Η Καταστροφική Κατάρρευση των Κανόνων κατά της Χρήσης Βίας.
Έχει προσφάτως δημοσιευθεί ένα δοκίμιο του καθηγητού της Νομικής του Yale Law School, μέλους του Carnegie Endowment for International Peace και εκλεγμένου Προέδρου της American Society of International Law, Scott J. Shapiro, καθηγητή στο Yale Law School και Καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Yale και της κυρίας Oona A. Hathaway, καθηγήτριας Νομικής του Yale Law School, μέλους του Carnegie Endowment for International Peace και Πρόεδρου της Αμερικανικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου, με τον τίτλο «The Internationalists: How a Radical Plan to Outlaw War Remade the World».
Η μελέτη αναλύει την πολιτική του Τράμπ, την απειλή χρήσης βίας για την κατάληψη της Γροιλανδίας και του Καναλιού του Παναμά, την εισήγηση του ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν αν αναλάβουν την ιδιοκτησία της Γάζας, αφού εκδιώξουν τα δύο εκατομμύρια Παλαιστινίους, και την απαίτηση του ότι η Ουκρανία πρέπει να παραχωρήσει έδαφος στην Ρωσσία, εις αντάλλαγμα κατάπαυσης του πυρός.
Οι πράξεις και οι δηλώσεις αυτές ίσως φανούν ότι αποτελούν απλώς μερικά παραδείγματα από τις υπερβολικές επιδιώξεις του Τραμπ. Όμως είναι γεγονός είναι μέρος ενός συνεκτικού σχεδίου επίθεσης κατά της βασικής αρχής του διεθνούς δικαίου: ότι απαγορεύεται στα κράτη να απειλούν ή να χρησιμοποιούν την στρατιωτική τους ισχύ κατά άλλων κρατών για την επίλυση των διαφορών τους.
Πριν από τον 20ο αιώνα, οι θεωρητικοί της νομοθεσίας επίστευαν ότι όχι μόνο ότι τα κράτη μπορούσαν να διεξάγουν πόλεμο για να καταλάβουν τα εδάφη και τους πόρους των άλλων αλλά επίσης σε μερικές περιπτώσεις, ότι έπρεπε να το κάνουν.
Ο πόλεμος εθεωρείται νόμιμος, ο πρωταρχικός τρόπος για να επιβληθούν τα εθνικά δικαιώματα και να λυθούν οι διαφορές μεταξύ των κρατών.
Όλα αυτά άλλαξαν το 1928, όταν σχεδόν όλα τα κράτη στον κόσμο ενέκριναν την Σύμβαση Kellogg-Briand, συμφωνώντας ότι επιθετικοί πόλεμοι θα είναι παράνομοι και ότι εδαφικές κατακτήσεις απαγορεύονται.
Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών επαναβεβαίωσε και επέκτεινε την δέσμευση αυτή, θέτοντας στον πυρήνα της την απαγόρευση «της απειλής και χρήσης βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας άλλου κράτους».
Έχοντας αντιληφθεί ότι απλώς η συμφωνία να απαγορεύσει τον πόλεμο δεν ήταν αφ’ εαυτής αρκετή, τα κράτη έφτασαν σε εξαιρετικά εκτενή μεγέθη για να σχεδιάσουν τον σκελετό και τα ιδρύματα για να τσιμεντοποιήσουν τον βασικό αυτό κανόνα, που οδηγεί στην εγκαθίδρυση της νέας νομικής τάξης που ανύψωσε τα οικονομικά εργαλεία πάνω από την στρατιωτική ισχύ για την εξασφάλιση της ειρήνης.
Για αιώνες πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πόλεμος ήταν μια νόμιμη μέθοδος μέσω της οποίας τα κράτη έλυαν τις διαφορές τους. Η κήρυξη πολέμου δεν εσήμαινε την συντριβή της διεθνούς τάξης – ήταν η φυσική κατάσταση.
Στην απουσία ενός διεθνούς δικαστηρίου να δικάζει διεθνείς διαφορές, οι κυρίαρχες πολιτείες είχαν την εξουσιοδότηση να επιβάλουν τα δικαιώματα τους όπως εθεωρούσαν καλύτερο – με την διεξαγωγή πολέμου.
Οι πολιτείες εξέθεταν τους νόμιμους λόγους για να επιτίθενται σε άλλες πολιτείες σε «προκηρύξεις πολέμου». Οποιοδήποτε νόμιμο παράπονο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ένας νόμιμος λόγος για την χρήση στρατιωτικής βίας: καταστροφή περιουσίας όπως ζημιές σε πλοία, απλήρωτα χρέη, παραβιάσεις συνθηκών και, βέβαια, αυτοάμυνα.
Όπως ο Ολλανδός φιλόσοφος και νομομαθής Ούγκο Γκρότιους – ο ονομαζόμενος « πατέρας του διεθνούς δικαίου» – έγραψε στο «Commentary on the Law of Prize and Booty» ότι ένας πόλεμος λέγεται ότι είναι «δίκαιος αν συνίσταται στην εκτέλεση δικαιώματος».
Επειδή ο πόλεμος γίνεται κατανοητός ως η μέθοδος της επιβολής των δικαιωμάτων, το διεθνές δίκαιο αναγνώριζε το δικαίωμα της κατάκτησης.
Γη και περιουσίες αρπάζονταν για να διορθώσουν τα λάθη που εξεκίνησαν την διαμάχη. «Με το να αρπάζουν τα λάφυρα» εξηγούσε ο Γκρότιους, οι πολιτείες αποκτούν «μέσω του πολέμου εκείνο που τους ανήκει».
Βεβαίως, τα κράτη συχνά απαιτούσαν εκείνα που δεν τους ανήκαν. Αλλά επειδή καμμία ανώτατη εξουσία δεν υπήρχε για να επιδικάσει περί την νομιμότητα των πολέμων, το διεθνές σύστημα στην πραγματικότητα εθεωρούσε ότι η κάθε κατάκτηση ήταν δίκαιη. Η ισχύς δημιουργούσε δίκαιο. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εξεκίνησαν πόλεμο κατά του Μεξικού το 1846, ένας κύριος λόγος νομιμοποίησης ήταν τα δάνεια που όφειλε το Μεξικό.
