Blog

Η Τεχνητή Νοημοσύνη ως Καθοριστικός Παράγοντας στην Έκβαση του Ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας

Η Τεχνητή Νοημοσύνη ως Καθοριστικός Παράγοντας στην Έκβαση του Ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας

Η ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΩΣ ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΒΑΣΗ ΤΟΥ  ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΗΠΑ-ΚΙΝΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο τέλος του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα, ένα νέο διεθνές σύστημα έχει αναδυθεί. Τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι η έντονη ρευστότητα, ο πολυπολισμός, η αναβίωση του ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων με ιδεολογικό πρόσημο και ψυχροπολεμικό ύφος, η παρουσία νέων περιφερειακών δυνάμεων που διεκδικούν ρόλο στην ανακατανομή ισχύος και συμφερόντων, η ταυτόχρονη ύπαρξη ανταγωνιστικών και συνεργατικών σχέσεων μεταξύ κρατών και τέλος, η καθιέρωση της Κίνας ως ενός από τους πιο ισχυρούς παγκόσμιους δρώντες με προοπτικές πρωτοκαθεδρίας στο άμεσο μέλλον.

Η παρουσία της αναθεωρητικής Κίνας κλονίζει την κυριαρχία των ΗΠΑ με τις τελευταίες να βρίσκονται σε διαρκή φθίνουσα πορεία λόγω δομικών προβλημάτων στο εσωτερικό και λανθασμένων επιλογών / ασάφειας στρατηγικών στόχων στην εξωτερική πολιτική. Αυτές οι δύο χώρες βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης που πηγάζει από τη δυναμική της μετάβασης του διεθνούς συστήματος και του γεωπολιτικού ανταγωνισμού και λαμβάνει χώρα, μεταξύ άλλων, στους τομείς της οικονομίας και της τεχνολογίας. Αφορά τις καταναλωτικές αγορές και τα τεχνολογικά πλεονεκτήματα και συγκεκριμένα, τους κανόνες και τα πρότυπα του εμπορίου, τις επενδύσεις, την απασχόληση, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και την πνευματική ιδιοκτησία.

Διαχρονικά, η τεχνολογία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο αλλάζοντας τον ρου της ιστορίας. Ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός είναι κρίσιμος στις σύγχρονες τεχνολογίες και ειδικότερα στην τεχνητή νοημοσύνη[1], δημιουργώντας νέες συνθήκες για το μετασχηματισμό του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, των στρατιωτικών συσχετισμών και εν γένει των διεθνών σχέσεων. Η τεχνητή νοημοσύνη ιεραρχείται πλέον ως ζήτημα μείζονος ενδιαφέροντος για την εθνική ασφάλεια. Η χώρα που θα ελέγξει γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα τις τεχνολογικές εξελίξεις θα αποκτήσει γεωστρατηγικό και γεωοικονομικό προβάδισμα έναντι της άλλης.

Η τεχνητή νοημοσύνη σηματοδοτεί την έναρξη της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης με αφετηρία το 2010[2]. Έως σήμερα έχουν ολοκληρωθεί οι δύο πρώτες φάσεις της[3], ενώ η τρίτη εκτιμάται ότι θα έχει ολοκληρωθεί έως το 2030[4]. Στην εποχή του ψηφιακού κόσμου η τεχνητή νοημοσύνη αναπτύσσεται και διαχέεται σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, με τα κυριότερα να αφορούν τα κάτωθι:

α) Άμυνα και ασφάλεια-Στρατιωτικά αυτόνομα όπλα, υπηρεσίες πληροφοριών (οικονομικών, στρατιωτικών, εσωτερικής ασφάλειας), κυβερνοασφάλεια, διαχείριση της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας.

β) Ενέργεια και περιβάλλον-Αξιοποίηση, παραγωγή και διανομή ενέργειας, διαχείριση απορριμμάτων, εξυπηρέτηση των κατοίκων των πόλεων, προστασία της βιοποικιλότητας και του περιβάλλοντος γενικότερα.

γ) Μεταφορές-Διαχείριση υποδομών (λιμάνια, αεροδρόμια, ροές αποθεμάτων), μέσα μαζικής μεταφοράς, αυτόνομο αυτοκίνητο και αυτόνομες μεταφορές.

δ) Υγεία και διατροφική ασφάλεια-Διαχείριση και παρακολούθηση ασθενών, βελτιστοποίηση των διαγνώσεων, αντιμετώπιση των ανίατων ασθενειών, αποφόρτιση νοσοκομείων, εξατομικευμένη ιατρική, νέα εμβόλια και ασφαλιστική κάλυψη.

ε) Χρηματοπιστωτικό σύστημα-Αυτοματοποίηση τραπεζικών εργασιών (καταθέσεις-χορηγήσεις, υπηρεσίες πελατών και διαχείριση σχέσεων με πελάτες).

Στο πλαίσιο αυτό περισσότερες από 12 κυβερνήσεις έχουν ανακοινώσει εθνικές πρωτοβουλίες τεχνητής νοημοσύνης. Οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι οι μεγαλύτερες χώρες στον κόσμο με όρους επενδύσεων στον εν λόγω τομέα[5]. Η καθεμία έχει διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης της τεχνητής νοημοσύνης και των τεχνολογικών πολιτικών γενικότερα. Η αμερικανική αντίληψη στηρίζεται στο φιλελεύθερο μοντέλο, δηλαδή την πρωτοβουλία ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης αναλαμβάνουν οι μεγάλοι τεχνολογικοί κολοσσοί. Σύμφωνα με το αμερικανικό μοντέλο, ο ιδιωτικός τομέας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό των στρατηγικών κατευθύνσεων όσον αφορά την ανάπτυξη και τις προτεραιότητες στην τεχνητή νοημοσύνη. Η Κίνα εφαρμόζει μια παρεμβατική-συγκεντρωτική πολιτική απέναντι στην ψηφιακή βιομηχανία και στα πανεπιστήμια που ασχολούνται με τις ψηφιακές τεχνολογίες, στηριζόμενη στο πρότυπο «κράτος-εταιρεία».

ΗΠΑ

Οι ΗΠΑ υπήρξαν πρωτοπόροι στην ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και ως σήμερα διατηρούν την υπεροχή. Στόχευσή τους είναι να παραμείνουν η μεγαλύτερη δύναμη. Στο πλαίσιο της κοινωνίας της πληροφορίας εταιρείες όπως η Apple και η Microsoft ελέγχουν την πληροφόρηση σε παγκόσμια κλίμακα και διαθέτουν τα πνευματικά δικαιώματα σε όλες τις πτυχές (επωνυμίες, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, λογισμικά και εμπορικά σήματα). Η Amazon, η Google και η Facebook αναδείχθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο σε ψηφιακές αυτοκρατορίες με τεράστια κέρδη. Οι GAFAM (Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft)[6] έχουν συγκεντρώσει εξαιρετικά μεγάλη ισχύ και κατέχουν μονοπωλιακή θέση στις ψηφιακές τεχνολογίες[7].

