Ηλιούγεννα.. Η 25η Δεκεμβρίου στον Αρχαίο Κόσμο
Ηλιούγεννα..
Η 25η Δεκεμβρίου στον Αρχαίο Κόσμο
“Ἄλλη κραυγαλέα σύμπτωσις εἶναι ἡ γέννησις τοῦ Ἰησοῦ σὲ ἕναν στάβλον στὴν Βηθλεέμ, ἱστορία ποὺ εἶναι ἴδια μὲ τὴν γέννησιν τοῦ Διός στὸ Ἰδαῖον Ἄντρον, ἕνα σπήλαιον στὴν Κρήτη. Ἐκεῖ εἶχε καταφύγει ἡ μητέρα του, Ῥέα, προκειμένου νὰ γλυτώσει τὸν υἰόν της ἀπὸ τὸν σύζυγόν της Κρόνον, ὁ ὁποῖος ἔτρωγε τὰ παιδιά του ὑπὸ τὸν φόβον ὅτι θὰ τοῦ πάρουν τὸν θρόνον του.
Τὸν ἴδιο φόβον εἶχε καὶ ὁ Ἡρώδης πολλὲς χιλιετίες ἀργότερα, γι’ αὐτὸ καὶ διέταξε τὴν σφαγὴ τῶν νηπίων τῆς Βηθλεέμ, ὅταν ἔμαθε γιὰ τὴν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ. Τὸ σπήλαιον στὴν Ἴδη ἐλέγετο καὶ «Ἀρκέσιον», διότι ἦταν ἀρκετὸν γιὰ νὰ σωθοῦν ἡ Ῥέα καὶ ὁ Ζεὺς ἀπὸ τὴν μανία τοῦ Κρόνου.
Ἑπόμενη πληροφορία ποὺ μαθαίνουμε σχετικὰ μὲ τὴν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ εἶναι πὼς τρεῖς Μάγοι ἀκολουθώντας ἕνα φωτεινὸν ἄστρον, ἔφτασαν στὴν φάτνη ὅπου γεννήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ προσέφεραν δῶρα. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ κάποιοι βοσκοί, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νὰ προσκυνήσουν τὸ θεῖο βρέφος. Ὅμως καὶ στὴν προγενεστέρα ἱστορία γεννήσεως τοῦ Διὸς στὸ Ἰδαῖον Ἄντρον συμβαίνουν παρόμοια πράγματα! Γράφει ὁ Θεόφραστος (μαθητὴς καὶ διάδοχος τοῦ Ἀριστοτέλους, στὴν σχολή του) :
«ἐν τῷ στομίῳ τοῦ ἄντρου τοῦ ἐν Ἴδῃ τὰ ἀναθήματα ἀνάκεινται», Φυτῶν Ἱστορῖαι, Γ’, 3-4
Στὸ ἄνοιγμα τοῦ σπηλαίου ποὺ γεννήθηκε ὁ Ζεὺς τοποθετοῦσαν διάφορα ἀναθήματα/ δῶρα!
Ὁ Ἀντωνῖνος Λιβεράλις στὴν «Συναγωγὴ Μεταμορφώσεων» (1) γράφει σχετικῶς μὲ τὸ Ἰδαῖον Ἄντρον:
«καθ’ ἕκαστον ἔτος ὁρᾶται ἐκλάμπον ἐκ τοῦ σπηλαίου πλεῖστον πῦρ».
Μὰ ἀκόμα καὶ χωρὶς τὴν χρησιμοτάτη πληροφορία τοῦ Ἀντωνίνου, εἶναι γνωστὸν πὼς καὶ οἱ μῦθοι τῶν Ἑλλήνων κρύβουν «νοῦν ἀληθείας» καὶ ἐπιστημονικὴ γνῶσιν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι ἡ ἀστρονομία ὡς ἐπιστήμη καὶ ἡ παρατήρησις τῶν φαινομένων ἦταν ἀνεπτυγμένες σὲ βαθμὸν ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα εἶναι ἀμφίβολον, ἄν γνωρίζουμε τόσα γύρω ἀπὸ αὐτές.
