Blog

Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ: Ο ΡΩΣΟ-ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ

Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ: Ο ΡΩΣΟ-ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ

Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ: Ο ΡΩΣΟ-ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ

 

Ο όρος «εσωτερικοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής αναφέρεται στη σύνδεση ενός διεθνούς θέματος, επίκαιρου και μείζονος, με εσωτερικά πολιτικά ζητήματα που θίγουν άμεσα την αμερικανική κοινωνία. Εν προκειμένω, η εξωτερική πολιτική αποτελεί θέμα συζήτησης στο εσωτερικό των ΗΠΑ και καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την κοινή γνώμη, όπως συμβαίνει και με τους υπόλοιπους τομείς της δημόσιας πολιτικής. Επιδρά στο αίσθημα εθνικής ασφάλειας, στη δημόσια ευμάρεια και γίνεται προτεραιότητα της εκλογικής βάσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας κατάστασης είναι οι μακροχρόνιες και δαπανηρές στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στο εξωτερικό[1].

H αμερικανική κοινή γνώμη σε θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι στην πλειοψηφία της συντηρητική, υποστηρίζοντας τον απομονωτισμό, την αυτάρκεια και την εσωτερικότητα. Η εξωτερική πολιτική αποτελεί σπάνια αντικείμενο πρωταρχικής συζήτησης στις αμερικανικές εκλογές εκτός αν έχει αντίκτυπο στην οικονομία και επιφέρει ανθρώπινες απώλειες στο πεδίο των μαχών.

Ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας (που μαίνεται από τις 24 Φεβρουαρίου 2022) αφορά την υπό εξέταση περίπτωση που εντάσσεται στο προαναφερθέν πλαίσιο ενόψει των προσεχών ενδιάμεσων εκλογών (8 Νοεμβρίου 2022). Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι οι ΗΠΑ συμμετέχουν στον πόλεμο δια αντιπροσώπου, συνδράμοντας διπλωματικά, οικονομικά, στρατιωτικά και τεχνολογικά την Ουκρανία. Σε διπλωματικό επίπεδο δημιουργήθηκε ένας αντιρωσικός συνασπισμός ενοποιώντας το μπλοκ των χωρών της Δύσης (στην πρώτη γραμμή βρίσκονται η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία, η Ιαπωνία, η Μεγάλη Βρετανία, η Νορβηγία και τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ) με την επιβολή αυστηρών κυρώσεων έναντι της Ρωσίας. Σε στρατιωτικό επίπεδο τα συμμαχικά κράτη του ΝΑΤΟ ενεργοποιήθηκαν πολλαπλώς μέσω αποστολής στρατιωτικού εξοπλισμού, τεχνολογιών αιχμής και πρόσβασης στις υπηρεσίες πληροφοριών. Υπολογίζεται ότι οι ΗΠΑ από την έναρξη του πολέμου έως τώρα έχουν αποστείλει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια ύψους 41,2 δις δολαρίων στην ουκρανική κυβέρνηση[2]. Η ολοκληρωτική πολιτική υποστήριξη της Ουάσινγκτον στη μία από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές που το βάθος και η έκτασή της δεν έχει ιστορικό προηγούμενο (τουλάχιστον για την περίοδο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και με εσωτερικές παραμέτρους.

Η αμερικανική κοινή γνώμη λίγες μέρες πριν η εξελισσόμενη ουκρανική κρίση οδηγηθεί σε στρατιωτική σύγκρουση, έδειχνε στη συντριπτική της πλειοψηφία απρόθυμη η χώρα να αναλάβει κύριο ρόλο στη ρωσο-ουκρανική διένεξη[3]. Έναν μήνα μετά την έναρξη των εχθροπραξιών υπήρξε αντίθετη στην άμεση εμπλοκή με αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων[4]. Τα αμερικανικά ΜΜΕ προάγοντας τα γεγονότα στην Ουκρανία σε πρώτη είδηση[5] έθεσαν τη ρωσική εισβολή στη σφαίρα της δημόσιας συζήτησης και τελικά στην ατζέντα των πολιτικών προτεραιοτήτων[6].

Οι αμερικανικοί πολίτες παρακολουθώντας από κοντά τα τεκταινόμενα στο πολεμικό πεδίο[7], εξέφρασαν υψηλό επίπεδο ηθικής υποστήριξης στους Ουκρανούς και καταδίκης της ρωσικής εισβολής. Τα φιλικά συναισθήματα προς την Ουκρανία και η κατακραυγή της κοινής γνώμης για την πολιτική του Βλαντιμίρ Πούτιν αποτυπώθηκαν στη μεγάλη υποστήριξη για την αποστολή βοήθειας, την επιβολή κυρώσεων και την υψηλή αποδοχή ετοιμότητας των αμερικανών πολιτών να υποστούν πρόσθετο ενεργειακό κόστος και αύξηση τιμών ως συνέπειες του πολέμου[8]. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία συντάχθηκαν με την πολιτική θέση του προέδρου Τζο Μπάιντεν ο οποίος δήλωσε δύο μέρες πριν την έναρξη της ρωσικής εισβολής ότι «η υπεράσπιση της ελευθερίας έχει κόστος και για μας, εδώ στο σπίτι»[9].

Σε θεσμικό επίπεδο αποτυπώθηκε με την υπερψήφιση στη Βουλή των Αντιπροσώπων του νόμου για την Αναστολή των Κανονικών Εμπορικών Σχέσεων με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία – 420 υπέρ έναντι 3 κατά – (The Suspending Normal Trade Relations with Russia and Belarus Act, 17 Μαρτίου 2022)[10] και του Συμφώνου Δανεισμού-Μίσθωσης για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας στην Ουκρανία – 417 υπέρ έναντι 10 κατά – (Ukraine Democracy Defense Lend Lease Act of 2022, 28 Απριλίου 2022)[11]. Αμφότερες οι νομοθετικές πράξεις συμφωνήθηκαν ομόφωνα από τη Γερουσία. Η ουσιαστικά απόλυτη διακομματική συναίνεση που υπήρξε τους τρεις πρώτους μήνες του πολέμου στα δύο νομοθετικά σώματα, εμφάνισε τα πρώτα σημάδια διαφοροποίησης όταν τέθηκε προς ψηφοφορία ο νόμος για τις Επιπλέον Συμπληρωματικές Πιστώσεις στην Ουκρανία (Additional Ukraine Supplemental Appropriations Act 2022, 10 Μαΐου 2022) που προέβλεπε αποστολή βοήθειας ύψους 40 δις δολαρίων[12]. 11 από τους 50 γερουσιαστές και 57 από τους 425 βουλευτές τον καταψήφισαν. Όλοι τους προέρχονταν από τη συντηρητική πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που ασπάζεται τον μη παρεμβατισμό ή νέο-απομονωτισμό. Ανήκουν στο τρίτο ρεύμα σκέψης για την εξωτερική πολιτική στους κόλπους των Ρεπουμπλικάνων[13].

