Blog

Εθνική κυριαρχία και κατευνασμός: Η αναβλητικότητα οριοθέτησης αιγιαλίτιδας ζώνης και ΑΟΖ.

Εθνική κυριαρχία και κατευνασμός: Η αναβλητικότητα οριοθέτησης αιγιαλίτιδας ζώνης και ΑΟΖ.

Πριν λίγες μέρες η χώρα μας έγινε και πάλι μάρτυρας ενός επεισοδίου κλιμάκωσης της έντασης στο Αιγαίο, ανοιχτά από τη νήσο Κάσο. Για το γεγονός έχουν ήδη ειπωθεί και γραφτεί πολλά, όμως αξίζει να σταθούμε στους λόγους διαιώνισης μιας κατάστασης που θέτει εν αμφιβόλω τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, κατά παράβαση διεθνών συνθηκών και του διεθνούς δικαίου.

Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που δεν έχει επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της (χωρικά ύδατα) στα 12 ναυτικά μίλια. Αυτή η πρόταση, όσο απλή και αν ακούγεται, κρύβει πίσω της ένα συνονθύλευμα από παραχωρήσεις, κατευνασμούς, και παθογένειες που μαστίζουν το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Ο κατευνασμός είναι θεμιτός όταν συνεταιρίζεσαι με κάποιον έμπιστο και ως ελάχιστη προϋπόθεση αναγνωρίζεις κάτι δίκαιο στα αιτήματά του. Όταν όμως γίνεται στη βάση της λογικής “να μην ταράξουμε την ηρεμία και τη σταθερότητα της περιοχής”, απέναντι σε έναν εταίρο “νταή”, τότε συνιστά μια έννοια πολύ διαφορετική. Ας εξετάσουμε το πλαίσιο στο οποίο αναφερόμαστε.

Στις 10 Δεκεμβρίου 1982 άνοιξε για υπογραφή η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). Η Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στις 16 Νοεμβρίου 1994 με την κατάθεση του 60ού εγγράφου επικύρωσης κράτους. Μέχρι σήμερα έχει υπογραφεί και επικυρωθεί από 169 κράτη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο σύνολο 193 κρατών. Με όρους Διεθνούς Δικαίου, η Σύμβαση αποτελεί Εθιμικό Δίκαιο, είναι δηλαδή δεσμευτική ακόμη και για τα κράτη που δεν την έχουν υπογράψει – επικυρώσει, καθώς συνιστά αντικείμενο ευρείας αποδοχής της διεθνούς κοινότητας επί σειρά ετών. Να σημειωθεί εδώ, ότι ανάμεσα στα κράτη που δεν την έχουν υπογράψει είτε επικυρώσει στα εθνικά τους κοινοβούλια είναι η Τουρκία, οι Η.Π.Α., το Ισραήλ, η Λιβύη, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα.

Η Σύμβαση παραχωρεί στα κράτη δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ανάμεσα σε αυτά, το δικαίωμα στα κράτη για αιγιαλίτιδα ζώνη και αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ). Συνοπτικά, η αιγιαλίτιδα ζώνη είναι η θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται από τις ακτές του κράτους και υπόκειται στην εδαφική δικαιοδοσία του. Αποκλειστική οικονομική ζώνη καλούμε την θαλάσσια έκταση, εντός της οποίας ένα κράτος έχει δικαίωμα έρευνας ή άλλης εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας από το νερό και τον άνεμο. Η μεν έχει έκταση έως 12 ναυτικά μίλια, ενώ η δε έως 200. Η διαφορά χωρικών υδάτων και ΑΟΖ είναι πως τα χωρικά ύδατα αναφέρονται σε πλήρη κυριαρχία, ενώ η ΑΟΖ αποτελεί απλό “κυριαρχικό δικαίωμα”, το οποίο αναφέρεται στη δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους μέχρι και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας (η επιφάνεια είναι διεθνή ύδατα). Να σημειωθεί ότι στο άρθρο 121 της UNCLOS αναγνωρίζονται πλήρη δικαιώματα ΑΟΖ 200 ναυτικών μιλίων, σε όλα τα κατοικημένα νησιά αλλά και σε όσα μπορούν να συντηρήσουν οικονομική δραστηριότητα, (ακόμα δηλαδή κι αν δεν κατοικούνται ή δε διαθέτουν, προς στιγμήν, οικονομική δραστηριότητα).

