Η Απελευθέρωση της Φλωρίνης. Εκπεμπόμενοι Συμβολισμοί εκατό χρόνια μετά.
Προσφωνήσεις
Εδώ δεν ήλθαμε για να διαλάβουμε και να πραγματευθούμε ζητήματα, που διέπουν τον τρόπο της καθημερινής μας ζωής. Εδώ ήλθαμε κυρίως για να ανατάξουμε την ευρισκόμενη σε σύγχυση συνείδησή μας και να την συντονίσουμε με αυτή την αγνή, την ακραιφνώς ελληνική συνείδηση των κατοικούντων σε τούτη την περιοχή Ελλήνων, οι οποίοι νοιάζονται και υπηρετούν την ιδέα εξασφαλίσεως της ελληνικής μας πατρίδος. Εδώ, σε τούτο το βορειοδυτικό όριο της επικρατείας, το οποίον όριο έχει καθορισθεί να είναι έτσι, κάτω από κάποιες συμπιεστικές των τότε τετελεσμένων συνθήκες.
Με άλλα λόγια, εδώ ήλθαμε να τονωθούμε ελληνικά. Να φρεσκάρουμε τον ελληνισμό μας. Και αυτό όλοι οι νοτιότερον εγκαταβιούντες το κατανοούν. Ότι δηλαδή, όσο πιο μακριά από το διοικητικό κέντρο βρίσκεται κάποιος, τόσο πιο πιστός μένει στην περί πατρίδος ιδέα. Και όταν κάποιος ζει έξω από την πατρίδα τόσο πιο έντονη είναι η λαχτάρα γι αυτή.
Ας αναλογιστούμε τους ελληνο-αμερικανούς, τους ελληνο-καναδούς, τους ελληνο-αυστραλούς και θα καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει, όταν λέμε μακριά από το κέντρο ή μακριά και έξω από τα χώματα τα ιερά.
Και γιατί λέμε χώματα ιερά; Την απάντηση την γνωρίζουν και τα παιδάκια της πρωτοβαθμίου εκπαιδεύσεως, υπό την προϋπόθεση βεβαίως, ότι ο δάσκαλος, ο οποίος διακρίνεται εκ του προσήκοντος κύρους και ο οποίος ό,τι διδάσκει είναι νόμος, μεριμνά, ώστε να καταχωρισθεί βαθειά μέσα στον άδολο νού και στην φιλέρευνο κοσμολογική αντίληψη των μαθητών του, η ουσία της εννοίας Πατρίς.
Αυτά τα χώματα τα ιερά είναι γεμάτα ιστορία. Είναι με αίμα ποτισμένα. Η Ελλάδα μας είναι ένας απέραντος βωμός, όπου το κάθε τετραγωνικό εκατοστό αυτού του βωμού είναι και μία ψηφίδα θυσίας ψυχών. Είναι μία πηγή ακτινοβολίας εκπηδουσών προσωπικοτήτων και φωτοστεφών ηρώων. Είναι αβάκιον αναγωγής των βιωμάτων, σε ένα είδος ενεργείας, η οποία δαπανάται για τις έστω και υπό λανθάνουσα κατάσταση εθνικές διεκδικήσεις καθώς και για την προάσπιση των εθνικών μας δικαίων.
Αυτά τα χώματα τα ιερά απελευθέρωσε ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ύστερα από πέντε αιώνες σκλαβιάς. Ο Ελληνικός Στρατός, ο αρτίως προπαρασκευασμένος. O νικηφόρος. Προήλαυνε προς βορρά, με ιερό αντικειμενικό σκοπό την απελευθέρωση όλων των εδαφών και των ψυχών, όπου έπαλλε η ελληνική καρδιά.
