TOΥΡΚΙΑ, ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΒΑΘΟΥΣ» Υπό Στρατηγού ε.α. Δ. Σκαρβέλη
TOΥΡΚΙΑ, ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΒΑΘΟΥΣ»
Υπό Στρατηγού ε.α. Δ. Σκαρβέλη
Επιτίμου Α/ΓΕΕΘΑ –Ακαδημαϊκού
Tα συμβαίνοντα στην Τουρκία, ιδίως τα αφορώντα στην εξωτερική πολιτική και στα στρατιωτικά πράγματα, οφείλουμε να τα παρακολουθούμε και να τα μελετούμε, κυρίως για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στις σχέσεις μας με την γειτονική χώρα. Πολύ πρόσφατα είχαμε την αντικατάσταση του Υπουργού Εξωτερικών κ. Μπαμπατζάν από τον κ. Νταβούτογλου, μέχρι τώρα πρώτου συμβούλου του Πρωθυπουργού κ. Ερντογάν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, μέσα στα πλαίσια κάποιου κυβερνητικού ανασχηματισμού.
Η αλλαγή αυτή δεν είναι άσχετη με την επίσκεψη του Προέδρου Ομπάμα στη χώρα. Από το στόμα του ιδίου η Τουρκία προήχθη σε «στρατηγικό εταίρο» των ΗΠΑ και γενικά της αναγνωρίσθηκε ρόλος δυνητικού περιφερειακού παίκτου στην ευρύτερη περιοχή της, ασφαλώς υπό τον όρο η στρατηγική της να μην αντιβαίνει στα ύψιστα συμφέροντα της υπερδύναμης.
Η ώρα για τον κ. Νταβούτογλου είχε σημάνει. Πανεπιστημιακός καθηγητής στις διεθνείς σχέσεις, είχε από τις αρχές της δεκαετίας επεξεργασθεί τη νέα εξωτερική πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσει η χώρα του, διατυπώνοντάς την ως το «δόγμα της στρατηγικής βάθους» .
Ο Ψυχρός Πόλεμος έχει περάσει, μαζί του και η αντιπαλότητα Ανατολής-Δύσης, με αποτέλεσμα ο πρωταρχικός ρόλος της χώρας του, της ανάσχεσης του Σοβιετικού μπλοκ, να μην έχει νόημα. Το ίδιο και η αποκλειστική ταύτιση με τη Δύση, σε ρόλο υποτελούς.
Οι καιροί έχουν αλλάξει και μαζί τους άλλαξε και το διεθνές σκηνικό, ευρέως γύρω από την Τουρκία. Ανεξαρτητοποιήθηκαν πολλές χώρες της πρ. ΕΣΣΔ, διευρύνθηκε η ΕΕ και άρχισε η διαπραγματευτική διαδικασία ένταξης της χώρας, το Μεσανατολικό εξακολουθεί να υπάρχει ως πρόβλημα και η αστάθεια και οι συγκρούσεις στο Αφγανιστάν και Ιράκ δεν φαίνεται να έχουν τέλος. Η 11/9/2001 εκορύφωσε για τη Δύση τα θέματα της διεθνούς τρομοκρατίας και του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Η Τουρκία με το γεωπολιτικό βάρος της, που στηρίζεται στη γεωγραφική θέση της , στην εδαφική έκτασή της, στο ανθρώπινο δυναμικό της, αλλά και με την Οθωμανική κληρονομιά της, τη γλωσσική συγγένεια με χώρες της κεντρικής Ασίας, τη μουσουλμανική ταυτότητά της και το πρότυπο «δημοκρατίας» που παρέχει για μουσουλμανικές χώρες, αξίζει, σύμφωνα με το δόγμα, μιας εξωτερικής πολιτικής «στρατηγικού βάθους» προς Ευρώπη, Κεντρική Ασία και Καύκασο και ασφαλώς Μέση Ανατολή, αυτόνομης και πρωταγωνιστικής, αντάξιας μιας περιφερειακής δύναμης. Η πολιτική αυτή αποβλέπει σε επιρροές, διαμεσολαβήσεις και διακανονισμούς, οικονομικές συναλλαγές, πολιτιστικές δραστηριότητες και απόκτηση κύρους και γοήτρου στην ευρύτερη περιοχή. Μέσα από μια τέτοια πολιτική δημιουργείται παράλληλα και η δυνατότητα προώθησης των εθνικών συμφερόντων της χώρας, κυρίως στους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας και η επιβολή της ως καθοριστικού περιφερειακού παίκτου.
