«Οι μεταρρυθμίσεις στην αμερικανική εξωτερική πολιτική»
«Οι μεταρρυθμίσεις στην αμερικανική εξωτερική πολιτική»
Τα νέα εργαλεία άσκησης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σηματοδοτούν μία συνολική μεταμόρφωσή της
Του Δημήτρη Παπαδογιάννη, φοιτητή Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ
Τα τελευταία έτη, καταδεικνύεται περίτρανα πως ο πλανήτης βιώνει συστημικές μεταβολές στο πεδίο της γεωπολιτικής. Οι ΗΠΑ δε θα μπορούσαν προφανώς να απουσιάζουν από τη λίστα των διαμορφωτών της νέας κατάστασης πραγμάτων. Στον απόηχο της λήψης της προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ, παρατηρείται μία αλλαγή στην προσέγγιση των σχέσεων με αντίπαλους δρώντες. Εντονότερη γίνεται στις περιπτώσεις της Νιγηρίας και της Βενεζουέλας και όχι τόσο στα κύρια μαινόμενα μέτωπα, όπως το ουκρανικό. Επιπρόσθετα, ιδιαιτέρως η Βενεζουέλα η οποία κυριολεκτικά χαρτογραφείται στην αυλή των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτελεί έναν από τους κυριότερους λόγους της υποχώρησης του Τραμπ απέναντι στις ρωσικές αξιώσεις και την άσκηση πίεσης στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Κατ’αρχάς, διαφαίνεται μία μετατόπιση της αμερικανικής στρατηγικής στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, η οποία εισαγάγει πιο δυναμικά και ριζοσπαστικά εργαλεία στην εξίσωση, απορρίπτοντας εκείνα που θεωρούνταν τα πλέον κλασσικά και κοινώς αποδεκτά. Ακριβέστερα, τη θέση των εκστρατειών για την εξαγωγή της δημοκρατίας σε άλλα κράτη, καταλαμβάνει η εθνική ασφάλεια (Βενεζουέλα) και η προστασία πολιτιστικών και θρησκευτικών ομάδων (Νιγηρία). Ωστόσο, στο βάθος πάντα θα υποβόσκει το οικονομικό όφελος και το κέρδος ως θεμελιώδεις στόχοι. Σημειωτέον, πως οι επικαλούμενοι νέοι λόγοι είναι περισσότερο ειλικρινείς, αλλά κυρίως ο τύπος των στρατηγικών μεθόδων βασίζεται ακραιφνώς σε ρεαλιστικά θεμέλια με αυτό να σημαίνει πως οι Αμερικανοί για πρώτη φορά στη μεταψυχροπολεμική εποχή, εγκαταλείπουν τη φιλελεύθερη «κοσμοανάγνωση» και τις ουτοπικές της ρίζες, αγκαλιάζοντας τον πραγματισμό και τον κυνισμό. Υπό τον Τραμπ διατυπώθηκε ξεκάθαρα ένα νέο δόγμα δράσης, το περιώνυμο «America First», σηματοδοτώντας μία πιο εθνοκεντρική εξωτερική πολιτική, προσανατολισμένη προς το πεδίο των εθνικών του εθνικού συμφέροντος, αναγνωρίζοντας τη δευτερεύουσα σημασία των διεθνών οργανισμών και συνεργασιών. Οι καινοτόμες, για την μεταψυχροπολεμική περίοδο, πρακτικές περιλαμβάνουν τη χρήση σκληρής ισχύος και την επιβολή όρων δια αυτής. Ως εκ τούτου, γίνεται εμφανής η περιχαράκωση της παραδοσιακής διπλωματίας, που εδραζόταν αποκλειστικά σε διμερείς ή πολυμερείς διαπραγματεύσεις και η μετακίνηση προς μία πιο δυναμική-κινητική διπλωματία δύναται να ευθυγραμμιστεί με πιθανή στρατιωτική δράση. Στο πλαίσιο αυτό, ο προϋπολογισμός του Πενταγώνου αυξήθηκε καθότι προοικονομείται να διαδραματίσει πιο ζωτικό ρόλο συγκριτικά με το State Department απέναντι στις απαιτήσεις του νέου διαμορφούμενου περιβάλλοντος. Επιπρόσθετα, η προεδρία Τραμπ αποδίδει έμφαση περισσότερο σε βραχυπρόθεσμα οφέλη, με επίκεντρο το εμπόριο και την οικονομία ευρύτερα και απαξιεί για τις ιδεολογικές δεσμεύσεις και τις εγγυήσεις ασφαλείας, που διαχρονικά παρείχαν οι ΗΠΑ σε έναν μεγάλο αριθμό κρατών επί της οικουμένης. Τουτέστιν, υιοθετεί μία συναλλακτική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων.