Προήλαυνε προς τα εκεί όπου κυριαρχούσε η ορθή δόξα της βορείας των τότε προσωρινών συνόρων κοινωνίας. Προς τα εκεί όπου παρετηρείτο άτρωτη και ισχυρά η ελληνική συνείδηση. Προς τα εκεί, όπου κατεγράφετο προσκλητική η κίνηση του βασανισμένου σώματος των δεινοπασχόντων. Αυτών, οι οποίοι δυσπνοούσαν κάτω από το οθωμανικό ζυγό. Των δεσμίων, των εξηρτημένων, των υποτελών. Αυτών, που υπέφεραν από την δράση των κομιτατζήδων και λοιπών καιροσκοπούντων ετεροδόξων με τις όποιες τους αδιαφανείς επιδιώξεις.
Και όλοι αυτοί οι επίβουλοι, ήλθε η ώρα να παραμεριστούν, διότι η Δυτική Μακεδονία, εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια γεννά ανθρώπους Έλληνες με φώτιση και καλώς προσανατολισμένη κρίση. Η δεσπόζουσα άποψη των ανθρώπων της Δυτικής Μακεδονίας ήθελε την μητέρα Ελλάδα να είναι εκείνη, που θα αναζωοδοτήσει τις μουδιασμένες υπάρξεις από την φρικαλέα συμπεριφορά των εκφοβιστών και των τρομοκρατών, οι οποίοι οδηγούνται από αλλότρια συμφέροντα ή ακόμη και από ταπεινές προσωπικές διαφορές και εμπάθειες.
Είναι αυτός ο κόσμος της Δυτικής Μακεδονίας, που διακρίνεται από τους άλλους κόσμους των απαίδευτων μαζών. Έχει γνώμη. Επιλέγει. Αποφασίζει. Νικά τον φόβο. Ορθώνεται μπροστά στον φρικιαστικό απαίδευτο επίβουλο, ο οποίος διαμοχλεύει ό,τι δήποτε συντηρεί και προστατεύει το φρόνημα το ελληνικό. Κοιτάζει στα μάτια τον εχθρό, τον Τούρκο, τον Βούλγαρο και τον όποιο αταύτιστο με την λογική του Έλληνα Μακεδόνα και του λέει:
Και συ τρομακτικέ και αδίστακτε μισέλληνα,
νόμισες, ότι είσαι μεγαλοπρεπής.
Όχι. Ένα απείκασμα είσαι, μιας γυμνής μικροχαράς.
Εσύ, που κραδαίνεις τ’ όπλο σου. Δεν με φοβίζεις.
Απέναντί σου έχεις όπλο πιο δυνατό.
Το φρόνημά μου είν’ αυτό. Ελληνικό.
Θνησκέτω τώρα η ξένη σου ψυχή.
Με θλίβει του Παύλου Μελά η απουσία.
Τον αφανισμό σου δεν πρόλαβε να χαρεί.
Τώρα η Νέμεση ας λογαριαστεί μαζί σου.
Με σένα, που χόρευες με χαρά φονιά.
Τώρα πέθανε! Χάσου!
Και ο Ελληνικός Στρατός προελαύνει.
Νικά στο Σαραντάπορο. Τον ποταμό Αλιάκμονα διαβαίνει. Ο υπουργός εξωτερικών Κορομηλάς αναφέρει: «Σερβικός Στρατός ευρίσκεται νυν μεταξύ Κουμανόβου και Σκοπίων. Βουλγαρικός Στρατός κατέλαβε χθες Σαράντα Εκκλησίας. Φρονώ, ότι πρέπει εντείνομεν κατά το δυνατόν Υμετέρας ενεργείας, ώστε καταλάβωμεν όσον τάχιον Θεσσαλονίκην, ίνα μη ημέτερα αποτελέσματα έλθωσιν πολύ ύστερον των Συμμάχων».
Τηλεγραφεί ο πρωθυπουργός Βενιζέλος στον Διάδοχο Κωνσταντίνο και αρχηγό του Στρατού: «Αναμένω να μοι γνωρίσητε την περαιτέρω διεύθυνσιν ην θα ακολουθήσει η προέλασις του Στρατού ημών. Παρακαλώ μόνον να έχητε υπ’ όψιν, ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουν να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις Θεσσαλονίκην».