Παρατηροῦσαν τὰ σημάδια στὸν οὐράνιον θόλον πρὸ τῶν μεγάλων ἀποφάσεών τους (βλ. τὸ γενναῖον «Εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης = Ἕνας εἶναι ὁ ἄριστος οἰωνός, τὸ νὰ ἀμύνεσαι γιὰ τὴν πατρίδα σου» τοῦ Ἔκτωρος, ὅταν τὸν ἐνημερώνει ὁ Πολυδάμας πὼς ὁ οἰωνὸς ποὺ εἶδε δὲν εἶναι καλὸς καὶ καλλίτερα νὰ ἀποσυρθοῦν ἀπὸ τὴν μάχη), διότι εἶχαν παρατηρήσει πὼς ὅταν συντελοῦνται μεγάλα γεγονότα ἐπὶ τῆς γῆς, οἱ πλανῆτες καὶ οἱ ἀστερισμοὶ λειτουργοὺν ἀντιστοίχως, παίρνοντας τὶς καταλληλες θέσεις.
«Περιγράφει…ὁ Ὅμηρος εἰς τὸ Δ τῆς Ἰλιάδος (στ. 75 κ ἑξῆς), ὅταν ὁ Ζεὺς στέλλει τὴν Ἀθηνᾶ πρὸς τοὺς ἀντιμαχομένους, καὶ αὐτὴ κινεῖται τόσο γρήγορα ποὺ φαίνεται σὰν ἀσυνήθιστο ἀστέρι.
«οἷον ἀστέρα ἧκε (=ἔρριψε) Κρόνου παῖς…τέρας λαμπρὸν ( τέρας=ἔκτακτο σημεῖο στὸν οὐρανό, ἄστρον λαμπρόν)…τοῦ δὲ πολλοὶ ἀπὸ σπινθῆρες ἵενται…»
Καὶ ὅσοι τὸ εἶδαν θαμπώθηκαν καὶ ρωτοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο τί τάχα νὰ ἐσήμαινε αὐτό.
«Θάμβος δ’ ἔχεν εἰσορῶντας Τρῶας τε καὶ Ἀχαιούς»
Καὶ κατὰ μετάφρασιν Ἰακ. Πολυλᾶ :
ἡ θεά…ἐτινάχθη ἀπ’ τοῦ Ὀλύμπου τὲς κορφὲς κι ἐχύθη ὡσὰν τ’ ἀστέρι ὁποὺ ὁ Κρονίδης ( =ὁ Ζεὺς) ἔρριξε σημάδι στοὺς ἀνθρώπους…λαμπρὸ ἀστέρι κι ἄπειρες οἱ σπίθες του πετιοῦνται…», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου, σελ. 355
Ὁ Ζεὺς εἶχε γιὰ φρουρούς του τοὺς Κουρῆτες ἤ Ἰδαίους Δακτύλους (διότι ἦταν πέντε σὰν τὰ δάκτυλα τοῦ χεριοῦ, ὁ Ἡρακλῆς ὁ Ἰδαῖος, ὁ Ἰάσιος, ὁ Ἴδας, ὁ Ἐπιμήδης καὶ ὁ Παιωναῖος). Ἐπρόκειτο γιὰ νέους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι προστάτευαν τὸν Δία, τὸ κλάμα τοῦ ὁποίου ἐκάλυπτον κρούοντας τὶς ἀσπίδες τους καὶ χτυπώντας τὰ πόδια τους στὸ ἔδαφος, εἰσάγοντες ἔτσι τὸν γνωστὸν Πυρρίχιον χορόν.
Τὴν λατρεία τους στὸν Δία τὴν ἐπεδείκνυαν καὶ μέσω ἐνόπλων χορῶν ποὺ συνοδεύονταν ἀπὸ μουσικὰ ὄργανα, γεννώντας ἔτσι τὸ γνωστόν σήμερα «Πεντοζάλι».