Ήδη στις ΗΠΑ από το 1993 λειτουργεί το Εθνικό Οικονομικό Συμβούλιο (National Economic Council) στο προεδρικό εκτελεστικό γραφείο με σκοπό την προώθηση των αμερικανικών οικονομικών συμφερόντων συμβάλλοντας στη διατήρηση της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ. Επιπλέον, το 2018 συστάθηκε η Επιτροπή Εθνικής Ασφάλειας για την Τεχνητή Νοημοσύνη (National Security Commission on Artificial Intelligence) με συμβουλευτικό ρόλο στην προεδρία και το Κογκρέσο. Σκοπός της είναι η προώθηση της ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης, της μηχανικής μάθησης και των σχετικών τεχνολογιών για την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των αναγκών εθνικής ασφάλειας και άμυνας των ΗΠΑ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι έχουν τα απαραίτητα μέσα για τη διατήρηση της παγκόσμιας ηγεσίας στην τεχνητή νοημοσύνη. Σε αυτήν συμμετέχουν οι πρόεδροι της Amazon Web Services, της Oracle και διευθυντές από την Microsoft Research Lab και την Google Cloud. Η εκάστοτε κυβέρνηση επιδοτεί με τεράστια συμβόλαια τις ψηφιακές εταιρείες προκειμένου να μοιραστούν τις τεχνολογικές καινοτομίες για να στηρίξουν τον κρατικό στρατιωτικό σχεδιασμό.

Η τεχνητή νοημοσύνη έχει συνδεθεί με τα μελλοντικά οπλικά συστήματα και γενικότερα τις αμυντικές τεχνολογίες. Σε αυτό το πλαίσιο, η Υπηρεσία Προηγμένων Αμυντικών Ερευνητικών Προγραμμάτων (Defense Advanced Research Projects Agency) είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη των αναδυόμενων τεχνολογιών για στρατιωτική χρήση. Η πρωτοβουλία Nex που εκτελείται από τη συγκεκριμένη υπηρεσία πρόκειται να δαπανήσει 2 δις δολάρια τα επόμενα χρόνια με στόχο την αντιμετώπιση πολλών από τους περιορισμούς των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης[8]. Η έκθεση που εκδόθηκε από την Επιτροπή Εθνικής Ασφαλείας για την Τεχνητή Νοημοσύνη (National Council for Artificial Intelligence) επισημαίνει την ανάγκη για μια συνεκτική και ολοκληρωμένη στρατηγική από την πλευρά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ώστε να υπάρχει στοχευμένη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη μπορούν να επιτευχθούν μέσω χρηματοδότησης 40 δις δολαρίων, εύρεσης ταλαντούχων επαγγελματιών που με κίνητρα θα εργοδοτηθούν από όλο τον κόσμο σε κυβερνητικές θέσεις, ίδρυσης εθνικής ακαδημίας για τον κυβερνοχώρο και την κυβερνοδομή του Υπουργείου Άμυνας με βαθιά κατάρτιση (που θα συνδέεται με Διαστημική Δύναμη) και υψηλά εξειδικευμένη πληροφόρηση στον πρόεδρο και στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Για την επέκταση της προσπάθειας αυτής, ο Λευκός Οίκος χρειάζεται να αυξήσει τη χρηματοδότηση για την έρευνα και ασφάλεια της τεχνητής νοημοσύνης στο πλαίσιο της νέας Αμερικανικής Πρωτοβουλίας για την Τεχνητή Νοημοσύνη (American AI Initiative) και να ζητήσει από το Κογκρέσο πρόσθετα κονδύλια.

Επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, αναλήφθηκαν σημαντικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της τεχνολογικής υπεροχής. Η συγκρότηση το 2018 της Επιτροπής Επιλογής για την Τεχνητή Νοημοσύνη (Select Committee on Artificial Intelligence) η οποία συμβουλεύει το Εθνικό Συμβούλιο Επιστήμης και Τεχνολογίας (National Science and Technology Council) που συστήθηκε το 1993, έχει σκοπό να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα της έρευνας και ανάπτυξης στην τεχνητή νοημοσύνη από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Επιπλέον, το Εκτελεστικό Διάταγμα 13859 (11 Φεβρουαρίου 2019)[9] στοχεύει στην εξασφάλιση της τεχνολογικής υπεροχής των ΗΠΑ. Η πολιτική χρηματοδότησης της έρευνας και ανάπτυξης επιδιώκει τη διατήρηση του πλεονεκτήματος των ΗΠΑ στους περισσότερους τομείς και δραστηριότητες τεχνητής νοημοσύνης.

Η διατήρηση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας μπορεί να επιτευχθεί με την εφαρμογή ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής. Μια στρατηγική που οφείλει να συνθέσει τις αντιθέσεις μεταξύ των οικονομικών συμφερόντων των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών και των στρατηγικών στόχων των αμερικανικών αρχών για την τεχνολογική ανάσχεση των αντίπαλων χωρών, κυρίως της Κίνας. Οι ΗΠΑ κατέχουν τρία στρατηγικά πλεονεκτήματα στη διατήρηση της πρώτης θέσης: α) απασχολούν τουλάχιστον το μισό του ιδιοφυούς προσωπικού παγκοσμίως στην τεχνητή νοημοσύνη, β) τα αγγλικά ως μητρική γλώσσα είναι παγκόσμια γλώσσα για τις επιστήμες, τις επιχειρήσεις και το διαδίκτυο, και γ) οι αμερικανικές εταιρείες προπορεύονται χρονικά στη λειτουργία συστημάτων (Android και iOS), στη δημιουργία μεγάλων δεξαμενών τεχνητής νοημοσύνης, στο σχεδιασμό προηγμένων ημιαγωγών και εφαρμογών που επηρεάζουν καταλυτικά τις τάσεις και τις πωλήσεις (Instagram, YouTube και Facebook).

ΚΙΝΑ

Η Κίνα με τη σταδιακή ανάπτυξη των δικών της ψηφιακών εταιρειών Baidu, Alibaba, Tencent και Xiomi (BATX)[10] αναδείχθηκε σε μεγάλη τεχνολογική δύναμη παγκοσμίως από το 2010 και έπειτα. Με την ανάληψη της προεδρίας υπό τον Σι Τζινπινγκ (14 Μαρτίου 2013) δόθηκε ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην πολιτική στήριξης των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ). Συγκεκριμένα, την περίοδο 2016-2017 η κυβέρνηση ανέδειξε την τεχνητή νοημοσύνη σε ακρογωνιαίο λίθο της στρατηγικής της, καταρτίζοντας το Πρόγραμμα Ανάπτυξης της Τεχνητής Νοημοσύνης Νέας Γενιάς (New Generation Artificial Intelligence Development Plan). Το πρόγραμμα αφορά ένα φιλόδοξο εγχείρημα που περιλαμβάνει τη δέσμευση κεφαλαίων σε όλους τους τομείς των τεχνολογιών και τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης ως το 2020 και την επίτευξη σημαντικών καινοτόμων ανακαλύψεων μέχρι το 2025 με στόχο η Κίνα να καταστεί παγκόσμιος ηγέτης στην τεχνητή νοημοσύνη ως το 2030. Από το 2017 που ξεκίνησε έχει υποστηρίξει προγράμματα και επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα προσδοκά να παράγει 59 δις δολάρια στην οικονομία της τεχνητής νοημοσύνης ως το 2030[11].