Την 13η Οκτωβρίου του 1912 εκδίδεται Διαταγή Επιχειρήσεων της Στρατιάς για την προέλαση προς Βέροιαν. Ο όγκος της Στρατιάς θα κινηθεί επί του άξονος Κοζάνη-Βέροια-Θεσσαλονίκη. Η Vη Μεραρχία και η Ταξιαρχία Ιππικού να προελάσουν προς Πτολεμαΐδα-Περδίκα-Αμύνταιον για κάλυψη του αριστερού και των νώτων της Στρατιάς.
Την 14η Οκτωβρίου ο Βασιλεύς Γεώργιος αφίχθη εις το Γενικό Στρατηγείο στην Κοζάνη. Ο Συνταγματάρχης Ναπολέων Σωτήλης, Διευθυντής Υπηρεσίας Μετόπισθεν τηλεγραφεί στον πρόεδρο της κυβερνήσεως: «Υποδοχή γενομένη ενταύθα εις Α.Μ. Βασιλέα υπήρξεν ενθουσιώδης και μεγαλοπρεπής. Η πόλις άπασα ήτο διάκοσμος υπό σημαιών και αψίδων. Ο λαός έρραινε τον βασιλέα δι’ ανθέων. Άπειραι ζητωκραυγαί υπέρ Αυτού Μεγαλειότητος και Υμετέρας Εξοχότητος υπό του λαού».
Αλλά και ο Βασιλεύς Γεώργιος τηλεγραφεί στον πρωθυπουργό: «Σας πέμπω χαιρετισμόν εκ Κοζάνης. Είμαι υπερήφανος δια τον Στρατόν μας, όστις υπό την επιτυχή ηγεσίαν του Διαδόχου Κωνσταντίνου εφάνη αντάξιος των προσδοκιών της Πατρίδος και πλήρης ενθουσιασμού χωρεί, όπου η τιμή και το καθήκον τον καλούν».
Σ’ αυτό το σημείο παρουσιάζεται η ανάγκη να διευκρινιστούν μερικές υποθέσεις εξ αιτίας ενίων διαπιστώσεων, οι οποίες συχνάκις επισημειώνονται σήμερα. Και τί είναι αυτές οι υποθέσεις; Απλό. Είναι η προσπάθεια αναπροσδιορισμού έργων και ημερών προσώπων και συνόλων στην διαδρομή της Ιστορίας. Συνήθως η Ιστορία διακρίνεται από αντικειμενικότητα, όταν συγγράφεται μετά από μία γενεά. Τριάντα χρόνια είναι αρκετά για να αποδοθεί το δίκαιον και το ορθόν ή μη, των πεπραγμένων. Τα αρχεία των Άγγλων επί παραδείγματι τυγχάνουν της δημοσιότητος τριάντα έτη μετά.
Δυστυχώς, εμάς τους ιδιαιτερότροπους μας χαρακτηρίζει η αφέλεια μιας ιδέας αυτοκαταστροφικότητας. Ενεργούμε ανάπλαστα για να προσαρμοζόμαστε στο «πολιτικώς ορθόν» του σήμερα, αδιαφορώντας για την διαφύλαξη του ακεραίου της μνήμης εκείνων των προγόνων που έδωσαν το «είναι» τους για την Ελλάδα. Έτσι λοιπόν βρίσκουμε ανάμεσά μας κάποιους αυτοπροσδιοριζόμενους σαν προοδευτικούς και σαν εκσυγχρονιστές, οι οποίοι μας μεταδιδάσκουν, ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ομοφυλόφιλος, ο Κολοκοτρώνης τρομοκράτης, οι βασιλιάδες άχρηστοι και οι πανικόβλητοι Έλληνες της Σμύρνης, ασύνετα συνωστίσθηκαν στην προκυμαία, ή ότι οι επετειακές εορτές είναι «εθνικιστικά κιτς» και άλλα διάφορα ιλαροτραγικά.
