Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΥΝΑΣ Αντιναύαρχος ε.α. Π.Ν. Βασίλειος Μαρτζούκος
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΥΝΑΣ
Αντιναύαρχος ε.α. Π.Ν. Βασίλειος Μαρτζούκος
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Η μέχρι στιγμής διαδικασία οικοδομήσεως μίας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, υπήρξε σταδιακή, επίπονη και αμφιλεγόμενη. Στο σύγχρονο σύνθετο και ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, είναι αρκετοί οι λόγοι οι οποίοι συνηγορούν στην επίτευξη του στόχου αυτού αλλά συγχρόνως είναι αρκετοί και οι ανασταλτικοί παράγοντες οι οποίοι μετριάζουν τα σχετικά επιτεύγματα. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμη μία επιγραμματική αναδρομή της Ευρωπαϊκής αυτής πορείας:
Το 1948 δημιουργείται η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (Western European Union) ή ΔΕΕ, της οποίας η σημασία σύντομα επισκιάζεται από το ΝΑΤΟ. Μετά από δύο περίπου δεκαετίες ανεπιτυχών ή ημιτελών πρωτοβουλιών (π.χ. σχέδιο Πλεβέν, σχέδιο Φουσέ κ.λ.π.), το 1970 δημιουργείται η Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία (Ε.Π.Σ.), το 1984 επαναδραστηριοποιείται η ΔΕΕ και το 1987 κωδικοποιείται ο άτυπος διακυβερνητικός μηχανισμός συντονισμού της εξωτερικής πολιτικής των κρατών – μελών, σε νομικό κείμενο.
Κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο και συγκεκριμένα το 1991 δημιουργείται η Κοινή Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ), στα πλαίσια της οποίας δραστηριοποιείται η ΔΕΕ, ενώ δεν παρεμποδίζονται οι επί μέρους συνεργασίες και συμφωνίες (π.χ. Σύμφωνο Βορείου Ατλαντικού) των κρατών – μελών είτε μεταξύ τους είτε με το ΝΑΤΟ, με απώτερο σκοπό την διαμόρφωση κοινής αμυντικής πολιτικής η οποία σε δεδομένη στιγμή είναι δυνατόν να οδηγήσει σε κοινή άμυνα. Το ίδιο έτος δημιουργείται η Γαλλογερμανική ταξιαρχία (EUROCORPS), ενώ η Ατλαντική Συμμαχία ενσωματώνει στην στρατηγική της αντίληψη την έννοια της Ευρωπαϊκής Ταυτότητος Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΤΑΑ), στα πλαίσια των προθέσεων των Η.Π.Α. να την διαμορφώσει κατά τρόπο εξυπηρετούντα αποκλειστικά τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού πυλώνα του ΝΑΤΟ.
Το 1992 στην Βόννη, ενισχύεται ο επιχειρησιακός ρόλος της ΔΕΕ με τις αποστολές τύπου Πέτερσμπεργκ (ανθρωπιστικές αποστολές διασώσεως, διαχειρίσεως κρίσεων και αποκαταστάσεως ειρήνης), ενώ το 1994 στις Βρυξέλλες, το ΝΑΤΟ υιοθετεί την έννοια «Πολυεθνική Διακλαδική Δύναμη Κρούσεως» (Combined Joint Task Force), προκειμένου να διευκολύνει τις επιχειρήσεις της ΔΕΕ, μέσω της παροχής ΝΑΤΟϊκών μέσων και δυνατοτήτων. Το 1996 στο Βερολίνο συμφωνείται ότι η ΔΕΕ θα επιληφθεί της δημιουργίας μίας Ευρωπαϊκής Ταυτότητος Ασφάλειας και Άμυνας (European Security and Defence Identity – ESDI), στα πλαίσια των υφισταμένων δομών του ΝΑΤΟ.
Με την συνθήκη του Άμστερνταμ της ΕΕ, το 1997, η ΚΕΠΠΑ βελτιώνεται με την θεσμοθέτηση Γενικού Γραμματέως του Συμβουλίου και Υπάτου Εκπροσώπου για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας, με την συγκρότηση Μονάδος Σχεδιασμού Πολιτικής και Εγκαίρου Προειδοποιήσεως, την ενσωμάτωση των αποστολών τύπου Πέτερσμπεργκ, την επιβεβαίωση της προοδευτικής διαμορφώσεως κοινής αμυντική πολιτικής (η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε κοινή άμυνα, συμβατή με τις ΝΑΤΟϊκές υποχρεώσεις), την ενδυνάμωση των θεσμικών σχέσεων μεταξύ ΔΕΕ και ΕΕ, καθώς και την μερική εισαγωγή της δυνατότητος λήψεως αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία.
Κατά την περίοδο 1998 έως 2002, δημιουργείται και διαμορφώνεται η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΠΑΑ). Η σύνοδος του Σαιν Μαλό το 1998 μεταξύ Μ. Βρετανίας και Γαλλίας, προωθεί την ευρωπαϊκή άμυνα αφού τονίζει την απαίτηση αναλήψεως από την ΕΕ (σε διακυβερνητική βάση), αυτονόμου δράσεως υποστηριζομένης από αξιόπιστες στρατιωτικές δυνάμεις, στα πλαίσια διεθνών κρίσεων (όταν το ΝΑΤΟ δεν επιθυμεί να παρέμβει και δίχως επικαλύψεις με αυτό).
Στην σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ της Ουάσινγκτον, το 1999, αναδιαμορφώνονται οι σχέσεις ΝΑΤΟ – ΕΕ (Berlin plus agenda), με την εγγύηση προσβάσεως της ΕΕ στις δυνατότητες σχεδιασμού του ΝΑΤΟ, καθώς και την διάθεση του τελευταίου προς την ΕΕ προεπιλεγμένων μέσων και δυνατοτήτων. Επιπλέον προσδιορίζονται εναλλακτικές δυνατότητες ευρωπαϊκής διοικήσεως για επιχειρήσεις της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του Αναπληρωτού Ανωτάτου Διοικητού Συμμαχικών Δυνάμεων της Ευρώπης (Deputy Supreme Allied Commander Europe). Το ίδιο έτος, στο ευρωπαϊκό συμβούλιο της Κολωνίας, αποφασίζεται η απορρόφηση των λειτουργιών της ΔΕΕ από την ΕΕ, ενώ στο Ελσίνκι συμφωνείται ο ομώνυμος στρατιωτικός στόχος (Helsinki Headline Goal), βάσει του οποίου τα κράτη – μέλη θα έπρεπε έως το 2003 να αναπτύσσουν εντός 60 ημερών δυνάμεις 50.000 έως 60.000 ανδρών και να τις υποστηρίζουν τουλάχιστον επί ένα έτος, κατά την διάρκεια εθελοντικής συμμετοχής των σε επιχειρήσεις της ΕΕ. Στο ίδιο συμβούλιο υιοθετήθηκε και μία έκθεση για την μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων.