Ο Ψηφιακός Δρόμος του Μεταξιού (Digital Silk Road-DSR) που ξεκίνησε το 2015 είναι μια στρατηγική πρωτοβουλία που εντάσσεται στην επίτευξη του σκοπού της παγκόσμιας κυριαρχίας της Κίνας αποτελώντας μέρος της πρωτοβουλίας Μια Ζώνη, ένας Δρόμος (Belt and Road Initiative-BRI) στην οποία συμμετέχουν 140 χώρες. Προσφέρει υποστήριξη στις κινεζικές εταιρείες για τη δημιουργία ψηφιακών οικοσυστημάτων στις αναπτυσσόμενες αγορές της Αφρικής στη βάση των δικών τους προτύπων ελλείψει παρουσίας αντίστοιχων αμερικανικών και ευρωπαϊκών. Μέχρι το 2016, 16 χώρες είχαν ενταχθεί στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, ενώ εκτιμάται ότι και οι 40 χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής που είναι στο BRI θα συνδεθούν επίσης τεχνολογικά με την Κίνα μέσω του DSR, μιας στρατηγικής που είναι πολλά περισσότερα από μερικά έργα υποδομής. Αφορά τη δημιουργία μιας λιγότερο αμερικανοκεντρικής παγκόσμιας ψηφιακής τάξης με την ανάδειξη ενός κινεζικού μοντέλου όπου οι εγχώριοι τεχνολογικοί κολοσσοί θα κυριαρχούν στις νέες αγορές. Στηρίζεται σε τέσσερις πυλώνες: α) στη δημιουργία ψηφιακού συστήματος που είναι σχεδόν εξολοκλήρου εγχώριο, β) στη διευκόλυνση της Κίνας να θέσει πρότυπα για την ψηφιακή υποδομή και την τεχνολογία της επόμενης γενιάς, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική και το διαδίκτυο, γ) στον κρατικό πατερναλιστικό χαρακτήρα της κινεζικής ψηφιακής διακυβέρνησης, δ) στην απόκτηση πρόσβασης σε μεγάλες τοπικές δεξαμενές δεδομένων από τις κινεζικές επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση τις κινεζικές αρχές. Οι επενδύσεις σε ψηφιακά έργα υποδομής που αφορούν το DSR ανέρχονται στα 79 δις δολάρια.

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η κινεζική ηγεσία ακολουθεί μια επιθετική πολιτική τεχνοεθνικισμού, συνδεόμενη στενά με τις εταιρείες BATX στη βάση ενός κεντρικά κατευθυνόμενου κρατικού σχεδιασμού δίνοντας ισχυρά κίνητρα σε ξένες εταιρείες που επιθυμούν να εγκατασταθούν στην Κίνα λόγω της μεγάλης αγοράς και του χαμηλού κόστους παραγωγής με σκοπό την προώθηση του τεχνολογικού της αποτυπώματος στο εξωτερικό. Η Κίνα έχει επωφεληθεί από τουλάχιστον τρεις οικονομικές συνθήκες: μια τεράστια εσωτερική αγορά, άφθονη εργασία, και μια ιεραρχικά αυταρχική κυβέρνηση που κατευθύνει τις τεχνολογικές καινοτομίες.

Μια σύντομη συγκριτική ανάλυση της ψηφιακής ισχύος των ΗΠΑ και της Κίνας καταγράφει τα εξής[12]:

α) Οι ΗΠΑ ηγούνται σε τέσσερις από τις έξι μετρήσιμες κατηγορίες που είναι τα ταλέντα, η έρευνα, η ανάπτυξη και το υλικό (hardware) ενώ η Κίνα ηγείται στις εφαρμογές (αποδοχή και δεδομένα) και ελέγχει την παγκόσμια αγορά νέων υλικών και σπάνιων γαιών και μετάλλων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ηλεκτρικών συσκευών. Ταυτόχρονα έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ στην παραγωγή υπερυπολογιστών.

β) Οι ΗΠΑ έχουν προβάδισμα λόγω του μεγαλύτερου αριθμού νεοφυών επιχειρήσεων (start ups), της χρηματοδότησής τους από ίδια κεφάλαια (equity capital) και επιχειρηματικά κεφάλαια (venture capital), της ανάπτυξης της βιομηχανίας ημιαγωγών και επεξεργαστών και της υψηλής ποιότητας των επιστημονικών δημοσιεύσεων σε σχέση με την Κίνα.

γ) Η Κίνα προηγείται σε όλους σχεδόν τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας στην εφαρμογή συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης και στις επιχειρήσεις καταναλωτικών αγαθών, στον τομέα της ενέργειας, στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στην τεχνολογική βιομηχανία και στις τηλεπικοινωνίες.

δ) Οι ΗΠΑ κατέχουν την πρώτη θέση με διαφορά στον ρυθμό αύξησης των επιχειρήσεων παραγωγής ημιαγωγών.

ε) Οι ΗΠΑ διαθέτουν το μεγαλύτερο ποσοστό των 20 μεγαλύτερων κέντρων δεδομένων υπολογιστικού νέφους (cloud) στον κόσμο.

στ) Οι πέντε μεγαλύτερες ψηφιακές εταιρείες-GAFAN (Google, Apple, Facebook, Amazon, Netflix) ξεπερνούν τους ανταγωνιστές τους στον κόσμο με όρους χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης.

ζ) Η Κίνα προπορεύεται στις περισσότερες αναφερόμενες μελέτες στην τεχνητή νοημοσύνη[13] και στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας[14].

η) Στους τομείς των STEM (Science, Technology, Engineer, Mathematics)-που παρέχουν τις βασικές δεξιότητες οι οποίες συμβάλλουν στην εξέλιξη της επιστήμης, της τεχνολογίας και στους ταχύτατα αναπτυσσόμενους τομείς των μοντέρνων οικονομιών-η Κίνα έχει ετησίως τέσσερις φορές περισσότερους πτυχιούχους από τις ΗΠΑ (1.300.000 έναντι 300.000) και τρεις φορές περισσότερους στην επιστήμη υπολογιστών (185.000 έναντι 65.000).

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ

Οι δύο χώρες βρίσκονται σε διαρκή γεωοικονομικό και γεωστρατηγικό ανταγωνισμό τα τελευταία δέκα έτη που ξεκίνησε στη δεύτερη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα, εξελίχθηκε και κλιμακώθηκε επί προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ και συνεχίζεται με τον τωρινό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Ο αγώνας δρόμου για την πρωτοκαθεδρία στην τεχνητή νοημοσύνη εντάσσεται στο παραπάνω συγκρουσιακού χαρακτήρα πλαίσιο, αποτελώντας μέρος ενός ευρύτερου οικονομικού πολέμου.

Οι τακτικές οικονομικού πολέμου που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ στην προσπάθειά τους να ενισχυθούν και να αποτρέψουν την αναδυόμενη Κίνα να τις ξεπεράσει τεχνολογικά είναι φορολογικές, τεχνητές (πρότυπα και κανόνες ανταγωνισμού), προστατευτισμού, οικονομικών κυρώσεων, προστίμων σε κινέζικες εταιρείες και μέτρων για την καταπολέμηση της διαφθοράς και των αθέμιτων τακτικών.