Το Heritage Foundation, μια από τις πιο εμβληματικές συντηρητικές δεξαμενές σκέψης που αριθμεί 2 εκατομμύρια μέλη, με ανακοίνωσή του πριν από την ψηφοφορία εξέφρασε την αντίθεση του στο προτεινόμενο πακέτο βοήθειας[14]. Η κριτική που ασκήθηκε αφορά την υποστήριξη ενός ξένου κράτους με πόρους από τα δημόσια έσοδα και τον τρόπο αξιοποίησης ενός τόσου μεγάλου ποσού, αντί της κάλυψης των εγχώριων αναγκών και της ανάπτυξης της οικονομίας. Οι γλαφυρές δηλώσεις των μελών του Κογκρέσου που εναντιώθηκαν στην ψήφιση του νομοσχεδίου αποτυπώνουν το πνεύμα της συγκεκριμένης στάσης[15], τον σκεπτικισμό και την ανησυχία της κοινής γνώμης. Το ποσοστό των αμερικανών πολιτών που ένιωθαν ότι οι ΗΠΑ έχουν υποχρέωση να υπερασπίσουν την Ουκρανία άρχισε να φθίνει σταδιακά.

Η μεταστροφή αυτή πρωτίστως σχετίζεται με τις συνέπειες του ρωσο-ουκρανικού πολέμου στην αμερικανική οικονομία. Συγκεκριμένα: α) ο πληθωρισμός έφτασε στο 9,1% τον Ιούνιο 2022 ξεπερνώντας το προηγούμενο ιστορικό υψηλό του Δεκεμβρίου 1981, β) το κόστος των καυσίμων αυξήθηκε κατά 111% τον Ιούνιο 2022 φτάνοντας τα 5,11 δολάρια από τα 2,42 δολάρια το γαλόνι τον Ιανουάριο 2021. Οι ΗΠΑ εισήγαγαν πριν από τον πόλεμο το 8% των αναγκών τους σε πετρέλαιο από τη Ρωσία. Μετά την απαγόρευση εισαγωγής του[16] η ποσότητα αυτή δεν μπόρεσε να καλυφθεί από άλλες εξαγωγικές χώρες (Βενεζουέλα και Ιράν λόγω εμπάργκο) ενώ τα αραβικά κράτη του ΟΠΕΚ αρνήθηκαν την αύξηση της παραγωγής[17]. Οι ανοδικές τιμές του αργού πετρελαίου (από 40 δολάρια το βαρέλι μπρεντ το 2020 σε 123 δολάρια τον Ιούνιο 2022, με την τιμή τον Οκτώβριο 2022 να διαμορφώνεται στα 84 δολάρια) συνδέονται άρρηκτα και με την ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν. Η πολιτική αυτή προωθεί τις «καθαρές» μορφές ενέργειας αποτρέποντας ουσιαστικά τις εγχώριες πετρελαϊκές επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις για την παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας πετρελαίου[18], γ) τα προϋπάρχοντα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα επιδεινώθηκαν. Η Ρωσία αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα αζωτούχων λιπασμάτων και τον δεύτερο σε εξαγωγές φωσφορούχων λιπασμάτων και καυστικού καλίου (ποτάσας) που είναι απαραίτητες πηγές συστατικών για τις αγροτικές καλλιέργειες. Παράλληλα μαζί με την Ουκρανία κατέχουν το 1/3 της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή άρτων, ζυμαρικών και πολλών άλλων σκευασμάτων.

Οι γεωργοί παγκοσμίως είναι πιο δύσκολο να προμηθευτούν λίπασμα από τη Ρωσία εξαιτίας των δυτικών κυρώσεων, περιορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την παραγωγή τροφίμων. Ακόμη, ο ρωσικός αποκλεισμός στα ουκρανικά σιτηρά που τροφοδοτούν εκατομμύρια ανθρώπους πλήττει όχι μόνο τις χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής αλλά και τις ίδιες τις ΗΠΑ. Οι δύο αυτοί παράγοντες συντέλεσαν στην έλλειψη προμήθειας βασικών αγαθών, οδηγώντας σε επισιτιστική ανασφάλεια, δηλαδή στην αδυναμία παροχής αρκετού φαγητού για τη διασφάλιση υγιούς και παραγωγικής ζωής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΜΚΟ Feeding America η ζήτηση για επισιτιστική βοήθεια από τις 200 και άνω τράπεζες τροφίμων, που λειτουργούν σε όλη την αμερικανική επικράτεια, αυξήθηκε τον Μάρτιο 2022 κατά 65%. Ακόμα, το Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ υπολογίζει ότι πάνω από 38 εκατομμύρια Αμερικανοί (εκ των οποίων 12 εκατομμύρια παιδιά) είναι επισφαλείς στην προμήθεια τροφίμων[19]. Η επισιτιστική ανασφάλεια άπτεται της στρατηγικής ασφάλειας και πολιτικής αυτάρκειας στον χώρο των τροφίμων.

Ο συνδυασμός υψηλού πληθωρισμού, ενεργειακής ένδειας και έλλειψης βασικών αγαθών δημιουργεί ένα εκρηκτικό οικονομικό μίγμα[20]. Ο πόλεμος στην Ουκρανία τέθηκε στην ατζέντα της δημόσιας συζήτησης ως σημαίνον θέμα επηρεάζοντας την καθημερινή ζωή των αμερικανών πολιτών με επιπτώσεις στην κοινωνική σταθερότητα.

Η κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση των Δημοκρατικών αφορά τη διαχείριση της κρίσης στην Ουκρανία. Επικεντρώνεται στην αδυναμία εξεύρεσης διπλωματικής λύσης προκειμένου να διατηρηθεί η παγωμένη σύγκρουση (frozen conflict) Ουκρανίας- Ρωσίας (αναφορικά με το status quo των επαρχιών Λουγκάνσκ και Ντονέτσκ μετά τις Συμφωνίες του Μινσκ[21]) ώστε να μην εξελιχθεί σε πόλεμο. Σε επίπεδο τακτικής η τωρινή αμερικανική ηγεσία αποκάλυψε δημόσια τις προθέσεις της για τη μη εμπλοκή των δυνάμεων του ΝΑΤΟ με τη μορφή αποστολής στρατευμάτων στο ουκρανικό έδαφος[22] και έκανε λόγο «για μικρή εισβολή» της Ρωσίας[23]. Οι αμφίσημες δηλώσεις (της αμερικανικής προεδρίας) και η προβολή μιας μη δυναμικής στάσης δεν λειτούργησε ανασταλτικά στη ρωσική επέμβαση[24].