Στο Ευρωπαϊκό Συνβούλιο της Φέϊρα, το 2000, διακηρύσσονται τέσσερεις προτεραιότητες για την μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων, ενώ παράλληλα καθορίζονται ομάδες συνεργασίας ΕΕ και ΝΑΤΟ για την ρύθμιση υλοποιήσεως των κυρίων αντικειμένων των νέων σχέσεων συνεργασίας μεταξύ τους, που είχαν πρόσφατα συμφωνηθεί. Το ίδιο έτος στην Νίκαια, υιοθετείται έκθεση της Γαλλικής προεδρίας για την ΕΠΑΑ (καθησυχαστική για τους Βρετανούς και Δανούς), σύμφωνα με την οποία η δέσμευση εθνικών μέσων από τα κράτη – μέλη για διεξαγωγή επιχειρήσεων της ΕΕ, θα βασίζεται στις δικές τους κυρίαρχες αποφάσεις. Στην Νίκαια επίσης ενεκρίθησαν τα παραρτήματα της εκθέσεως για την ΕΠΑΑ, που αφορούσαν τα μέσα της ΕΕ για την μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων, την Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας, την Στρατιωτική Επιτροπή, το Στρατιωτικό Επιτελείο, τις σχέσεις ΕΕ με τις χώρες ΝΑΤΟ μη μέλη της ΕΕ, τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες και τις διευθετήσεις συνεργασίας ΕΕ και ΝΑΤΟ. Στο τελευταίο αυτό παράρτημα, η πρόβλεψη για εγγυημένη πρόσβαση της ΕΕ στις δυνατότητες σχεδιασμού του ΝΑΤΟ, προσέκρουσε στην αρνησικυρία (εντός του ΝΑΤΟ), της Τουρκίας για την άρση της οποίας η Άγκυρα έθεσε ως προϋπόθεση την αναβάθμιση της συμμετοχής της στον μηχανισμό διαμορφώσεως και λήψεως αποφάσεων της ΕΠΑΑ.
Κατά το έτος 2001 αρχίζει η λειτουργία των οργάνων της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας, της Στρατιωτικής Επιτροπής και του Στρατιωτικού Επιτελείου. Το ίδιο έτος στο συμβούλιο του Γκέτεμποργκ, δίδεται ώθηση στον τομέα της μη στρατιωτικής διαχειρίσεως κρίσεων, με τον καθορισμό στόχων και χρονοδιαγράμματος υλοποιήσεώς των. Τέλος εντός του 2001 υιοθετείται στο Λάακεν το σχέδιο δράσεως European Capabilities Action Plan (ECAP) για την κάλυψη των ελλείψεων σε στρατιωτικά μέσα. Την ευθύνη συντονισμού των εργασιών αναλαμβάνει η ομάδα «Headline Goal Task Force» με επικουρικό ρόλο του Στρατιωτικού Επιτελείου.
Κατά το έτος 2002, εντάσσεται στην αντζέντα της ΕΠΑΑ η καταπολέμηση της τρομοκρατίας (Συμβούλιο Σεβίλλης), διευθετείται το ζήτημα που είχε θέσει η Τουρκία ως προς την συμμετοχή στην ΕΠΑΑ των Ευρωπαίων Συμμάχων οι οποίοι δεν είναι μέλη της ΕΠΑΑ, εκδίδεται διακήρυξη ΕΕ –ΝΑΤΟ ως προς τις βασικές αρχές συνεργασίας τους και διεξάγεται η πρώτη άσκηση διαχειρίσεως κρίσεων στα πλαίσια της ΕΠΑΑ.
Τον Ιανουάριο του 2003 αναλαμβάνεται η αποστολή αστυνομεύσεως στην Βοσνία (συνεχίζεται έως σήμερα) και τον Μάρτιο εκτελείται η πρώτη αποστολή στα πλαίσια της ΕΠΑΑ με χρήση ΝΑΤΟϊκών δομών στην ΠΓΔΜ (Επιχείρηση Concordia). Τον Απρίλιο του 2003 κατά την τετραμερή συνάντηση κορυφής των «ευρωπαϊστών» Γερμανίας, Γαλλίας, Λουξεμβούργου και Βελγίου προτείνονται φιλόδοξα μέτρα προωθήσεως της ευρωπαϊκής άμυνας, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις των «φιλοατλαντιστών» Ισπανίας, Βρετανίας και Ιταλίας. Η αντιπαράθεση αυτή θα λήξει τον Δεκέμβριο του 2003, με την υιοθέτηση κειμένου αμοιβαίων συμβιβασμών, το οποίο μεταξύ άλλων προβλέπει δημιουργία ευρωπαϊκού πυρήνα στο SHAPE (για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στα πλαίσια του ΝΑΤΟ), την ενίσχυση του Στρατιωτικού Επιτελείου της ΕΕ για τις αυτόνομες επιχειρήσεις αυτής (χαμηλών απαιτήσεων), και διορισμό συνδέσμων του ΝΑΤΟ στο Στρατιωτικό Επιτελείο της ΕΕ. Κατά το 2003 επίσης αναλαμβάνεται η πρώτη αποστολή στα πλαίσια της ΕΠΑΑ, στο Κονγκό, με κωδικό «επιχείρηση ΑΡΤΕΜΙΣ», δίχως την χρήση ΝΑΤΟϊκών δομών, ενώ παράλληλα ιδρύεται το European Armaments Defence Capabilities Agency. Τέλος τον Δεκέμβριο του 2003 εγκρίνεται στις Βρυξέλλες το κείμενο πολιτικής «Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας: Μία Ασφαλής Ευρώπη σε ένα Καλύτερο Κόσμο».
Το 2004 παρουσιάζεται η έννοια των Τακτικών Σχηματισμών Μάχης (Battlegroups) ενσωματώνεται στον «Γενικό Στρατιωτικό Στόχο 2010» (Headline Goal 2010), ο οποίος περιγράφει τις στρατιωτικές δυνατότητες και αποστολές της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργούνται 13 «Τακτικοί Σχηματισμοί Μάχης» για ανταπόκριση σε αιτήματα του ΟΗΕ και προκειμένου να χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά με την Δύναμη Αντίδρασης του ΝΑΤΟ (NATO Response Force). Φιλοδοξία της ΕΕ είναι η δυνατότητα να διεξάγει δύο συνεχόμενες επιχειρήσεις επιπέδου Battlegroup σε απόσταση έως 6000 χλμ από τις Βρυξέλλες. Τον Ιούλιο του 2004 ολοκληρώνονται οι λεπτομέρειες για τον Ευρωπαϊκό Αμυντικό Οργανισμό (European Defence Agency), ενώ παράλληλα αναλαμβάνεται στο πλαίσιο της ΕΠΑΑ, η πρώτη επιχείρηση κράτους δικαίου στη Γεωργία (επιχείρηση EUJUST Themis). Κατά το ίδιο έτος, το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος επιχειρεί να κωδικοποιήσει περαιτέρω την ΕΠΑΑ, ωστόσο ποτέ δεν τίθεται σε ισχύ. Τον Δεκέμβριο του 2004 η EUFOR Althea διαδέχεται την ΝΑΤΟϊκή SFOR στη Βοσνία. Από τον Σεπτέμβριο του 2005 έως τον Δεκέμβριο του 2006, αναλαμβάνεται η αποστολή επιβλέψεως στο Άτσε της Ινδονησίας, ενώ τον Ιούλιο του 2006 λαμβάνει χώρα η επιχείρηση «EUFOR RD Congo».
Γενικότερα από το 2003 έως σήμερα, η ΕΕ έχει αναλάβει σειρά ειρηνευτικών επιχειρήσεων, είτε υπό την μορφή στρατιωτικών επιχειρήσεων (π.χ. Κονγκό, Βοσνία, ΠΓΔΜ), είτε υπό την μορφή πολιτικών επιχειρήσεων ( π.χ. ΠΓΔΜ, Βοσνία, Κόσοβο, Γεωργία, Μολδαβία, Ουκρανία, Ινδονησία, Αφγανιστάν, Κονγκό, Σουδάν, Τσάντ, Σομαλία, Ιράκ, Παλαιστίνη).
ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ.