Για να σταματήσει η στρατιωτική εκστρατεία, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανάγκασαν το Μεξικό να υπογράψει συμφωνία παραχωρήσεως 535,000 τετρ. μιλίων γης η οποία κατέστη η Νοτιοδυτική Αμερική εις αντάλλαγμα για $ 15 εκατ. και διαγράφοντας τα χρέη. Το αποτέλεσμα αυτό ήταν μακράν του να είναι μοναδικό. Τα κράτη συχνά εχρησιμοποιούσαν την πρακτική που έγινε γνωστή ως «διπλωματία των κανονιοφόρων» (gunboat diplomacy) – η χρήση στρατιωτικών απειλών για να προωθήσουν πολιτικές ή οικονομικές απαιτήσεις – να πιέσουν πιο αδύναμες χώρες να υπογράψουν λεόντειες συμφωνίες.
Αν εδικαιολογείτο για ένα κράτος να διεξάγει πόλεμο προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων του, τότε ενομιμοποιείτο να απειλήσει πόλεμο προς υπεράσπιση των συμφερόντων του.
Στις αρχές του 1854, ο Αμερικανός αξιωματικός του Ναυτικού Μάθιου Πέρι εξήγησε χρησιμοποιώντας το παράδειγμα όταν έπλευσε στον Κόλπο του Έντο (τώρα Τόκιο) με στόλο αμερικανικών πολεμικών πλοίων.
Ισχυρίσθηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν νόμιμο δικαίωμα να εμπορεύονται με την Ιαπωνία, και εξεκαθάρισε ότι αν η Ιαπωνία δεν συμφωνήσει να ανοίξει τους λιμένες της, θα το έκανε ο ίδιος χρησιμοποιώντας στρατιωτική δύναμη. Η πίεση είχε αποτέλεσμα: στις 31 Μαρτίου, 1854, τα δύο κράτη υπέγραψαν την Συνθήκη της Καναγκόουα, η οποία άνοιξε δύο Ιαπωνικούς λιμένες στα αμερικανικά πλοία.
Για αιώνες, το διεθνές δίκαιο αναγνώριζε το δικαίωμα της κατάκτησης.
Επειδή ο πόλεμος ήταν η μέθοδος μέσω της οποίας τα κράτη επιδίωκαν τα νόμιμα δικαιώματά τους, η διεξαγωγή πολέμου ήταν μια μέθοδος εφαρμογής του νόμου και όχι εγκληματική ενέργεια.
Όταν ο Ναπολέον έχασε τον πόλεμο της «Έκτης Σύμπραξης» το 1814, οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις οι οποίες τον ενίκησαν δεν τον εφυλάκισαν ως εγκληματία πολέμου. Εστάλη στην νήσο Έλμπα, όπου του επετράπη να διατηρήσει τον τίτλο του αυτοκράτορα και να κυβερνά το νησί ως βασιλιάς.
Ακόμη και μετά την επιστροφή του στην Ευρώπη και μετά την δεύτερη ήττα του στο Βατερλό, η ακολουθήσασα εκτόπιση του στην Αγία Ελένη στον Νότιο Ειρηνικό δεν ήταν τιμωρία για το έγκλημά του. Ήταν ένα προστατευτικό μέτρο – ένα είδος καραντίνας – για να τον κρατήσει από το να ξαναεπιχειρήσει στην Ευρώπη.
Όχι μόνο οι πολιτείες κατείχαν το δικαίωμα της κατάκτησης εδαφών άλλων κρατών, να χρησιμοποιούν την διπλωματία των κανονιοφόρων και να έχουν ασυλία από νόμιμες καταδιώξεις επειδή διεξήγαγαν πόλεμο.
Επίσης ήταν δεσμευμένοι από αυστηρούς κανόνες ουδετερότητας προς τους εμπόλεμους. Τα ουδέτερα κράτη δεν μπορούσαν να θέσουν κυρώσεις στους εμπόλεμους. Αν το έκαναν, θα αναμιγνύονταν με τις προσπάθειες των αντιμαχόμενων να διεκδικήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους. Αν ένα κράτος παραβίαζε την υποχρέωση της ουδετερότητας, εδημιουργούσε ένα νόμιμο λόγο για πόλεμο εναντίον του. Η κατάκτηση ήταν νόμιμη, αλλά η επιβολή οικονομικών κυρώσεων κατά των αντιμαχόμενων ήταν παράνομη.
Υπό αυτό το νομικό καθεστώς που εκράτησε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, ισχυρά κράτη συχνά κατάφευγαν στον πόλεμο για να επιβάλουν τις απαιτήσεις τους, και αδύναμα κράτη ήταν αναγκασμένα να υποταχθούν ή να διακινδυνεύσουν την εκμηδένιση, εμφανίζοντας συνεχείς ροές συγκρούσεων.
Χωρίς να υπάρχει απαγόρευση των κατακτήσεων, τα εθνικά σύνορα μεταβάλλονταν τακτικά και αυτοκρατορίες αυξάνονταν με την βία οχυρώνοντας παγκόσμιες ανισότητες.
Εμπορικοί δρόμοι ανοίγονταν και κατόπιν ελέγχονταν με κανόνια, και αποικίες εκερδίζονταν και εχάνονταν όπως οι αποζημιώσεις σε δικαστηριακές αγωγές. Η οικονομία της υφηλίου παρέμενε περιορισμένη λόγω της διαρκούς απειλής του πολέμου.
Από τον πόλεμο στην ειρήνη
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, όμως, έφερε νέες καταστροφικές τεχνολογίες στα πεδία των μαχών, και η καταστροφή που επέφερε ξεπερνούσε κατά πολύ τις καταστροφές των προηγούμενων πολέμων.
