στο Βουκουρέστι, όπου σπούδασε στην εκεί ελληνική σχολή (Ακαδημία του Αγίου Σάββα) και διδάχθηκε την ελληνική, η οποία αποτελούσε την εποχή εκείνη την γλώσσα του εμπορίου, ως επίσης κλασσική λογοτεχνία, φιλοσοφία, στοιχεία του διαφωτισμού και την παράδοση του Βυζαντίου. Στο Βουκουρέστι γνώρισε τον Ρήγα, ο οποίος τον μαγνήτισε με την προσωπικότητά του και φλόγισε την ψυχή του, με τις σκέψεις του, για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων συμπατριωτών του, αλλά και των άλλων λαών της Χερσονήσου του Αίμου.

 Το 1796,  ο Περραιβός μετέβη στην Βιέννη για να συνεχίσει τις σπουδές του στην επιστήμη της ιατρικής. Ήδη αποτελούσε έναν από τους πιο έμπιστους συντρόφους του Ρήγα. Υπό αυτήν την ιδιότητα τον συνόδευσε στην Τεργέστη, απ΄ όπου θα πήγαιναν αρχικά στην  Βενετία με τη βοήθεια του εκεί Γάλλου Προξένου Μπρεσσέ, προκειμένου  ο Ρήγας να συναντήσει τον Ναπολέοντα και να του ζητήσει βοήθεια για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων Ελλήνων και στη συνέχεια στην Ελλάδα.

Στην Τεργέστη (Δεκέμβριος του 1797), μετά από προδοσία, ο Ρήγας συλλαμβάνεται, ωστόσο καλύπτει   τον Περραιβό, ο οποίος απλώς ανακρίνεται και αφήνεται ελεύθερος. Με την κάλυψη του Μπρεσσέ (ο οποίος του χορήγησε  γαλλική υπηκοότητα) αναχωρεί για την Κέρκυρα.  Εκεί υπηρέτησε στο γαλλικό στρατό και  στη συνέχεια στον ρωσικό, μετά την κατάληψη (1799) των Επτανήσων από  ρωσο-οθωμανικό στόλο, αφαιρώντας τα  από  την κυριαρχία των Γάλλων.

Στην Κέρκυρα συναντά  τον σοφό καθηγητή Ιδρωμένο του οποίου καθίσταται βοηθός στην διδασκαλία των ελληνικών γραμμάτων. Επηρεασμένος βαθιά όμως από το Όραμα του Ρήγα, κάνει συχνά ταξίδια στην Ευρώπη και έρχεται σε επαφή με άλλους έλληνες, με σκοπό την απελευθέρωση του Γένους. Παράλληλα, συγγράφει την «Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας» και την  εκδίδει με την βοήθεια  ελλήνων ομογενών στο Παρίσι (1803), έργο με το οποίο γίνεται γνωστός στην Ευρώπη.

Το 1816 οι Άγγλοι, που είναι πλέον κυρίαρχοι στα Επτάνησα, τον απελαύνουν και αναχωρεί  για την Οδησσό και την Μόσχα. Εκεί, φλεγόμενος από τον πόθο της ελευθερίας, αποστέλλει γράμμα στον Τσάρο της Ρωσίας, με το οποίο του ζητά την βοήθειά του για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Τον επόμενο χρόνο τον προσεγγίζει η Φιλική Εταιρεία και μυείται στην  οργάνωση, με βασικό κατηχητή τον Νικόλαο Σκουφά.

Ο Σκουφάς τον εμπνέει, ανατρέπει τους δισταγμούς του και τον πείθει, λέγοντάς του «Όχι πιά όνειρα για ξενική βοήθεια, οι Μεγάλοι μας γελούν και ούτε νοιάζονται για την λευτεριά μας, εμείς θα την κερδίσουμε με τις δικές μας δυνάμεις, παλεύοντας και νικώντας, και αν ακόμα οι δυνάμεις μας είναι λίγες, μικρές, θα πάμε αντάμα, χέρι με χέρι με τους άλλους λαούς που έχουν τις ίδιες ανάγκες και τους ίδιους πόθους με μας». Από αυτό το χρονικό σημείο και μετά ο Περραιβός θα δώσει όλο του το είναι για την υπόθεση της ελευθερίας.