Σ’ αυτό το σημείο οφείλουμε να καταχωρίσουμε ένα αποφαντικό το οποίον δεν μάχεται την κοινή λογική.
Οι βασιλείς είναι μέρος της Ελληνικής Ιστορίας. Όπως ήταν οι τσάροι στην Ρωσία, οι δε διαδεχθέντες αυτούς σοβιετικοί επεδείξαντο έναντι αυτών την ορθή και πρέπουσα στάση. Έδειξαν δηλαδή τον σεβασμό τους στο ιστορικό παρελθόν της χώρας τους. Το ίδιο έγινε και στην Σερβία, την Βουλγαρία, την Ρουμανία. Το ίδιο κάνουν και όλοι οι λαοί, που διακρίνονται για την εχεφροσύνη των και όχι για την έφεσή τους να εκμεταλλεύονται τις τάσεις και τις ροπές των εφιστημένων καιρών.
Την 17η Οκτωβρίου το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε διάφορες διαταγές, οι οποίες καθόριζαν ως Κυρία Προσπάθεια εκείνη την προς Θεσσαλονίκη. Ως Δευτερεύουσα Προσπάθεια την προς Δυτική Μακεδονία και η οποία θα αναληφθεί από την Vη Μεραρχία, η οποία θα εκτελέσει την διαταγή που προβλέπει κίνηση προς Αμύνταιο και τα βορείως αυτού Στενά ή μέχρι και Μοναστήριον προς εξασφάλιση του αριστερού της Στρατιάς. Στην διαταγή ετονίζετο ότι «το μόνον το οποίον ο Διοικητής της Vης Μεραρχίας δέον να έχει υπ’ όψιν του είναι να μην εκτεθεί εις ήτταν, καθόσον η μεν Στρατιά δεν θα είναι εις θέσιν να τον συνδράμει η δε ατυχία του θα επηρεάσει δυσμενώς το σύνολο των επιχειρήσεων».
(Εδώ πρέπει να θυμηθούμε, ότι το Μοναστήριον ήταν έδρα του Τουρκικού νομού Καβαδάρ. Ήταν έδρα μητροπόλεως με 60.000 ελληνορθόδοξους και Ελληνικό Προξενείο).
Και μια παράλληλη διαταγή ορίζει το απόσπασμα Γεννάδη να κατευθυνθεί προς Νεάπολιν-Καστοριάν και να επιδιώξει σύνδεσμον με την Vη Μεραρχία.
Την 19η Οκτωβρίου άρχισε η μάχη των Γιαννιτσών και επερατώθη μετά διήμερον με νίκη των Ελληνικών σημαιών. Ο αρχηγός της εκστρατείας Διάδοχος Κωνσταντίνος μεταξύ άλλων μετά την μάχη αναφέρει στην ημερησία του διαταγή: «..αγωνισθέντες κατά πολυαρίθμου εχθρού κατέχοντος οχυρωτάτας θέσεις κατετροπώσατε τούτον, υπερβάντες όλας τας δυσχερείας και υποστάντες όλας τας στερήσεις. Η αφοσίωσις εις το καθήκον, η καρτερία και η ανδρεία υμών θα χαράξωσιν εις την Ιστορίαν του Έθνους μας νέας λαμπράς σελίδας…».
Την 2300 ώραν της 26ης Οκτωβρίου 1912 υπογράφεται πρωτόκολλο παραδόσεως της Θεσσαλονίκης στον Ελληνικό Στρατό.
Ας σταθούμε εδώ με ένα βαθμό συγκινήσεως, όχι μόνον να επαινέσουμε αλλά να υμνήσουμε τον Έλληνα Στρατιώτη. Ο Έλληνας Στρατιώτης θεωρεί, ότι ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί. Και τούτο είναι ζήτημα υφάνσεως της Ελληνικής του συγκροτήσεως. Δεν τον ενδιαφέρει η σπουδή των όποιων χαρακτηρισμών. Αντιπαρέρχεται τις όποιες επικρίσεις εκ μέρους αλλοτρίων. Χαράσσει την πορεία, που η πίστη του τού υπαγορεύει.