Οἱ Κουρῆτες ἠσχολοῦντο μὲ ἀγροτικὲς ἐργασίες, μάλιστα εἶχαν ἐφεύρει τὴν ἐξημέρωσιν ἄγρίων ζώων, τὴν συλλογὴ μελιοῦ, τὴν οἰκοδόμησιν κατοικιῶν, τὴν ἐπεξεργασία τῶν μετάλλων, ἠσχολοῦντο μὲ τὰ βοσκήματα, ὁπότε ἤξεραν καὶ ἀπὸ συλλογὴ καὶ ἐπεξεργασία τοῦ γάλακτος κλπ. Ἦταν δηλαδὴ καὶ ἱκανοὶ βοσκοί…
Τυχαία δὲν εἶναι οὔτε ἡ ἡμερομηνία ποὺ ἀπεφασίσθη νὰ ἑορτάζονται τὰ Χριστούγεννα. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες τοῦ Δεκεμβρίου ξεκινᾶ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιον (ἀρχίζει σταδιακῶς νὰ μεγαλώνει ἡ διάρκεια τῆς ἡμέρας), θυμίζοντας πολὺ τὴν λατρεία τοῦ Ἡλίου (ἐξ οὗ καὶ πολλοὶ ὁμιλοῦν γιὰ Ἡλιούγεννα) ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴν προσφορά του στὴν ζωή.
Συγκεκριμένα τὴν νύχτα τῆς 21ης πρὸς 22 Δεκεμβρίου -μὲ σημερινὴ ἡμερομηνία- ὁ ἥλιος φτάνει στὸ χαμηλότερον σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος καὶ γιὰ τρεῖς ἡμέρες δείχνει νὰ παραμένει σταθερὸς, εὑρισκόμενος στὸν ἀστερισμὸν τοῦ σταυροῦ ( ὁ γνωστὸς «σταυρὸς τοῦ Νότου» ). Παράλληλα ὁ Σείριος ( ὁ λαμπρότερος ἀστήρ, «σείριος ὁ ἥλιος καὶ ὁ τοῦ κυνὸς ἀστήρ», Ἡσύχιος) εὐθυγραμμίζεται μὲ τοὺς τρεῖς ἀστερισμοὺς τῆς ζώνης τοῦ Ὠρίωνος, ποὺ ὀνομάζονται καὶ «Τρεῖς βασιλεῖς/ Τρεῖς μάγοι» !
Στὶς 25 Δεκεμβρίου λοιπὸν οἱ τρεῖς ἀστερισμοὶ τοῦ Ὠρίωνος βρίσκονται σὲ πλήρη εὐθυγράμμισιν μὲ τὸν Σείριον καὶ τὸν Ἥλιον, ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες «στασιμότητος» στὸν σταυρὸ τοῦ νότου ξεκινᾶ νὰ κινεῖται κατὰ 1 μοῖρα πρὸς βορρᾶ, σηματοδοτώντας μεγαλύτερες ἡμέρες, περισσότερη ζεστασιὰ καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς πορείας πρὸς τὴν ἄνοιξιν καὶ ἔπειτα πρὸς τὸ καλοκαίρι.
Καὶ ἔτσι ἐπεξηγοῦνται ἀστρονομικῶς τὸ πῶς οἱ τρεῖς μάγοι (ἀστέρες Ὠρίωνος), καθοδηγήθηκαν ἀπὸ τὸ λαμπρὸ ἀστέρι (Σείριον) καὶ βρῆκαν τὸν στάβλον ποὺ φιλοξένησε τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ (γέννησις Ἡλίου).
Ἀλλὰ καὶ ὁ σταυρὸς τοῦ Νότου στὸν ὁποῖον παραμένει γιὰ τρεῖς ἡμέρες σταθερὸς ὁ Ἥλιος καὶ ἔπειτα «ξαναγεννᾶται» σηματοδοτώντας τὴν πορεία πρὸς τὴν καλοκαιρία καὶ τὴν ἄνοιξιν φαίνεται πὼς ἔγινε ἡ σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἀναστήθηκε, ὅπως καὶ ἡ φύσις ἀναγεννᾶται κατὰ τὴν ἄνοιξιν (κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας ἑορτάζεται ἡ ἀνάστασις τοῦ Ἰησοῦ! ).
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦταν ἄριστοι γνῶστες τῆς ἀστρονομίας/ ἀστρολογίας, ἀλλὰ καὶ κάθε ἐπιστήμης καὶ μὲ γνώμονα αὐτὲς ἐξύμνησαν τὴν φύσιν καὶ τὸ θεῖον, ὅπως μὲ γνώμονα τὴν φύσιν καὶ τὸ θεῖον ἐξέλισσαν τὶς ἐπιστῆμες.