Από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων και έπειτα, η κριτική εστιάζεται στην έλλειψη ετοιμότητας και σχεδιασμού για την αντιμετώπιση των αναγκών της χώρας. Η αμερικανική κυβέρνηση έδειξε να μη λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους που επηρεάζουν το εσωτερικό, ακολουθώντας μάλλον απροετοίμαστη τα γεγονότα. Παράλληλα η ασάφεια ως προς τη μακροπρόθεσμη στρατηγική για την εκπλήρωση των στόχων της αμερικανικής υποστήριξης στην Ουκρανία (σε ότι αφορά την παροχή βοήθειας από χρήματα των αμερικανών φορολογουμένων) είναι ένα ακόμη πεδίο αμφισβήτησης της ακολουθείσας πολιτικής που εντείνεται όσο ο πόλεμος συνεχίζεται χωρίς προοπτική ειρηνικής διευθέτησης[25].

Στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη (30 Ιουνίου 2022) ο αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν την υποστήριξή τους «όσο χρειάζεται ώστε η Ρωσία να μη νικήσει την Ουκρανία». Ανέφερε ότι για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση την ευθύνη φέρει αποκλειστικά η Ρωσία[26] η οποία δρα κακόβουλα ώστε να αποσταθεροποιήσει κοινωνικά και πολιτικά τις χώρες της Δύσης.

Με την κοινή γνώμη να είναι (σχεδόν) ισόποσα μοιρασμένη για το κατά πόσο αποτελεσματικά διαχειρίζεται ο Τζο Μπάιντεν την κατάσταση στην Ουκρανία[27], η Ρωσία αποτελεί σε κάθε περίπτωση το σημείο αναφοράς τόσο των επικριτών όσο και των υποστηρικτών του. Οι πρώτοι του καταλογίζουν αδυναμία να αποτρέψει τη Ρωσία να επιτεθεί και ευθύνη για τη μη θωράκιση της χώρας από τις δυσμενείς συνέπειες. Οι δεύτεροι υποστηρίζουν ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί μοχλούς πίεσης, εργαλειοποιώντας ενέργεια και τρόφιμα για να πλήξει τις ΗΠΑ και ότι η απόφαση για τη ρωσική εισβολή ήταν ειλημμένη και μη αναστρέψιμη. Ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών θέμα της δημόσιας συζήτησης αποτελεί η αναζήτηση ευθυνών για τη δεινή οικονομική θέση στην οποία έχουν περιέλθει τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.

Αναπόφευκτα προκύπτει το ερώτημα: ποιο ζωτικό εθνικό συμφέρον διακυβεύεται με την παρεμβατική πολιτική των ΗΠΑ στην Ουκρανία και με ποιο κόστος.

Στη στρατηγική έναντι της Ρωσίας υπάρχουν δύο θεωρήσεις στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.

Η πρώτη εδράζεται στη θεμελιακή αφετηρία ότι η Ρωσία, ανεξάρτητα από το πολιτικό σύστημα, τον εκδημοκρατισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παγκόσμιου συστήματος ασφάλειας. Χωρίς αυτή δεν μπορεί να υπάρξει σταθερότητα και ειρήνη στην Ευρασία και γι’ αυτό απαιτείται ένα επίπεδο συνεννόησης, όπου οι ανησυχίες της θα λαμβάνονται υπόψη. Ένας ενδεχόμενος αποκλεισμός της Ρωσίας από την Ευρώπη βλάπτει περισσότερο τη Δύση από τη Ρωσία. Δεδομένης της γεωμετρικής ανόδου της Κίνας που αποτελεί τον πιο σημαντικό στρατηγικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ, η Ρωσία χρειάζεται σε πρώτη φάση να αδρανοποιηθεί στο πλαίσιο του σινοαμερικανικού ανταγωνισμού ισχύος. Τελικός σκοπός είναι η τελευταία να οδηγηθεί όσο το δυνατόν σε μια διαδικασία στρατηγικής ευθυγράμμισης με την Ουάσιγκτον που θα συντελέσει κομβικά στην έκβαση της σύγκρουσης με την Κίνα. Ο Χένρι Κίσινγκερ λαμβάνοντας υπόψη τα σταθερά σημεία τριβής μεταξύ Κίνας και Ρωσίας στη Σιβηρία και στην Κεντρική Ασία, ενστερνίστηκε την προσέγγιση αυτή ως θιασώτης της ισορροπίας δυνάμεων. Η θεώρηση αυτή εκφράστηκε στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ.[28].

Το παραπάνω πλαίσιο αναγνωρίζει εν μέρει τις αντιλήψεις της Ρωσίας (ως χώρας με αυτοκρατορικό παρελθόν) σε θέματα ασφάλειας και λαμβάνει υπόψη το ιστορικό υπόβαθρο της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης. Όμως δεν αποδέχεται τη στρατηγική εργαλειοποίηση, τα στρατιωτικά μέσα και την εισβολή της Ρωσίας. Ο πόλεμος θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί στο πλαίσιο της προληπτικής διπλωματίας και της εξισορρόπησης συμφερόντων. Σε αυτή την προσέγγιση εντάσσεται και η πρόταση για μια ουδέτερη Ουκρανία που δε θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, λειτουργώντας ως «κράτος-μαξιλάρι» (buffer state) μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Η κριτική που ασκήθηκε επικεντρώθηκε στο ότι η παρούσα προεδρία με την πολιτική της εξώθησε ουσιαστικά τη ρωσική εισβολή, δημιούργησε στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ (αντισυσπειρώσεις) μέσω ματαίωσης στόχων[29] από τρίτες χώρες (Ινδία, Τουρκία, Βραζιλία κ.α.) και εξανάγκασε τους δύο μεγάλους αντιπάλους της (Κίνα και Ρωσία) να ενωθούν[30]. Η ένωση αυτή δημιουργεί στην Ευρασία μια ενιαία γεωπολιτική οντότητα (ΥπερΑσία) με χαρακτηριστικά υπερδύναμης[31]. Με τη διεθνή σταθερότητα να κλυδωνίζεται συθέμελα ο Χένρι Κίσινγκερ δήλωσε: «Βρισκόμαστε στο χείλος του πολέμου με τη Ρωσία και την Κίνα για θέματα που εν μέρει δημιουργήσαμε εμείς, χωρίς να έχουμε καμία αντίληψη για το πώς θα τελειώσει αυτό ή το που υποτίθεται ότι θα οδηγήσει[32]».