Υιοθετεί την ανδρεία του Αχιλλέα, την δύναμη του Αίαντα, την πανουργία του Οδυσσέα, την προσήλωση σε ένα σκοπό της Φιλικής Εταιρείας. Διαθέτει την οξυδέρκεια του Μακρυγιάννη, την επιμονή του Καραϊσκάκη και την καρτερία, την οποία διδάσκεται από την Ελληνίδα μάνα. Ο Έλλην Στρατιώτης εμπνέει σεβασμό. Είναι προσωπικότητα.
Σήμερα, που η πατρίδα μας διέρχεται μία κρίση, της οποίας η πορεία δεν είναι αναγνώσιμη, αυτός ο Στρατιώτης καλείται να μη λυγίσει.
Αυτή η κρίση για τους πολλούς είναι οικονομική. Για τους λιγότερους η κρίση είναι οικονομικο-πολιτική. Για τους ελάχιστους η κρίση είναι η υπό γιγάντωση χρεοκοπία των αξιών. Αυτή η κρίση θα μπορούσε να σχετίζεται με την απρονόητο διαχείριση της οικονομίας, την άφρονα πολιτική, την επιθετική επιστημολογία, την προσβολή των κοινωνικών ευαισθησιών. Θα μπορούσε να συναρτάται με την κρίση της ηθικής, η οποία οσημέραι έχει καταφέρει μία βαθεία και παράτολμο μεταξίωση όλων των γνωστών μας αξιών. Αυτή η κρίση ίσως -λέμε, ίσως- οφείλεται στην αδράνεια και την σιωπή ενός συνόλου, ενόχων ή συνενόχων αμνών.
Μέσα σε τούτη την αναταραχή, επόμενον είναι, να διαμορφωθεί ένα κλίμα ανεπίστρεπτα ψυχοφθόρο, κάτω από το οποίο εκκολάπτεται μία πικρή ζωής πείρα και ένας μη δυνάμενος -προς ώρας- να αποτιμηθεί πανικός. Και το να παρατηρούμε τον σημερινό άνθρωπο να είναι αβέβαιος και αμήχανος και να είναι γεμάτος αγωνία, είναι κάτι που υπαγορεύει πράξεις συναγερτικές. Και τι θα συμβεί αν αυτές οι πράξεις είναι τύπου αντιδράσεων, που αναχαιτίζονται εμπρός σε απόρθητα τείχη; Τι κατά την επιμονή της εξουσίας στην αναποτελεσματικότητα; Τι θα συμβεί, όταν ο απεγνωσμένος άνθρωπος απολέσει κάθε έλεγχο σε ό,τι αφορά στο μέτρο του δικαίου κατά την συνάντησή του με την απαξία; Τι θα συμβεί, όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιήσει, ότι σταδιακά χάνει την ψυχή του;
Ιδού λοιπόν η οδός της επανόδου στα γνωστά μονοπάτια, που η συνοχή των Ελλήνων και η ομονοούσα πορεία έχει καταχωρισθεί στην Ελληνική Ιστορία, σαν η αεισύμφορος διέξοδος. Είναι η οδός της πίστεως. Έχω πίστη στην Ανωτέρα Δύναμη. Στον Θεό. Πιστεύω στην Πατρίδα μου. Πιστεύω στην οικογένεια. Στους θεσμούς, τους οποίους η αποκτηθείσα των αιώνων σοφία έχει προσδιορίσει. Και ο Στρατιώτης είναι ένας θεσμός. Αναγκαίος θεσμός. Και τούτο διότι ουδέποτε και ουδείς, της όποιας Νομοθετικής, Δικαστικής ή Εκτελεστικής Εξουσίας μάς έχει διαβεβαιώσει, ότι στο μέλλον δεν θα μας κτυπήσει την πόρτα ένα πόλεμος. Οι σκεπτόμενοι άνθρωποι γνωρίζουν, ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι πάνω στη Γη, θα υπάρχουν και πόλεμοι. Και εφόσον αυτό γίνει κατανοητό και όταν απαιτηθεί στο μέλλον, τότε πάλι στον Έλληνα Στρατιώτη θα προστρέξουν οι Έλληνες, διότι αυτός διαχρονικά αποδεικνύει την εγγυητική των καιρών σύσταση.