Σήμερα ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ/ μᾶς ἔχουν μὲ δόλον ἀπομακρύνει τελείως ἀπὸ κάθε τὶ πραγματικῶς ἐπιστημονικὸν καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν φύσιν, ἐνῶ συνάμα γελοιοποιεῖται καὶ ἀποσαθρώνεται ὁ,τιδήποτε θυμίζει αὐτά, ὁτιδήποτε θυμίζει τὸν Θεόν. Δὲν εἶναι τυχαῖον πὼς ὅλοι οἱ ναοί τῶν Ἑλλήνων ἦταν χτισμένοι μὲ βάσιν ἀστρονομικές καὶ συμπαντικὲς παρατηρήσεις, σὲ πλήρη ἐυθυγράμμισιν μὲ τοὺς ἀστερισμοὺς καὶ τοὺς πλανῆτες, ἀλλὰ καὶ μὲ τέτοιον τρόπον ποὺ νὰ διαχέεται ἐντός τους τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, ἀναλόγως τῆς θέσεώς του, σύμφωνα μὲ τὴν κίνησιν τῆς γῆς (στὸν Παρθενῶνα λέγεται πὼς ὁ Σείριος διαχέει τὸ φῶς του ἀκριβῶς στὸ σημεῖον ποὺ βρισκόταν τὸ χρυσελεφάντινον ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα ποὺ ἑώρταζον τὰ Παναθήναια) καὶ σὲ ἀναλογίες ποὺ στηρίζονται στὴν τελειότητα τῆς φύσεως (βλ. χρυσῆ ἀναλογία φ, συγκεκριμένες μοῖρες κλίσις, σὲ πολλοὺς ναοὺς 36 μοῖρες ὅσες καὶ ἡ συστροφὴ κάθε βάσεως dna σὲ σχέσιν μὲ τὴν προηγουμένη, χτίσιμο σὲ πλήρη συμμετρία μὲ τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἱερά σὲ μεγάλη ἀκτῖνα, ὥστε νὰ λειτουργοῦν ὡς πυξίδα, πυραμοειδῆ σχήματα -ὅπως ὁ Παρθενῶν- γιὰ καλλιτέρα στήριξιν κοκ).
Ἄν οἱ ἄνθρωποι σήκωναν τὸ κεφάλι τους στὸν οὐρανὸν θὰ ἔβρισκαν πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις ποὺ τὸ γονάτισμα τοὺς στερεῖ. Ἀλλὰ τότε θὰ κατέρρεε -καὶ- τὸ θρησκευτικὸ οἰκοδόμημα συθέμελα…
Ὁ ἥλιος εἶχε συσχετισθεῖ μὲ τὸν Ἀπόλλωνα, γι’ ἀυτὸ καὶ ὡς Φοῖβος (Ἀπόλλων) ἀναπαρίστατο συχνὰ πάνω στὸ ἱπτάμενον ἅρμα του, νὰ πετᾶ μὲ τὰ ἄλογά του καὶ νὰ μοιράζει ἁπλόχερα τὶς ἀκτῖνες του. Πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἔφτασε στὶς μέρες μας ὡς…τὸ ἕλκηθρον τοῦ Ἅι-Βασίλη μὲ τοὺς ταράνδους, πάνω στὸ ὁποῖον ὁ ἐρυθροφορεμένος σὰν φλόγα Ἅγιος-Βασίλης μοιράζει τὰ δῶρα του!
Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Ῥωμαῖοι καὶ στὶς 25 Δεκεμβρίου, ἐπειδὴ ὁ ἥλιος παύει νὰ χαμηλώνει τὴν τροχιά του καὶ ἀρχίζει σταδιακῶς νὰ ἀνεβαίνει ψηλὰ στὸν οὐρανόν, ἑόρταζον συμβολικῶς τὴν ἡμέρα «γεννήσεως» τοῦ Ἡλίου. Ἀκολουθοῦσε μετὰ τὰ Σατουρνάλια ( ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Κρόνου), κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ὁποίων ἀντήλλασσαν δῶρα, ἕπαιζαν τυχερὰ παιχνίδια ἀκόμα καὶ οἱ δοῦλοι, ἔδιναν λαμπάδες καὶ χρήματα, ἔτρωγαν πλουσιοπάροχα καὶ γενικῶς ἀκολουθοῦσαν ἔθιμα, τὰ ὁποῖα συνεχίζονται σήμερα ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα καὶ τὴν Πρωτοχρονιά (π.χ. χαρτοπαιξία καὶ ἀνταλλαγὴ δώρων).