Η δεύτερη θεώρηση στο αμερικανικό σύστημα λήψης αποφάσεων πηγάζει από τη διαχρονική στρατηγική περικύκλωσης της Ρωσίας[33] και την αποφυγή σύζευξης της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, αποτρέποντας το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας νέας ευρασιατικής δύναμης. Η εδραίωση της ειρήνης και η ύπαρξη ενός λειτουργικού συλλογικού συστήματος ασφάλειας προϋποθέτουν τη συμβίωση με τη Ρωσία ως πραγματικό δημοκρατικό και ευρωπαϊκό «μετα-αυτοκρατορικό» εθνικό κράτος με κάποια μορφή σύνδεσης ή έστω συνεννόησης με τη διατλαντική κοινότητα. Για ηθικούς λόγους η εκδυτικοποίηση της κοινωνίας, ο πολιτικός εκσυγχρονισμός και η πρόοδος στα ανθρώπινα δικαιώματα συνιστούν προϋποθέσεις ώστε η Ρωσία να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της γεωστρατηγικής τριάδας στην Ευρασία μαζί με την Ευρώπη και την Κίνα. Ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι υποστήριξε εμφατικά το συγκεκριμένο πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο οι ΗΠΑ θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τη Μόσχα από θέση ισχύος με ένα συνδυασμό κινήτρων για συνεργασία και ετοιμότητα για αντιπαράθεση μαζί της[34]. Η αλλαγή του status quo της Κίνας από στρατηγικό εταίρο σε ανταγωνιστή, όπως για πρώτη φορά αναγνωρίσθηκε δημόσια από τον Τζορτζ Ο. Μπους[35], όρισε ένα νέο διακύβευμα: την εξισορρόπηση της σινικής ανόδου. Ως συνέπεια, το δόγμα της διπλής ανάσχεσης έναντι Ρωσίας και Κίνας αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της αμερικανικής στρατηγικής στο νέο πολυπολικό κόσμο που αναδυόταν. Η θεώρηση αυτή υλοποιήθηκε κυρίως μέσω της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας από τις προεδρίες των Μπιλ Κλίντον και Τζορτζ Ο. Μπους.

Η εδραίωση της ανανεωμένης εκδικητικής Ρωσίας και της αναθεωρητικής Κίνας ανέδειξε τα όρια της λειτουργικότητας του ανασχετικού δόγματος. Ο ταυτόχρονος ανταγωνισμός με δύο αντίπαλους ισχυρούς πόλους προϋποθέτει διαρκείς πόρους και διοχέτευση σημαντικών δυνάμεων: συνδυασμό προληπτικών πολέμων, επιλεκτικών δεσμεύσεων και εξωχώριων εξισορροπήσεων[36]. Η βασική απειλή είναι πλέον η Κίνα και επειδή ο διμέτωπος αγώνας δείχνει ατελέσφορος, η Ρωσία χρειάζεται να συρρικνωθεί όταν το επιτρέψουν οι διεθνείς συγκυρίες. Αυτό θα συμβεί με την αποκοπή της Ρωσίας από την Ευρώπη στρέφοντάς την στην Κίνα.

Οι συνεργατικές και ταυτόχρονα ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δίνουν τη δυνατότητα στην Κίνα, λόγω της υπεροχής της σε όλους τους δείκτες ισχύος, να επιβάλλει τους όρους σύμπλευσης με τη Ρωσία που σε βάθος χρόνου θα την αποδυναμώσουν σε τέτοιο βαθμό ώστε τελικά να την αφομοιώσουν. Ένας θανάσιμος εναγκαλισμός. Με αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ θα έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο την Κίνα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η ευκαιρία για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Οι ΗΠΑ και η Δύση συνολικά δε θα μπορούσαν να παραμείνουν αμέτοχες στην απειλή της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας[37].

Υπό αυτό το πλαίσιο ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος επιτάσσει την τήρηση μιας αυστηρής πολιτικής απέναντι στη Μόσχα που θα την αποσυνδέσει αρχικά από την Ευρώπη και θα την απομονώσει από τον υπόλοιπο κόσμο. Αντί να διεκδικεί έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και στη Νοτιοανατολική Ασία, να εκλιπαρεί για την ευνοϊκή μεταχείρισή της από την Ουάσινγκτον. Βασική πεποίθηση όσων υποστηρίζουν την άποψη αυτή είναι ότι η παρούσα διεθνής συγκυρία προσφέρει μια ιστορική ευκαιρία για τη συρρίκνωση της Ρωσίας σε τέτοιο βαθμό ώστε να πάψει να αποτελεί πρόβλημα για τη Δύση. Η καθολική αμερικανική υποστήριξη στην Ουκρανία έχει ως στόχο την κατατριβή της Ρωσίας και τη δημιουργία προηγούμενου ώστε οι αντίπαλοι των ΗΠΑ, κυρίως η Κίνα, να αντιληφθούν ότι υπάρχει δυνατότητα υπεράσπισης των ζωτικών αμερικανικών συμφερόντων και των συμμάχων τους με κάθε μέσο και οποιοδήποτε τίμημα. Η στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο είναι επένδυση για την αμερικανική εθνική ασφάλεια.