Ο έλεγχος της Ευρασίας, ο οποίος αποτελεί πάγιο σκοπό των Η.Π.Α., επιτυγχάνεται με την εδραίωση της αμερικανικής παρουσίας κατά τρόπο αποτρέποντα την ανάδυση οιασδήποτε ανταγωνιστικής δυνάμεως και εκδηλώνεται στις περιοχές της Α. Ευρώπης, των Βαλκανίων και της κεντρικής Ασίας, όπου οι Η.Π.Α. έσπευσαν να πληρώσουν το μεταψυχροπολεμικό γεωπολιτικό κενό το οποίο δημιουργήθηκε. Κατά συνέπεια το ψυχροπολεμικό δόγμα της «ανάσχεσης» μετεξελίσσεται σε δόγμα «λανθάνουσας περικυκλώσεως της Ρωσίας, και περιορισμού της αυτονομήσεως της Ε.Ε., μέσω της αμυντικής εξαρτήσεως της Ευρώπης από την Ατλαντική Συμμαχία». Με την διεύρυνση του ΝΑΤΟ, συρρικνώθηκε η σφαίρα επιρροής της Ρωσίας στην Α. Ευρώπη και επετεύχθη η ομηρία της Ε.Ε., αφού η ασφάλειά της εκχωρείται στο ΝΑΤΟ και το Ατλαντικό πλαίσιο, γεγονός το οποίο αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην πορεία της προς την πολιτική ολοκλήρωση.
Στην κεντρική Ασία, μετά την κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ., η αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να ελέγξει τόσο τις πηγές ενεργείας, όσο και τις οδούς μεταφοράς της προς την Δύση. Στα Βαλκάνια και την Α. Ευρώπη έχει ήδη επιτευχθεί έντονη αμερικανική παρουσία. Με τον τρόπο αυτό ανακόπτεται η γερμανική κάθοδος στα Βαλκάνια και ταυτόχρονα ελέγχεται η περιοχή αυτή ως εναλλακτική ενεργειακή πύλη για την Δύση, ενώ παράλληλα στην Α. Ευρώπη, η Ε.Ε. δεν δύναται να δράσει με πλήρη ελευθερία. Οι αμερικανοί παροτρύνουν την Ευρώπη να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες, να επιδείξει μεγαλύτερη συλλογικότητα σε θέματα αμύνης και εξωτερικής πολιτικής, απαιτώντας όμως από τους ευρωπαίους να ζητούν την έγκριση των Η.Π.Α. πριν αναλάβουν οιαδήποτε πρωτοβουλία στους τομείς αυτούς. Το ΝΑΤΟ επανεδραιώθηκε στην Ευρώπη, λόγω των ρευστών εξελίξεων στην Α. Ευρώπη, του ακαθορίστου ρόλου της Ρωσίας, της απροθυμίας των Ευρωπαίων να δημιουργήσουν εναλλακτικό αμυντικό βραχίονα καθώς και από τον φόβο επανεθνικοποιήσεως της άμυνας και ασφάλειας στην Ευρώπη. Η διαδικασία διευρύνσεως και εμβαθύνσεως αναγκάζει την Ε.Ε. να εστιάζεται στο εσωτερικό της, ενώ οι Η.Π.Α., ως υπερδύναμη, έχουν αυξήσει την παγκόσμια εμπλοκή τους.
Οι πρόσφατες διεθνείς αλλαγές μετέβαλαν τις προτεραιότητες και κατέστησαν την διατλαντική σχέση λιγότερο κεντρική για την εξωτερική πολιτική αμφοτέρων. Η Ευρώπη δεν είναι πλέον τόσο ζωτικής σημασίας, όσο ήταν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ενώ συγχρόνως για την Ευρώπη, η σημασία της αμερικανικής εγγυήσεως ασφαλείας έχει μειωθεί, τόσο λόγω της σημαντικής μειώσεως της σοβιετικής απειλής, όσο και λόγω της σχετικής υποχωρήσεως των παραδοσιακών ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών.
Εθνικές Πολιτικές Βασικών Δρώντων στην Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ασφάλεια.
Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Η.Π.Α. επεδίωξαν την διατήρηση της Ατλαντικής Συμμαχίας, την ταχεία επανένωση της Γερμανίας, με ταυτόχρονη παραμονή της τελευταίας στην Ατλαντική Συμμαχία και τις απαιτούμενες εδαφικές αναπροσαρμογές για την ομαλή μετεξέλιξη της Ε.Σ.Σ.Δ. στην νέα διεθνή τάξη. Οι Η.Π.Α. υπήρξαν καταλύτης για την Γερμανική επανένωση και ανέλαβαν πρωτοβουλίες για την αποτροπή των αντιδράσεων της Γαλλίας, Βρετανίας, Ε.Σ.Σ.Δ. και κρατών της κεντρικής Ευρώπης (π.χ. καθησυχασμός για την νέα αναπροσαρμοσμένη μορφή του ΝΑΤΟ). Οι Η.Π.Α. έδρασαν εγκαίρως και αποτελεσματικώς επιτυγχάνοντας τους σκοπούς τους οποίους έθεσαν.
Η Γερμανία επεδίωξε να παραμείνη άθικτη η Ατλαντική Συμμαχία και επιπλέον να επιταχυνθεί η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως. Τους σκοπούς αυτούς επέβαλε η δυσχερής διπλωματική θέση της χώρας, μετά τον Β’ Π.Π., η οποία απαιτούσε πολιτική νομιμοποίηση μέσω διεθνών θεσμών στους οποίους θα κατείχε σημαίνουσα θέση. Η Γερμανία δεν αντέδρασε αρνητικά στις Γαλλικές πιέσεις τόσο για διεύρυνση, όσο και για την Ο.Ν.Ε.. Από το 1993 έως το 1996, η στροφή της Γαλλίας προς το ΝΑΤΟ, εδημιούργησε μεγαλύτερα περιθώρια στην γερμανική διπλωματία. Η Γερμανία αν και αρχικά επιφυλακτική, συνετέλεσε καθοριστικά (προεδρία συνόδου Κολωνίας το 1999) στις ληφθείσες σημαντικές αποφάσεις για την πρόοδο της ΕΠΑΑ.
Η Βρετανική στρατηγική μετά το 1989, παρέμεινε προσηλωμένη στην διατήρηση και ενίσχυση του ευρωατλαντικού χώρου και την διαιώνιση της Ατλαντικής Συμμαχίας (η επιβίωση της Ατλαντικής Συμμαχίας συνιστά ζωτικό βρετανικό συμφέρον). Η Βρετανική προσέγγιση της Γαλλίας, για αντιμετώπιση της γερμανικής επανένωσης, δεν περιόρισε τις επιφυλάξεις της για την θέληση της Γαλλίας να αναπτύξη Ευρωπαίκή Αμυντική Ταυτότητα, ενώ παράλληλα υιοθέτησε συντηρητική στάση στο θέμα του ελέγχου των πυρηνικών εξοπλισμών. Η Γαλλοβρετανική προσέγγιση, είχε ως έναυσμα τις κοινές ανησυχίες για την νέα κατανομή ισχύος, δίχως βεβαίως τα κράτη αυτά να εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές εθνικές στρατηγικές τους. Η Βρετανία του Τόνυ Μπλαίρ, έχει υποστηρίξει την ΕΠΑΑ (όχι όμως και την αυτόνομη δράση της), προσβλέποντας αφ’ ενός μεν σε μεγαλύτερη βρετανική επιρροή στην Ε.Ε., αφ’ ετέρου δε σε μία πλέον ισχυρή Ευρώπη με μεγαλύτερη επιρροή στις Η.Π.Α. και διεθνώς.
Η κυριότερη ανησυχία του Προέδρου Μιτεράν ήταν η σχετική θέση της Γαλλίας και η διασφάλιση υπό συνθήκες αναρχίας, γι’ αυτό άλλωστε οι πρώτες γαλλικές αντιδράσεις υπήρξαν εξισορροπητικές. Το τετελεσμένο γεγονός της γερμανικής επανένωσης, έστρεψε την Γαλλία προς περαιτέρω ενίσχυση της διαδικασίας ολοκλήρωσης, με σκοπό να «ελεγχθεί» η Βόννη. Η υιοθέτηση της ΟΝΕ κυριολεκτικά επεβλήθη στην Γερμανία από τον γάλλο Πρόεδρο. Πριν την πρόσφατη στροφή της προς την Ατλαντική Συμμαχία (λόγω του αυτοαποκλεισμού της από την ενεργό δράση της Συμμαχίας από τις περιφερειακές συγκρούσεις), η Γαλλία διεκρίνετο για την ιδιαίτερη επιφυλακτικότητά της προς την εν λόγω Συμμαχία.
