Η αιματηρή τραγωδία της ομηρίας στο Θέατρο Πολιτισμού της Μόσχας (25-27 Οκτωβρίου 2002) και οι προεκτάσεις της
ΔΙΕΘΝΗΣ ΙΣΛΑΜΙΚΗ ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η αιματηρή τραγωδία της ομηρίας στο Θέατρο Πολιτισμού της Μόσχας
(25-27 Οκτωβρίου 2002) και οι προεκτάσεις της
Του Υποστρατήγου ΕΛ.ΑΣ ε.α. Π. ΛΑΓΓΑΡΗ
Πρώην Υποδιευθυντού της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας ΕΛ.ΑΣ
Το Ιστορικό του Σκηνικού του Τρόμου
Άφωνη η διεθνής κοινότητα μαζί με το Ρωσικό λαό παρακολούθησε για 55 ώρες ατέλειωτης αγωνίας, ζωντανά, μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες κ.λ.π. ΜΜΕ, τις σκηνές τρόμου μιας τραγωδίας, τελείως διαφορετικής από τις μέχρι τώρα γνωστές, συνάμα δε πρωτότυπης συγκλονιστικής, που παίχτηκε με αρχή και τέλος στην αίθουσα του Θεάτρου Πολιτισμού της Μόσχας επί της οδού Ντουμπρόφσκα, από το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου έως τα ξημερώματα του Σαββάτου της 27ης Οκτωβρίου 2002.
Μια ομάδα Τσετσένων εξτρεμιστών, πάνω από 40, μεταξύ των οποίων και αρκετές γυναίκες (πιο σκληροπυρηνικές), οι «Καμικάζι του Αλλάχ», όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Αρχηγός τους Μοφσάρ Μπαράγιεφ (το 1998 είχε αποκεφαλίσει τρεις Βρετανούς και έναν Νεοζηλανδό στην Τσετσενία και λίγο αργότερα μια γυναίκα που παρουσίασαν ως συνεργάτιδα των Ρωσικών Μυστικών Υπηρεσιών), κατάφεραν απαρατήρητοι να καταλάβουν την αίθουσα του θεάτρου, έμφορτη με 800 και πλέον θεατές, τους οποίους κρατώντας ομήρους και μαζί με αυτούς ολόκληρη τη χώρα, ζητούσαν από τον Ρώσο Πρόεδρο Πούτιν να αποσύρει τον Ρωσικό στρατό από την Τσετσενία, απειλώντας διαφορετικά να πάρουν μαζί τους στον «άλλο κόσμο» όλους τους ομήρους, αυτοπυροδοτώντας τα εκρηκτικά, με τα οποία ήταν ζωσμένοι, με επακόλουθο και την ανατίναξη του θεάτρου, που στο μεταξύ είχαν και αυτοπαγιδέψει με εκρηκτικά (πέρασαν 120 κιλά).
Η σχετική ανακοίνωση των όρων των Τσετσένων απαγωγέων, η οποία μεταδόθηκε λίγο μετά την κατάληψη του θεάτρου της Μόσχας από το διεθνές τηλεοπτικό δίκτυο του ΚΑΤΑΡ «Αλ-Τζαζίρα», το οποίο φιλοξενεί μεταδίδοντας όλες τις ανακοινώσεις της Αλ-Κάϊντα από τα τρομοκρατικά κτυπήματά της στις ΗΠΑ της 11ης Σεπτεμβρίου και μετά, οδηγούσε στην εκτίμηση ότι κάτι παρόμοιο διαδραματιζόταν στην προκειμένη περίπτωση στην καρδιά της Ρωσίας.
Την εκδοχή αυτή, ενίσχυαν οι γενόμενες δηλώσεις του Ρώσου Προέδρου Πούτιν, ότι η επίθεση αυτή σχεδιάστηκε στο εξωτερικό από διεθνή κέντρα τρομοκρατίας, αλλά και τα δημοσιεύματα στον διεθνή τύπο για διασυνδέσεις των Τσετσένων εξτρεμιστών με τα δίκτυο της Αλ-Κάϊντα. Και τούτο, διότι τα τελευταία πέντε χρόνια, σύμφωνα μάλιστα και με τις δηλώσεις στο CNN του μετριοπαθούς Ρώσου πολιτικού Γκριγκόρ Γιανβλίνσκι (έχει ταχθεί κατηγορηματικά κατά του πολέμου στην Τσετσενία και υπέρ των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων), έγινε γνωστό πως αρκετοί από τους Τσετσένους εξτρεμιστές εκπαιδεύτηκαν στα στρατόπεδα του Αφγανιστάν, ενώ υπάρχουν και αρκετοί Άραβες στην Τσετσενία.