Οι ενδιάμεσες εκλογές διεξάγονται μέσα σε ένα πρωτοφανές κύμα ακραίας πολιτικής πόλωσης. Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν εδραιώσει ακλόνητα την πεποίθηση ότι η νίκη των Δημοκρατικών στις εκλογές του 2020 προήλθε μέσω διαβλητών μεθοδεύσεων κυρίως λόγω των επιστολικών ψήφων στις έξι αμφισβητούμενες πολιτείες[38](swing states) όπου κρίθηκε το αποτέλεσμα. Αυτό εκφράστηκε εμφατικά στις προκριματικές εκλογές όπου από τους δέκα Ρεπουμπλικάνους που είχαν ψηφίσει υπέρ της καθαίρεσης του Ντόναλντ Τραμπ για τα γεγονότα στο Καπιτώλιο μόλις δύο κατάφεραν να είναι εκ νέου υποψήφιοι στις προσεχείς εκλογές. Με τον 45o πρόεδρο των ΗΠΑ να κυριαρχεί ολοκληρωτικά στο κόμμα και με τρεις  δικαστικές έρευνες εν εξελίξει εναντίον του οι εκλογές έχουν πάρει δημοψηφικό χαρακτήρα από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ο Τζο Μπάιντεν έχει εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας[39], είναι απαξιωμένος ακόμη και στους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους που στην πλειοψηφία τους δεν επιθυμούν να είναι ξανά υποψήφιος το 2024[40]. Με τις 48 από τις 50 πολιτείες να αποδοκιμάζουν την πολιτική του κάποιοι ζητούν ακόμη και την αντικατάστασή του[41]. Στην οξεία πολιτική αντιπαράθεση προστίθεται και ο ακήρυχτος εσωτερικός πολιτιστικός πόλεμος που συνεχίζεται αμείωτα για μια σειρά από ταυτοτικά ζητήματα με κυριότερα την οπλοκατοχή/οπλοχρησία, τις αμβλώσεις και τη μετανάστευση[42]. Οι ΗΠΑ είναι διχασμένες ως χώρα σε τέτοιο βαθμό που Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι νιώθουν ότι είναι εχθροί μεταξύ τους[43]. Στην κοινή γνώμη η πιθανότητα ενός ένοπλου εμφύλιου πολέμου στο μέλλον αποτελεί μια ανησυχία που έχει καταγραφεί σε διάφορες έρευνες[44]. Η αμερικανική δυσλειτουργία αποτελεί κίνδυνο για όλο τον κόσμο.

Σε αυτό το σύνθετο πλαίσιο προστίθεται και η προβληματική κατάσταση στην οικονομία που είναι σε ύφεση με την εκτίναξη του τιμαρίθμου, την αύξηση της φτώχιας και συμπίεσης των νοικοκυριών. Με τον πόλεμο στο έδαφος της Ουκρανίας να συμβάλει τα μάλα σε αυτό. Όταν οι ανάγκες ασφάλειας συγκρούονται με θέματα που άπτονται του βιοτικού επιπέδου του κοινωνικού συνόλου στο εσωτερικό, η δεύτερη αυτή προτεραιότητα υπερισχύει της πρώτης-εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου η χώρα αντιμετωπίζει άμεση απειλή. Στο αποκεντρωμένο πλουραλιστικό και ανοιχτό θεσμικό πλαίσιο διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής η κοινή γνώμη λειτουργεί ορισμένες φορές ως προσδιοριστικός παράγοντας για την υπόδειξη των ορίων των προεδρικών πρωτοβουλιών στις διεθνείς υποθέσεις, βάζοντας όρια στην εμπλοκή και στις φιλοδοξίες της ηγεσίας[45].

Η ρωσο-ουκρανική διένεξη διανύει τον όγδοο μήνα, με τις ΗΠΑ να συνεχίζουν αμείωτα και παντοιοτρόπως να χρηματοδοτούν την ουκρανική πλευρά. Χωρίς κανένα φανερό κανάλι διπλωματικής επικοινωνίας να διαφαίνεται ανοιχτό και με ασαφή στοχοθέτηση ως προς το αποτέλεσμα και τη χρονική διάρκεια της αμερικάνικης βοήθειας, το στρατηγικό αδιέξοδο επιτείνεται σε τέτοιο βαθμό όπου ακόμη και η χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων αποτελεί θέμα δημόσιας αναφοράς από τον αμερικανό και το ρώσο πρόεδρο.

Η δημόσια συναίνεση στους προεδρικούς χειρισμούς δεν είναι αυτονόητη. Μια σειρά από επιτυχημένους προέδρους στην ιστορία των ΗΠΑ δεν κατάφεραν να επανεκλεγούν ή τελείωσαν την θητεία τους με εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας λόγω λανθασμένων επιλογών ή κακών χειρισμών σε θέματα ανάμειξης της Αμερικής στο διεθνές γίγνεσθαι (Λίντον Τζόνσον, Τζιμ Κάρτερ, Τζορτζ O. Μπους). Η τωρινή κυβέρνηση μετά την αποτυχημένη απόσυρση από το Αφγανιστάν που ζημίωσε την εικόνα της χώρας διεθνώς και είχε ηθικό αντίκτυπο στο εσωτερικό, αναζητά μια νίκη όχι μόνο ουσίας αλλά και γοήτρου στο ουκρανικό μέτωπο. Το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών θα κρίνει εν πολλοίς αν ο Τζο Μπάιντεν θα μπορέσει να υπερκεράσει τις αντιδράσεις και να αμβλύνει τις επιπτώσεις στο εσωτερικό της χώρας από τις επιλογές του στην Ουκρανία.

 

Πέτρος Τασιός

Διεθνολόγος με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική

[1] Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, Το θεσμικό πλαίσιο διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2009, σ. 200 και σ. 270.

[2] Το ποσό της αμερικανικής υποστήριξης προς την ουκρανική κυβέρνηση δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Εκτιμάται ότι η στρατιωτική βοήθεια επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν ανέρχεται στα 18,3 δις δολάρια μέσω διαφόρων προγραμμάτων πωλήσεων, χρηματοδότησης και δωρεάς υλικού, υπηρεσιών και τεχνικής υποστήριξης για την άμυνα της χώρας. Η στρατιωτική βοήθεια που έχει σταλεί τους τρεις πρώτους μήνες της σύγκρουσης είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη που συνολικά έλαβαν το Αφγανιστάν, το Ισραήλ και η Αίγυπτος το 2020.

Για το 2022 οι ΗΠΑ δαπανούν περίπου 110 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα για την Ουκρανία για την κάλυψη κάθε είδους ανάγκης. Στην περίπτωση που η αμερικανική χρηματοδότηση συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό η Ουκρανία θα είναι ο μεγαλύτερος αποδέκτης στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ για τον 21ο αιώνα, Alice Speri, «U.S. Military aid to Ukraine grows to historic proportions – along with risks», The Intercept, 10 Σεπτεμβρίου 2022, https://theintercept.com/2022/09/10/ukraine-military-aid-weapons-oversight/.

[3] Μόλις το 26% της κοινής γνώμης ασπάζεται την άποψη ότι οι ΗΠΑ χρειάζεται να είναι στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης στην Ουκρανία. Το 52% υποστηρίζει ότι πρέπει να έχουν περιορισμένο ρόλο και το υπόλοιπο 22% καμία συμμετοχή. Η έρευνα έγινε σε δείγμα 1.289 ατόμων την περίοδο 18-21 Φεβρουαρίου 2022 από το Associated Press-NORC Center for Public Affairs Research, Nomaan Merchant και Hannah Fingerhut, «AP-NORC poll: Most in US oppose major role in Russia strife», AP News, 23 Φεβρουαρίου 2022, https://apnews.com/article/russia-ukraine-business-vladimir-putin-europe-election-2020-ac251d00b8979cebd0496374fc622a1b.