Περισσότερο από 20 εκατ. επέθαναν, εκ των οποίων οι μισοί ήσαν πολίτες. Όταν οι σκοτωμοί εσταμάτησαν, άρχισε μια απεγνωσμένη έρευνα για να βρεθεί ένας τρόπος για να αποφευχθεί μια παρόμοια καταστροφή στο μέλλον.
Η Κοινωνία των Εθνών, η οποία ιδρύθηκε το 1920 για να διατηρήσει την ειρήνη μέσω της συλλογικής ασφάλειας, προσέφερε λύση. Όμως η Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, μη επιθυμώντας να αναγκαστεί να συρθεί πάλιν στους πολέμους της Ευρώπης, απέκλεισε τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να γίνει μέλος, και αυτό άφησε την επιβολή της εξουσίας του διεθνούς οργανισμού αναποτελεσματική.
Τον ίδιο καιρό περίπου, μια νέα και περισσότερο θρασεία ιδέα ανεδύθη: να τεθεί ολοσχερώς εκτός νόμου ο πόλεμος.
Στα τέλη του 1927, ο Υπουργός των Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Φράνκ Κέλογγ επρότεινε μια παγκόσμια σύμβαση επισημοποιώντας την ιδέα του Γάλλου Πρωθυπουργού Αριστίντ Μπριάν.
Σε λιγότερο από ένα χρόνο, η ούτω καλούμενη Συνθήκη Κέλογγ – Μπριάν του 1928 – επισήμως τιτλοφορούμενη η Γενική Συνθήκη για την Απαγόρευση του Πολέμου ως Όργανο Εθνικής Πολιτικής – προσείλκυσε 58 υπογραφές την μεγάλη πλειοψηφία των κρατών του κόσμου της εποχής εκείνης.
Αναγνωρίζοντας την αρχή ότι ο επιθετικός πόλεμος ήταν παράνομος, τα κράτη συμφώνησαν να «καταδικάζουν προσφυγή στον πόλεμο για την επίλυση διεθνών διαφορών και να την αποδοκιμάσουν ως όργανο εθνικής πολιτικής στις μεταξύ τους σχέσεις», εδεσμεύθησαν δε να διευθετούν κάθε διαφορά μεταξύ τους «με ειρηνικά μέσα».
Επειδή η συνθήκη δεν κατάφερε να εμποδίσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε εκτενώς διαπομπευθεί ως αφελής και αναποτελεσματική. Η πραγματικότητα είναι ότι έθεσε σε κίνηση μια διαδικασία η οποία έδωσε το έναυσμα για την καινούργια διεθνή τάξη.
Οι συγγραφείς της συνθήκης, παρά τις προσδοκίες τους, δεν είχαν αντιληφθεί το μέγεθος του κατορθώματος τους. Όταν ο πόλεμος απαγορεύθηκε, σχεδόν κάθε πλευρά του διεθνούς δικαίου έπρεπε να επανεξετασθεί.
Όταν η Ιαπωνία εισέβαλε στην Μαντζουρία το 1931, εχρειάστηκε ένας χρόνος για να ετοιμάσει ο Υπουργός των Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Χένρι Λ. Στίμσον απάντηση που να συνάδει με τις αρχές της συνθήκης.
Ο Στίμσον αποφάσισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αρνηθούν να αναγνωρίσουν το δικαίωμα της Ιαπωνίας στα εδάφη που κατέλαβε παράνομα, και τα μέλη της Κοινωνίας των Εθνών ακολούθησαν το παράδειγμά του.
Η νέα αυτή αρχή της μη αναγνώρισης τώρα γνωστή ως το Δόγμα Στίμσον, έφερε την αλλαγή. Η κατάκτηση η οποία στο παρελθόν ήταν νόμιμη, δεν θα αναγνωρίζονταν πλέον. Και ακόμη και αν η Ιαπωνία μπορούσε να υποχρεώσει την Κίνα να υπογράψει σύμβαση ότι παραχωρεί στους Ιάπωνες το παρανόμως καταληφθέν έδαφος, η σύμβαση δεν θα αναγνωρίζονταν ως νόμιμη. Η διπλωματία των κανονιοφόρων έπαυσε να δίνει δικαιώματα σε νόμιμες υποχρεώσεις που προέρχονταν από συνθήκες.
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια ρηξικέλευθη ιδέα αναφύεται: Να κηρυχθεί ο πόλεμος παράνομος
Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία και η Ιαπωνία – και οι δύο χώρες συμβαλλόμενες στην Συνθήκη Κέλογγ – Μπριάν – την καταστρατήγησαν με το να αρχίσουν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τελικώς αντιμετώπισαν τα αποτελέσματα: έχασαν όλες τις περιοχές που κατέκτησαν με την ισχύ των όπλων, και οι ηγέτες τους εδικάστηκαν σε δικαστήρια για εγκλήματα πολέμου.
Η πρώτη κατηγορία στο κατηγορητήριο στις δίκες της Νυρεμβέργης ήταν «ότι ο επιθετικός πόλεμος που προετοιμάστηκε από τους Ναζί συνωμότες …… είχε προετοιμαστεί εκ των προτέρων, κατά παράβαση των όρων της Συνθήκης Κέλογγ – Μπριάν του 1928».
Οι αρχές της συνθήκης επαναδιατύπωσαν επίσης άλλες όψεις του Διεθνούς Δικαίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας των Ηνωμένων Πολιτειών Ρόμπερτ Τζάκσον υπερασπίστηκε την Νομοθεσία του 1941 Lend – Lease η οποία επέτρεψε την επίσημη κήρυξη του πολέμου – με το να σημειώσει ότι η Σύμβαση Κέλογγ – Μπριάν έχει αλλάξει τον πόλεμο ως όργανο πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες να προμηθεύσουν οπλισμό στα κράτη που πολεμούσαν την ναζιστική Γερμανία χωρίς τυπική κήρυξη πολέμου – σημειώνοντας η Συνθήκη Κέλογγ – Μπριάν «έχει διαφοροποιήσει πόλεμο ως όργανο πολιτικής» και όπως εξήγησε ο Τζάκσον, είχε ως επακόλουθο ότι «το κράτος που εκήρυξε τον πόλεμο κατά παραβίαση των υποχρεώσεων του δεν αποκτά δικαιώματα ισότητας συμπεριφοράς από άλλα κράτη». Η ουδετερότητα δεν απαιτούσε πλέον ότι τα κράτη παραμένουν εντελώς αμερόληπτα απέναντι στην επιθετικότητα.