Από την ανωτέρω συνοπτική αναφορά στις εθνικές πολιτικές, διαφαίνονται σημαντικές στρατηγικές αποκλίσεις μεταξύ των τριών ευρωπαϊκών χωρών, με κυριότερο πρόβλημά τους την θέση και τον ρόλο τους στο νέο ρευστό διεθνές περιβάλλον. Η άποψη ότι τα ευρωπαϊκά κράτη αποτελούν μία «κοινότητα ασφαλείας» ή μία «περιοχή ενότητος», απέχει επί του παρόντος πολύ από την πραγματικότητα.
Eυροατλαντική Αλληλεξάρτηση και χάσμα ισχύος.
Μεταπολεμικώς, η αμερικανική υποστήριξη στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως, υπήρξε πάντοτε κρίσιμη και εξαιρετικά σημαντική. Ειδικότερα στον τομέα της ασφαλείας, η μεγάλη αμερικανική στρατιωτική παρουσία και αμυντική εγγύηση μέσω του ΝΑΤΟ, επέφερε σχέσεις αμοιβαίας ασυμμέτρου εξαρτήσεως. Το θεσμικό ευρωαμερικανικό οικοδόμημα διευρύνεται, λόγω της οικονομικής αλληλεξαρτήσεως (η Ευρώπη αποτελεί τον σημαντικότερο εμπορικό και επενδυτικό εταίρο των Η.Π.Α.). Η προσαρμογή του ΝΑΤΟ και η ταχεία οργανική σύνδεσή του με την θεσμική και επιχειρησιακή υλοποίηση της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ), καθώς και της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΠΑΑ), αποδεικνύουν το μεγάλο αμερικανικό ενδιαφέρον για την Ε.Ε., κατά την δεκαετία του 1990.
Η 9/11, υπήρξε καθοριστική για την αλλαγή μορφής των ευρωαμερικανικών σχέσεων. Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, προσέδωσε την ευκαιρία για αμερικανική στρατιωτική διείσδυση στην καρδιά της ασιατικής ηπειρωτικής μάζας και στα νότια σύνορα της Ρωσίας, περιορίζοντας έτσι τις στρατηγικές επιλογές δυνάμεων όπως η Κίνα, η Ινδία και η Ρωσία και μειώνοντας παράλληλα την εξάρτηση των Η.Π.Α. από την γεωπολιτική θέση χωρών όπως η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία.
Ο ήδη ανισοβαρής, εις βάρος της Ευρώπης, συσχετισμός ισχύος, από τις αρχές του 1990 διευρύνεται διαρκώς. Ενώ οι Ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες έχουν συρρικνωθεί, από την 9/11, οι αντίστοιχες αμερικανικές έχουν κορυφωθεί. Η αυτόνομη δυνατότητα αναλήψεως και εκτελέσεως στρατιωτικών επιχειρήσεων ανά τον πλανήτη, αποτελεί βασικό συστατικό της στρατιωτικής δυνάμεως των Η.Π.Α., οι οποίες διαθέτουν τις πλέον τεχνολογικά προηγμένες, καλύτερα εκπαιδευμένες και πλέον ευέλικτες Ε.Δ., έχοντας συγχρόνως το προβάδισμα σε θέματα επιμελητείας, μεταφοράς προσωπικού και εφοδίων παγκοσμίως.
Οι Η.Π.Α. διαθέτουν την γεωοικονομική πρωτοκαθεδρία και τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην γνώση της πληροφορίας, στην παραγωγή και διάδοση νέων τεχνολογιών, στην επιχειρηματική διαχείριση, στην προώθηση του διεθνούς εμπορίου, στην δυναμική διαρθρωτική προσαρμογή και καινοτομία στην παραγωγικότητα.
Αμερικανικός Ηγεμονισμός και Εξισορρόπηση.
Παρά την αρχική ευρωπαϊκή συμπαράσταση, μετά την 11/9, η συνοχή της συμμαχίας εκλονίσθη από την απόφαση των Η.Π.Α. να επιτεθούν στο καθεστώς των Ταλιμπάν, στο Αφγανιστάν. Η μονομερής απόφαση εισβολής στο Ιράκ (άνοιξη 2003), αγνόησε την αντίθετη άποψη Γερμανίας, Γαλλίας, Ρωσίας, της πλειοψηφίας των κρατών μελών του ΟΗΕ και της παγκοσμίου κοινής γνώμης, προκαλώντας την σημαντικότερη κρίση στην ιστορία των διατλαντικών σχέσεων. Το δόγμα «ή μαζί μας ή εναντίον μας» εξελίχθηκε σε ιδεολογία του κατεστημένου της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής των Η.Π.Α., ενώ η προληπτική στρατιωτική δράση μετετράπη σε βασικό εργαλείο της αμερικανικής στρατηγικής. Το 2002 ο αναπληρωτής Υπουργός Αμύνης P. Wolfowits, δήλωνε ότι εις το εξής η αποστολή θα καθορίζει την συμμαχία και όχι η συμμαχία την αποστολή (πρόθεση αντικαταστάσεως παραδοσιακών συμμαχιών με «συνασπισμούς προθύμων»). Η υπό τον νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ Μ. Ομπάμα πρόθεση αλλαγής πολιτικής στην Κ. Ασία και τα επιχειρούμενα ανοίγματα προς την Ρωσία, Μ. Ανατολή, Λατινική Αμερική και Ιράν είναι πρόωρο να κριθούν ως προς την ουσία και την αποτελεσματικότητά τους.
Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, το ΝΑΤΟ εξασφάλιζε στις ΗΠΑ τον έλεγχο της Γερμανίας, την διατήρηση της Ρωσίας εκτός Ευρώπης και των ΗΠΑ εντός αυτής. Όλα δείχνουν ότι η πολιτική αυτή δεν έχει ουσιαστικά μεταβληθεί για την Ουάσινγκτον και σήμερα. Στο πλαίσιο αυτό εξηγείται και η πρόσφατη επίθεση φιλίας του νέου αμερικανού Προέδρου Μ. Ομπάμα στην Τουρκία (μοναδική πύλη αμερικανικής ενεργειακής παρουσίας στην Ευρώπη και αμφισβητήσεως του ρωσικού ενεργειακού μονοπωλίου προς αυτήν). Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την χρησιμότητα της Τουρκίας για την αμερικανική πολιτική στην κεντρική Ασία και την Μ. Ανατολή ενδεχομένως επιφυλάσσει αναβαθμισμένο ρόλο της Άγκυρας στην περιοχή και ερμηνεύει την αμερικανική εμμονή για είσοδό της στην ΕΕ.
Παρά την τεράστια αλληλεξάρτηση μεταξύ Η.Π.Α. και Ευρώπης, στο πλαίσιο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, η μονομερής στρατηγική αντίληψη για την διεθνή πολιτική της πρώτης, πιθανόν να οδηγήσει σε ποιοτικό επανακαθορισμό της διατλαντικής σχέσεως. Σε επίπεδο διεθνούς ισορροπίας, οι Η.Π.Α. δεν δύνανται να εμποδίσουν την σταδιακή δημιουργία νέας και πλέον συμμετρικής συστημικής ισορροπίας, δεδομένου ότι η πολιτική της συνεπάγεται υψηλότατο κόστος και ταυτόχρονα δημιουργεί αντιδράσεις και εξισορροπητικές τάσεις (π.χ. η διάχυση πλούτου και τεχνογνωσίας ωφελεί τους ανταγωνιστές οι οποίοι αναπτύσσονται οικονομικά δίχως να επιβαρύνονται με τεράστιες αμυντικές δαπάνες, ενώ ορισμένα κράτη θεωρούν ως μόνο τρόπο αποτροπής αμερικανικών στρατιωτικών επεμβάσεων, να καταστούν πυρηνικές δυνάμεις).