Επιστρέφοντας στην αρχική τοποθέτηση, η χώρα μας είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που δεν έχει επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ναυτικά μίλια. Ευλόγως δημιουργούνται ερωτήματα, αφού η Σύμβαση παρέχει το δικαίωμα σε ένα κράτος μονομερώς να ανακηρύξει την αιγιαλίτιδα ζώνη του, και συνεπώς να επεκτείνει την εθνική κυριαρχία του. Ωστόσο η σύμμαχός μας στο ΝΑΤΟ Τουρκία διατείνεται ότι το εν λόγω δικαίωμα δεν μπορεί να ασκηθεί από την Ελλάδα στο Αιγαίο, υπό την απειλή πολέμου. Συγκεκριμένα, η Τουρκική Εθνοσυνέλευση στις 8 Ιουνίου του 1995, όταν δηλαδή τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, προχώρησε σε ιστορική απόφαση περί «casus belli», δηλαδή αιτία πολέμου, σε περίπτωση που η Ελλάδα προχωρήσει στην επέκταση από 6 σε 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο. Η απόφαση στηρίχθηκε στο ότι τυχόν επέκταση θα έφραζε την πρόσβαση των τουρκικών πλοίων πέραν του Αιγαίου, ενώ η Άγκυρα δεν αρκείται στην εξασφάλιση της αβλαβούς διέλευσης και της διευκόλυνσης της ναυσιπλοΐας από τη μεριά της Ελλάδας, αρχές που καθορίζονται στη Σύμβαση (την οποία έχει επικυρώσει και άρα δεσμεύεται η Ελλάδα).

Ο παραλογισμός αυτός της γείτονος χώρας δεν εκπλήσσει κανέναν. Η σύγχρονη Τουρκία διεκδικεί και επιβάλλει δια της βίας, ή με την απειλή αυτής, συμφέροντα γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής φύσεως. Παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών περί απαγόρευσης χρήσης ή απειλής χρήσης βίας (άρθρο 2, παρ. 4), περί ειρηνικής επίλυσης (άρθρο 2, παρ. 3) και περί καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης (προοίμιο). Παράλληλα, δυναμιτίζει τη συμμαχική σχέση που οφείλουν να έχουν κράτη που μετέχουν στην ίδια Συμμαχία και αντίκειται στις βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται το ΝΑΤΟ (άρθρα 1 και 2 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου).

Υπό αυτή την απειλή, αλλά και στο ευρύτερο πλαίσιο “επίδειξης σταθερότητας και αποφυγής εντάσεων” στους κόλπους της Ευρωατλαντικής Συμμαχίας, η Ελλάδα περιορίστηκε το 2021 στην άνευ προηγουμένου επέκταση των χωρικών υδάτων της από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια μόνο στο Ιόνιο! Αυτή η επιμέρους επέκταση, εκτός του ότι δεν αναφέρεται πουθενά στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, είναι προβληματική διότι αναγνωρίζει de facto το τουρκικό «casus belli» και δίνει χώρο στην Άγκυρα για περεταίρω αξιώσεις.

Στο εξίσου φλέγον θέμα της οριοθέτησης αποκλειστικών οικονομικών ζωνών με τις συνορεύουσες χώρες μας, το γνωμικό “ποτέ δεν είναι αργά” ίσως και να μην ισχύει στην περίπτωσή μας, και εξηγούμαι:

Η Ελλάδα διαθέτει θαλάσσια σύνορα στα δυτικά με τις Ιταλία, Αλβανία, στα νότια με τις Αίγυπτο, Λιβύη και στα ανατολικά με τις Τουρκία και Κύπρο. Για λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, η χώρα μας έχει μέχρι σήμερα προχωρήσει σε σύναψη συμφωνιών οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ μόνο αφού έχει βρεθεί προ τετελεσμένων.