Η Κίνα εφαρμόζει πολιτικές ενίσχυσης των εξαγωγών, χειραγώγησης του εθνικού νομίσματος, επιχορήγησης των κρατικών εταιρειών, πρακτικών για την επιδότηση των κινεζικών προϊόντων και αντιγραφής εμπορικών μυστικών και πνευματικών δικαιωμάτων.

Η πνευματική ιδιοκτησία και η προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων αποτελούν τον πρώτο τομέα αντιπαράθεσης των δύο χωρών. Σύμφωνα με την έρευνα του American Strategy Group, μόνο την τελευταία δεκαετία η Κίνα έχει υποκλέψει σχεδόν 6 τρις δολάρια πνευματικής ιδιοκτησίας των ΗΠΑ από τεχνολογικές καινοτομίες προερχόμενες από τη Silicon Valley και το Σιατλ, από τη βιομηχανία ψυχαγωγίας του Χόλυγουντ, από την ιατρική έρευνα και ανάπτυξη που προέρχεται κυρίως από τη Νέα Αγγλία[15]. Μια άλλη μελέτη υπολογίζει ότι οι κλοπές πνευματικής ιδιοκτησίας ανέρχονται από 225 έως 600 δις δολάρια ετησίως[16]. Η κινεζική κυβερνοκλοπή έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ως μια σοβαρή απειλή εθνικής ασφαλείας. Το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της Κίνας έχει εκτεταμένο δίκτυο πληροφοριών που διεξάγει βιομηχανική κατασκοπεία προς όφελος κινεζικών επιχειρήσεων. Στη βάση αυτή η αμερικανική κυβέρνηση έκλεισε το προξενείο της Κίνας στο Λος Άντζελες κατηγορώντας το ότι εμπλέκεται σε υποκλοπές αμερικανικών πνευματικών δικαιωμάτων και κατασκοπευτικές ενέργειες.

Πέραν των δικαιωμάτων τεχνογνωσίας η τεχνολογική επανάσταση του κινητού ίντερνετ της Huawei 5G από το 2020 αποτελεί ένα ακόμη πεδίο σφοδρής διένεξης των δύο χωρών[17]. Το κινεζικό 5G λόγω του ότι λειτουργεί με σταθμούς-βάσεις υψηλής τεχνολογικής περιεκτικότητας προσφέρει, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες παρακολούθησης, κατασκοπείας και δολιοφθορών. Επιπλέον, το γεγονός ότι η εν λόγω εταιρεία διασυνδέεται με την κινεζική κυβέρνηση αναδεικνύεται σε ύψιστο ζήτημα εθνικής ασφάλειας για την αμερικανική πλευρά η οποία για το λόγο αυτό αποκλείει την πρόσβαση της συγκεκριμένης τεχνολογίας όχι μόνο στο εσωτερικό της αλλά και σε άλλα κράτη[18]. Οι διασυνδέσεις της Huawei με τις κινεζικές αρχές αποτελούν το κεντρικό ζήτημα στον τεχνολογικό πόλεμο των δύο χωρών. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις απαγορεύεται να χρησιμοποιούν τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό ξένων εταιρειών χωρίς την έγκριση της κυβέρνησης για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το Εκτελεστικό Διάταγμα 13873 (15 Μαΐου 2019)[19] που υπογράφηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ, η πολιτική αποκλεισμού του Υπουργείου Οικονομικών για τις κινεζικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας και η ψήφιση της Πράξης Εξουσιοδότησης Εθνικής Άμυνας (National Defense Authorization Act-NDAA)[20] στόχευσαν κυρίως την Huawei και την ΖΤΕ.

Οι τεχνολογίες επιτήρησης και λογοκρισίας της Κίνας είναι επίσης σημείο τριβής με τις ΗΠΑ. Ο ψηφιακός αυταρχισμός αποτελεί παράμετρο του κινεζικού συστήματος διακυβέρνησης. Οι επενδύσεις στον τομέα αυτό δίνουν τη δυνατότητα υλοποίησης συστημάτων παρακολούθησης πολιτών με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης. Οι συγκεκριμένες τεχνολογίες εφαρμόζονται σε τεχνικές αναγνώρισης προσώπου και προληπτικής αστυνόμευσης καθώς και στη διαχείριση του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Έχουν δε εφαρμοστεί στο εσωτερικό[21] και έχουν προωθηθεί στο εξωτερικό[22] σε ανελεύθερα καθεστώτα για την παρακολούθηση των πολιτών. Η τεχνο-δυστοπική επιτήρηση με σκοπό τον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών και των πολιτικών δικαιωμάτων έχει προκαλέσει την αμερικανική αντίδραση με τις ΗΠΑ να απαγορεύουν την εξαγωγή τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για την αναγνώριση προσώπου.

Το τέταρτο πεδίο της αμερικανο-κινεζικής τεχνολογικής σύγκρουσης είναι ο κυβερνοπόλεμος. Τα σύγχρονα ψηφιακά συστήματα δίνουν τη δυνατότητα αποσταθεροποίησης και αποσυντονισμού των συστημάτων άμυνας των αντιπάλων. Μέσω κυβερνοεπιθέσεων μπορεί να γίνει, μεταξύ άλλων, η εξουδετέρωση των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων, του ενεργειακού δικτύου και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι ΗΠΑ έχουν κατηγορήσει την Κίνα ότι χρησιμοποιεί τα συστήματα αυτά εναντίον τους, χαρακτηρίζοντάς τα ως κακόβουλες ενέργειες. Επίσης, με κυβερνοεπιθέσεις διεξάγεται η πληροφοριακή κατασκοπεία όπου μπορούν δεδομένα-στοιχεία να ανακτώνται από τα ψηφιακά συστήματα των αντιπάλων. Οι ΗΠΑ έχουν προειδοποιήσει ότι σε περίπτωση κυβερνοεπίθεσης σε στρατηγικούς τομείς από μία αντίπαλη δύναμη, θα απαντήσουν κάνοντας χρήση όλων των συμβατικών στρατιωτικών μέσων. Τα δύο μέρη προσπαθούν να συμφωνήσουν σε ένα πλαίσιο που πρέπει να διέπει τον κυβερνοχώρο. Οι ΗΠΑ είναι η πρώτη δύναμη στον κυβερνοχώρο, ενώ η Κίνα ως ισότιμος ανταγωνιστής στοχεύει να την υπερκεράσει μελλοντικά.

Ο πέμπτος και τελευταίος τομέας ανταγωνισμού έγκειται στον Fintech, δηλαδή στα προγράμματα υπολογιστών και στις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για τις τραπεζικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Το ψηφιακό χρήμα προοιωνίζει μεγάλη αλλαγή του τρόπου που λειτουργεί η οικονομία. Οι εφαρμογές WeChat Pay (Κίνα) και Apple Pay (ΗΠΑ) είναι οι πιο διαδεδομένες. Η Κίνα στην παρούσα φάση προπορεύεται με διαφορά έχοντας 900.000.000 χρήστες έναντι μόλις 22.000.000 στις ΗΠΑ. Στις πληρωμές κινητής τηλεφωνίας υπολογίζεται ότι οι Κινέζοι κάνουν το ήμισυ των συναλλαγών τους.