[4] Η συντριπτική πλειοψηφία της αμερικανικής κοινής γνώμης δεν επιθυμεί την αποστολή άμεσης στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία: «no boots on the ground or jets on the air». Η σφυγμομέτρηση πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.006 ατόμων την περίοδο 18 – 21 Μαρτίου 2022 για λογαριασμό της εταιρίας NPR/Ipsos, «Americans support limited US intervention in Ukraine to prevent escalation with Russia», Ipsos, https://www.ipsos.com/en-us/news-polls/Americans-support-limited-intervention-Ukraine-preventescalation-Russia.

[5] Για το μήνα Απρίλιο 2022, 79 από τις συνολικά 179 αναφορές στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας Times (44%) αφορούσαν τη ρωσική εισβολή, Ted Galen Garpenter, «The Elite Press Remains the Handmaid of War», The American Conservative, https://www.theamericanconservative.com/the-elite-press-remains-the-handmaid-of-war/.

[6] Τα ΜΜΕ κατά κανόνα αποδέχονται τις βασικές κατευθύνσεις και επιλογές του κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής και τον ορισμό από αυτό των εχθρών και των φίλων των ΗΠΑ και ευθυγραμμίζονται με τους χειρισμούς της πολιτικής εξουσίας.

[7] Τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου το 37% των αμερικανών ψηφοφόρων παρακολουθούσαν από πολύ κοντά τα νέα για την Ουκρανία και σχεδόν 8 στους 10 ήταν σχετικά κοντά στις εξελίξεις, David Lauter, «Essential Politics, War in Ukraine scrambles GOP and Democratic strategies for midterms», Los Angeles Times, 11 Μαρτίου 2022, https://www.latimes.com/politics/newsletter/2022-03-11/politics-war-ukraine-scrambles-plans-2022-midterm-election-essential-politics.

[8] Shibley Telhami, «American’s preparedness to pay a price for supporting Ukraine remains robust», The Brookings Institution, 5 Ιουλίου 2022, https://www.brookings.edu/blog/order-from-chaos/2022/07/05/americans-preparedness-to-pay-a-price-for-supporting-ukraine-remains–robust/.

[9] Remarks by President Biden Announcing Response to Russian Actions in Ukraine, The White House, 22 Φεβρουαρίου 2022, https://www.whitehouse.gov/briefing-room/speeches-remarks/2022/02/22/remarks-by-president-biden-announcing-response-to-russian-actions-in-ukraine/.

[10] Text – H.R.7108 – 117th Congress (2021-2022): Suspending Normal Trade Relations with Russia and Belarus Act | Congress.gov | Library of Congress.

[11] Text – S.3522 – 117th Congress (2021-2022): Ukraine Democracy Defense Lend-Lease Act of 2022 | Congress.gov | Library of Congress.

[12] Text – H.R.7691 – 117th Congress (2021-2022): Additional Ukraine Supplemental Appropriations Act, 2022 | Congress.gov | Library of Congress.

[13] Εκτός των μη-παρεμβατιστών (foreign-policy non-interventionists), υπάρχουν οι λεγόμενοι ακτιβιστές στην εξωτερική πολιτική (foreign policy activists) που εκφράστηκαν στο κόμμα σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την περίοδο διακυβέρνησης του Ρόναλντ Ρέιγκαν και οι υποστηρικτές της σκληρής γραμμής (foreign policy hard-liners) που εκπροσωπήθηκαν (μαζί με τους μη-παρεμβατιστές) στην κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ, Danielle Pletka, «The Republicans Could win the U.S. Midterms. Here’s What that Means for the World. It’s all about isolationists vs. Internationalists», American Enterprise Institute, 2 Ιουνίου 2022, https://www.aei.org/op-eds/the-republicans-could-win-the-u-s-midterms-heres-what-that-means-for-the-world/.

[14] Ukraine Aid Package Puts America Last | Heritage Action For America.

[15] «Ξοδεύουμε χρήματα που δεν έχουμε και ξοδεύουμε χρήματα σε μια σύγκρουση που δεν προωθεί τα εθνικά μας συμφέροντα», Andy Biggs – βουλευτής από την Αριζόνα στη Βουλή των Αντιπροσώπων – Twitter, 24 Ιουνίου 2022 και «Όχι άλλα δισεκατομμύρια για την Ουκρανία!» Matt Gaetz,- βουλευτής από τη Φλόριντα στη Βουλή των Αντιπροσώπων – Τwitter, 16 Ιουλίου 2022.

[16] Ο αμερικανός πρόεδρος υπέγραψε το Εκτελεστικό Διάταγμα 14066 (8 Μαρτίου 2022) το οποίο απαγορεύει την εισαγωγή πετρελαίου, των παραγώγων πετρελαίου, του υγροποιημένου φυσικού αερίου, του κάρβουνου και ότι σχετίζεται με ενέργεια από τη Ρωσία, https://home.treasury.gov/system/files/126/eo_ 14066.pdf.

[17] Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν έχει διαθέσει δεκάδες εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου από τα στρατηγικά αποθέματα των ΗΠΑ στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να επιτύχει εξισορρόπηση και μείωση στις τιμές των καυσίμων.

[18] David Henderson, «What caused Gas Prices to Jump?», 30 Ιουνίου 2022 Econlib, https://www.econlib.org/what-caused-gas-prices- to-jump/.

[19] Mitri Shatara, «The US Food Shortage», Alexander Shunnarah Trial Attorneys, 26 Ιουλίου 2022, https://shunnarah.com/food-shortage-in-us/.

[20] Ενδεικτικό της κατάστασης είναι η απόδοση του διετούς κρατικού ομολόγου στις ΗΠΑ που ξεπερνάει κατά πολύ αυτή του δεκαετούς (4,25% έναντι 3,68%) και η ρευστοποίηση αμερικανικών μετοχών που έφτασε τα 30 δις δολάρια μόνο μέσα σε μια εβδομάδα. Αυτό αποτυπώνεται στην αύξηση των επιτοκίων της FED ωθώντας το αμερικανικό δολάριο σε άνοδο, το οποίο ως νόμισμα παγκόσμιων συναλλαγών, οδηγεί σε γενικευμένη ανατίμηση προϊόντων και υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα είναι η διόγκωση του κόστους αποπληρωμής χρεών.