Ο επίλογος της αιματηρής τραγωδίας στο Θέατρο Πολιτισμού της Μόσχας, γράφτηκε τα ξημερώματα του Σαββάτου της 27ης Οκτωβρίου 2002, όταν ο Πρόεδρος Πούτιν, παίζοντας κορώνα-γράμματα την πολιτική του καριέρα και το γόητρο της Ρωσίας ως Μεγάλης Δύναμης και έχοντας αυτή τη φορά στο πλευρό του σχεδόν ανεπιφύλακτα ολόκληρο το Δυτικό κόσμο, αποφάσισε την επέμβαση, ύστερα από 55 ώρες ομηρίας με ένα εντυπωσιακό-θεαματικό τρόπο, που καθοριστικό ρόλο έπαιξε η διοχέτευση από τους αεραγωγούς στην αίθουσα του θεάτρου του αναισθητικού αερίου «φεντανίλ». Ταυτόχρονα ειδικές δυνάμεις εισέβαλαν στην αίθουσα του θεάτρου και κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν τους Τσετσένους αντάρτες, απελευθερώνοντας τους ομήρους. Παρά τις όποιες απόψεις περί του αντιθέτου, αντικειμενικά συμπεραίνεται, ότι η εν λόγω μάχη του Πούτιν υπήρξε επιτυχής, με τις μικρότερες δυνατές απώλειες (στοίχισε το θάνατο 119 ομήρων και των υπέρ των 40 Τσετσένων απαγωγέων) και το κυριότερο, είχε την υποστήριξη της Δύσης.
Εξ άλλου, οι απώλειες σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δεδομένες και το ζητούμενο είναι το πόσες και ποιες θα είναι αυτές στην τελική έκβαση του συμβάντος. Επόμενο ήταν λοιπόν η έκβαση αυτή να τύχει ευρείας ευμενούς αποδοχή (ο Βρετανός Πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ μίλησε για «εντυπωσιακή επιτυχία» ενώ ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζωρτζ Μπους επέρριψε την ευθύνη για τις τραγικές απώλειες της επιχείρησης στους «Τσετσένους τρομοκράτες» όπως χαρακτήρισε τους αντάρτες).
Οι Ευθύνες – Απειλές των Τσετσένων
Οι Ρωσικές Αρχές στη συνέχεια, κατηγόρησαν τον εξόριστο Πρόεδρο της Τσετσενίας Ασλάν Μοσχάντοφ για άμεση ανάμειξη στην τρομοκρατική επίθεση του θεάτρου της Μόσχας (επικαλέστηκαν τηλεφωνικές συνομιλίες των Τσετσένων απαγωγέων), αλλά παρεμβαίνοντας με ανακοίνωσή του την 1-11-2002 ο αιμοσταγής Τσετσένος οπλαρχηγός Μαμίλ Μπασάγεφ, επικεφαλής των «Ταξιαρχιών Ριαντούς Σαλαχίν», ανέλαβε τελικά την ευθύνη, δηλώνοντας ταυτόχρονα, ότι η επόμενη παρόμοια πράξη που θα επιχειρήσει δεν θα θέτει κανένα απολύτως αίτημα, αλλά θα προκαλέσει στον εχθρό το μέγιστο πλήγμα. Παράλληλα στην εν λόγω ανακοίνωσή του ο Μπασάγιεφ ανέφερε, ότι ο εξόριστος Πρόεδρος της Τσετσενίας άδικα κατηγορήθηκε από τη Μόσχα γιατί δεν γνώριζε τίποτα για την επίθεση του θεάτρου.