Υπενθυμίζεται ότι η υφαλοκρηπίδα μας με την Ιταλία οριοθετήθηκε το 1977, όταν το τουρκικό “Χόρα”, έφτασε να κάνει έρευνες για πετρέλαιο στα όρια των έξι ναυτικών μιλίων από τη Θάσο. Η συμφωνία περιλάμβανε περιορισμένη υφαλοκρηπίδα για τους Οθωνούς, ενώ επιτρέψαμε στα ιταλικά αλιευτικά να ψαρεύουν στα όρια των έξι ναυτικών μιλίων από τις ελληνικές ακτές. Το τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019 για τον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων μεταξύ της Τουρκίας και της Λιβύης έφερε ξανά προ τετελεσμένων την Ελλάδα, η οποία έσπευσε να συνάψει συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με τα γειτονικά της κράτη. Όμως καθώς οι γείτονες χώρες αναγνώριζαν την πίεση που δεχόταν η Ελλάδα για επίσπευση της οριοθέτησης, πέτυχαν όρους ευνοϊκότερους για εκείνους, από ότι προέβλεπε η οριοθέτηση με βάση την αρχή της μέσης γραμμής.

Η συμφωνία του 1977 με την Ιταλία αποτέλεσε και τη βάση της σύναψης οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών το 2020. Με γνώμονα αυτή, αποδεχτήκαμε μειωμένη επήρεια της ΑΟΖ στα κατοικημένα νησιά των Στροφάδων και στα Διαπόντια, καταστρατηγώντας από μόνοι μας το Δίκαιο της Θάλασσας, αναγνωρίζοντας ότι τα κατοικημένα νησιά δεν δικαιούνται πλήρη ΑΟΖ. Όμως ταυτόχρονα υπογράψαμε και την οριστική παραχώρηση του δικαιώματος στους Ιταλούς αλιείς να ψαρεύουν στα έξι ναυτικά μίλια. Παραχωρήσαμε δηλαδή δικαιώματα σε ξένο κράτος να εκμεταλλεύεται τα χωρικά μας ύδατα, χώρο που υπόκειται στην αποκλειστική εδαφική δικαιοδοσία μας, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις μετέπειτα συμφωνίες και την τρωτότητα αυτών.

Σε παρόμοιο πλαίσιο επισπεύθηκε και η υπογραφή ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, ώστε να “ακυρωθεί” το τουρκολιβυκό μνημόνιο, με τη χώρα μας να απεμπολεί τα πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα ΑΟΖ για την Κρήτη και τη Ρόδο. Υπό το φόβο αντίδρασης από την τουρκική πλευρά, η Ελλάδα υπέγραψε ΑΟΖ με επήρεια 82,5% για την Κρήτη και 10% για τη Ρόδο. Σημειωτέον ότι μιλάμε για δύο από τα μεγαλύτερα ελληνικά νησιά, γεγονός που επισκιάζει όποια μελλοντική διεκδίκηση πλήρους επήρειας του συμπλέγματος της Μεγίστης (14 νησιά), η οποία θα ένωνε την ΑΟΖ μας με αυτή της Κύπρου και θα αποτελούσε το φάρο για την ένωση του Ελληνισμού.

Η Τουρκία του Ερντογάν με σειρά ενεργειών της και συστηματικά, ακολουθεί ένα σχέδιο επέκτασης της επιρροής της στο δρόμο προς την πραγμάτωση του νεο-Οθωμανικού της ονείρου. Εκμεταλλεύεται καιροσκοπικά καταστάσεις και γεγονότα και συνομιλεί στη βάση του “δούνε και λαβείν” με το γνωστό της “παζάρι”, αγνοώντας τις επιπτώσεις στη διεθνή τάξη προς ιδίον όφελος. Χρησιμοποιεί τη γεωγραφική της θέση και τη γεωπολιτική της χρησιμότητα ώστε να παρεμβάλλεται έναντι αντιπαρατιθέμενων δυνάμεων και συμφερόντων και να αποκομίζει ανταλλάγματα έναντι της (προσωρινής συνήθως) συγκατάθεσής της σε ζητήματα (πχ ΝΑΤΟ – Ρωσία, Ισραήλ – Χαμάς, είσοδος Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης και BRICS+ έναντι ΝΑΤΟ και Δυτικού κόσμου).