Η πρώτη αποστολή που πήρε από την Φιλική Εταιρεία, ήταν να συμφιλιώσει και ομονοήσει τις ευρισκόμενες σε οξεία διαμάχη  οικογένειες της Μάνης. Μόνο με σύμπνοια ήταν δυνατή η δημιουργία σημαντικής στρατιωτικής δύναμης επ΄ ωφελεία της σχεδιαζόμενης Επανάστασης. Με την ευελιξία, ευστροφία, την πειθώ του και το φλογερό  όραμά του, ο Περραιβός κατάφερε να προσεταιριστεί τους προεστούς της Μάνης και να τους πείσει ότι δεν ήταν ώρα για μικροπολιτικά και προσωπικά συμφέροντα, αλλά για το σπουδαίο γεγονός του  γενικού ξεσηκωμού. Στην προσπάθειά του αυτή επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, την συναίνεση και στήριξη του Πατριάρχη και, με μισόλογα, άφησε να εννοηθεί ότι πίσω από την εξέγερση ήταν ο ίδιος ο Τσάρος Αλέξανδρος. Την ίδια επιτυχία είχε και με άλλες σημαντικές προσωπικότητες στην Λακωνία και στην Μεσσηνία, οι οποίοι με τη σειρά τους μεταλαμπάδευσαν τα  επιχειρήματα, αλλά και  την πίστη και  τον ενθουσιασμό  του Περραιβού, σε όλη την  Πελοπόννησο. Αναχωρώντας, περί τα μέσα του 1820,  για το Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας, ήταν  πεπεισμένος για την   απόλυτη  επιτυχία της αποστολής του, η  Μάνη ήταν έτοιμη για την επανάσταση.

Στο Ισμαήλιο, τον Οκτώβριο του 1820, πραγματοποιήθηκε η ιστορική σύσκεψη, κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση για τον ξεσηκωμό του Γένους. Εκεί ο Περραιβός πήρε την εντολή να αναλάβει τον τομέα της Ηπείρου με τον τίτλο «Αρχιστράτηγος του Ηπειρωτικού Στρατεύματος». Αναχωρώντας προς ανάληψη των  καθηκόντων του, διήλθε  από τα νησιά (Ύδρα, Σπέτσες κλπ.) και τον Μωριά, όπου μετέφερε τις εντυπώσεις του για την τρέχουσα κατάσταση, στην Αρχή της Φιλικής Εταιρείας. Στην Ήπειρο έφθασε τον Μάρτιο του 1821.

Εκεί, προκειμένου  να επιβληθεί στα ψυχωμένα και ατίθασα παλληκάρια του Σουλίου, έδειξε ένα  άλλο  πρόσωπο  από αυτό που όλοι γνώριζαν, το πρόσωπο του πολεμιστή. Βρήκε τους Σουλιώτες να συμπαρατάσσονται με τον Αλή – Πασά, αν και  η επιστροφή στην πατρίδα τους από τα Επτάνησα, έγινε με την βοήθεια του αντιπάλου του Αλή, Χουρσίτ-Πασά. Η ‘’επιλογή αυτή στρατοπέδου’’, κρίθηκε από τους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας ότι ωφελούσε την επανάσταση κι έπρεπε να ενισχυθεί, ώστε να φθείρονται οι δυνάμεις του Σουλτάνου. Έτσι ο Περραιβός άνοιξε αλληλογραφία με τον Αλή – Πασά.

Ωστόσο, ορισμένοι αρχηγοί των Σουλιωτών έβλεπαν τον αγώνα τους μόνο με τοπικά κριτήρια και όχι εθνικά. Ο Περραιβός κατέβαλε  προσπάθεια να τους πείσει ότι αν ο Αλή κέρδιζε τον πόλεμο, μετά θα στρεφόταν εναντίον τους, όπως είχε κάνει και κατά το παρελθόν. Ακόμα όμως και όταν τους έπειθε για την μεγάλη εικόνα της κατάστασης, η διχογνωμία κάποιων οπλαρχηγών εμφανιζόταν στα επιχειρησιακά θέματα, όπως στον σχεδιασμό  για κατάληψη της περιοχής Πάργας-Πρέβεζας ή  την  αντίστοιχη της Άρτας.