Με άλλα λόγια, οι κανόνες άρχισαν να μετατίθενται το 1928. Οι ηγέτες του κόσμου άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι τα ιδεώδη δεν είναι αρκετά.
Χρειαζόντουσαν νέοι νομικοί κανόνες και θεσμικά όργανα για να δώσουν ισχύ στα ιδεώδη αυτά.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι νικήτριες δυνάμεις ίδρυσαν τα Ηνωμένα Έθνη για να κωδικοποιήσουν την επανάσταση που έθεσε σε κίνηση η Συνθήκη Κέλογγ – Μπριάν.
Στην Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, τα κράτη απαγορεύονται «από το να χρησιμοποιούν την απειλή ή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους».
Συνθήκες οι οποίες υπογράφτηκαν υπό πίεση κατέστησαν τυπικά άκυρες, δεν χρειαζόταν πια να μην λαμβάνει κανείς θέση, και ηγέτες που ενεργούσαν επιθετικές πράξεις πολέμου μπορούσαν να θεωρηθούν ποινικώς υπεύθυνοι.
Η μεταβίβαση αυτή, η οποία οδηγείτο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, εσημείωσε μια από τις πλέον επιδραστικές νομικές μετατροπές στην ανθρώπινη ιστορία.
Κατά την διάρκεια των 80 ετών αφού ετέθη σε εφαρμογή η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, τα είδη των πολέμων μεταξύ κρατών και οι εδαφικές κατακτήσεις που είχαν μορφολογήσει και επαναμορφωλογήσει τα εθνικά σύνορα από αιώνες έγιναν σπάνιες.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν έχουν εμφανώς πολεμήσει μεταξύ τους από το 1945, και κανένα μέλος των Ηνωμένων Εθνών δεν έχει παύσει να υφίσταται ως αποτέλεσμα κατάκτησης. Βέβαια, οι διαπλοκές δεν εξαφανίσθηκαν, αλλά έγιναν πολύ λιγότερο εμφανείς. Ο αιώνας που προηγήθηκε του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου αντιμετώπισε περισσότερες από 150 επιτυχημένες καταλήψεις περιοχών. Στις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήσαν λιγότερες από δέκα.
Μερικοί αναλυτές πιστεύουν στην μεταπολεμική ειρήνη λόγω της πυρηνικής αποτροπής, άλλοι στην διασπορά της δημοκρατίας, και άλλοι στην άνοδο του παγκόσμιου εμπορίου.
Όμως οι ερμηνείες αυτές δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν την σπουδαιότητα της απόφασης να κηρυχθεί παράνομος ο πόλεμος.
Όταν ο Ιρακινός ηγέτης Σαντάμ Χουσεϊν εισέβαλε στο Κουβέιτ τον Αύγουστο 1990, παραβιάζοντας τον Χάρτη των Εθνών, το Συμβούλιο Ασφαλείας απαίτησε όπως ο Ιρακινές δυνάμεις αποσυρθούν πάραυτα.
Όταν δεν το έπραξαν, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξουσιοδότησε άλλα κράτη να «χρησιμοποιήσουν όλα τα αναγκαία μέσα» για να «επαναφέρουν την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγούντο μιας διεθνούς στρατιωτικής συμμαχίας η οποία εξεδίωξε τις Ιρακινές δυνάμεις από το Κουβέϊτ. Τα κράτη που παρακολουθούσαν έμαθαν ότι η παραβίαση της απαγόρευσης της χρήσης βίας θα έχει επιπτώσεις.
Ο νόμος προσδιόριζε την συμπεριφορά των κρατών όχι αναγκαία επειδή είχαν αποφασίσει ότι έπρεπε να τον ακολουθήσουν. Προσδιόριζε την συμπεριφορά τους επειδή άλλαξε το πως ανέμεναν τα άλλα κράτη – ιδίως οι Ηνωμένες Πολιτείες, να απαντήσουν.
Οι κυρώσεις αντεκατέστησαν τον πόλεμο ως την πρωταρχική μέθοδο επιβολής του διεθνούς δικαίου
Η απαγόρευση επί της κατάκτησης εδάφους άλλαξε επίσης την μέθοδο πως τα κράτη ηδύνατο να αποκτήσουν πλούτο. Πριν εγκαθιδρυθεί ο κανόνας αυτός, η ικανότητα των κρατών να συσσωρεύσουν πλούτο συνήθως βασίζονταν στο πόσο έδαφος, πόρους και παραχωρήσεις μπορούσαν να αποσπάσουν από άλλα κράτη.
Ο πόλεμος και οι κατακτήσεις αναγνωρίζονταν ως μονοπάτια προς την ευμάρεια. Με την εξάλειψη του δικαιώματος της κατάκτησης, η μεταπολεμική νομική τάξη ανάγκασε τα κράτη να αναζητήσουν οικονομική ανάπτυξη μέσω ειρηνικών μέσων, κυρίως εμπορικών.
Η ανάπτυξη του εμπορίου και η απαγόρευση του πολέμου ήταν συνυφασμένες, καθώς τα κράτη δεν μπορούσαν πλέον να εμπλουτιστούν μέσω κατακτήσεων. Αντ΄ αυτών, έπρεπε να βασίζονται στις οικονομικές συνεργασίες, στους ανταγωνισμούς της αγοράς και την ελεύθερη ροή αγαθών και κεφαλαίου.
Εν τω μεταξύ οι μεγάλες δυνάμεις οι οποίες βασίστηκαν στην διπλωματία των κανονιοφόρων για να επιβάλουν την θέλησή τους, αναγκάσθηκαν να την αντικαταστήσουν με την διπλωματία της επιταγής (checkbook diplomacy).