[21] Οι συμφωνίες του Μινσκ ήταν μια σειρά διεθνών συμφωνιών που προσπάθησαν να τερματίσουν τον πόλεμο στο Ντονμπάς μεταξύ των ρωσικών αυτονομιστικών ομάδων και των Ενόπλων Δυνάμεων της Ουκρανίας, με τις ρωσικές τακτικές δυνάμεις να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Το πρώτο, γνωστό ως Πρωτόκολλο του Μινσκ, συντάχθηκε το 2014 από την Τριμερή Ομάδα Επαφής για την Ουκρανία, που αποτελείται από την Ουκρανία, τη Ρωσία και τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) με μεσολάβηση των ηγετών της Γαλλίας και της Γερμανίας στο λεγόμενο Σχήμα Νορμανδίας. Μετά από εκτενείς συνομιλίες στο Μινσκ της Λευκορωσίας, η συμφωνία υπεγράφη (5 Σεπτεμβρίου 2014) από εκπροσώπους της Τριμερούς Ομάδας Επαφής, χωρίς αναγνώριση του καθεστώτος τους, από τους τότε ηγέτες της αυτοαποκαλούμενης Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ και του Λαού του Λουχάνσκ. Αυτή η συμφωνία ακολούθησε πολλαπλές προηγούμενες προσπάθειες να σταματήσουν οι μάχες στην περιοχή και αποσκοπούσε στην εφαρμογή άμεσης κατάπαυσης του πυρός. Η συμφωνία απέτυχε να σταματήσει τον πόλεμο και έτσι ακολούθησε μια αναθεωρημένη συμφωνία, το Μινσκ II (12 Φεβρουαρίου 2015). Αυτή η συμφωνία περιλάμβανε την κατάπαυση του πυρός, την απόσυρση βαρέων όπλων από την πρώτη γραμμή, την απελευθέρωση αιχμαλώτων πολέμου, τη συνταγματική μεταρρύθμιση στην Ουκρανία, την παραχώρηση αυτοδιοίκησης σε ορισμένες περιοχές του Ντονμπάς και την αποκατάσταση του ελέγχου των κρατικών συνόρων στην ουκρανική κυβέρνηση. Αν και οι μάχες υποχώρησαν μετά την υπογραφή της συμφωνίας, δεν έληξαν ποτέ πλήρως και οι διατάξεις της συμφωνίας εφαρμόστηκαν μερικώς. Τα μέρη που απαρτίζουν το Σχήμα Νορμανδίας συμφώνησαν ότι το Μινσκ II παραμένει η βάση για οποιαδήποτε μελλοντική επίλυση της σύγκρουσης.

[22] «Θέλω να είμαι ξεκάθαρος: Θα υπερασπιστούμε κάθε σπιθαμή του εδάφους του ΝΑΤΟ. Όμως δεν θα διεξάγουμε πόλεμο εναντίον της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μια άμεση αντιπαράθεση μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας θα σημαίνει Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο», Τζο Μπάιντεν, Twitter, 11 Μαρτίου 2022.

[23] «Η Ρωσία θα λογοδοτήσει εάν εισβάλει και εξαρτάται από το τι θα κάνει. Είναι κάτι διαφορετικό εάν πρόκειται για μια μικρή εισβολή και εμείς καταλήξουμε σε διαμάχη για το τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε κλπ.», Τζο Μπάιντεν, συνέντευξη τύπου στο Λευκό Οίκο, 19 Ιανουαρίου 2022, https://www.whitehouse.gov/briefing-room/speeches-remarks/2022/01/19/remarks-by-president-biden-in-press-conference-6/.

[24] Colin Dueck, «How Republicans Really Feel About Russia and Ukraine», The National Interest, 5 Απριλίου 2022, https://nationalinterest.org/feature/how-republicans-really-feel-about-russia-and-ukraine-201626.

[25] Peter Van Buren, «Tell me how Ukraine Ends», The American Conservative, 14 Μαρτίου 2022, https://www.theamericanconservative.com/tell-me-how-ukraine- ends/.

[26]«Οι τιμές στα καύσιμα και τα τρόφιμα αυξάνονται εξαιτίας της Ρωσίας, Ρωσίας, Ρωσίας», Τζο Μπάιντεν, συνέντευξη τύπου στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, 30 Ιουνίου 2022, President Biden holds news conference at NATO Summit in Madrid — 6/30/2022 – YouTube.

[27] Σύμφωνα με την έρευνα του Monmouth University Poll που διεξήχθη την περίοδο 10-14 Μαρτίου 2022 το 46% των ερωτηθέντων έκρινε θετικά τους χειρισμούς του αμερικανού προέδρου, Gregory Krieg and Eric Bradner, «The 2022 campaign story was set. Then Russia invaded Ukraine», CNN Politics, 27 Μαρτίου 2022, https://edition.cnn.com/2022/03/27/politics/2022-midterm-elections-russia-ukraine-invasion/index.html.

[28] Η πρώτη αυτή θεώρηση εντάσσεται στη σχολή του πολιτικού ρεαλισμού όπου οι διεθνείς σχέσεις εξετάζονται υπό το πρίσμα της παγκόσμιας κατανομής ισχύος και των συγκρούσεων συμφερόντων σε γεωστρατηγικό και γεωοικονομικό επίπεδο. Το εθνικό συμφέρον καθορίζει τις επιλογές και τις προτεραιότητες στις διεθνείς υποθέσεις και όχι οι κανόνες του δικαίου ή οι ηθικές αξίες. Ο πολιτικός ρεαλισμός εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό από την τζακσονική σχολή όπου δίνεται μικρότερη σημασία στους διεθνείς θεσμούς και στο διεθνές δίκαιο. Οι τζακσονικοί προκρίνουν την υλοποίηση στόχων μέσω μονομερών και αποφασιστικών μέτρων όταν απαιτείται ενώ εναντιώνονται σε παρεμβατικές επιλογές εφόσον δεν διακυβεύονται άμεσα ζωτικά συμφέροντα. Οι απόψεις τους έχουν ισχυρά λαϊκά ερείσματα στο συντηρητικό κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας κυρίως της ενδοχώρας (μεσο-δυτικών πολιτειών) και εκφράζονται από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.

[29] Στίβεν Γουόλτ, Στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2007, σσ. 186-189.

[30] Στίβεν Γουόλτ, Στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ, ό.π., σσ. 288-290.