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ.
Τρέχουσες αδυναμίες της ΕΠΑΑ.
Η ΕΠΑΑ με τις Ευρωπαίκές Δυνάμεις Ταχείας Αντιδράσεως (ERRF), ως πυρήνα της, θα συμβάλει στην αυτόνομη διατήρηση της ασφάλειας στα σύνορα της Ευρώπης και θα συμπληρώνει τα ήδη ισχυρά διπλωματικά και οικονομικά μέσα της ΕΕ.
Τα μέχρι στιγμής πιθανά σενάρια για εμπλοκή της Ε.Ε. σε επιχειρήσεις είτε υποστηρίξεως της ειρήνης είτε αμύνης και ασφαλείας, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
- α. Μεγάλης κλίμακος επιχείρηση για υποστήριξη της ειρήνης.
- β. Ανθρωπιστική επέμβαση υψηλής εντάσεως.
- γ. Περιφερειακή προάσπιση στρατηγικών συμφερόντων της Ε.Ε..
- δ. Πρόληψη επιθέσεως με όπλα μαζικής καταστροφής.
- ε. Άμυνα της Ευρώπης από εξωτερική επίθεση (homeland defense).
Τα ανωτέρω σενάρια καθώς και οι πρόσφατες εμπειρίες της ευρωπαϊκής στρατιωτικής εμπλοκής κυρίως στα Βαλκάνια, κατέδειξαν σημαντικές αδυναμίες τις οποίες η ΕΠΑΑ θα πρέπει να αντιμετωπίσει και οι οποίες συνοψίζονται εις τα ακόλουθα:
- α. ΥΛΙΚΟ: Υπάρχουν ελλείψεις στις στρατηγικές μεταφορές, σε πυρομαχικά μεγάλης εμβελείας/ παντός καιρού/ ακριβούς πλήγματος, στον ηλεκτρονικό πόλεμο, στην προβολή ισχύος, στο C4 ISΤΑR, στις στρατηγικές δορυφορικές πληροφορίες, στις επικοινωνίες και την προστασία δυνάμεως. Επιπλέον υπάρχουν κενά εις τον σχεδιασμό ενός ολοκληρωμένου και διαλειτουργικού δικτύου πληροφοριών διοικητικής μέριμνας, σε προγράμματα πολυεθνικών ασκήσεων, σε συστήματα προσομοιώσεως επιχειρήσεων, στην διαλειτουργικότητα τακτικών συστημάτων επικοινωνιών, στην εξελιγμένη αεράμυνα, στην έρευνα και διάσωση μάχης, στην άμυνα και προστασία από όπλα μαζικής καταστροφής (ΟΜΚ), καθώς και προστασία από σύγχρονες θαλάσσιες νάρκες και τορπίλες.
- β. ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ: Η Ε.Ε. δαπανά πολύ λιγότερα χρήματα από τις Η.Π.Α. για την άμυνά της, δίχως το γεγονός αυτό να αλλάζει στο ορατό μέλλον, με αποτέλεσμα να καθιστά αδύνατη την κάλυψη του χάσματος στρατιωτικών δυνατοτήτων μεταξύ Ε.Ε. και Η.Π.Α. και μη αναστρέψιμη την ανισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων. Επιπλέον δεν υπάρχει ενιαία αμυντική πολιτική, ενιαίος αμυντικός σχεδιασμός και εξομοίωση αμυντικών δομών. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν τα προβλήματα που θέτει η διαδικασία διευρύνσεως, καθώς και η ενδυνάμωση του κοινωνικού προσώπου της Ε.Ε.. Το γεγονός ότι οι Ευρωπαϊκές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη φθάνουν το πολύ στο 25% των αντιστοίχων αμερικανικών και με δεδομένο τις χαμηλότερες αμυντικές δαπάνες (60% των Η.Π.Α.) προερχόμενες από αριθμό προϋπολογισμών όσων και τα μέλη (μη συντονισμός, διαφορετικές προτεραιότητες), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι στρατιωτικές δυνατότητες που επιτυγχάνονται είναι δυσανάλογα κατώτερες των δαπανουμένων ποσών.
- γ. ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ: Πρόκειται για μείζονα δυσχέρεια, αφορώσα στον τρόπο με τον οποίο η ποικιλία των εθνικών δυνάμεων οι οποίες απαρτίζουν τις ERRF, θα συνεργάζεται. Θα πρέπει να αναπτυχθούν κατάλληλοι μηχανισμοί κοινής εκπαιδεύσεως, επιλογής και αναπτύξεως των δυνάμεων, καθώς και εθισμού αυτών σε κοινές μεθόδους, διαδικασίες και τυποποιήσεις.
- δ. Η.Π.Α. και ΝΑΤΟ: Είναι απαραίτητη η επίλυση των διαφορών μεταξύ Η.Π.Α. και Ε.Ε., ως προς την ανάπτυξη της ΕΠΑΑ. Όπως έχει ήδη προαναφερθεί, οι Η.Π.Α. επιθυμούν και υποστηρίζουν την ενίσχυση των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων αλλά όχι και την δημιουργία νέων θεσμών και μάλιστα αυτονόμων σε θέματα πρωτοβουλιών και λήψεως αποφάσεων.
- ε. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΔΡΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ERRF: Τα γεωγραφικά όρια δράσεως των ERRF σχετίζονται άμεσα με τις δυνατότητες τις οποίες θα πρέπει να αναπτύξουν και τις προτεραιότητες αυτών. Βάσει των ενδείξεων, το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στην περιοχή της Μεσογείου, της Μ. Ανατολής και στα δυτικά μέρη της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ.. Ενδεχομένως όμως οι ERRF να αναλαμβάνουν επιχειρήσεις παγκοσμίως κατ’ εντολή των Η.Ε. ή στα πλαίσια άλλων συμμαχιών (μικρές πιθανότητες επί του παρόντος). Είναι επίσης χαμηλής πιθανότητος η ανάληψη αυτόνομης ευρωπαϊκής επιχειρήσεως πλησίον των ρωσικών συνόρων.
- στ. ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ: Η διεύρυνση της Ε.Ε. , έφερε μακρινά, έως τώρα, τοπικά προβλήματα κοντά στα σύνορά της. Εξ άλλου το πλήθος πλέον των κρατών μελών καθιστά δυσχερή την διαδικασία λήψεως αποφάσεων κατά τους χειρισμούς κρίσεων.
- ζ. ΤΑ «ΟΥΔΕΤΕΡΑ» ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΚΡΑΤΗ: Κράτη όπως η Σουηδία, Φινλανδία, Αυστρία, Ιρλανδία και Μάλτα, έχουν αναπτύξει ιδιαίτερη κουλτούρα και προσφέρουν συμμετοχή μόνο σε επιχειρήσεις ανθρωπιστικού και ειρηνευτικού χαρακτήρος. Η στάση των κρατών αυτών πιθανόν να επιφέρει περαιτέρω δυσχέρειες στην πραγματοποίηση της ΕΠΑΑ, κυρίως κατά την διαδικασία λήψεως αποφάσεως για την ανάληψη στρατιωτικής δράσεως.
- η. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ: Επί του παρόντος δεν υπάρχει σαφής, αναλυτική και ακριβής στρατηγική, επί της οποίας να δύναται να βασισθούν αποφάσεις/κατευθύνσεις και να συντονίζονται αποτελεσματικά οι στρατιωτικές πτυχές της ΚΕΠΠΑ και της ΕΠΑΑ. Η υφισταμένη πρόδος στον τομέα αυτό αναλύεται κατωτέρω.