Οι οικονομικές και διπλωματικές κυρώσεις αντικατέστησαν τον πόλεμο ως την κύρια μέθοδο επιβολής του διεθνούς δικαίου. Καθώς τα κράτη κατέστησαν περισσότερο οικονομικά αλληλοεξαρτώμενα, εσχεδίασαν αυξανόμενες σχετικές καινοφανείς μεθόδους αποβολής ή μη συμπεριλαμβάνοντας κράτη από τα ωφελήματα της διεθνούς συνεργασίας.
Ένα τέτοιο εργαλείο, οι εμπορικές κυρώσεις, κατέστησαν ένας κομβικός τρόπος όπου τα κράτη απαντούσαν σε μια μεγάλη ποικιλία παράνομων πράξεων, όπως παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υποστηρίζοντας την τρομοκρατία, ή διεξάγοντας επιθετικούς πολέμους.
Το 1945, οι εισαγωγές – εξαγωγές ήταν μόνο το 10% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (GDP). Το 2023 έφθασαν το 58%.
Δεκάδες χιλιάδες διεθνείς οργανισμοί ανεφύησαν, και περισσότερες από 250,000 συνθήκες εδημιουργήθησαν για να βοηθήσουν την διαχείριση αυτού του άνευ προηγουμένου επιπέδου αλληλεξάρτησης. Η απειλή ότι θα εξαιρείτο από τις διεθνής συνεργασίες γίνονταν όλο και πιο δύσκολο να είναι υποφερτό.
Χάρις στο μεγάλο μερίδιο του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και της θέσεως του δολλάριου ως το αποθεματικό νόμισμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εκέρδισαν εξαιρετική ισχύ για να επιβάλουν τους κανόνες.
Για τις πλείστες χώρες, το να έχουν καλές σχέσεις με της Ηνωμένες Πολιτείες ήταν οικονομική αναγκαιότητα. Ο ρόλος της Ουάσιγκτον στην διατήρηση της μεταπολεμικής νομικής τάξεως ήταν μακράν από τέλειος: ο πόλεμος των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βιετνάμ, η εισβολή στο Ιράκ το 2003, και η πολυετής αντι-τρομοκρατική εκστρατεία στην Μέση Ανατολή, όλες επαφίονταν σε υπερβολικές απαιτήσεις για αυτοάμυνα.
Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν παραβίασαν την βασική απαγόρευση περί εδαφικής κατάκτησης, και έπαιξαν κριτικό ρόλο στο να στηρίξουν το σύστημα, εγγυώμενη την υπεράσπιση των Ευρωπαϊκών χωρών που έγινα μέλη στο ΝΑΤΟ και τις αμερικανικές χώρες στην Συνθήκη του Ρίο, καθώς επίσης και η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Νέα Ζηλανδία, οι Φιλιππίνες, η Νότιος Κορέα και η Ταϊλάνδη, αν καμμιά απ’ αυτές αντιμετώπιζαν παράνομη επίθεση.
Η απόφαση της Ουάσιγκτον να ηγηθεί της επίθεσης κατά της εισβολής του Ιράκ στο Κουβέιτ εξεκαθάρισε ότι αν ένα κράτος αποπειραθεί να καταλάβει άλλο, είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει Αμερικανο-οδηγούμενη αντίσταση – ακόμη και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν συμβατική υποχρέωση να απαντήσουν.
Αυτό το ατελές αλλά λειτουργικό σύστημα εκράτησε κύριες/μεγάλες διαμάχες σε απόσταση/υπό έλεγχο και διασφάλισε ότι σ’ ένα αλληλοσυνδεόμενο κόσμο, παρ’ όλες τις εντάσεις του, δεν έφταναν σε μη ελεγχόμενη βία.
Τα κράτη είχαν την ευχέρεια να φτιάξουν καλύτερες οικονομίες χωρίς να φοβούνται ότι μια μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη θα τους κατακτούσε ή θα τους ανάγκαζε να υπεισέλθουν σε λεόντειες συνθήκες για να μοιράσουν τα λάφυρα.
Νομικός Κίνδυνος
Όλα αυτά είναι έτοιμα να αλλάξουν. Οι προηγούμενες διοικήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών είναι δυνατόν να καταδικαστούν για την υποκρισία τους. αλλά η προθυμία της διοίκησης Τραμπ να εγκαταλείψει παντελώς την απαγόρευση του πολέμου είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνη.
Η προϋπόθεση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την δυνατότητα να αποκτήσουν τον Καναδά, την Γροιλανδία ή το Κανάλι του Παναμά δια της βίας – ή ότι δύναται να απαιτήσει την ιδιοκτησία της Γάζας – δεν είναι απλώς ρεαλισμός ή μιας νέας μορφής εκτελεστικής πολιτικής βασισμένης σε συνδιαλλαγή.
Είναι μια επιστροφή σε μια προγενέστερη εποχή ότι η ισχύς ήταν το δίκαιο. Η ρητορική του Τραμπ και οι πράξεις του αντανακλούν την προ Κέλογγ – Μπριάν ιδέα ότι η απειλή πολέμου ή η ετοιμασία για κατάκτηση εδάφους είναι ένας νόμιμος τρόπος να λυθούν οι διαφορές και να αναγκαστούν και άλλα κράτη να κάνουν υποχωρήσεις.
Επιπροσθέτως του να απειλεί κατακτήσεις, η διοίκηση Τραμπ εμφανίζεται έτοιμη να εγκαταλείψει την υπεράσπιση του δικαιώματος άλλων κρατών να μη τα κατακτήσουν.
Τον Απρίλιο, αφού απείλησε να αποσύρει την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια, από την Ουκρανία, ο Τραμπ προειδοποίησε τον Ουκρανό Πρόεδρο Βολοντιμίρ Ζελένσκι ότι εάν δεν εμελετούσε το αμερικανικό σχέδιο για ειρήνευση το οποίο, σύμφωνα με τους Financial Times, θα μπορούσε να αποσπάσει 20% της Ουκρανίας στην Ρωσσία, θα αντιμετώπιζε «την απώλεια ολόκληρης της χώρας του».