Ἄξιον ἀναφορᾶς εἶναι ὅτι καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴ τοῦ θερινοῦ ἡλιοστασίου (τέλη Ἰουνίου) οἱ Χριστιανοί ἐθέσπισαν ἑορτή, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν Ἅγιον Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, ἑορτὴ ἡ ὁποία στὴν Ἑλλάδα ὠνομάσθη τοῦ «Ἄι- Γιαννιοῦ τοῦ…Φανιστή» ( < φαίνω =φανερώνω ὡς ὁ φαεινὸς ἥλιος)!
Ἀκόμα, καὶ τὸ ἔθιμον τῆς ἀρχαίας εἰρεσιώνης ἔγινε κάλαντα καὶ χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ἡ ἱστορία τῆς εἰρεσιώνης σχετίζεται καὶ πάλι μὲ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν ἑορτὴ πρὸς τιμήν του (καὶ τῆς ἀδελφῆς του, Ἀρτέμιδος) τὰ Πυανέψια. Σύμφωνα μὲ τὸν μῦθο, ὁ Θησεὺς ξεκινώντας τὸ ταξίδι του γιὰ τὴν Κρήτη, ὅπου θὰ σκότωνε τὸν Μινώταυρο, σταμάτησε στὴν Δῆλον καὶ ἔκανε θυσία στὸν Ἀπόλλωνα, ὅπου τοῦ ὑποσχέθηκε πὼς θὰ τοῦ προσέφερε κλαδιὰ ἐλιᾶς σὲ περίπτωσιν ποὺ νικοῦσε. Ὁ Θησεὺς ἐκπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσίν του, ἀλλὰ ἐπειδὴ στὸ καράβι δὲν εἶχαν ἀπομείνει προμήθειες, μάζεψε ὅ,τι μποροῦσε (ὄσπρια) καὶ ἔκανε μία «φασολάδα» θὰ λέγαμε.
«Πυανεψιῶνος δὲ ὅτι τὰ πυανέψια Ἀπόλλωνι ἄγεσθαι φασί. Δεῖ δὲ φασὶ λέγειν Πυανέψια καὶ τὸν μῆνα Πυανεψιῶνα, πύανα γὰρ ἔψουσι ἐν αὐτοῖς καὶ ἡ εἰρεσιώνη ἄγεται», λεξικὸν Σουΐδα.
Ὁ Πλούταρχος γράφει γιὰ τὴν ἑορτὴ στὸν «Θησέα», (22,4) «Τὴν δὲ εἰρεσιώνην ἐκφέρουσι κλάδον ἐλαίας ἐρίῳ μὲν ἀνεστεμμένον, ὥσπερ τότε τὴν ἱκετηρίαν, παντοδαπῶν δὲ ἀνάπλεων καταργμάτων διὰ τὸ λῆξαι τὴν ἀφορίαν, ἐπᾴδοντες».
Ἔβραζαν ὄσπρια μαζί μὲ κριθάρι ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἔκαναν πομπὴ στὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ στόλιζαν τὴν εἰρεσιώνη (κλαδὶ ἐλιᾶς ἤ κλαδὶ δάφνης, τὸ ὁποῖον ἔλεγαν κορυθάλη) στολισμένη μὲ μάλλινες/εἴρινες κορδέλες καὶ δίπυρα/μπισκότα ἀπὸ μέλι, οἶνον καὶ λάδι – τὸ ἀντίστοιχο σήμερα χριστουγεννιάτικο δέντρο – ) ὡς ἰκετηρία/εὐχαριστία στὸν Ἀπόλλωνα ποὺ τοὺς προσέφερε μία καλή σοδειά.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑορτῆς τὰ παιδιὰ γυρνοῦσαν ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα κρατώντας τὴν εἰρεσιώνην, ψάλλοντας τὸ ὁμώνυμο τραγούδι, ποὺ πίστευαν πὼς προστάτευε τοὺς καρποὺς τῆς γῆς ἀπὸ τὶς ἀσθένειες. Οἱ στίχοι τοὺ ἦταν:
«Εἰρεσιώνη σύκα φέρει καὶ πίονας ( =παχεῖς) ἄρτους καὶ μέλι ἐν κοτύλη ( =ποτήρι λεπτό καὶ ψηλό) καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι/ ἀποψήσασθαι καὶ κύλικ’ εὔζωρον ( =ἄκρατος), ὡς ἄν μεθύουσα καθεύδη».
