Γιατί η Δύση χρειάζεται να «αγκαλιάσει» το Ιράν

Γιατί η Δύση χρειάζεται να «αγκαλιάσει» το Ιράν

Του Φιλίππου Τεντολούρη                                                      23/12/21

Στην αυγή της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα παρατηρείται το φαινόμενο της σταδιακής απόσυρσης της πρώτης στην τάξη δύναμης του πλανήτη από την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Πρωταρχικός στόχος και κύρια προτεραιότητα των Η.Π.Α. γίνεται πλέον η γεωπολιτική ανάσχεση της Κίνας και ως εκ τούτου το κέντρο βάρους του αμερικανικού δυναμικού πέφτει πλέον στην ευρύτερη περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού Ωκεανού. Το γεωπολιτικό κενό που αναπόφευκτα δημιουργείται στο λεγόμενο «ασταθή τομέα της υφηλίου», δηλαδή στην ευρύτερη Μέση Ανατολή/Καύκασο/Κεντρική Ασία, από την αποδυνάμωση της αμερικανικής CENTCOM σπεύδουν να το καλύψουν κατεξοχήν οι περιφερειακές χερσαίες δυνάμεις της περιοχής, δηλαδή η Ρωσία, η Τουρκία και το Ιράν και σε κάποιο βαθμό η Κίνα. Για να προλάβουν αυτήν την αναμενόμενη κατίσχυση των  γεωπολιτικών τους ανταγωνιστών-αντιπάλων, οι Η.Π.Α. προβαίνουν σε αντισταθμιστικές ενέργειες, όπως η υποστήριξη των de facto αυτόνομων κουρδικών θυλάκων στη Β/Α Συρία και το Β/Δ Ιράκ και η ενθάρρυνση φίλιων πολιτικο-οικονομικών σχημάτων συνεργασίας, με εξέχοντα παραδείγματα τις «συμφωνίες του Αβραάμ» μεταξύ του Ισραήλ και των παρακείμενων αραβικών κρατών, και τις τριμερείς Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδος-Κύπρου-Αιγύπτου, με συντονίστριες χώρες τις ίδιες στην πρώτη περίπτωση και τη Γαλλία στη δεύτερη. Ειδικά η Γαλλία λόγω του μεγάλου ιστορικού και πολιτικού της βάθους θα μπορούσε κάλλιστα να αναλάβει γενικότερα το ρόλο του «υπεργολάβου» για τη διασφάλιση των αμερικανικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο και το Λεβάντε, σύμφωνα με τον καθηγητή γεωπολιτικής Ιωάννη Μάζη.

Η γεωπολιτική αυτή, λοιπόν, στροφή των Η.Π.Α. αποσκοπεί μεν στην οικονομία δυνάμεων για την επικέντρωση στο κύριο μέτωπο του Ινδο-Ειρηνικού, ερμηνεύεται εν πολλοίς δε ως απόρροια της κατίσχυσης και ενός άλλου πολύ σημαντικού παράγοντα: η Μέση Ανατολή και ιδιαίτερα η Αραβική Χερσόνησος δεν έχει ως γεωγραφικός χώρος την ίδια γεωπολιτική σημασία για την αμερικανική στρατηγική ασφαλείας συγκριτικά με τον περασμένο αιώνα. Και αυτό εξηγείται από δύο πολύ σημαντικές εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας. Η πρώτη έχει να κάνει με την ενεργειακή αυτάρκεια των Η.Π.Α. μέσα από τη παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου, παρά το σχετικά υψηλό κόστος εξόρυξης και εκμετάλλευσης. Η δεύτερη αφορά τη γενικότερη μείωση της ζήτησης και συνεπώς την υποτίμηση της αξίας του «μαύρου χρυσού», στην παραγωγή και προσφορά του οποίου κυριαρχούσαν οι αραβικές χώρες, εξαιτίας της έμφασης που δίνεται στη χρήση πιο «καθαρών» μορφών ενέργειας, δηλαδή του φυσικού αερίου και των Α.Π.Ε. Ειδικά το πρώτο αποτελεί κατά γενική ομολογία το μεταβατικό καύσιμο για τις επόμενες δεκαετίες μέχρι την αποκλειστική χρήση της λεγόμενης «πράσινης ενέργειας» και η συμβολή του ως ποσοστό στο συνολικό ενεργειακό μείγμα που καταναλώνουν τα κράτη -του δυτικού τουλάχιστον κόσμου- είναι και θα παραμείνει καταλυτική. Με άλλα λόγια, δεν έχει νόημα για τις Η.Π.Α. να συντηρούν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις σε μια απομακρυσμένη περιοχή του πλανήτη και να «φθείρονται» στις τοπικές διενέξεις, όταν η περιοχή αυτή δεν είναι πλέον σημαντική ή έστω απαραίτητη.