Δύο είναι οι παράγοντες που θα καθορίσουν εν πολλοίς την έκβαση του τεχνολογικού ανταγωνισμού.

Ο πρώτος αφορά τις σπάνιες γαίες και τα σπάνια μέταλλα και ο δεύτερος τους ημιαγωγούς προηγμένης τεχνολογίας. Τα μηχανήματα και οι συσκευές που ενσωματώνουν την τεχνητή νοημοσύνη κατασκευάζονται από ορυκτά που ορισμένα είναι σπάνια μέταλλα και σπάνιες γαίες. Οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι οι χώρες που διαθέτουν τις μεγαλύτερες ποσότητες στον κόσμο (13.000 και 55.000 τόνους αντίστοιχα) με την τελευταία να προμηθεύει το 90% της παγκόσμιας ζήτησης. Ο έλεγχός τους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Δεδομένου ότι η Κίνα έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε περιορισμούς στην εξαγωγή για να πλήξει τα τεχνολογικά συμφέροντα των ΗΠΑ οι τελευταίες επαναπροσδιορίζουν την πολιτική τους για να πετύχουν αυτάρκεια[23]. Στην κατασκευή ημιαγωγών προηγμένης τεχνολογίας η Κίνα υπολείπεται αρκετά σε σχέση με τις ΗΠΑ, αναγκάζοντάς τη να εισάγει το μεγαλύτερο μέρος για να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες[24]. Η Ταϊβάν (Taiwan Semiconductor Manufacturing) είναι ο μεγαλύτερος παίκτης παγκοσμίως, με τη Νότια Κορέα (Samsung Electronics) και τις ΗΠΑ (Intel) να ακολουθούν. Η Κίνα επενδύει τεράστια ποσά προκειμένου να μειώσει το μεγάλο έλλειμμα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Κίνα και οι ΗΠΑ είναι αλληλοεξαρτώμενες στους τομείς αυτούς, κινούνται τα τελευταία χρόνια προς πολιτικές αυτάρκειας στο πλαίσιο της διαδικασίας από-παγκοσμιοποίησης.

Ο δεύτερος και πιο σημαντικός παράγοντας συνδέεται με την ανάπτυξη και ενσωμάτωση των τεχνολογικών καινοτομιών στην αμυντική βιομηχανία. Το ενδεχόμενο μιας σινοαμερικανικής στρατιωτικής σύρραξης με επίκεντρο το καθεστώς της Ταϊβάν και τις διενέξεις στη Νότια Σινική και την Ανατολική Σινική Θάλασσα (που αφορά τις κινεζικές διεκδικήσεις έναντι των συμμάχων των ΗΠΑ-Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Βιετνάμ, Μαλαισία και Φιλιππίνες) αποτελεί πραγματικότητα για την οποία και οι δύο πλευρές προετοιμάζονται. Σε περίπτωση πολέμου η τεχνητή νοημοσύνη είναι σε θέση να επιταχύνει τη λήψη αποφάσεων, να αυξήσει την ακρίβεια στόχων και να μειώσει το χρόνο αντίδρασης κρίνοντας αποφασιστικά την έκβασή του. Στρατηγικός αμυντικός στόχος τους είναι ο έλεγχος και η κυριαρχία-μέσω ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων-της Σινικής Θάλασσας και της Νότιας Ασίας όπου διακινείται το 1/5 του παγκόσμιου εμπορίου, φτάνοντας μέχρι και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο προϋπολογισμός άμυνας της Κίνας (146 δις δολάρια) έρχεται δεύτερος μετά τον αντίστοιχο των ΗΠΑ (600 δις δολάρια)[25]. Αξιολογώντας τις στρατιωτικές επιδόσεις μεταξύ των δύο χωρών η Κίνα είναι σχεδόν ισότιμη με τις ΗΠΑ σε έξι από τους εννιά τομείς συμβατικής ικανότητας με προοπτικές να αποκτήσει το πλεονέκτημα στο προσεχές μέλλον[26]. Η πρώτη σκοπεύει να καταστεί η πρώτη στρατιωτική δύναμη έως το 2049. Λόγω της ανάδυσης της Κίνας, στόχος της αμερικανικής στρατηγικής είναι η διατήρηση για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής τους υπεροχής. Η έκβασή της συνδέεται άρρηκτα με την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης στις αμυντικές τεχνολογίες, η οποία θα επιτρέψει τη συνέχιση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στο στρατιωτικό τομέα και κατ’ επέκταση, στο γεωστρατηγικό πλεονέκτημα[27]. Αν η Κίνα επικρατήσει στις σύγχρονες στρατιωτικές τεχνολογίες, θα μπορούσε να ανατρέψει το πλεονέκτημα ισχύος κυρίως στα συμβατικά μέσα που έχουν οι ΗΠΑ[28].

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το διεθνές σύστημα δεν είχε ποτέ έως τώρα υποστεί μια τόσο γρήγορη τεκτονική μετατόπιση της παγκόσμιας ισχύος, όπως αυτή που προκάλεσε η άνοδος της Κίνας. Το μέγεθος της μετατόπισης είναι τέτοιο που μια νέα ισορροπία βρίσκεται υπό διαμόρφωση. Η Κίνα πλησιάζει γρήγορα τις ΗΠΑ με κάθε σημαντικό μέτρο ισχύος (την έχει ήδη ξεπεράσει σε αρκετούς οικονομικούς δείκτες) και βρισκόμενη σε ταχέως αναπτυσσόμενη τροχιά θέλει να αναγνωριστεί ως ισότιμη στη διεθνή σκηνή, με στόχο την ηγεσία στη δική της περιοχή. Οι ΗΠΑ, ως ηγεμονική δύναμη, χρειάζεται να διατηρούν υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας και να μην επιτρέψουν στην Κίνα να τις ανταγωνίζεται με ίσους όρους ακολουθώντας στρατηγική πολυεπίπεδης ανάσχεσης ώστε να διατηρηθεί η πρωτοκαθεδρία τους.

Η τρέχουσα αντιπαλότητα στις σχέσεις των δύο χωρών αφορά μια ανερχόμενη δύναμη που απειλεί να εκτοπίσει μια κυρίαρχη, οδηγώντας σε πορεία ολοκληρωτικής σύγκρουσης, αν δεν αναληφθούν από κοινού δράσεις με δύσκολους αμοιβαίους συμβιβασμούς για την αποτροπή της. Τέτοιες μεταβάσεις σπάνια αντιμετωπίζονται ειρηνικά.