Οἱ οἰκοδέσποινες τοὺς ἔδιναν φιλοδωρήματα καὶ κρεμοῦσαν τὴν δικὴ τους εἰρεσιώνη στὴν ἐξώθυρα, τὴν ὁποία καὶ κρατοῦσαν γιὰ ἕναν χρόνο.
«Ὁ κλάδος ἐλαίας ἔγινε «χριστουγεννιάτικο δένδρο», τὰ ἔρια…ἔγιναν τοῦφες ἀπὸ μπαμπάκι, οἱ ἐπικρεμάμενοι καρποὶ ἔγιναν οἱ γυαλιστερὲς μπάλλες, οἱ δὲ παῖδες οἱ ᾄδοντες εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ λένε τὰ κάλαντα…
Μετὰ τὰ «πρωτοχρονιάτικα κάλαντα», ἀκολουθεῖ τὸ κόψιμο τῆς «Βασιλόπιττας» ποὺ καὶ αὐτή, ὅπως καὶ οἱ «Φανουρόπιττες» κατάγονται ἀπὸ τὶς ἀνάλογες ἀρχαῖες «μελιτοῦττες», δηλ. πίττες γλυκές, γλυκασμένες μὲ μέλι. Ἀκόμη καὶ τὸ μοίρασμα τῶν τεμαχίων τῆς πίττας, τὰ πρῶτα «κομμάτια» ποὺ ἀφιερώνονται εἰς τὸ θεῖον, μὲ τὴν ἔκφρασι «τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγιᾶς», κι αὐτὸ ἀκόμη εἶναι ἀρχαιοτάτη ἑλληνικὴ συνήθεια. Ἐκπληκτικὰ σύγχρονη ἡ περιγραφὴ τοῦ Ὁμήρου, ὅταν εἰς τὸ ξ τῆς Ὀδυσσείας (434) μᾶς μεταφέρει τὸ τυπικὸν τῆς μοιρασιᾶς τῶν μερίδων.
«Καὶ τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων, τὴν μὲν ἴαν νύμφῃσι καὶ Ἑρμῇ Μαιάδος υἷει θῆκεν ἐπευξάμενος, τὰς δ’ ἄλλας νεῖμεν ἑκάστοις».
Τουτέστιν :
«Κι ἑφτὰ μερίδες τό ‘καμε, μὰ μοιρασιὰ πρὶν κάνει, στὸν γιὸ τῆς Μαίας, τὸν Ἑρμῆ, πρώτη μερίδα βγάνει μὲ τῶν νεράιδων, προσευχὲς συνάμα κάνοντάς τους, καὶ δίνει στοὺς συντρόφους τους κι ἐκείνων τὰ δικά τους»
… Τὸ τροπάριον τῶν Χριστουγέννων «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ χορευέτωσαν», προϋπάρχει στὸν Ἴωνα τοῦ Εὐριπίδου: «ἀνεχόρευσεν αἰθήρ, χορεύει δὲ σελάνα» (στ. 1079)…
Τὰ ἀρχαῖα Θεοφάνια (ἐκ τοῦ θεὸς+φανῆναι), «ἑορτὴ ἐν Δελφοῖς καθ’ ἣν ἐδεικνύοντο εἰς τὸν λαὸν πᾶσαι αἱ τῶν θεῶν εἰκόνες», ἐξακολούθησαν νὰ ὑπάρχουν, ἐλαφρῶς μετηλλαγμένα, εἰς τὰ Ἅγια Θεοφάνεια..”
” Ἡ καταστρ. τῶν ἑλληνικών βιβλιοθηκών”
Ἄννα Τζιροπούλου-Εκδόσεις Πελασγός.