- θ. ΕΛΛΕΙΨΗ ΗΓΕΣΙΑΣ: Ηγεσία απαιτείται στο πολιτικό επίπεδο, στο θεσμικό επίπεδο της ΚΕΠΠΑ και της ΕΠΑΑ, καθώς και στο πρακτικό επίπεδο διαχειρίσεως της ευρωπαϊκής πολιτικής στο στρατιωτικό επίπεδο. Δίχως ηγεσία στα εν λόγω επίπεδα είναι δύσκολο να αποφασισθεί εγκαίρως κατά πόσο υφίσταται κρίση, η κλίμακα αυτής και η προτεινομένη αντίδραση, να γίνουν αμυντικές μεταρυθμίσεις και αυξήσεις αμυντικών δαπανών, καθώς και να πεισθεί η κοινή γνώμη για την σκοπιμότητα της ΕΠΑΑ.
Προοπτικές της ΕΠΑΑ.
Η διεύρυνση της ΕΕ δυσχεραίνει την προσπάθεια χαράξεως κοινής εξωτερικής πολιτικής σε μελλοντικές κρίσεις και μεγάλα προβλήματα. Οι διαφορές μεταξύ των μελών κρατών εντοπίζονται κυρίως στα διαφορετικά μεγέθη αυτών, την κατάσταση των ενόπλων τους δυνάμεων, διαφορετικά ήθη ως προς την χρήση ισχύος, διαφορές απόψεων ως προς την ΚΕΠΠΑ, διαφορετική αντίληψη εκτιμήσεως των απειλών, διαφορά στον βαθμό πολιτικής βουλήσεως προς δράση στα πλαίσια της ΕΠΑΑ, διαφορά στον βαθμό αποδοχής απωλειών, διαφορά αντιλήψεων ως προς τον βαθμό εξαρτήσεως από την Ατλαντική Συμμαχία κ.λ.π.. Είναι σαφής η απαίτηση θεσμικών μεταρρυθμίσεων, ενώ κερδίζουν έδαφος ιδέες περί μίας Ευρώπης ομοκέντρων κύκλων (αρχική δημιουργία μικρής «εσωτερικής ενώσεως» ορισμένων μόνο μελών και ενός ευρυτέρου κύκλου μελών αποτελούντων μία τεράστια κοινή αγορά).
.
Τα κράτη μέλη της Ε.Ε. καλύπτουν το 45% του προϋπολογισμού του ΟΗΕ και αποτελούν τον σημαντικότερο χορηγό οικονομικής αναπτυξιακής βοηθείας παγκοσμίως. Δυνάμεις της Ε.Ε. είναι παρούσες σε ολόκληρο τον κόσμο (άνω των 100.000 στρατιωτών) αν και με εξαρτημένη ανάπτυξη, μεταφορά, διοικητική υποστήριξη και πληροφορίες. Η έννοια της ευρωπαϊκής «αυτονομίας», επί του παρόντος, εμπεριέχει σε σημαντικό βαθμό την στρατιωτική επικάλυψη του ΝΑΤΟ (διαχωριζόμενες αλλά όχι διαχωρισμένες δυνάμεις). Εάν το ΝΑΤΟ (ή οι Η.Π.Α.) δεν συμμετέχει, η Ε.Ε. θα πρέπει να διατηρεί αξιόπιστη δυνατότητα αναπτύξεως δυνάμεων, διατηρήσεως δικών της βασικών υποδομών και στρατηγικών μεταφορών, καθώς και ενιαία διοίκηση.
H ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ.
Παρά τα μειονεκτήματά του, το κείμενο περί της ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ασφαλείας, το οποίο υιοθετήθηκε τον Δεκέμβριο του 2003, αποτελεί σημαντική εξέλιξη. Βάσει της εκτιμήσεως της απειλής, η εν λόγω έκθεση καθορίζει τους ακόλουθους στρατηγικούς στόχους:
- α. Επέκταση της ζώνης ασφαλείας και ευημερίας, περί την Ευρώπη.
- β. Ενίσχυση των διεθνών πολιτικών και οικονομικών θεσμών, με έμφαση στον ΟΗΕ και τον ειδικό ρόλο της Ε.Ε. σε θέματα εμπορίου και αναπτύξεως.
- γ. Αντιμετώπιση απειλών (καταγράφεται η συμβολή της Ε.Ε. στην διαχείριση διεθνών κρίσεων).
Η έκθεση καταλήγει σε σειρά γενικών προτάσεων, τονίζοντας την ανάγκη δημιουργίας «στρατηγικής κουλτούρας» για έγκαιρη, ταχεία και δυναμική (εάν απαιτείται), ανταπόκριση σε διάφορες κρίσεις. Σημαντική είναι η ιδέα δημιουργίας Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Πληροφοριών, ενώ η πρόταση για κοινή διπλωματική εκπροσώπηση και θεσμοθέτηση της Ευρωπαϊκής Διπλωματικής Υπηρεσίας, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Προτείνεται η ενίσχυση της στρατηγικής εταιρικής σχέσεως με την Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία, Καναδά, αλλά και η συνεχιζόμενη έμφαση στον διατλαντικό δεσμό και η βελτίωση της συνεργασίας με τις Η.Π.Α.. Ως προς τα ΟΜΚ, η έκθεση τονίζει την χρήση πολιτικών και οικονομικών πιέσεων, την απαγόρευση εξαγωγής υλικών και τεχνολογιών διττής χρήσεως, καθώς και την επίλυση των πολιτικών ζητημάτων τα οποία προκαλούν το πρόβλημα. Εις το θέμα της τρομοκρατίας, προσεγγίζοντας τις αμερικανικές θέσεις, στις επιλογές περιλαμβάνεται η χρήση ισχύος σε συνδυασμό με άλλα μέσα. Τέλος προτείνεται η διεύρυνση των δραστηριοτήτων πέραν των αποστολών τύπου Πέτερσμπεργκ, με πιθανή προσθήκη επιχειρήσεων αφοπλισμού, αντιτρομοκρατίας και μεταρρυθμίσεως των θεσμών ασφαλείας.
Το κείμενο της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ασφαλείας, δεν παρέχει σαφείς οδηγίες και κατευθύνσεις επιχειρησιακής μορφής και δεν προσδιορίζει γεωγραφικώς με ακρίβεια τις απειλές και τον τρόπο αντιμετωπίσεώς των, καθώς και τον περιφερειακό ρόλο της Ε.Ε.. Πρόκειται για ένα γενικό κείμενο βασισμένο σε «συμβιβαστική» φιλοσοφία, το οποίο χρήζει περαιτέρω αναπτύξεως και επεξεργασίας.
ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΑ.
Εις το μεταψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον, το επίκεντρο της διεθνούς ασφαλείας έχει μεταφερθεί από την κεντρική Ευρώπη και την σύγκρουση Ανατολής – Δύσεως, στην περίμετρο της Ευρωπαϊκής ηπείρου και ειδικότερα στην ανατολική Μεσόγειο και την Μ. Ανατολή. Η χώρα μας ευρίσκεται στο κρίσιμο σημείο καταλήξεως σημαντικών ευρωπαϊκών μεταφορικών οδών και ενεργειακών δικτύων από και πρός την Μεσόγειο. Η στρατηγική αυτή θέση της Ελλάδος σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή και την ατλαντική της ιδιότητα, την καθιστά σημαντικό γεωπολιτικό παράγοντα περιφερειακής ασφαλείας, στις στρατηγικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.