Όταν μετά από κάποιο διάστημα ο Αλή έπαψε να προβάλει αντίσταση, ο Χουρσίτ στράφηκε κατά των Σουλιωτών, ώστε να εκμηδενίσει την όποια αντίσταση και

απερίσπαστος πλέον να στραφεί κατά των επαναστατημένων  Ελλήνων της Ρούμελης και του Μωριά. Πριν χρησιμοποιήσει την δύναμη των όπλων, ο Χουρσίτ έκανε δελεαστικές προτάσεις στους Σουλιώτες, αλλά το ηθικό ανάστημα του Περραιβού  απέτρεψε  οποιαδήποτε συμφωνία συνθηκολόγησης. Έτσι ξεκίνησε αιματηρός και για τις δύο πλευρές πόλεμος. Η εξέλιξη των  επιχειρήσεων έδειξε την  απόλυτη υπεροχή των  δυνάμεων του Χουρσίτ και οδήγησε τους Σουλιώτες στην οδό  των διαπραγματεύσεων και τελικά την συνθηκολόγηση με βαρείς όρους.  Εγκατέλειψαν το Σούλι, και πάλι, για τα Επτάνησα, με τις οικογένειες, τα υπάρχοντά τους και τα άρματά τους, όπου έφτασαν στα τέλη του 1822. Εκεί οι Άγγλοι, που ήταν  κυρίαρχοι  από το 1814, απομόνωσαν τον Περραιβό, ο οποίος ωστόσο κατόρθωσε να διαφύγει  στο Μεσολόγγι, τον Ιανουάριο 1823.

Στην συνέχεια πήρε μέρος στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους  (29 Μαρτίου – 18 Απριλίου 1823), όπου οι πολέμαρχοι τον κάλεσαν να αναλάβει το Πολεμικό Υπουργείο. Αυτός δέχτηκε χωρίς δισταγμό και κατέστρωσε σχέδιο για την κατάληψη των Τεμπών και στη συνέχεια της Λάρισας, ώστε να εξασφαλιστούν από οθωμανικά στρατεύματα,  οι επαναστατημένες περιοχές της Νότιας Ελλάδος.

Η εκστρατεία, ενώ άρχισε με πολλές ελπίδες για αποφασιστικά αποτελέσματα ,δεν τελεσφόρησε. Ο Περραιβός οδήγησε  τα τμήματά του στο Τρίκκερι, τον Ιούλιο 1823. Εκεί είχε σχεδιασθεί να ενωθεί με τα τμήματα  των οπλαρχηγών του Ολύμπου και με την αρχηγία του να προβούν σε επιχειρήσεις.  Δυστυχώς, ο οπλαρχηγός Καρατάσος  λιποτάκτησε, συνάπτοντας ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με τον Κιουταχή-Πασά, με αποτέλεσμα  το όλο εγχείρημα να αποτύχει. Από εκείνο το σημείο, ο Περραιβός πήρε μέρος σε όλες τις μάχες της Ρούμελης, κυρίως με τους Σουλιώτες και τον Πανουργιά, μέχρι την απελευθέρωση.

Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Βασιλείου διορίσθηκε συνταγματάρχης στη  Βασιλική Φάλαγγα, ενώ στις 18 Μαρτίου του 1844 ο Όθωνας του απένειμε τον βαθμό του υποστρατήγου. Απεβίωσε δε λόγω γήρατος, την 5 Μαΐου 1863, σε ηλικία 90 ετών.

Σημαντική ήταν και η συνεισφορά του με το συγγραφικό έργο που μας άφησε.  Εκτός από την προαναφερθείσα «Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας», συνέγραψε το 1839, ένα δίτομο έργο με τίτλο «Πολεμικά Απομνημονεύματα» και το 1860, την «Βιογραφία του Ρήγα του Θεσσαλού». Με απλή και λιτή γλώσσα εξιστόρησε, σε ένα διαφορετικό ρόλο πιά, τους αγώνες που συμμετείχε για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδος την ελευθερία, με σκοπό να αφήσει ως παρακαταθήκη πολύτιμα ιστορικά διδάγματα.

Ο Χριστόφορος Περραιβός με την ζωή και τους αγώνες του αναδείχθηκε ως ενθουσιώδης πατριώτης, εμπνευσμένος πολιτικός, πνευματικός οδηγός, άνθρωπος της δράσεως αλλά και της πέννας, έχοντας εγκολπωθεί τον πόθο της ελευθερίας.

 

                                                                                   Δημ. Αλεβίζος

                                                                                 Μέλος ΔΣ/ΕΛΙΣΜΕ

Αφήστε μια απάντηση