Ο Τραμπ έχει ήδη επαναφέρει την πολιτική των κανονιοφόρων χρησιμοποιώντας την απειλή δυνάμεως για να υποχρεώσει άλλα κράτη να υπογράψουν συνθήκες σύμφωνα με τους όρους του. Οι στρατιωτικές απειλές εβοήθησαν στο να καταφέρει παραχωρήσεις από τον Καναδά και το Μεξικό.
Η δασμολογική πολιτική του Τραμπ υπονομεύει επίσης την απαγόρευση κατακτήσεων με το να περιορίζει την δύναμη των οικονομικών κυρώσεων ως νόμιμο τρόπο επιβολής. Οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές αν χρησιμοποιούνται με φειδώ και σε απάντηση καθαρών παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου.
Επιβάλλοντας δασμούς 25% σε άλλα κράτη για καπρίτσιο, όπως έκαμε ο Τραμπ στον Καναδά και το Μεξικό, διαβρώνει τον αντίκτυπο που έχουν οι κυρώσεις για να τιμωρήσουν την πραγματική παράνομη συμπεριφορά.
Ο Τραμπ επιτέθηκε στις κυρώσεις ως μηχανισμό επιβολής όταν υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα απειλώντας να υποβάλει κυρώσεις σε δικαστές και δικηγόρους συνδεδεμένους με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Η κίνηση αυτή μετέτρεπε ένα όργανο για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου σε όπλο για να το διαβρώσει. Με το να ξεμπλέκει την αλληλεξάρτηση των κρατών, οι απομονωτικές οικονομικές πολιτικές που ακολουθεί ο Τραμπ, μειώνουν την ικανότητα των άλλων κρατών να τιμωρήσουν παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου με να τις θέτουν εκτός πλαισίου, αφήνοντας λίγες επιλογές από το να καταφεύγουν σε στρατιωτική βία ή να επιτρέψουν τις παραβιάσεις να παραμείνουν ανεξέλεγκτες.
Οι διάφορες ρητορικές κορώνες και αλλαγές πολιτικής ίσως φαίνονται χαώδεις. Όμως όλες είναι μέρος μιας πιο πλατιάς απόπειρας να διαλύσει την μεταπολεμική νομική τάξη.
Η επίθεση αυτή είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη επειδή διεξάγεται από το κράτος που το έστησε και, παρ’ όλο που ήταν ατελές, το διατήρησε.
Ο Τραμπ μπορεί να μην προχωρήσει στην εφαρμογή όλων των απειλών του: μερικές μπορεί να τερματιστούν από τα δικαστήρια ή από εσωτερικούς πολιτικούς αντιπάλους και άλλοι ηγέτες ίσως δεν θα τον μιμηθούν αμέσως. Όμως και μόνο οι απειλές του διαβρώνουν επικίνδυνα τις αξιώσεις και τον έλεγχο της συμπεριφοράς και τις επιπτώσεις που υποστηρίζουν την απαγόρευση για κατακτήσεις.
Οι αξιώσεις αυτές – η πίστη ότι οι περισσότερες χώρες, τον περισσότερο καιρό, θα συμπεριφερθούν ωσάν οι κανόνες να ισχύουν – επιτρέπουν σε πιο αδύναμες χώρες να προγραμματίζουν μακροπρόθεσμα, οι επενδυτές να επενδύουν κεφάλαια διασυνοριακά, και κυβερνήσεις να απαντούν συλλογικά σε παραβιάσεις του νόμου.
Αν η πιο ισχυρή δύναμη του κόσμου μπορεί να μην λαμβάνει υπ’ όψιν κανόνες που έχουν εγκαθιδρυθεί προ πολλού χρόνου με ατιμωρησία, και άλλες δυνάμεις είναι λογικό να νοιώσουν ότι μπορεί να την μιμηθούν. Και όταν τα κράτη δεν αναμένουν πλέον τα άλλα κράτη να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τους κανόνες, το σύστημα το οποίο εφαρμόζετο μέχρι τότε θα διαλυθεί – όχι αμέσως, αλλά κομμάτι κομμάτι μέχρις ότου καταρρεύσει ολοσχερώς.
Υπάρχει ένα διαφορετικό δυνητικό μονοπάτι, αλλά θα χρειαστεί σθένος και άμεση δράση. Το 2022 142 χώρες μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κατεδίκαζε την απόπειρα της Ρωσσίας να ενσωματώσει Ουκρανική περιοχή ως παράνομη.
Άλλες χώρες θα μπορούσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να επαναλάβουν την απαγόρευση κατάκτησης περιοχών χωρίς να επαφίενται στις Ηνωμένες Πολιτείες ως η κύρια επιβάλλουσα.
Υπάρχουν μερικά σημάδια ότι η Ευρώπη έχει την πρόθεση να βαδίσει στο κενό που άφησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά τη καταστροφική συνάντηση του Μαρτίου στον Λευκό Οίκο όπου ο Τραμπ και ο Αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς απαξίωναν τον Ζελένσκι και εφάνηκαν να απειλούν να εγκαταλείψουν την Ουκρανία, η Ευρώπη συνεργάστηκε για να καλύψει το δικαίωμα της Ουκρανίας στην αυτοδυναμία.
Ο Βρεταννός Πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ υποσχέθηκε ότι οι Ευρωπαϊκές χώρες θα αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες και θα συγκεντρώσουν μια «σύμπραξη εθελοντών» για να υπερασπίσουν την Ουκρανία, και η Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ορκίστηκε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα παρουσιάσει σχέδιο υποστήριξης της χώρας.
Αλλά η Ευρώπη δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο αστυνόμος της ανθρωπότητας. Δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αναγκαία στρατιωτική ισχύ, οικονομική επιρροή και πολιτική ενότητα. Ακόμη και αν μπορούσε θα ήταν λάθος για την ανθρωπότητα να βασίζεται υπέρμετρα σε άλλο πλαίκτη.
Οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια για να εξασφαλίσει την απαγόρευση της χρήσης βίας δεν μπορεί να γίνει χωρίς να αναγνωρίζει τα προβλήματα και το σύστημα που τα εξασφάλισε.
Όταν τα Ηνωμένα Έθνη εγκαθιδρύθηκαν, πέντε ισχυρές χώρες – η Κίνα, η Γαλλία, η Σοβιετική Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο, και οι Ηνωμένες Πολιτείες – έδωσαν στους εαυτούς του μια προνομιακή θέση ως μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας με δικαίωμα αρνησικυρίας οποιωνδήποτε ενεργειών των Ηνωμένων Εθνών.
Και ο εξέχων ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στην διευθέτηση εσήμαινε ότι όταν η Ουάσιγκτον δεν ελάμβανε υπ’ όψιν τους κανονισμούς – π.χ. όταν εισέβαλε στο Ιράκ το 2003 – κανείς δεν ήταν εις θέση να ζητήσει εξηγήσεις.
Τα σφάλματα αυτά αποενοχοποιούσαν την νόμιμη τάξη που απαγόρευε την χρήση βίας, ιδίως για τις χώρες του Νότου. Η μη εμπιστοσύνη αυτή σημαίνει ότι μερικές χώρες ίσως να μην αναγνωρίζουν την αξία του τι έχουν να χάσουν όταν ο Τραμπ ακυρώνει την απαγόρευση αυτή.
Δημόσια αναγνώριση των μεταπολεμικών αδυναμιών της νόμιμης τάξεως – και η τακτική αποτυχία να ζήσουν σύμφωνα με τα ιδεώδη τους – είναι ένα κρίσιμο πρώτο βήμα προς την δημιουργία μιας πλέον δυναμικής νομικής τάξεως.
Διατηρώντας την απαγόρευση της χρήσης βίας θα χρειαστεί καινούργιες σκέψεις για τα διεθνή ιδρύματα. Ένα ανανεωμένο σύστημα που να εξασφαλίζει διεθνή ειρήνη και ασφάλεια πρέπει να ενδυναμώσει μια πιο πλατειά γκάμα κρατών για να μοιράζονται την ευθύνη της διατήρησης της νομιμότητας, καθιστώντας τα περισσότερο νομιμοποιημένα και ελαστικά σε εσωτερικές αλλαγές σε μια χώρα.
Χώρες μεσαίου μεγέθους και μικρές χώρες πρέπει να εγκαθιδρύσουν πλατιές συμπράξεις για να υπερασπιστούν την απαγόρευση της χρήσης βίας. Πολλοί αναλυτές υποθέτουν ότι η σχετική ειρήνη η οποία υπερίσχυε για 80 χρόνια δεν θα μπορούσε ποτέ να διατηρηθεί χωρίς ένα κύριο, ισχυρό κράτος εγγυητή.
Αυτή όμως η άποψη μειώνει την πραγματική ισχύ που μπορούν να έχουν κράτη όταν εργάζονται μαζί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα παράδειγμα: καμμία από τα κράτη μέλη έχει μόνο του μεγάλη ισχύ, αλλά όλα μαζί είναι όντως μια δύναμη.
Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, όπου όλα τα 193 κράτη μέλη έχουν ίση ψήφο, πρέπει να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Το σώμα δεν έχει προς το παρόν τις εξουσίες εφαρμογής του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά ως ένα όργανο υπεύθυνο για την διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας, δύναται να ασκήσει περισσότερη δύναμη για να επιβάλει την απαγόρευση της Συνθήκης για την χρήση βίας.
Μια πρόσφατη μεταρρύθμιση γνωστή ως «veto initiative» (δικαίωμα αρνησικυρίας) επιδεικνύει πως μπορεί να γίνουν περισσότερα. Εδημιουργήθηκε μετά την εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία, η διαδικασία αυτή αποστέλλει οποιαδήποτε απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για την οποία έχει ασκηθεί βέτο στην Γενική Συνέλευση για συζήτηση.
Αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης που ενεκρίθησαν υπό αυτές τις πρόνοιες προσφέρουν στα κράτη νομική κάλυψη για να συντονίζουν κυρώσεις κατά της Ρωσσίας και να προσφέρουν οπλισμό και οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία. Αυτό οδήγησε και στην δημιουργία ενός παγκόσμιου κατάλογου ζημιών για να ανοίξει ο δρόμος για πολεμικές αποζημιώσεις μετά το τέλος του πολέμου.
Τα κράτη πρέπει επίσης να εργάζονται εντός περιφερειακών συνασπισμών για να επιτελέσουν κοινούς σκοπούς. Τέτοιοι συνασπισμοί άρχισαν να δημιουργούνται: το Συμβούλιο της Ευρώπης, π.χ., ανακοίνωσε ότι εγκαθιδρύει δικαστήριο που θα συλλέξει τεκμήρια κατά του Πούτιν και άλλων Ρώσσων ηγετών και τελικώς να τους δικάσει για το έγκλημα της επίθεσης κατά της Ουκρανίας, και μέλη της ούτω καλούμενης Ομάδας Χάγης (Hague Group) – Βολιβία, Κολομβία, Κούβα, Ονδούρα, Μαλαισία, Ναμίμπια, Σενεγάλη και Νότια Αφρική – εργάζονται για να εκτελέσουν αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Δικαιοσύνης και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου αναφορικά με τον πόλεμο στην Γάζα.
Τον Μάιο, οι υπουργοί των Εξωτερικών από την Αφρικανική Ένωση και τη Ευρωπαϊκή Ένωση ορκίστηκαν να ενδυναμώσουν την συνεργασία τους για την ειρήνη, την ασφάλεια και επί οικονομικών θεμάτων, προσφέροντας μια δυνητική αρχή για ένα συνασπισμό ο οποίος δεν βασίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Τραμπ σκίζει ότι έχει απομείνει από τον κανόνα κατά της χρήσης βίας.