Η προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή έχει αρχίσει από καιρό, τώρα όμως με τον εμπνευστή της «στρατηγικής βάθους» σε θέση εκτελεστική (υπουργού) και την «κατανόηση» αν όχι και προτροπή των ΗΠΑ, η δραστηριότητα θα ενταθεί. Ήδη έχουν σημειωθεί μεταβολές αδιανόητες έως τώρα, όπως η προσέγγιση με τη Συρία, που έφθασε στην πρόσφατη διεξαγωγή και κοινών στρατιωτικών ασκήσεων. Γεγονός είναι επίσης η ενδυνάμωση των σχέσεων με το Ιράν, με υπογραφή συμφωνίας συνεργασίας σε οικονομικά θέματα, αλλά και τέτοια ασφάλειας, που περιλαμβάνουν και την ευνοϊκή Ιρανική στάση στο υπ΄αριθμόν ένα ζήτημα για την Τουρκία, το Κουρδικό. Η φραστική επίθεση του Τούρκου Πρωθυπουργού κατά του Ισραήλ στο Νταβός, εξισορρόπησε, ή και ανέτρεψε, τη δυσαρέσκεια του μουσουλμανικού κόσμου της Μ.Α. έναντι ου προκλητικού γι΄αυτόν εβραιο-μουσουλμανικού (ισραηλοτουρκικού) δεσμού, χωρίς βεβαίως τη διακοπή του δεσμού. Ακόμα και ο επίσημος εκπρόσωπος της Χαμάς, Καλέντ Μασσάλ, εκλήθη στην Άγκυρα για διαβουλεύσεις. Η θέση της νέας στρατηγικής για το Ιράκ είναι το ένα και ενιαίο Ιρακινό κράτος, προφανώς για τον φόβο δημιουργίας ανεξάρτητου Κουρδιστάν, ενώ δεν αναγνωρίζει «εθνότητα» στους Κούρδους της χώρας. Η απαρέσκεια των μεσανατολικών χωρών, ιστορικής προέλευσης, λόγω του οθωμανικού παρελθόντος της Τουρκίας στην περιοχή, έχει υπερκερασθεί. Η νέα στρατηγική προβάλλει ένα τουρκικό πρόσωπο συμφιλιωτικό και ειρηνικό, σε ένα γεωγραφικό χώρο που έχει ανάγκη από συμφιλίωση και ειρήνη.
Προς την κατεύθυνση της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου, εκεί όπου πολλές πρώην «σοβιετικές δημοκρατίες» απέκτησαν την ανεξαρτησία τους μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η νέα στρατηγική, ερειδομένη σε πολιτισμικούς όρους, όπως η γλωσσική και θρησκευτική συγγένεια και κάποια κοινά στοιχεία κουλτούρας, επιδιώκει την αναβάθμιση της τουρκικής περιουσίας. Βεβαίως, μη αγνοούσα το ενδιαφέρον της σημερινής Ρωσίας για τον ίδιο χώρο και λαμβάνουσα υπόψιν τις ιστορικές ρωσο-οθωμανικές αντιθέσεις και συγκρούσεις, κινείται με ήπιο τρόπο, ενώ παράλληλα αναπτύσσει την ρωσοτουρκική προσέγγιση, η οποία με πρωταγωνιστές τους Πούτιν και Ερντογάν, έχει κερδίσει πολύ έδαφος. Η οικονομική διάσταση της πολιτικής προς τον χώρο έχει αντικείμενο τον ενεργειακό πλούτο της, από τον οποίο θα μπορούσε η Τουρκία να ωφεληθεί σημαντικά ως διαμετακομιστική χώρα. Η ήπια αντίδραση στην περυσινή ρωσική επέμβαση στη Γεωργία, η προσέγγιση της Αρμενίας, παρά την ύπαρξη του θέματος της γενοκτονίας των Αρμενίων του 1915, η υπόδειξη του τουρκικού μοντέλου διακυβέρνησης, ως του καταλληλοτέρου για τις μουσουλμανικές χώρες της περιοχής, μαζί με την κοινή ταυτότητα και την κοινή μοίρα, προβάλλονται σαν στοιχεία που συνηγορούν για εποικοδομητική συνεργασία και από κοινού αντιμετώπιση των παγκόσμιων προβλημάτων.
Τέλος, προς την κατεύθυνση της Ευρώπης, η νέα στρατηγική δεν αντιτίθεται στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Εντούτοις δεν βλέπει την ένταξη σαν μονόδρομο και στα επίμαχα ζητούμενα από την ΕΕ, του εκδημοκρατισμού, των μειονοτήτων και του πολιτικού ελέγχου του στρατού, αντιπαρατάσσει την αναγκαιότητα της Ευρώπης για ένα ρόλο στην Ευρασία και στη Μ.Α. που μόνο με την σύμπραξη της Τουρκίας μπορεί να διαδραματίσει. Προβάλλει ακόμα την παρουσία της στην ΕΕ με τους μετανάστες τουρκικής προέλευσης, καθώς και την παρουσία της και επιρροή της στη Βαλκανική δια των μουσουλμανικών κρατών και μειονοτήτων.
Η «στρατηγική βάθους» εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι αποπνέει νέο-οθωμανισμό και παντουρκισμό και οραματίζεται την Τουρκία σαν μία δυναμική περιφερειακή οντότητα με ρόλο όχι μόνο στην ευρύτερη περιοχή της, αλλά και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Ένα ρόλο επαρκώς αυτονομημένο από την υψηλή στρατηγική των ισχυρών παικτών του διεθνούς στίβου, κυρίως των ΗΠΑ, που κύριο στόχο θα έχει την προώθηση πρωτίστως των ιδικών της συμφερόντων.
Το ερώτημα που απομένει από αυτή την παρουσίαση του νέου τουρκικού δόγματος εξωτερικής πολιτικής, είναι τι σημαίνει αυτό για τη χώρα μας; Δεν φαίνεται να προοιωνίζει τίποτε το ευχάριστον. Μία πολιτική όπως αυτή που σκιαγραφήθηκε, ακόμα και για τον πλέον καλόπιστο, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι υπαγορεύει κάποια στροφή η αναθεώρηση των απαιτήσεων της γείτονος στο χώρο του Αιγαίου, αλλά και αυτών στην Κύπρο. Η δική μας επανάπαυση στην αίσια κατάληξη της ενταξιακής πορείας της για την επίλυση των μεταξύ μας θεμάτων, είναι μία πολιτική ληθάργου που ενδέχεται να κρύβει εκπλήξεις. Πρέπει να επεξεργασθούμε εναλλακτικές πολιτικές.