Για να δώσουμε μία περισσότερο επιστημονική ερμηνεία στη συμπεριφορά της Αμερικής στο διεθνές σύστημα σήμερα, θα λέγαμε πως έχει ξεκλειδώσει το κουτί του αποκαλούμενου παιγνίου μηδενικού αθροίσματος. Τούτο στέκεται και η κεντρική αιτία που ενίοτε ο Τραμπ αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα των διεθνικών δρώντων, λόγου χάριν του ΟΗΕ, εκφράζοντας την ειδική προτίμηση για τη σύναψη διμερών συμφωνιών, στις οποίες οι ΗΠΑ θα έχουν εξασφαλισμένη διαπραγματευτική ισχύ. Επιπλέον, η νέα αμερικανική κυβέρνηση θεωρεί πως η αποκλειστική εστίαση στην εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων, θα λειτουργήσει ως πηγή αποκατάστασης της διεθνούς θέσης της χώρας και θα συμβάλει στην ανάκαμψη της κοινωνίας, της ταυτότητας και της οικονομίας της χώρας. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, η περιγραφόμενη προσέγγιση έχει ορθό, ρεαλιστικότατο πυρήνα και θα έπρεπε να αποτελεί φυσική θέληση για κάθε έθνος που σέβεται τον εαυτό του και επιθυμεί να διεκδικήσει μία αξιοπρεπή θέση παγκοσμίως, εξασφαλίζοντας κατά αυτό τον τρόπο, την επιβίωσή του.
Εν συνεχεία, θα περιγράψουμε κατά το δυνατόν συνοπτικά τις περιπτώσεις των δύο χωρών, πάνω στις οποίες οι ΗΠΑ σχεδιάζουν προς στιγμήν να εξασκήσουν τα καινούργια τους «όπλα». Η Νιγηρία έχει γίνει δέκτης καταγγελιών, που αναφέρονται σε διώξεις εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού της χώρας, καθώς στην επικράτειά της δρουν τρομοκρατικές οργανώσεις, διεθνώς χαρακτηριζόμενες ως τέτοιες. Η αμερικανική ηγεσία προ μερικών εβδομάδων εξήγγειλε δημόσιες ανακοινώσεις για στρατιωτική επέμβαση ώστε να λειτουργήσει ως πάροχος προστασίας των Χριστιανών σε περίπτωση που η νιγηριανή διοίκηση δε λάβει τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας υπέρ τους. Φυσικά, δεν μπορεί να αγνοηθεί σε αυτό το σημείο, η παράμετρος του πετρελαϊκών αποθεμάτων της χώρας, τα οποία θα αποτελέσουν έναν σωρευτή κέρδους για τους Αμερικανούς. Εάν όμως αναγνώσουμε ρεαλιστικά την κατάσταση, μία αμερικανική επέμβαση θα έσωζε ταυτοχρόνως πολλές χριστιανικές ζωές, ακόμα και να μην αποτελούσε την κύρια στόχευση της εκστρατείας. Το στοιχείο όμως που πρέπει να κρατήσουμε από την νιγηριανή περίπτωση είναι, πως η νεοπαγής εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, εστίασε σε πολιτιστικές και θρησκευτικές επικλήσεις ως αιτίες, θεωρώντας τες πιο ζωτικές από την αλλαγή πολιτεύματος, όπως παραδοσιακά συνήθιζε. Προσθέτοντας, αναφορικά με την πιθανότητα ένοπλης επέμβασης στη Νιγηρία, εκδήλωσε έντονο ενδιαφέρον η ιδιωτική στρατιωτική εταιρεία Black Water, αποτελώντας ένα επιπλέον χαρτί στην τράπουλα της αμερικανικής πολιτικής ως προς το εξωτερικό, αυτό της χρήσης των ιδιωτικών στρατών. Αντιστοίχως, στην περίπτωση της Βενεζουέλας η επικαλούμενη αιτία για ανάληψη στρατιωτικής επίθεσης κατά της χώρας δεν είναι η πολιτικο-ιδεολογική φύση του καθεστώτος Μαδούρο, αλλά η ειλικρινής προστασία της εθνικής ασφάλειας του αμερικανικού κράτους, η οποία σύμφωνα με τους κυβερνητικούς αξιωματούχος, υπονομεύεται και απειλείται από τη δράση των καρτέλ ναρκωτικών (ναρκωτρομοκρατία), τα οποία αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του εγκλήματος στη λατινοαμερικάνικη χώρα. Μόλον ταύτα, το ζήτημα της Βενεζουέλας δεν μπορεί να ταυτιστεί πλήρως με εκείνο της Νιγηρίας, καθότι η εν λόγω χώρα, στο σενάριο μίας αμερικανικής επίθεσης θα χαίρει πολιτικής, ενδεχομένως και στρατιωτικής υπεράσπισης από τον Σινο-ρωσικό άξονα. Αυτή η βαρύνουσας σημασίας, παράμετρος θα αποτελέσει τον πιο ισχυρό αποτρεπτικό μηχανισμό απέναντι στις επιθετικές βλέψεις των ΗΠΑ κατά της Βενεζουέλας.
Συμπερασματικά, παρά τις λεπτές διαφορές των δύο περιπτώσεων, ο κοινός παρανομαστής είναι η δραστική μεταμόρφωση του δόγματος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Η νέα προσέγγιση της διεθνούς πραγματικότητας και η μετατόπιση από την διπλωματία των αιθουσών, στη διπλωματία των κανονιοφόρων.
Πηγές:
Wall Street Journal
Washigton Post
The Guardian