Οι ΗΠΑ πρωτοστάτησαν στην ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (11 Δεκεμβρίου 2001) ώστε να επιτευχθεί φιλελευθεροποίηση σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο με σκοπό να την ελέγξουν μέσω θεσμών του διεθνούς συστήματος που οι ίδιες έχουν οικοδομήσει. Χρησιμοποίησαν την παγκοσμιοποίηση για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την κυριαρχία τους. Η Κίνα προσχώρησε στο σύστημα όχι για να βοηθήσει στη διατήρησή του αλλά για να το αμφισβητήσει εκ των έσω, ώστε να γράψει τους κανόνες προς όφελός της. Βασιζόμενη σε μια δυναμική ισχύ που σχηματίζεται από το σύμπλεγμα του απολυταρχισμού, του καταναλωτισμού, των παγκόσμιων φιλοδοξιών και της τεχνολογίας (authoritarianism, consumerism, global ambitions and technology-ACGT) δημιουργεί ένα δικό της αυταρχικό μοντέλο κλονίζοντας τη διεθνή τάξη[29]. Το άνοιγμα της αμερικανικής αγοράς στα κινεζικά προϊόντα προ δεκαετίας επέφερε και τη μεταφορά δυτικής τεχνογνωσίας στο Πεκίνο. Επωφελούμενο από την οικονομία της αγοράς συνεχίζει να αναπτύσσεται με τριπλάσιο ρυθμό από εκείνον των ΗΠΑ και βρίσκεται στην πρωτοπορία στην άσκηση της γεωοικονομίας για την επίτευξη των γεωπολιτικών στόχων του.

Στον οικονομικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας, η τελευταία, αν και χώρα του αυταρχικού καπιταλισμού, εμφανίζεται ως υπέρμαχος της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, έχοντας αποκομίσει οφέλη από το σύστημα αυτό χωρίς να το εφαρμόζει πλήρως. Αντίθετα οι ΗΠΑ, ως διαχρονικά φιλελεύθερη δημοκρατία, στρέφονται προς τον οικονομικό προστατευτισμό με τους συντηρητικούς κύκλους κυρίως να αγκαλιάζουν το φιλελεύθερο εθνικισμό, ώστε να αναστρέψουν την αποδυνάμωση λόγω της αποβιομηχάνισης, την εγκατάσταση των επιχειρήσεων σε ξένες χώρες, την αύξηση του εμπορικού ελλείμματος και την εκτίναξη του χρέους.

Η συγκρουσιακή κατάσταση που οδήγησε τις σχέσεις των δύο χωρών σε ιστορικό χαμηλό την τελευταία τετραετία επιφέρει τη σταδιακή χαλάρωση των οικονομικών τους δεσμών. Η αποσύνδεση της αμερικανικής και της κινεζικής οικονομίας στο πλαίσιο της απο-παγκοσμιοποίησης σηματοδοτεί την επαναφορά τμημάτων της παραγωγής τους σε κρίσιμους τομείς σε εθνικό επίπεδο συμπεριλαμβανομένης και της τεχνητής νοημοσύνης. Ταυτόχρονα σημαίνει την προώθηση πολιτικών περιορισμού της εξάρτησης της οικονομίας της μιας χώρας από την άλλη στις εξαγωγές.

Υπάρχουν δύο σχολές σκέψης σχετικά με την παγκόσμια θέση των ΗΠΑ. Η πρώτη υποστηρίζει τη διαφύλαξη του ηγεμονικού τους ρόλου με κάθε τρόπο και με όλα τα μέσα. Οι ΗΠΑ πρέπει να είναι προετοιμασμένες να συγκρουστούν με την Κίνα στο βαθμό που η τελευταία επιδιώξει να ανατρέψει την υφιστάμενη ιεραρχία και τους συσχετισμούς ισχύος στον κόσμο[30]. Η δεύτερη σχολή σκέψης πρεσβεύει ότι οι ΗΠΑ είναι αναγκασμένες να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα: τη μη αναστρέψιμη πορεία της φθίνουσας αμερικανικής ισχύος σε όλα τα επίπεδα και την αντίστροφη διαδικασία της μεγέθυνσης της Κίνας η οποία θα καταστεί πρώτη περιφερειακή δύναμη. Οι ΗΠΑ θα αρκεστούν σε δευτερεύοντα ρόλο, τουλάχιστον στην περιοχή της ΝΑ Ασίας, χάνοντας την πρωτοκαθεδρία σε ορισμένους δείκτες ισχύος. Η αμερικανική ηγεμονία θα μετεξελιχθεί σε αμερικανική ηγεσία, όπου οι ΗΠΑ θα διατηρούν το πυκνό πλέγμα συμμαχιών, συνεχίζοντας να καθορίζουν τις εξελίξεις σε σημαντικό βαθμό, χωρίς όμως πια να είναι δυνατόν να επιβάλλουν αποφάσεις μονομερώς.

Καταγράφονται διαφορετικές υποθέσεις εργασίας για το πώς θα εξελιχθεί ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός. Το αισιόδοξο σενάριο είναι ότι οι δύο χώρες θα αποδεχθούν την στρατηγική λογική μιας «ανταγωνιστικής συνεργασίας» στην οποία θα ανταγωνίζονται και θα συνεργάζονται ταυτόχρονα. Παρά τη σφοδρή τους αντιπαλότητα υπάρχουν ζωτικά συμφέροντα που και οι δύο πλευρές για να διασφαλίσουν χρειάζονται αμοιβαίοι συμβιβασμοί και συναίνεση. Το απαισιόδοξο σενάριο προβλέπει ότι δεν θα αποφευχθεί η μετωπική σύγκρουση σε όλους τους τομείς συμπεριλαμβανομένης και μιας πολεμικής αναμέτρησης οδηγούμενες εν τέλει στην «παγίδα του Θουκυδίδη»[31] με αποτέλεσμα μηδενικού αθροίσματος. Η αυξημένη αλληλοδιασύνδεση και αλληλεξάρτηση στον κόσμο καθιστά αυτό το ενδεχόμενο πολύ επικίνδυνο.

Στο μακροχρόνιο ανταγωνισμό με ορίζοντα τουλάχιστον δεκαετίας αναμένεται ότι οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν το προβάδισμα στο εταιρικό λογισμικό, στους προηγμένους ημιαγωγούς, στους κβαντικούς υπολογιστές και στην εργοδότηση περίπου του 50% του εξειδικευμένου ταλαντούχου προσωπικού. Αντίθετα η Κίνα θα στηριχτεί στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της μεγαλύτερης εγχώριας αγοράς που δίνει απεριόριστη πρόσβαση σε ποιοτικά δεδομένα και της κεντρικής κατευθυνόμενης πολιτικής για την επίτευξη του εθνικού σκοπού. Δεδομένου ότι η επόμενη δεκαετία θα αποτελέσει την εποχή της πρακτικής εφαρμογής των νέων τεχνολογικών καινοτομιών ο πληθυσμός των 1,4 δις θα αποτελέσει τη δεξαμενή για την υλοποίηση των τεχνολογικών στοχεύσεων.

Όποια χώρα καταφέρει να επικρατήσει στον τομέα της τεχνολογίας θα αποκτήσει συγκριτικό οικονομικό και στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της άλλης. Η πρωτοκαθεδρία στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης θα κρίνει την έκβαση του σφοδρού ανταγωνισμού τους, αλλά ταυτόχρονα και την παγκόσμια κυριαρχία.