Η χώρα μας υποστηρίζει την «ομοσπονδιακή ευρωπαϊκή προσέγγιση», με βασικό σκοπό την άμβλυνση του ελληνικού «αμυντικού προβλήματος» και αυτό ερμηνεύει το γεγονός ότι, σε αντίθεση με άλλα κράτη, δεν την απασχόλησε σημαντικά το θέμα της τυχόν παραχωρήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων, προ της υπογραφής της συνθήκης του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Δεκέμβριος 1991). Εις τα πλαίσια της εν λόγω συνθήκης, η Ελλάς εισήλθε στην ΔΕΕ. Εν τούτοις τον Ιούνιο του 1992, το Συμβούλιο της ΔΕΕ (κατόπιν εμμονής Μ. Βρετανίας και Ολλανδίας), υιοθέτησε δήλωση με την οποία τα κράτη μέλη, δεν θα ηδύναντο να επικαλεσθούν τις «αμυντικές εγγυήσεις και δεσμεύσεις» που απορρέουν από την ΔΕΕ ή το ΝΑΤΟ για συγκρούσεις στις οποίες εμπλέκονται τα μέλη της ΔΕΕ ή του ΝΑΤΟ. Η εν λόγω δήλωση, η οποία αδρανοποιούσε την ρύθμιση του άρθρου 5 για την «αμοιβαία συνδρομή» σε ενδεχόμενο συγκρούσεως Ελλάδος –Τουρκίας, απετέλεσε προϋπόθεση για την είσοδο νέων χωρών (άρα και της Ελλάδος). Τα ευρωπαϊκά κράτη του ΝΑΤΟ εκλήθησαν να γίνουν συνδεδεμένα μέλη της ΔΕΕ (π.χ. Τουρκία).
Ο ρόλος του ελληνισμού κατά τον 21ο αιώνα, συνδέεται με το το μέλλον της ίδιας της Ευρώπης, με την οποία από το 1982, η χώρα μας έχει συνδέσει τις τύχες της και συνεπώς εξαρτάται σημαντικά από τα ζητήματα παγκοσμίου ισορροπίας και κυρίως από την σχέση Ε.Ε. – Η.Π.Α.- Ρωσίας. Η πολιτική της ελληνοτουρκικής φιλίας, συμβαδίζει με την αντίληψη της Ατλαντικής Δύσεως (Η.Π.Α.- ΝΑΤΟ), περί της γεωστρατηγικής ενότητος του χώρου που καλύπτουν η Ελλάς και η Τουρκία, με επίκεντρο το Αιγαίο. Τα κράτη μέλη της Ε.Ε. δεν έχουν παραχωρήσει ακόμη τον σκληρό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας τους που αφορά την ΚΕΠΠΑ. Με το δεδομένο αυτό, η χώρα μας θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνει υπ’ όψιν ότι επί του παρόντος, η ευθύνη της άμυνας του εθνικού εδάφους των μελών της ενώσεως, ανήκει κατά κύριο λόγο στα ίδια τα κράτη και όχι στην κοινή άμυνα της Ε.Ε..
Βάσει των ανωτέρω και δεδομένου ότι η Άγκυρα διαχρονικά δεν αποκλίνει των αναθεωρητικών της διεκδικήσεων (τυχόν είσοδός της στην ΕΕ αναμένεται ότι ενδεχομένως να μεταβάλει την στρατηγική αλλά όχι τον πολιτικό αναθεωρητικό σκοπό της), ενώ παράλληλα διευρύνεται διαρκώς η διαφορά ισχύος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος, υπέρ της πρώτης, σε ότι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η επιδίωξη από την Αθήνα μίας ταχείας, εφ’ όλης της ύλης επιλύσεως των «διαφορών» στο Αιγαίο και την Κύπρο (όσο δηλαδή η Τουρκία προσπαθεί να ενταχθεί στην Ε.Ε.), με «έντιμο συμβιβασμό», ενδεχομένως να οδηγούσε σε σημαντικές παραχωρήσεις προς την Άγκυρα. Η εναλλακτική λύση της μακροπρόθεσμης αναμονής καταλλήλων προϋποθέσεων, μέσω των ευρωτουρκικών σχέσεων, για ελληνοτουρκική συμφωνία, βάσει αμοιβαιότητος και της διεθνούς νομιμότητος, εμπεριέχει υψηλό ποσοστό επικινδυνότητος εάν σταθμιστούν η μέχρι στιγμής συμπεριφορά της Τουρκίας, η ευνοϊκή γι’ αυτήν μελλοντική αύξηση της διαφοράς ισχύος, η ισχύουσα αυτοβοήθεια των κρατών μελών της ΕΕ προκειμένου για άμυνα εθνικού χώρου, καθώς και η μέχρι στιγμής Ατλαντική στάση στα εθνικά μας θέματα. Αμφότερες οι εν λόγω προσεγγίσεις κρίνεται ότι θα οδηγούσαν σε δυσμενείς λύσεις για τα εθνικά μας συμφέροντα, αφού μεταξύ άλλων θα εβασίζοντο και στις συμφωνίες της Μαδρίτης του 1997 και του Ελσίνκι το 1999 (με την πρώτη αναγνωρίσθηκαν ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο, τα οποία από το Ελσίνκι και εντεύθεν κατεγράφησαν ως «συνοριακές διαφορές»).
Εφ’ όσον σύμφωνα με όλα τα μέχρι στιγμής στοιχεία η Τουρκία εμμένει, υφ’ οιεσδήποτε συνθήκες στην ανατροπή του status quo, ως μοναδική λύση απομένει η ανάσχεση και η εθνική, διεθνής και προεκτεινομένη αποτροπή (σε αυτήν συμπεριλαμβάνονται η νόμιμη άμυνα, το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδος – Κύπρου και η αξιοποίηση συμμαχιών και διεθνών οργανισμών). Για την επιλογή αυτή θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κόστος, δεδομένου ότι οι σχέσεις με την Τουρκία θα επανέλθουν στο διμερές συγκρουσιακό επίπεδο και μάλλον δίχως την υποστήριξη των Η.Π.Α.. Κρίνεται ότι παρά την φαινομενική επικινδυνότητά της, η επιλογή αυτή είναι η πλέον ρεαλιστική, δεδομένου ότι η ουσιαστική αποτροπή δεν οδηγεί απαραιτήτως στην κλιμάκωση της εντάσεως και στην σύγκρουση. Αντιθέτως η αύξηση του κόστους της τουρκικής επιθετικότητος, διασφαλίζει αν όχι ειρηνικές τουλάχιστον σταθερές σχέσεις με την Τουρκία, δίχως να διακυβεύονται εθνικά συμφέροντα, όπως συμβαίνει συνήθως με πολιτικές κατευνασμού οι οποίες ενθαρρύνουν (ή αποθρασύνουν) τον ισχυρό να εφαρμόζει στρατηγικές πειθαναγκασμού. Επιπλέον έχει αποδειχθεί διαχρονικά ότι σε περιοχές προστριβών μεταξύ γειτονικών συμμαχικών κρατών, οι εκάστοτε μεγάλες δυνάμεις, προωθούσες τα δικά τους ζωτικά ή περιφερειακά εθνικά συμφέροντα, πιέζουν την πλέον αδύνατη πλευρά, παρερμηνεύοντας το διεθνές δίκαιο κατά το δοκούν. Η προτεινόμενη ουσιαστική αποτρεπτική Υψηλή Στρατηγική, δεν θα πρέπει να είναι αδιάλλακτη, λόγω του διαρκούς κινδύνου κλιμακώσεως της εντάσεως αλλά σταθερή και εύκαμτη (δυνατές οι αμοιβαίες υποχωρήσεις με όρους εθνικού συμφέροντος).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ.
Η ευρωατλαντική σχέση παραμένει ισχυρή και δεν διαφαίνεται ρήξη για το ορατό μέλλον. Στην καλύτερη περίπτωση είναι ενδεχόμενος ένας ποιοτικός επανακαθορισμός της σχέσεως αυτής.
Παρά την τρέχουσα ηγεμονική παρουσία των Η.Π.Α., το διεθνές σύστημα τελεί υπό μετάβαση, με πιθανότερη εξέλιξή του σε πολυπολικό. Πέραν των προβλημάτων τα οποία προκαλεί η μεταβατική αυτή περίοδος, παρουσιάζονται και νέα σημαντικά προβλήματα όπως η επικείμενη μείωση των αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων, το περιβάλλον, τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποιήσεως και η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση, το δημογραφικό κ.λ.π., τα οποία προσδίδουν νέα σύνθετη και απρόβλεπτη δυναμική στις σχέσεις των διεθνών δρώντων.
