Γιατί δεν αναμένεται μια τρίτη ιντιφάντα μετά την επίσκεψη του Μπεν-Γκβιρ στο Χάραμ αλ-Σαρίφ;
Γιατί δεν αναμένεται μια τρίτη ιντιφάντα μετά την επίσκεψη του Μπεν-Γκβιρ στο Χάραμ αλ-Σαρίφ;
Είκοσι τρία χρόνια μετά τον «περίπατο» του ηγέτη του κόμματος Λικούντ, Αριέλ Σαρόν, στην περιοχή του τεμένους Αλ Άκσα, γεγονός το οποίο πυροδότησε την δεύτερη ιντιφάντα ή ιντιφάντα του Αλ Άκσα, με 5.000 Παλαιστινίους και 1.400 Ισραηλινούς νεκρούς, o υπουργός Εθνικής Ασφάλειας του Ισραήλ Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, στις 3 Ιανουαρίου του 2023, προέβη στην ίδια ενέργεια, προκαλώντας τόσο τις αντιδράσεις των Παλαιστινίων όσο και τη διεθνή κατακραυγή.
Αντιδράσεις, όμως, που έμειναν σε ανακοινώσεις και σε καμία περίπτωση δεν θύμιζαν αυτές του 2000. Πολλοί ήταν αυτοί που ανέμεναν το ξέσπασμα μιας τρίτης ιντιφάντα. Ωστόσο, οι πρωταγωνιστές και οι πολιτικές συγκυρίες στην Παλαιστίνη, οι περιφερειακοί πολιτικοί συσχετισμοί και η στάση των «Μεγάλων Δυνάμεων» εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την «χλιαρή» παλαιστινιακή αντίδραση.
Η περιοχή του Χάραμ αλ-Σαρίφ (για τους Μουσουλμάνους) ή του Όρους του Ναού (για τους Ιουδαϊστές), αποτελούσε και θα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σημεία τριβής στο Παλαιστινιακό Ζήτημα, εξαιτίας της θρησκευτικής της διάστασης. Και για τις δύο αβρααμικές θρησκείες, αναγνωρίζεται ως το μέρος στο οποίο ο Αβραάμ επιχείρησε να θυσιάσει τον γιο του Ισαάκ. Επιπλέον, για τους μεν Ιουδαϊστές, είναι το όρος όπου βρισκόταν ο πρώτος και ο δεύτερος ναός του Σολομώντα έως την καταστροφή του τελευταίου από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ., για τους δε Μουσουλμάνους, είναι ο τρίτος ιερότερος τόπος μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα, όπου βρίσκεται το τέμενος Αλ Άκσα, και το τέμενος του Ομάρ ή Θόλος του Βράχου.
Οι πρωταγωνιστές και οι πολιτικές συγκυρίες
Ο Αριέλ Σαρόν, αποτελούσε κόκκινο πανί για την Παλαιστίνη, κατηγορούμενος ως ο αρχιτέκτονας της ισραηλινής εισβολής στον Λίβανο το 1982 και τη σφαγή εκατοντάδων Παλαιστινίων σε προσφυγικούς καταυλισμούς της Σαμπρά, της Σατίλα και της Βηρυτού. Η επίσκεψή του στο Χαράμ αλ Σαρίφ, σε συνδυασμό με το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων για το Παλαιστινιακό στο Καμπ Ντέιβιντ, φαίνεται να οδήγησαν στην άμεση εκδήλωση ταραχών οι οποίες επεκτάθηκαν πολύ γρήγορα πέρα από τα τείχη της παλιάς πόλης.
Σύμφωνα με την έκθεση του πρώην Αμερικανού Γερουσιαστή Τζόρτζ Μίτσελ [1], δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι το ξέσπασμα βίας είχε σχεδιαστεί από τον Γιάσερ Αραφάτ, ωστόσο, οι αποκλίνουσες προσδοκίες των δύο πλευρών, η έλλειψη συμμόρφωσης ως προς τις συμφωνίες που είχαν επιτευχθεί σε Μαδρίτη και Όσλο και η απογοήτευση ως προς τη συμπεριφορά ένθεν και ένθεν, δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για διαμάχες. Παρόλο που σήμερα υπάρχουν ενδείξεις [2] ότι οι ταραχές είχαν σχεδιαστεί από την Ραμάλα με σκοπό να βγάλουν την παλαιστινιακή πλευρά από τη δύσκολη διπλωματική θέση στην οποία βρισκόταν μετά το Καμπ Ντέιβιντ και έτσι να ευαισθητοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη, η παρούσα συγκυρία μοιάζει να είναι τελείως διαφορετική.