Εντούτοις, αυτές οι αρνητικές για τα συμφέροντα των αραβικών κρατών μεταβλητές δεν αφορούν την περίπτωση του αραβικού Κατάρ και του μη αραβικού Ιράν. Τα δυο αυτά κράτη της Μέσης Ανατολής εκμεταλλεύονται το μεγαλύτερο με διαφορά κοίτασμα φυσικού αερίου παγκοσμίως, το γνωστό SouthPars (ή NorthDome) και η όλη διαδικασία παραγωγής και εξαγωγής έχει συγκριτικά μικρό κόστος. Ειδικά το Ιράν διαθέτει στην επικράτειά του τα μεγαλύτερα επιβεβαιωμένα αποθέματα φυσικού αερίου διεθνώς, τα οποία βρίσκονται τόσο στην ευρύτερη περιοχή του Αραβοπερσικού Κόλπου όσο και σε αυτήν της Κασπίας Θάλασσας. Συνεπώς, το Ιράν μαζί με τα γειτονικά Αζερμπαϊτζάν και Τουρκμενιστάν στην Κασπία μπορούν να αποτελέσουν την «αγία τριάδα» των προμηθευτών φυσικού αερίου που θα επιλύσουν τη σοβαρή ενεργειακή κρίση που προέκυψε στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στους υφιστάμενους αγωγούς διαμετακόμισης ξεχωρίζουν οι TANAP-TAP, ενώ δύνανται να δημιουργηθούν και νέοι είτε μέσω Ουκρανίας προς την Κεντρική Ευρώπη είτε μέσω Ευξείνου Πόντου προς την Ανατολική Βαλκανική Χερσόνησο και να συνδεθούν έπειτα με το υπάρχον δίκτυο. Ιρανικό φυσικό αέριο δύναται να μεταφερθεί και σε υγροποιημένη μορφή μέσω του διαδρόμου Περσικός Κόλπος-Αραβική Θάλασσα-Ερυθρά-Μεσόγειος, όπως συμβαίνει με το αντίστοιχο καταριανό.