[31] Κώστας Γρίβας, «Το Ουκρανικό μικραίνει την Ευρώπη και δημιουργεί ΥπερΑσία», 26 Ιανουαρίου 2022, Infοgnomon Politics, https://infognomonpolitics.gr/2022/01/kostas-grivas-to-oukraniko-mikrainei-tin-evropi-kai-dimiourgei-yperasia/.

[32] Laura Secor, «Henry Kissinger is worried about disequilibrium», Wall Street Journal, 12 Αυγούστου 2022.

https://www.wsj.com/articles/henry-kissinger-is-worried-about-disequilibrium-11660325251

[33] Η ανασχετική στρατηγική έναντι της Ρωσίας ονομάζεται δόγμα της «λανθάνουσας περικύκλωσης», Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, Η αμερικανική εξωτερική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, σ. 66.

[34] Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, Η Γεωστρατηγική τριάδα. Η συμβίωση με την Κίνα, τη Νέα Ευρώπη και τη Ρωσία, Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2002, σσ. 83-106.

[35] Τζoρτζ O. Μπους, «A Distinctly American Internationalism», Ομιλία στην Προεδρική Βιβλιοθήκη Ρόναλντ Ρέιγκαν, Σίμι Βάλεϊ, Καλιφόρνια, 19 Νοεμβρίου 1999.

[36] Στίβεν Γουόλτ, Στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ, ό.π., σσ 277-283.

[37] Η συγκεκριμένη πολιτική επιλογή από τη δημοκρατική κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν εκφράζει τη σχολή του φιλελεύθερου ιδεαλισμού. Σύμφωνα μ’ αυτήν οι διεθνείς θεσμοί, η δημοκρατία και η οικονομική αλληλεξάρτηση μπορούν να διατηρήσουν τη συνεργασία και την ειρήνη μεταξύ των κρατών. Ένας οικουμενικός ηθικός κώδικας αξιών δύναται να ρυθμίσει το διεθνές σύστημα. Κατεξοχήν εκφραστής του φιλελεύθερου ιδεαλισμού είναι ο ουιλσονισμός που είναι η κυρίαρχη τάση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Σύμφωνα με την ουιλσονική σχολή η εδραίωση της παγκόσμιας ειρήνης στηρίζεται στην εξάπλωση της δημοκρατίας, στην ανάπτυξη του ελεύθερου εμπορίου και στη συλλογική ασφάλεια. Τα δημοκρατικά ιδεώδη, η οικονομική αλληλεξάρτηση και οι πολυμερείς διεθνείς θεσμοί λειτουργούν συνεκτικά μεταξύ των κρατών ρυθμίζοντας το διεθνές σύστημα. Τα λαϊκά ερείσματα του ουιλσονισμού στην αμερικανική κοινωνία βρίσκονται κυρίως στις τάξεις των κεντροαριστερών φιλελευθέρων που γεωγραφικά συγκεντρώνονται ως επί το πλείστον στις πολιτείες της Ανατολικής Ακτής. Εκφράζεται σχεδόν καθολικά στους κόλπους του κόμματος των Δημοκρατικών.

[38] Αριζόνα, Γεωργία, Μίσιγκαν, Νεβάδα, Ουισκόνσιν και Πενσυλβάνια.

[39] Τον Ιούνιο 2022 έφτασε στο χαμηλότερο ποσοστό αποδοχής με 31% και το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ανέβηκε στο 42%, Megan Brenan, «Biden’s Latest 42% Job Approval Similar to Prior Presidents», 20 Σεπτεμβρίου 2022, Gallup, https://news.gallup.com/poll/401633/biden-latest-job-approval-similar-prior-presidents aspx.

[40] David Harsanny, «President Biden, You’re No Bill Clinton», The National Review, 19 Ιανουαρίου 2022,

https://www.nationalreview.com/corner/president-biden-youre-no-bill-clinton/.

[41] Γιώργος Βενέτης, «Μετά τον Μπόρις και τον Μάριο, ποιος έχει σειρά;», SL Press, 11 Αυγούστου 2022, https://slpress.gr/diethni/meta-ton-mporis-kai-ton-mario-poios-echei-seira/.

[42] Πρόκειται για τους επονομαζόμενους RINO (Republicans in name only), δηλαδή τους Ρεπουμπλικάνους πολιτικούς που διαφοροποιούνται τόσο ιδεολογικά όσο και στην πράξη από την επίσημη γραμμή του κόμματος. Ο συγκεκριμένος όρος έχει τις ρίζες του στη διαμάχη μεταξύ των προέδρων Θεόδωρου Ρούζβελτ και Ουίλιαμ Τάφτ, καθώς και του γερουσιαστή Ρόμπερτ Λα Φολέτ για τον έλεγχο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος το 1912.

[43] Το 57% των Ρεπουμπλικάνων προσδιορίζει τους Δημοκρατικούς ως εχθρούς, πιστεύοντας ότι η ζωή τους βρίσκεται σε κίνδυνο από τους τελευταίους λόγω της επικράτησής τους στις εκλογές του 2020. Αντίστοιχα το 41% των Δημοκρατικών θεωρούν τους Ρεπουμπλικάνους εχθρούς. Τα στοιχεία αφορούν έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την YouGovAmerica την περίοδο 13-16 Ιανουαρίου 2021 σε δείγμα 2.166 ατόμων. Σήμερα τα προαναφερόμενα ποσοστά έχουν αυξηθεί λόγω του βαθέματος της πολιτικής διαίρεσης, Linley Sanders, «Americans see now other Americans as the biggest threat to their way of life», 20 Ιανουαρίου 2021, YouGovAmerica, https://today.yougov.com/topics/politics/articles-reports/2021/01/20/americans-now-see-other-americans-biggest-threat.

[44] Η πιο πρόσφατη είναι αυτή που έλαβε χώρα την περίοδο 20-23 Αυγούστου 2022 σε 1.500 ερωτηθέντες από την YouGovAmerica, κατόπιν της έρευνας του FBI στο σπίτι του Ντόναλντ Τραμπ στο Μαρ-α-Λάγκο στη Φλόριντα. 4 στους 10 Αμερικανούς πιστεύουν ότι ένας ένοπλος εμφύλιος πόλεμος μπορεί να ξεσπάσει στα επόμενα 10 χρόνια, Taylor Orth, «Two in five Americans say a civil war is at least somewhat likely in the next decade», 26 Αυγούστου 2022, YouGovAmerica, https://today.yougov.com/topics/politics/articles-reports/2022/08/26/two-in-five-americans-civil-war-somewhat-likely.

[45] Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, Το θεσμικό πλαίσιο διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, ό.π., σσ. 205-206.