Η επίσκεψη του Μπεν-Γκβιρ, φαίνεται να αποτελεί μια συνιστώσα των αντιδράσεων του Τελ Αβίβ στην διπλωματική πίεση που δέχεται για λύση στο Παλαιστινιακό, αποκορύφωμα της οποίας αποτέλεσε το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 30 Δεκεμβρίου 2022 [3]. Το ψήφισμα, καλεί το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (ICJ) να καθορίσει ποιες είναι οι νομικές συνέπειες που προκύπτουν από τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις του Ισραήλ στο δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού στην αυτοδιάθεση, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που στοχεύουν στην αλλαγή της εθνολογικής σύνθεσης, καθώς και του του καθεστώτος της Ανατολικής Ιερουσαλήμ.
Η εσωτερική πολιτική διάσταση στην Παλαιστίνη
Οι εσωτερικές πολιτικές έριδες και διαμάχες έχουν καταφέρει ένα σημαντικό πλήγμα στην ενότητα της Παλαιστίνης, αδυνατώντας να αναπληρώσουν το πολιτικό κεφάλαιο του Αραφάτ και την συσπείρωση που επέδειξε το 2000. Ανέκαθεν υπήρχε ένα βαθύ ρήγμα ανάμεσα στις παλαιστινιακές φατρίες, όμως, ο κατακερματισμός στον οποίο έχουν εισέλθει οι παλαιστινιακές πολιτικές δυνάμεις τα τελευταία χρόνια μοιάζει να είναι άνευ προηγουμένου. Επιπροσθέτως, οι συνεχιζόμενες αναβολές των εκλογών από το 2005 συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην διάσπαση της εσωτερικής ενότητας και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής.
Η μεν Φατάχ, η οποία κυριαρχεί στην Δυτική Όχθη, φαίνεται να έχει διασπαστεί σε τρεις, τουλάχιστον, παρατάξεις: η πρώτη, ελέγχεται από τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής και αναγνωρισμένο, από τον ΟΗΕ, ως νόμιμου πολιτικού ηγέτη της Παλαιστίνης Μαχμούντ Αμπάς. Η δεύτερη αποτελείται από την συμμαχία του συνιδρυτή της Φατάχ Μαρουάν Μπαργούτι (ο οποίος είναι φυλακισμένος από το 2004 στο Ισραήλ), με τον Nasser al-Kiwda, πρώην Παλαιστίνιο απεσταλμένο στα Ηνωμένα Έθνη και συγγενή του Γιάσερ Αραφάτ. Η τρίτη και τελευταία παράταξη είναι εκείνη του εξόριστου πρώην αρχηγού ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής Μοχάμεντ Νταχλάν.
Η Χαμάς από την άλλη, η οποία κυριαρχεί στην Λωρίδα της Γάζας, βρίσκεται σε ρήξη με τη Φατάχ από το 2007, όταν η τελευταία προέβη στην εκδίωξη των αξιωματούχων της από την κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και αναγνωρισμένη ως τρομοκρατική οργάνωση από τη Δύση, με πολιτικό της ηγέτη τον Ισμαήλ Χανίγια. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και άλλες οργανώσεις.
Οι περιφερειακοί πολιτικοί συσχετισμοί
Η αλλαγή των περιφερειακών πολιτικών συσχετισμών στη Μέση Ανατολή, σχετίζεται με τα ρήγματα τα οποία υπάρχουν σήμερα στον μουσουλμανικό κόσμο. Αυτά συνοψίζονται στην ενδο-αραβική διένεξη, στην ενδο-μουσουλμανική διένεξη και τη διπλωματική προσέγγιση του Ισραήλ με τα αραβικά κράτη της περιοχής.
Αφενός η εργαλειοποίηση των Αραβικών εξεγέρσεων του 2010-2011 από την Μουσουλμανική Αδελφότητα, μέσω του άξονα Κατάρ-Τουρκίας [4], η οποία ανέδειξε τον ενδο-σουνιτικό ανταγωνισμό στη Μέση Ανατολή και αφετέρου η επανεμφάνιση της ενδο-μουσουλμανικής διένεξης, τα επόμενα χρόνια, με κεντρικούς πόλους τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην κοινή και άκρως επιθετική στάση των μουσουλμανικών κρατών ως προς το Ισραήλ.
Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, ήρθε να προστεθεί η διπλωματική προσέγγιση του Ισραήλ με αραβικές χώρες, με αποκορύφωμα τις Συμφωνίες του Αβραάμ, με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν και το Μαρόκο.
Επίσης, η παρουσία περιφερειακών και μη δυνάμεων σε Ιράκ και Συρία έχει κλείσει σε μεγάλο βαθμό τη «δίοδο» της Χεζμπολάχ προς την Παλαιστίνη.