Ο Σαμίλ Μπασάγιεφ που θεωρείται από τους πλέον σκληρούς Τσετσένους οπλαρχηγούς (γνωστός από την κατάληψη κατά το παρελθόν του Νοσοκομείου της πόλης Μπιντιόνοφσκ – νεκροί 129 άνθρωποι), επανερχόμενος στο προσκήνιο με άρθρο του στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «Βελτ» της 24-11-2002, κατηγόρησε τη Δύση ότι έχει συνάψει συμμαχία με το Κρεμλίνο εναντίον της Τσετσενίας και απειλεί με πράξεις αντεκδίκησης.
Ταυτόχρονα φέρεται να απειλεί με επιθέσεις εναντίον στρατιωτικών, στρατηγικών και οικονομικών στόχων στη Ρωσία, εάν ο Πρόεδρος Πούτιν δεν τερματίσει τον πόλεμο στην Τσετσενία με πολιτικές συνομιλίες. Παράλληλα, σε ένα έγγραφό του που απευθύνεται προς τους ηγέτες του ΝΑΤΟ (κυκλοφόρησε μέσω διαδικτύου), ζητεί από αυτούς να μεταφέρουν τα αιτήματα της Τσετσενίας στο Κρεμλίνο για «άνευ όρων αποχώρηση των Ρώσων κατακτητών από την περιοχή της Δημοκρατίας της Τσετσενίας,» επισημαίνοντας : «Σας προειδοποιούμε. Εκ μέρους μιας γενιάς δεκάδων χιλιάδων ορφανών, οι μητέρες και οι πατέρες των οποίων δολοφονήθηκαν από το Ρωσικό καθεστώς, η εκδίκηση θα είναι το βασικό κίνητρο στις σχέσεις με τη Ρωσία και τους συμμάχους της».
Στήριξη της Δύσης – Αναβάθμιση Πούτιν
Μέσα σε ένα βεβαρημένο κλίμα, κλίμα διεθνώς από αλλεπάλληλα κρούσματα μαζικής καταστροφικής βίας της διεθνούς ισλαμικής φονταμενταλιστικής τρομοκρατίας, η αιματηρή ομηρία του θεάτρου της Μόσχας, με τον τρόπου που έγινε και κάτω από τις συνθήκες που εκτυλίχθηκε, αφαίρεση από τους Τσετσένους εξτρεμιστές που μάχονται για την ανεξαρτησία της χώρας τους τη συμπάθεια που είχαν, με αποτέλεσμα η πράξη τους αυτή να τους κατατάξει μοιραία στην χορεία της διεθνούς τρομοκρατίας, αφού η Δύση έδειξε αμέσως να απομακρύνεται από τους Τσετσένους και να πείθεται με τα επιχειρήματα ης Μόσχας πως πρόκειται απλώς για «τρομοκράτες».
Άμεση υπήρξε η καταδίκη από τη διεθνή κοινότητα και από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώ η Μόσχα παράλληλα και χωρίς καθυστέρηση, δέχθηκε τη βοήθεια «ειδικών» από Ουάσιγκτον και Λονδίνο, μαζί με την αμέριστη συμπαράστασή τους στην προσπάθεια του Πούτιν για την επίλυση της σοβαρής αυτής κρίσεως. Μάλιστα, ο επιτυχής χειρισμός της κρίσης αυτής εκτόξευσε στα ύψη τη δημοτικότητα του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, από το Μάρτιο του 2000 που εξελέγη. Σύμφωνα με τα πρόσφατα αποτελέσματα σφυγμομέτρησης που έγινε από το Ινστιτούτο VTSIOM, την πολιτική του εγκρίνει το 83% των συμπολιτών του, από το 77% προ της κρίσης, ενώ αρνητική γνώμη για τον Πούτιν εξέφρασε μόνο το 15% του δείγματος των ερωτηθέντων. Το γεγονός αυτό, δεν σημαίνει τίποτα άλλο, παρά ισχυροποίηση του Πούτιν στην πολιτική σκηνή της Ρωσίας και αναβάθμιση του πολιτικού του ρόλου διεθνώς, ανάβοντας το πράσινο φως για μια σειρά πολιτικών χειρισμών που επακολούθησαν πάνω στα θέματα τρομοκρατίας και εξωτερικής πολιτικής, αναφορικά με τον σε εξέλιξη ευρισκόμενο χρονίζοντα πόλεμο στην Τσετσενία, τον οποίο ο Ρώσος Πρόεδρος δεν έχει κερδίσει ακόμη, έστω και αν κέρδισε τη δύσκολη μάχη με τους Τσετσένους στο θέατρο της Μόσχας, ορεγόμενος σε τελευταία ανάλυση τα πλούσια κοιτάσματα του πετρελαίου της Τσετσενίας. Ότι δηλαδή ισχύει και για τις σχέσεις ΗΠΑ και Ιράκ (απώτερος στόχος το πετρέλαιο).