Βασικό ρόλο για το μέλλον της ΚΕΠΠΑ και της ΕΠΑΑ θα διαδραματίσει η πολιτική βούληση των κρατών μελών για τερματισμό της τρέχουσας ρευστότητος και η σαφής απάντηση σε σειρά διλημμάτων όπως «κατά περίπτωση συμμαχία κρατών με πρόταξη του εθνικού συμφέροντος (βέτο) ή η υπερεθνική ΕΕ με πρόταξη του ευρωπαϊκού συμφέροντος;», «εξάρτηση από ατλαντικές δομές ή αυτονομία;», «εφαρμογή μόνο ήπιας ισχύος ή και στρατιωτικής ισχύος για εκπλήρωση των στόχων;», «υποστήριξη πολυπολικού ή μονοπολικού διεθνούς συστήματος;», «ποιά είναι τα όρια της Ευρώπης;», «διαμόρφωση μελλοντικής ΕΠΑΑ βάσει παζαρέματος επί μέρους εθνικών συμφερόντων ή βάσει ολοκληρωμένου ευρωπαϊκού οράματος;». Οι βασικές επιλογές της ΕΕ φαίνεται να είναι οι ακόλουθες:
- α. Διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος ΚΕΠΠΑ και ΕΠΑΑ, με καταλυτικό ρόλο του ΝΑΤΟ και των Η.Π.Α. στην Ευρώπη. Στην περίπτωση αυτή η Ευρώπη θα αποφύγη ενδεχόμενες εσωτερικές προστριβές και πιθανή προσπάθεια καλύψεως του κενού ισχύος από άλλες δυνάμεις. Επιπλέον θα διατηρήσει τις αμυντικές της δαπάνες σε χαμηλά επίπεδα προκειμένου να εστιασθεί σε άλλους τομείς. Βασικό, εν τούτοις μειονέκτημα της περιπτώσεως αυτής θα είναι η παραδοχή ότι σε κάθε περίπτωση τα εκάστοτε αμερικανικά συμφέροντα ταυτίζονται με τα ευρωπαϊκά και μάλιστα σε μία περίοδο κατά την οποία οι Η.Π.Α. αποδίδουν όλο και λιγότερη σημασία σε διεθνείς θεσμούς και συμμαχίες. Παράλληλα η Ε.Ε. θα πρέπει να αποδεχθεί ότι δεν θα έχει αυτόνομο ρόλο στο μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον με ότι αυτό συνεπάγεται για τα καθ’ εαυτής συμφέροντά της.
- β. Ταχεία ανάπτυξη αυτονόμων ΚΕΠΠΑ και ΕΠΑΑ και αναθεώρηση της διατλαντικής σχέσεως σε βάσεις ισοτιμίας. Η περίπτωση αυτή δεν φαίνεται εφικτή, καθ’ όσον απαιτεί πολιτική βούληση τουλάχιστον των μεγαλυτέρων ευρωπαϊκών κρατών και συνεπάγεται τεράστιο κόστος το οποίο η Ε.Ε. δεν δύναται να καταβάλει σε σύντομο χρονικό διάστημα (ειδικότερα υπό τις τρέχουσες οικονομικές συγκυρίες), ενώ παράλληλα θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ο βαθμός αντιδράσεως των Η.Π.Α..
- γ. Σταδιακή προσπάθεια αναπτύξεως των ΚΕΠΠΑ και ΕΠΑΑ, με μακροπρόθεσμο στόχο την επίτευξη της ευρωπαϊκής αυτονομίας και σταδιακή αναθεώρηση των διατλαντικών σχέσεων με τελικό σκοπό την ισότιμη σχέση. Η περίπτωση αυτή φαίνεται ως η πλέον εφικτή αλλά παρουσιάζει το ρίσκο του χρονικού καθορισμού της επιτεύξεως του σκοπού, σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον του οποίου οι εξελίξεις είναι δραστικές και απρόβλεπτες χρονικά.
Με το βλέμμα στραμμένο στο υπό διαμόρφωση νέο και ιδιαίτερα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, η Ευρώπη θα πρέπει να σταθμίσει κατά πόσο η τρέχουσα διακυβερνητική μορφή της, με προεξάρχοντα τα ιδιαίτερα εθνικά συμφέροντα των κρατών μελών, επαρκεί για την εξασφάλιση των θεμελιωδών συμφερόντων της ( π.χ. επιβιώσεως, ευημερίας, αυτονομίας κ.λ.π.). Σε αρνητική περίπτωση θα πρέπει σύντομα να καθορίσει και αναπτύξει τις βασικές αρχές του ευρωπαϊκού συμφέροντος, της ευρωπαϊκής κουλτούρας και να λάβει εγκαίρως ρεαλιστικές αποφάσεις, υπερβαίνουσες κατά περίπτωση ορισμένα ιδιαίτερα εθνικά συμφέροντα των κρατών που την αποτελούν αλλά και σεβόμενες την διαφορετικότητα των λαών της, μέσω θεσμικών διαδικασιών κοινής αποδοχής. Πέραν της εξασφαλίσεως των ζωτικών της συμφερόντων στο δυναμικά μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, η ΕΕ, ως φορέας των κεκτημένων του δυτικού πολιτισμού (τα οποία εν πολλοίς βασίζονται στην αρχαία ελληνική σκέψη), έχει την υποχρέωση να είναι έτοιμη εάν μελλοντικά η στιγμή το καλέσει (π.χ. μελλοντική υποχώρηση των ΗΠΑ στην διεθνή σκηνή), να αναλάβει την διάσωση και διατήρησή τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρβανιτόπουλος Κ. – Ήφαιστος Π. « Ευρωατλαντικές Σχέσεις». Έτος 2000. Εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ.
Ιωακειμίδης Π.Κ. «Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση. Θεωρία – Διαπραγμάτευση – Θεσμοί και Πολιτικές». Β’ Έκδοση. Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ.
Ξενάκης Δ. Κ. – Τσινισιζέλης Μ. Ι. (Επιμέλεια) «Παγκόσμια Ευρώπη; Οι Διεθνείς Διαστάσεις της Ε.Ε.». Εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ.
Τσινισιζέλης Μ. Ι. «Νέα Ευρωπαϊκή Ένωση». Επιμέλεια Ν. Μαραβέγιας. Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ.
Τζανέτος Γ. «Η Ευρωπαϊκή Διάσταση των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων στι Αιγαίο και η Γεωπολιτική Στρατηγική της Δύσης». Εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ.
Smith K. E. “European Union Foreign Policy in a Changing World”. Eκδ. POLITY.
ΑΡΘΡΑ
Ellner A. “The European Security Strategy: Multilateral Security with Teeth?”. Defense and Security Analysis 21:3, 223 – 242. On line publ. date 01 Sept. 2005.
Keane R. “European Security and Defense Policy: From Cologne to Sarajevo”. Global Society 19:1, 89 – 103. On line publ. date 01 – January 2005.
Menon A. “From Cricis to Catharsis: ESDP after Iraq”. International Affair 80, 4 (2004) 631 – 648.
Posen B. “European Union Security and Defense Policy: Response to Unipolarity?” Security Studies 15:2, 149 – 186. On line publ. Date 01 July 2006.
Reynolds C. “Military Capability Development in the ESDP: Towards Effective Governance?”. Contemporary Security Policy, Vol. 28, No 2 (August 2007), pp. 357 – 383.
Shepherd A. J. K. “The European Union’s Security and Defense Policy: A Policy Without Substance?”. European Security 12:1, 39 – 63. On line publ. 01 March 2003.
Wexler S. C. “Integration Under Anarchy: Neorealism and the European Union”. European Journal of International Relations 2006; 12; 397.