Συνεπεία αυτών, η χλιαρή αντίδραση των μουσουλμανικών κρατών, σε αντίθεση με τη σκληρή στάση και την υποστήριξη που παρείχαν τα κράτη αυτά προς την Παλαιστίνη το 2000. Αυτή τη φορά αρκέστηκαν σε δηλώσεις καταδίκης της ενέργειας του Μπεν Κβίρ και της διατήρησης του υπάρχοντος status quo στην Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Η στάση των «Μεγάλων Δυνάμεων»
Η στάση των ισχυρών παγκόσμιων παικτών, φαίνεται να επηρεάζεται από τις διεθνείς εξελίξεις και τη νέα κατάσταση του διεθνούς συστήματος. Βρισκόμενες σε ένα υβριδικό πολυπολικό διεθνές σύστημα υπό διαμόρφωση, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τον μονοπολισμό των ΗΠΑ του 2000, οι μεγάλοι παίκτες της διεθνούς σκακιέρας αποφεύγουν να ρίξουν λάδι στη φωτιά, με το ρίσκο της ανάφλεξης μιας ακόμη αιματηρούς συγκρούσεως [5].
Με τις ΗΠΑ να προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τόσο την Ρωσία όσο και την Κίνα σε παγκόσμιο επίπεδο δαπανώντας μεγάλο πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο στο ανοιχτό μέτωπο της Ουκρανίας και στην έκρυθμη κατάσταση της Ανατολικής Ασίας και προσπαθώντας να μειώσουν την παγκόσμια επεκτατική οικονομική εμπλοκή της Κίνας, φαίνεται πραγματικά δύσκολο να επιτρέψει μια αναζωπύρωση με βασικό πρωταγωνιστή ένα στρατηγικό του εταίρο όπως το Ισραήλ, ρισκάροντας μια αλλαγή ισορροπιών στον Κόλπο και την Ανατολική Μεσόγειο. Προσέτι, η σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο είναι βασική προϋπόθεση για τη στρατηγική επιδίωξη των ΗΠΑ και της ΕΕ, όσον αφορά στην απεξάρτηση της τελευταίας από το ρωσικό ενεργειακό παράγοντα.
Συμπερασματικά
Οι λόγοι για τους οποίους δεν θα πρέπει να αναμένουμε μια τρίτη παλαιστινιακή εξέγερση μετά την επίσκεψη του ισραηλινού υπουργού Εθνικής Ασφάλειας στο Χάραμ αλ-Σαρίφ είναι πολλοί. Αυτοί συνοψίζονται στα διαφορετικά στοιχεία τα οποία συνθέτουν το προφίλ των πρωταγωνιστών, σε συνάρτηση με την διπλωματική πίεση για λύση η οποία ασκείται στο Ισραήλ, τον κατακερματισμό των παλαιστινιακών πολιτικών δυνάμεων και την έλλειψη συσπείρωσης, την αλλαγή των περιφερειακών συσχετισμών στη Μέση Ανατολή και τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις των «Μεγάλων Δυνάμεων» στο νέο πολυπολικό διεθνές σύστημα.
Τα δεδομένα σε σχέση με τις πολιτικές συγκυρίες του 2000 έχουν μεταβληθεί σε μεγάλο βαθμό και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι παλαιστινιακές φατρίες θα κινηθούν μαζικά προς αυτή την κατεύθυνση.
Αυτό που μένει να διαπιστώσουμε είναι οι ακριβείς λόγοι που οδήγησαν το Ισραήλ τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε μια τέτοια ενέργεια. Είναι όντως μια προσπάθεια αντίδρασης στις διπλωματικές πιέσεις για λύση ή ένα crash-test της κυβέρνησης Νετανιάχου ώστε να μετρήσει τις διεθνείς αντιδράσεις και την ανέχεια του διεθνούς συστήματος ως προς τις επιδιώξεις του στο Παλαιστινιακό Ζήτημα;
1 George Mitchell, Sharm El-Sheikh Fact-Finding Committee Report, April 30, 2001, διαθέσιμο στοhttps://eeas.europa.eu/archives/docs/mepp/docs/mitchell_report_2001_en.pdf, [τ.π. 15/01/2023]
2 Itamar Marcus and Nan Jacques Zilberdik, “Arafat planned and led the Intifada: Testimonies from PA leaders and others”, Palestinian Media Watch, November 28 2011, διαθέσιμο στοhttps://palwatch.org/page/3297, [τ.π. 16/01/2023]
3 “Israeli practices affecting the human rights of the Palestinian people in the Occupied Palestinian Territory”, United Nations – General Assembly, including East Jerusalem, December 30 2022, διαθέσιμο στοhttps://www.un.org/unispal/document/israeli-practices-affecting-the-human-rights-of-the-palestinian-people-in-the-occupied-palestinian-territory-including-east-jerusalem-ga-resolution-a-res-77-247/, [τ.π. 15/01/2023]
4 Βλ. Gilles Kepel, Έξοδος από το Χάος: Κρίση στη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, μτφρ. Αριστέα Κομνηνέλλη, Εκδόσεις Κλειδάριθμος, Αθήνα 2020, σελ. 158
5 Σχετικά με την αστάθεια και τους κινδύνους του πολυπολικού διεθνούς συστήματος βλ. John Mearsheimer, Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, μτφρ. Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, 6η έκδοση, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2011, σελ. 660-663