Πέτρος Τασιός

Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική

[1] Ως τεχνητή νοημοσύνη ορίζεται η ικανότητα των μηχανών να πραγματοποιούν δραστηριότητες, εργασίες, αποστολές και να αναπαράγουν τις γνωστικές λειτουργίες ενός ανθρώπου. Η τεχνητή νοημοσύνη καθιστά τις μηχανές ικανές να «κατανοούν» το περιβάλλον τους, να επιλύουν προβλήματα και να δρουν προς την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου. Οι τεχνολογίες της τεχνητής νοημοσύνης συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη μηχανική μάθηση (machine learning), την εις βάθος μάθηση μέσω των νευρωνικών δικτύων (deep learning), τη μηχανική όραση (computer vision), την έξυπνη ρομποτική (smart robotics), τις σημασιολογικές τεχνολογίες (semantic technologies), το διαδίκτυο των πραγμάτων (Internet of Things-IoT) και το λογισμικό της φυσικής γλώσσας (natural language software).

[2] Η σύγκλιση τριών επιστημονικών τάσεων: των μεγάλων δεδομένων (big data), της μηχανικής μάθησης (machine learning) και της εις βάθος μάθησης μέσω των νευρωνικών δικτύων (deep learning), σε συνδυασμό με την ενίσχυση της υπολογιστικής ισχύος υψηλών επιδόσεων των σύγχρονων υπολογιστών συνέβαλλαν στην ανάπτυξη των τεχνολογιών της τεχνητής νοημοσύνης.

[3] Η πρώτη φάση αφορά την ανάπτυξη λογισμικού το οποίο υλοποιεί αλγορίθμους που έχουν δημιουργήσει οι άνθρωποι. Η δεύτερη φάση, η οποία ξεκίνησε το 2012, σχετίζεται με την ανάπτυξη τεχνικών εις βάθους μάθησης μέσω των νευρωνικών δικτύων. Η εις βάθος μάθηση βασίζεται στην αυξημένη υπολογιστική ισχύ και την πρόσβαση σε μεγάλους όγκους δεδομένων. Χρησιμοποιεί δομές εμπνευσμένες από ορισμένες λειτουργίες του ανθρώπινου εγκεφάλου που αντλούν τη μάθησή τους από την εμπειρία και από την ανατροφοδότηση.

[4] Έως το 2030 εκτιμάται ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα έχει εισχωρήσει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας έχοντας αντίκτυπο στα κράτη, στις οικονομίες, στις κοινωνίες, στις διεθνείς σχέσεις και στο περιβάλλον.

[5] Οι ΗΠΑ επενδύουν το 3,1% και η Κίνα το 2,2% του ΑΕΠ τους αντίστοιχα σε τεχνολογική έρευνα και ανάπτυξη. Υπολογίζεται ότι το 70% των 15,7 τρις δολαρίων που θα συσσωρευτεί στην παγκόσμια οικονομία ως το 2030 από την τεχνητή νοημοσύνη θα προέρχεται από τις δύο αυτές χώρες. Επίσης, από τις 4.500 εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο οι μισές και το ένα τρίτο εδρεύουν στις ΗΠΑ και στην Κίνα αντίστοιχα, Ali Crawford και Dakota Cary, «To Compete With China, America Must Compete With Itself», The National Interest, 26 Μαρτίου 2022, https://nationalinterest.org/blog/techland-when-great-power-competition-meets-digital-world/compete-china-america-must-compete.

[6] Αλλιώς FAANGS (Facebook, Amazon, Apple, Netflix, Google).

[7] Στις υπηρεσίες της διαδικτυακής διαφήμισης το μερίδιο είναι Google-31,1%, Facebook-20,2%, Amazon-4,2% και 44,5% οι υπόλοιπες. Στον τομέα των υποδομών cloud, η παγκόσμια αγορά κατανέμεται στην Amazon-33%, Microsoft-18%, Google-9%, Alibaba-6%, ΙΒΜ-5%, SalesForce-2%, Tencent-2%, Oracle-2%.

Στον τομέα της παραγωγής smartphones του οποίου η αξία ξεπερνά τα 400 δις ευρώ η Apple ελέγχει το 57% της παγκόσμιας αγοράς. Στην εκμετάλλευση των κινητών εφαρμογών η Android κατέχει το 72,9% της παγκόσμιας αγοράς και η Apple το 26,5%. Τέλος, η Google διατηρεί μονοπωλιακή θέση σε ότι αφορά τις μηχανές αναζήτησης καθώς κυριαρχεί με 92,7% παγκοσμίως.

Παναγιώτης Ρουμελιώτης, Ρήξη. Ο πόλεμος της τεχνητής νοημοσύνης, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2020, σσ. 252-255.

[8] Paul Scharre, «Φονικές εφαρμογές. Οι πραγματικοί κίνδυνοι μιας κούρσας εξοπλισμών τεχνητής νοημοσύνης», Foreign Affairs The Hellenic Edition, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2020, τεύχος 62.

[9] Executive Order on Promoting the Use of Trustworthy Artificial Intelligence in the Federal Government,

https://trumpwhitehouse.archives.gov/presidential-actions/executive-order-promoting-use-trustworthy-artificial-intelligence-federal-government/.

[10] Διαφορετικά, BAT (Baidu, Alibaba, Tencent).

[11] Ben Scott, Stefan Heumann και Philippe Lorenz, «Artificial Intelligence and Foreign Policy», Stiftung Neue Verantwortung, 15 Ιανουαρίου 2018, https://www.stiftung-nv.de/de/publikation/artificial-intelligence-and-foreign-policy.

[12] Παναγιώτης Ρουμελιώτης, Ρήξη. Ο πόλεμος της τεχνητής νοημοσύνης, ό.π., σσ. 234-245.

[13] Graham Allison και Eric Schmidt, «Ιs China beating the U.S. to AI Supremacy?», Belfer Center for Science and International Affairs, Harvard Kennedy School, 2020, https://www.belfercenter.org/publication/china-beating-us-ai-supremacy.

[14] Graham Allison και Eric Schmidt, «Is China beating the U.S. to AI Supremacy?», ό.π.

[15] Λεωνίδας Αποσκίτης, «Η «Μεγάλη θεά» της Αμερικής και η μεγάλη επανεκκίνηση», Hellenic Nexus, Δεκέμβριος 2020, Τεύχος 161.

[16] Lesley Stahl, «The Great Brain Robbery», 60 Minutes transcript, CBS News, 17 Ιανουαρίου 2016, https://www.cbsnews.com/news/60-minutes-great-brain-robbery-china-cyber-espionage/.

[17] Η Huawei είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, κατέχοντας το 28% της παγκόσμιας αγοράς με τους δύο κύριους ανταγωνιστές της (Nokia και Ericsson) να έχουν αθροιστικά το ίδιο ποσοστό. Οι δύο από τις τέσσερις εταιρείες που αναπτύσσουν την τεχνολογία 5G είναι κινεζικές χωρίς αμερικανική εκπροσώπηση.

[18] Η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και ο Καναδάς έχουν απολύτως εναρμονιστεί με τις ΗΠΑ ενώ η Γερμανία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο επιδιώκουν να περιορίσουν τη μελλοντική δέσμευση των δικτύων τους από την τεχνολογία 5G λόγω ανησυχιών για παραβιάσεις της κυβερνοασφάλειας και τις διασυνδέσεις της Huawei με τις κινεζικές αρχές. Ωστόσο χώρες σε μεγάλο μέρος της Αφρικής, της Νότιας Αμερικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας επέτρεψαν τη συγκεκριμένη τεχνολογία αφού τα οικονομικά πλεονεκτήματα υπερτερούν των προβλημάτων ασφάλειας.