Η εύρεση νέων προμηθευτών και η επακόλουθη διαφοροποίηση της αγοράς ενέργειας της Ένωσης είναι και προς το συμφέρον των Η.Π.Α., που ως βασικό στόχο της εξωτερικής τους πολιτικής έχουν την απεξάρτησή της πρώτης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Το στόχο αυτό δεν μπορούν να τον πετύχουν μονομερώς, διότι πρώτον τα αμερικανικά αποθέματα είναι περιορισμένα και ληξιπρόθεσμα, ενώ το κόστος εκμετάλλευσής τους, πόσο μάλλον της μεταφοράς LNG στους ευρωπαϊκούς λιμένες και της μετέπειτα επαναεριοποίησής τους, είναι αρκετά υψηλό και η όλη διαδικασία ιδιαίτερα απαιτητική. Δεύτερον, τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου –που μελλοντικά αποτελούν μια εξαίρετη εναλλακτική – δεν είναι εύκολα ή πλήρως απολήψιμα σε βραχύ χρονικό ορίζοντα, λόγω των υψηλών τεχνολογικών απαιτήσεων για την εκμετάλλευσή τους, του υψηλού κόστους που η εκμετάλλευση αυτή συνεπάγεται, καθώς και λόγω της έλλειψης συνεργασίας των παρακείμενων κρατών για την απρόσκοπτη υλοποίηση των απαραίτητων διαδικασιών. Επομένως, στη λογική βάση του μικρότερου δυνατού κακού ένας συμβιβασμός με το Ιράν αποτελεί αναγκαίο πολιτικο-διπλωματικό ελιγμό των Η.Π.Α. για τη βιώσιμη ενεργειακή τροφοδοσία του εταίρου τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Ήδη οι συζητήσεις για την επιστροφή των συμβαλλόμενων μερών στην πυρηνική συμφωνία JPCOA του 2015 και τη συναφή άρση των οικονομικών κυρώσεων που εμποδίζουν το εμπόριο και τη συνεργασία των ευρωπαϊκών εταιρειών ενέργειας με το Ιράν, είναι ένα ενθαρρυντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Όπως αναφέρθηκε, οι συμφωνίες του Αβραάμ και η γενικότερή αύξηση της αμυντικής, πολιτικής και οικονομικής δύναμης του κυριότερου στρατιωτικού συμμάχου τους στη Μέση Ανατολή, του Ισραήλ, συνηγορεί προς μια πιο διαλλακτική στάση των Η.Π.Α. απέναντι στην άνοδο της ιρανικής ισχύος και επιρροής στη Μέση Ανατολή, καθώς αυτή αντιρροπείται επαρκώς. Τουναντίον, ένα ισχυρό και αυτόφωτο Ιράν είναι συν τοις άλλοις λιγότερο ευάλωτο στην κινεζική επιρροή, η ανάσχεση της οποίας είναι ο πρωταρχικός στόχος των Η.Π.Α. σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής, όπως έχει ήδη σημειωθεί.

Πράγματι, ιστορικά και πολιτιστικά, η Περσία αποτέλεσε εκ φύσεως γεωπολιτικό αντίπαλο και ανταγωνιστή των υπόλοιπων χερσαίων ευρασιατικών δυνάμεων, μεταξύ των οποίων συγκατατάσσεται και η Κίνα. Νομοτελειακά, λοιπόν, ένα ισχυρό Ιράν νομιμοποιημένο και αποδεκτό στα όμματα της δυτικής κοινότητας και με το γεωπολιτικό του βάρος να απεγκλωβίζεται προς Δυσμάς από τον ασφυκτικό αμερικανικό κλοιό θα έρθει αργά ή γρήγορα σε ρήξη με τους εκ φύσεως γεωπολιτικούς του ανταγωνιστές για την πρωτοκαθεδρία στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου, δηλαδή τη Ρωσία, την Κίνα και δευτερευόντως την Τουρκία. Αυτό στην περίπτωση της Κίνας μεταφράζεται σε παρεμπόδιση της OBOR, τουλάχιστον με τους όρους που θέτει η ίδια εις βάρος της κυριαρχίας των εμπλεκόμενων κρατών, και σε γενικότερη άμβλυνση της κινεζικής πολιτικο-οικονομικής προβολής ισχύος στο δυτικό τμήμα της Ευρασίας. Αντιθέτως, η ταυτόχρονη πίεση των χερσαίων δυνάμεων σε όλη την περιφέρεια του Rimland που ακολουθείται από τις Η.Π.Α. και τους συμμάχους τους ως γενικός κανόνας, θα ωθήσει μαθηματικά τη μία στην «αγκαλιά» της άλλης με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί, σύμφωνα με τον καθηγητή Κώστα Γρίβα, «το πρόπλασμα της πρώτης υπερ-υπερδύναμης (hyperpower) της ιστορίας» και να λάβει έτσι σάρκα και οστά ο χειρότερος γεωπολιτικός εφιάλτης των αγγλοσαξονικών θαλασσίων δυνάμεων τους τελευταίους τρεις αιώνες.

Συγκεφαλαιώνοντας, εκτιμάται ότι η ενεργειακή κρίση και ανασφάλεια που διατρέχει τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με την εκ νέου ιεράρχηση των προτεραιοτήτων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, θα ωθήσει συνολικά τη Δύση να ξεπεράσει τα «ψυχολογικά της συμπλέγματα» τα σχετικά με «άξονες του κακού» και «καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και να επανεξετάσει στη βάση των επιταγών της Realpolitik τις πολιτικο-οικονομικές της σχέσεις με την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν.  

 

 

Αφήστε μια απάντηση