Η επί 50 συναπτά έτη διατήρηση κατοχικού στρατού στην Κύπρο και οι φρικαλεότητες στις οποίες το τουρκικό κράτος επιδόθηκε προς εδραίωση του παράνομου μορφώματος της στην Κύπρο επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά το αυτονόητο. Δια στόματος Ρ. Ντενκτάς (Μιλιέτ, 1985), «Ακόμα και αν η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν υπήρχε, η Τουρκία πάλι δεν θα άφηνε την Κύπρο στην Ελλάδα». Παρόμοιες τοποθετήσεις έχουν κάνει στο παρελθόν ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Τ. Γκιουνές (Χουριέτ, 1980), ο πρώην πρωθυπουργός Τ. Οζάλ (Μιλιέτ, 1983) και ο πρώην πρωθυπουργός Α. Νταβούτογλου στο στρατηγικό δόγμα της Τουρκίας. Η Τουρκία βλέπει συμφέροντα στην Κύπρο, σε ένα ανεξάρτητο κράτος, και δε διστάζει να χρησιμοποιήσει βία για να τα εξασφαλίσει. Το γεγονός δε, ότι η Κύπρος αποτελεί κομμάτι του Ελληνισμού με εξέχουσα γεωγραφική θέση και κοιτάσματα υδρογονανθράκων εκτοξεύει στα ύψη τη σημασία της.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι το μέλλον προμηνύεται δυσοίωνο όσον αφορά τους συσχετισμούς ισχύος της Ελλάδας με την Τουρκία. Η τουρκική οικονομία, παρά τα υπέρογκα μεγέθη του πληθωρισμού της σημείωσε παγκόσμια επίπεδα ρεκόρ αύξησης πλούτου ανά ενήλικα κατά 157% μεταξύ 2022-23, σύμφωνα με την έκθεση της UBS “Έκθεση Παγκόσμιου Πλούτου 2024”. Οι ξένες επενδύσεις στη χώρα βοηθούνται από τον υψηλό πληθωρισμό (72%) και τη χαμηλή αξία της λίρας στις διεθνείς αγορές (τα τελευταία πέντε χρόνια η τουρκική λίρα έχει χάσει σχεδόν το 83% της αξίας της). Η πολεμική της βιομηχανία παράγει αξιόλογο εξοπλισμό που εξάγεται κυρίως σε χώρες της Αφρικής, ενώ στο διπλωματικό κάδρο η Τουρκία επιτυγχάνει συνεχώς παραχωρήσεις από τη διεθνή τάξη και διαμεσολαβεί σε συγκρούσεις με αποτέλεσμα να εδραιώνει τη θέση της ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής και του Ανατολικού Αιγαίου.

Ο κατευνασμός δεν είναι λύση. Δεν είναι καν προσωρινή λύση. Η ιστορία έχει κατ’ επανάληψη δείξει ότι οδηγεί σε αδιέξοδο και ισχυροποίηση των πιέσεων και των διεκδικήσεων από τη μια πλευρά.  Ελλείψει παγκόσμιου, αμερόληπτου διαιτητή, το λόγο έχουν οι διεθνείς σχέσεις. Και ως γνωστόν, οι διεθνείς σχέσεις και η διπλωματία κυριαρχούνται από συμφέροντα, κρατικά ή ατομικά. Καμία συμμαχία και κανένας τρίτος δεν πρόκειται να θυσιάσει το λαό του για μια διένεξη που δεν τον αφορά άμεσα. Είμαστε κύριοι του εαυτού μας. Όσο ταχύτερα το καταλάβουμε, τόσο πιθανότερο είναι να σταθούμε αντάξιοι των προγόνων μας στην υπεράσπιση της πατρίδας μας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.

Θεοχαράκος Σπυρίδων

Αξιωματικός Στρατού Ξηράς, Αναλυτής του Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων (ΚΕΔΙΣΑ), Bsc Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, Πα.Μακ.

Βιβλιογραφία

  • Καρυώτης Θ. (2019). ΑΟΖ – Αποκλειστική οικονομική ζώνη. Εκδόσεις Παπαδόπουλος.
  • Συρίγος Α. (2015). Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εκδόσεις Πατάκη.
  • https://www.militaire.gr/aoz-ellada-tourkia-maroupa/
  • https://www.newsbeast.gr/politiki/arthro/6573764/ti-simainoyn-oi-oroi-yfalokripida-aoz-kai-aigialitida-zoni