[19] The White House, Executive Order on Securing the Information and Communications Technology and Services Supply Chain, https://trumpwhitehouse.archives.gov/presidential-actions/executive-order-securing-information-communications-technology-services-supply-chain/.

[20] Ο νόμος απαγορεύει σε κρατικούς οργανισμούς των ΗΠΑ και στις αμερικανικές επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με το αμερικανικό κράτος να προμηθεύονται εξοπλισμό και υπηρεσίες από κινεζικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών και ψηφιακών τεχνολογιών. Η βάση του είναι ότι η Huawei και η ZTE αποτελούν κίνδυνο για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, https://www.congress.gov/bill/116th-congress/senate-bill/1790.

[21] Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) από το 2014 εφαρμόζει το Σύστημα Κοινωνικής Πίστωσης (Credit Control System) για να παρακολουθεί τη συμπεριφορά των πολιτών και το οποίο χρησιμοποιεί για να προσφέρει οφέλη ή να περιορίζει προνόμια. Το εν λόγω σύστημα βασίζεται στην τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου και ανάλυσης μεγάλων δεδομένων (Big Data) και τροφοδοτείται από αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης. Παράλληλα η τεχνολογία επιτήρησης χρησιμοποιείται για την καταστολή της μειονότητας των Ουιγούρων στην επαρχία Ξιν Γιάνγκ και τον εντοπισμό και τη δίωξη διαδηλωτών στο Χονγκ Κονγκ.

[22] Συστήματα παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένης της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης, έχουν προμηθευτεί χώρες όπως ο Ισημερινός, το Ιράν, η Βενεζουέλα και η Ζιμπάμπουε. Επίσης, τα αυταρχικά καθεστώτα της Αιγύπτου, της Αιθιοπίας, της Ζάμπιας και της Ουγκάντας χρησιμοποιούν την τεχνολογική επιτήρηση για τον περιορισμό της πρόσβασης σε πληροφορίες, τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης και την καταστολή της αντιπολίτευσης.

[23] Μεγάλες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας (Qualcomm, Apple, IBM και άλλες) αναγκάζονται να μεταφέρουν την παραγωγή τους στην Κίνα, λόγω της εξάρτησής τους από τα σπάνια μέταλλα που διαθέτει.

[24] Rhett Hatch, «Why China’s Semiconductor Industry Remains Behind», The National Interest, 31 Ιανουαρίου 2022, https://nationalinterest.org/blog/buzz/why-china%E2%80%99s-semiconductor-industry-remains-behind-200143.

[25] Graham Allison, Σε τροχιά πολέμου. Μπορούν ΗΠΑ και Κίνα να αποφύγουν την Παγίδα του Θουκυδίδη; Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2020, σ. 49.

[26] Graham Allison, Σε τροχιά πολέμου. Μπορούν ΗΠΑ και Κίνα να αποφύγουν την Παγίδα του Θουκυδίδη;, ό.π., σ. 49.

[27] Οι ΗΠΑ εκτός από τα προγράμματα που έχουν εκπονήσει για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης τόσο στον οικονομικό όσο και στο στρατιωτικό τομέα δαπανούν ετησίως 20 δις δολάρια μέσω της Defense Advanced Research Agency ώστε να προλάβουν κάθε στρατηγική εξέλιξη από αντίπαλες δυνάμεις. Ταυτόχρονα το αμερικανικό ομοσπονδιακό κράτος δαπανά και επιχορηγεί με σημαντικά ποσά τις αμερικανικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας (GAFAM) για την ανάπτυξη τεχνητής νοημοσύνης διπλής χρήσης (οικονομικής και στρατιωτικής) όπως η εικονική πραγματικότητα, η δορυφορική απεικόνιση, η αυτόνομη ρομποτική, τα drones και η διαχείριση των νανοτεχνολογιών.

[28] Η Κίνα στο πλαίσιο της στόχευσής της να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη στην τεχνητή νοημοσύνη μέχρι το 2030 αναπτύσσει συνέργειες μεταξύ του κράτους και των ιδιωτικών εταιρειών τεχνολογίας (BATX) για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης για στρατιωτική χρήση. Ακολουθεί το μοντέλο της στρατιωτικο-πολιτικής σύντηξης που σημαίνει ότι οι κινεζικές τεχνολογικές καινοτομίες θα μεταφραστούν ευκολότερα σε στρατιωτικά οφέλη.

Paul Scharre, «Φονικές εφαρμογές. Οι πραγματικοί κίνδυνοι μιας κούρσας εξοπλισμών τεχνητής νοημοσύνης», Foreign Affairs The Hellenic Edition, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2020, τεύχος 62.

[29] Rana Mitter, «Ο κόσμος που θέλει η Κίνα. Πως η ισχύς θα-και δεν θα-αναμορφώσει τις κινεζικές φιλοδοξίες», Foreign Affairs The Hellenic Edition, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2021, τεύχος 71.

[30] Σε αυτό το πλαίσιο τα σενάρια περιλαμβάνουν: α) τη συνέχιση του οικονομικού πολέμου με απώτερο σκοπό η Κίνα να υπογράψει μια συμφωνία που οι όροι της θα εξασφαλίζουν το status quo εμπορικό, χρηματοπιστωτικό, στρατιωτικό και τεχνολογικό προς όφελος των ΗΠΑ, β) τον περιορισμό της ανοδικής πορείας της Κίνας μέσω ενός διευρυμένου πολέμου σε όλους τους τομείς, αποκόπτοντάς την όχι μόνο από την αμερικανική αγορά αλλά και από εκείνη των συμμάχων τους και γ) την αντεπίθεση των ΗΠΑ με δικό τους φιλόδοξο σχέδιο ενάντια στις κινεζικές παγκόσμιες βλέψεις όπως αυτές εκφράζονται με το Μια Ζώνη Ένας Δρόμος (One Belt One Road), τη διεκδίκηση των θαλασσίων ζωνών της ΝΑ Ασίας και την ανάδειξή της ως πρώτη ψηφιακή δύναμη στον κόσμο.

[31] Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» είναι ένας όρος που επινόησε ο Graham Allison για να αναδείξει παραστατικά τη διορατικότητα του Θουκυδίδη. Σύμφωνα με αυτόν όταν μια ανερχόμενη δύναμη απειλεί να εκτοπίσει μια άλλη κυρίαρχη τότε το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι ο πόλεμος. Η αιτία του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν η Αθήνα, η οποία ως αναδυόμενη δύναμη απειλούσε την ηγεμονεύουσα Σπάρτη. Σήμερα η ανερχόμενη Κίνα βρίσκεται σε πορεία σύγκρουσης με τις ΗΠΑ. Η κατανόηση της εξέλιξης αυτής πραγματοποιείται υπό το πρίσμα του συγκεκριμένου όρου.

Graham Allison, Σε τροχιά πολέμου. Μπορούν ΗΠΑ και Κίνα να αποφύγουν την Παγίδα του Θουκυδίδη;, ό.π.