Επισήμως, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών είναι τώρα το μόνο σώμα που δικαιούται να εξουσιοδοτήσει τα κράτη να πολεμήσουν ή να εφαρμόσουν τον νόμο. Όμως τίποτα δεν σταματά τις χώρες από το να δημιουργήσουν ένα «συμβούλιο αποβλήτων» ένα οργανισμό για να εξουσιοδοτήσει κοινές κυρώσεις κατά κρατών που παραβιάζουν την απαγόρευση της χρήσης βίας ή άλλης κριτικής διεθνούς νομοθεσίας.
Οι κυρώσεις δεν ήταν πάντοτε επιτυχείς στο να εμποδίσουν παράνομη συμπεριφορά, εν μέρει διότι συντονισμός σε ad hoc βάση είναι αργός και απρόβλεπτος. Όμως αν τα κράτη συνεργαστούν συστηματικά για να «τραβήξουν την σκανδάλη» αυτόματα, σε συνδυασμένες απαντήσεις σε παράνομες πράξεις, θα μπορέσουν να καταστήσουν το εργαλείο πολύ πιο αποτελεσματικό.
Κυρίως, η εξασφάλιση της χρήσης βίας εξαρτάται στις πολιτείες που αναγνωρίζουν πόσο καλό επιτρεπόταν να γίνει, πόσο δύσκολο ήταν να το εφαρμόσουν και πόσο χάος θα προήρχετο εάν εξαφανιζόταν. Αν οι χώρες ανταποκριθούν στην εγκατάλειψη από της Ηνωμένες Πολιτείες του ρόλου της να τις επιβάλουν με την δημιουργία νέων ιδρυμάτων για να αναλάβουν την θέση της, αυτό θα μπορούσε να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα.
Οι Αμερικανοί ηγέτες ίσως ισχυριστούν ότι η ισχύς δημιουργεί το δίκαιο (might makes right), θα είναι όμως μειοψηφία και η θέση αυτή θα τους απομονώσει. Αν, π.χ. η Ουάσιγκτον ακολουθούσε την απειλή της να καταλάβει το Κανάλι του Παναμά, τα κράτη θα μπορούσαν να συνεργαστούν για να επιβάλουν στην Αμερική οικονομικές κυρώσεις και διπλωματικές τιμωρίες ή ακόμη με το να αποσύρουν την έγκριση τους να διατηρούν αμερικανικές βάσεις στην περιοχή τους.
Επιδεικνύοντας ότι άλλες χώρες είναι διατεθειμένες και ικανές να ενωθούν για να επιβάλουν ποινικές ευθύνες στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν παρανομεί θα βοηθήσει να αντιμετωπιστεί η βαθειά ζημιά την οποία η Διοίκηση Τραμπ επέφερε, και θα επιβεβαίωνε ότι μια πιο μεγάλη ομάδα κρατών μπορούν να παίξουν ένα μεγαλύτερο ρόλο στο να διαμορφώσουν και να επιβάλουν το διεθνές δίκαιο.
Η άνοδος του Τραμπ δεν είναι η μόνη απειλή στην απαγόρευση χρήσης βίας. Η Κίνα και η Ρωσσία κοιτάζουν να επαναπροσδιορίσουν τις διεθνείς πρακτικές για να ταιριάζουν με τα συμφέροντά τους. Όμως αν περισσότερα κράτη αναλάμβαναν συλλογική ευθύνη για την επιβολή των βασικών κανόνων του διεθνούς συστήματος, οι χώρες αυτές, δηλαδή η Κίνα και η Ρωσσία, επίσης, θα πρέπει να το προσέξουν. Δεν είναι καθαρό κατά πόσο χώρες όπως η Γαλλία η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο – οι οποίες είναι συνηθισμένες να υπαγορεύουν τους όρους της παγκόσμιας συμπλοκής – θα είναι διατεθειμένες να μοιραστούν την δύναμη αυτή.
Δεν είναι επίσης καθαρό κατά πόσο χώρες που είναι από πολύ καιρό εκτός της παγκόσμιας λήψης αποφάσεων, μπορούν να εμπιστευθούν ένα διεθνές σύστημα που βασίζεται στην απαγόρευση της χρήσης βίας.
Αλλά το να υποστηρίζουν αυτή την αξία είναι πολύ σπουδαίο. Το να βάλουν την Κίνα, την Ρωσσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες να είναι αντίπαλες ίσως να φαίνεται ότι προσφέρει άμεσα πλεονεκτήματα σε αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά μακροπρόθεσμα οι χώρες αυτές ρισκάρουν να καταστούν λάφυρα των ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων, χωρίς να έχουν την ικανότητα να κατευθύνουν ή να ελέγχουν το μέλλον τους.
Το σύστημα που διατήρησε σχετική ειρήνη και ευημερία για σχεδόν οκτώ δεκαετίες δεν είναι αυτό-συντηρούμενο. Πρέπει να το υπερασπιζόμαστε σθεναρά. Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι πολιτικοί των Ηνωμένων Πολιτειών αντελήφθησαν ότι η αποτυχία να εγκαταστήσουν μια μεταπολεμική τάξη διαρκείας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει σπείρει τους σπόρους του μελλοντικού χάους.
Το μάθημα της ιστορίας είναι ότι περιμένοντας μέχρις ότου περάσει η στιγμή της κρίσεως για να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε για το μέλλον, είναι συνταγή για αποτυχία.
Όπως οι πολιτικοί της δεκαετίας του 1940 προσπάθησαν να εγκαθιδρύσουν μόνιμη ειρήνη από την αταξία του πολέμου, οι σημερινοί ηγέτες πρέπει να σχεδιάσουν θεσμούς, συμμαχίες και στρατηγικές για να εξασφαλίσουν την ειρήνη παρά να επαναπαύονται και να βλέπουν τον Τραμπ να επανακουρδίζει το ρολόι.