Οι Εξελίξεις στο Εσωτερικό
Ειδικότερα το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης της Ρωσίας, ξεκίνησε αμέσως «ειδικές στρατιωτικές επιχειρήσεις με εξειδικευμένους στόχους» στην Τσετσενία, με στόχο «την αποφυγή νέων τρομοκρατικών ενεργειών». Ταυτόχρονα, λίγη ώρα μετά τη λήξη της δραματικής ομηρίας των 800 ανθρώπων στο θέατρο της Μόσχας, οι Ρωσικές Αρχές Ασφαλείας εξήγγειλαν μια εκτεταμένη αντιτρομοκρατική εκστρατεία, με σκοπό να ανακαλύψουν όλους, όσους βοήθησαν τους Τσετσένους αντάρτες να φθάσουν σε απόσταση αναπνοής από το Κρεμλίνο, μεταφέροντας μάλιστα μαζί τους 120 κιλά εκρηκτικών. Παράλληλα η Ρωσική Δούμα (Κάτω Βουλή) ψήφισε μια σειρά τροποποιήσεων στον ισχύοντα αντιτρομοκρατικό Νόμο, σύμφωνα με τις οποίες τα πτώματα των τρομοκρατών που σκοτώθηκαν στο θέατρο της Μόσχας, δεν θα παραδοθούν στους συγγενείς τους για ταφή, αλλά θα ταφούν σε ανώνυμους τάφους. Επιπλέον η Δούμα με άλλο νομοθέτημα που ψήφισε, περιορίζει αισθητά την ελευθερία του Τύπου, όσον αφορά την ενημέρωση της κοινής γνώμης για τις διεξαγόμενες αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις (231 βουλευτές ψήφισαν ΥΠΕΡ, 106 ΚΑΤΑ και 1 απείχε).
Στο σημείο αυτό έχουμε τη γνώμη, ότι αξίζει να αναφερθούν λεπτομερέστερα οι ορισμοί του εν λόγω νόμου (ψηφίστηκε σε λιγότερο από μια εβδομάδα από την επιχείρηση στο θέατρο της Μόσχας) για να γίνουν οι δέουσες συγκρίσεις με τα «εν Ελλάδι» ισχύοντα και τεκταινόμενα αυτή τη στιγμή, όσον αφορά το θέμα της εγχώριας τρομοκρατίας και να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα.
Με βάση λοιπόν το νόμο αυτό, απαγορεύεται στα ΜΜΕ να μεταδώσουν πληροφορίες που «εμποδίζουν τη διεξαγωγή μιας αντιτρομοκρατικής επιχείρησης ή θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή και την υγεία ανθρώπων, ή «εξυπηρετούν την προπαγάνδα ή δικαιολογούν τις εξτρεμιστικές δραστηριότητες», ενώ απαγορεύει επίσης τη δημοσιοποίηση της ταυτότητας των μελών των ειδικών δυνάμεων και της ομάδας κρίσης, καθώς και των συνεργατών τους, χωρίς την έγκρισή τους. Ακόμη ο νόμος απαγορεύει την μετάδοση πληροφοριών που αφορούν την παραγωγή όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικού υλικού.
Το Νέο Δόγμα Εθνικής Ασφαλείας
Λίγες μέρες μετά την τρομοκρατική επίθεση των Τσετσένων στο θέατρο της Μόσχας, ο Ρώσος Υπουργός Άμυνας Σεργκέϊ Ιβανόφ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «ΙΣΒΕΣΤΙΑ» διατύπωσε τους άξονες του νέου Δόγματος Εθνικής Ασφαλείας της Ρωσίας, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία θα διατηρεί το δικαίωμα να επεμβαίνει στρατιωτικά εκτός των συνόρων της σε περίπτωση που ξένη χώρα αναμιχθεί σε τρομοκρατική ενέργεια σε Ρωσικό έδαφος, ενώ προτίθεται να αναπτύξει τις σχέσεις της με άλλες χώρες, ανάλογα με τη στάση τους στο ζήτημα της τρομοκρατίας.
Σύλληψη Ζακάγιεφ – Προσέγγιση Ρωσίας με ΗΠΑ
Η Μόσχα, έχοντας υπέρ αυτής την καταδίκη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και την υποστήριξη του Τζωρτζ Μπους και Τόνι Μπλερ, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των μορφών της όποιας ένοπλης αντίστασης των Τσετσένων ως «τρομοκρατικών», θεώρησε ως πρόκληση μη ανεκτή την ενέργεια της προεδρεύουσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δανίας να φιλοξενήσει στην Κοπεγχάγη το παγκόσμιο συνέδριο των Τσετσένων και μάλιστα δύο μόλις 24ωρα μετά την αιματηρή κατάληξη της ομηρίας των 800 ανθρώπων στο θέατρο της Μόσχας από Τσετσένους εξτρεμιστές, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία είχε ματαιώσει πριν δύο μήνες τη διοργάνωσή του. Θεωρώντας λοιπόν ως μη νόμιμη τη διοργάνωση του συνεδρίου αυτού, από εκπροσώπους μιας εξόριστης κυβέρνησης που συνεχίζει όμως τον ένοπλο αγώνα κατά των Ρώσων για την ανεξαρτησία της Τσετσενίας η Μόσχα, απαίτησε και πέτυχε τη σύλληψη ζητώντας την έκδοσή του στη Ρωσία στη συνέχεια, του Αχμέτντ Ζακάγιεφ, εκπροσώπου του εξόριστου Προέδρου της Τσετσενίας Ασλάν Μοσχάντοφ, ο οποίος μάλιστα ευρισκόμενος σε ευρωπαϊκή χώρα της ΕΕ, δεν απέκλεισε με δηλώσεις του το ενδεχόμενο οι Τσετσένοι αντάρτες να κτυπήσουν έναν πυρηνικό σταθμό στο έδαφος της Ρωσίας.
Η σύλληψη του Ζακάγιεφ αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα για τον Πούτιν, διευκολύνοντας τα σχέδιά του όπως διευρύνει τον αγώνα εναντίον των Τσετσένων τρομοκρατών έξω από τη Ρωσία, προδιαθέτοντας για την προσέγγιση Μόσχας και Ουάσιγκτον στο θέμα των Τσετσένων τρομοκρατών, για το λόγο ότι η Μόσχα ζητούσε από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ να συμπεριλάβει στον κατάλογο που καταρτίζει των πλέον επικινδύνων για την παγκόσμια ασφάλεια τρομοκρατικών οργανώσεων και τις αντίστοιχες Τσετσενικές.
Αντιτρομοκρατική Συνεργασία Ρωσίας – ΕΕ
Τέλος την 11-11-2002, σε συνάντηση του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν με τους ηγέτες της ΕΕ στις Βρυξέλες, η οποία έγινε στα πλαίσια της Συνόδου Κορυφής ΕΕ – Ρωσίας, κατέληξαν σε συμφωνία για ένα κοινό σχέδιο δράσης κατά της διεθνούς τρομοκρατίας. Σύμφωνα Δε με το σχέδιο αυτό, οι δύο πλευρές δεσμεύονται στα θέματα που αφορούν στην ανταλλαγή πληροφοριών και στην κοινή συνεργασία, σχετικά με τις δραστηριότητες και κινήσεις προσώπων ή οργανώσεων που συνδέονται με τρομοκρατικά δίκτυα ή διατηρούν τη διακίνηση εκρηκτικών υλών, αλλά και για τις νέες μορφές τρομοκρατικής δράσης, συμπεριλαμβανομένων των απειλών με χημικά, βιολογικά και πυρηνικά όπλα.