Διότι αυτός ο Στρατιώτης -όλοι το γνωρίζουν- όλοι το διαισθάνονται, ότι απαξάπαντες οι φίλοι αλλά και οι εχθροί λογαριάζουν την δύναμή του και την προσμετρούν σαν πολλαπλασιαστή συμμαχικής ισχύος ή σαν παράγοντα αποτροπής των επιβουλευομένων την ακεραιότητα του Έθνους, του Ελληνικού.
Πάμε πίσω στα γεγονότα. Η Vη Μεραρχία στο υψίπεδο Κοζάνης από 16 Οκτωβρίου κινείται προς βορρά και διαδοχικά καταλαμβάνει αντικειμενικούς σκοπούς στον άξονα Κοζάνη-Περδίκας-Αμύνταιο-Στενά Κλειδίου. Στην έξοδο των Στενών προς βορρά και επί της γραμμής Φλάμπουρο-Άγιος Βαρθολομαίος-Σιταριά-Λόφοι, συναντά εχθρική αντίσταση και ανακόπτει την προς Φλώρινα-Μοναστήριον κίνησή της.
Δέχεται ισχυρά πυρά στο αριστερό της την νύκτα 23/24 Οκτωβρίου από Τουρκικό τμήμα υπό τον υπολοχαγό Εσάτ, συνεπικουρούμενο από Τούρκους πολίτες της περιοχής, που γνώριζαν τις λεπτομέρειες και ιδιαιτερότητες εδάφους και λοιπών υποστηρικτικών τοπικών συνθηκών. Αποτέλεσμα; Αιφνιδιασμός των φιλίων δυνάμεων. Σημαντικές οι απώλειες στα μικρά εμπεπλεγμένα ελληνικά κλιμάκια, ασύντακτη οπισθοχώρηση και εμφάνιση και διασπορά πανικού σταδιακά σε ολόκληρη την Μεραρχία.
Ο πανικός αυτός έλαβε μορφή χιονοστοιβάδος όταν τα τμήματα εν ατάκτω σπουδή κατέφθασαν πίσω στην Κοζάνη, όπου πλέον εκρίθη αναγκαίον να ληφθούν αυστηρά μέτρα από την υπηρεσία μετόπισθεν, για να συγκρατηθεί το φαινόμενο πριν λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και τεθεί σε κίνδυνο η όλη επιχείρηση της Στρατιάς.
Εδώ απαιτείται να σταθούμε σε κάποιες απαραίτητες επισημάνσεις. Και πρέπει να το κάνουμε αυτό, για να επωφεληθούμε από αυτές, διότι αν ακολουθούμε τον ευφορικό τύπο των επετειακών και πανηγυρικών παρουσιάσεων, τότε ουδέποτε θα μάθουμε από τα παθήματά μας.
Η επιχείρηση του Τούρκου υπολοχαγού ήταν νυκτερινή και εκ μη αναμενομένης κατευθύνσεως λόγω του βαλτώδους εδάφους. Συνεπώς οι επιτυχείς νυκτερινές επιχειρήσεις προσδίδουν στον ενεργούντα τακτικό πλεονέκτημα. Άρα, ένας αρτίως εκπαιδευμένος στρατός πρέπει να γνωρίζει καλώς τον νυκτερινό αγώνα.
Διαβάζουμε στο βιβλίο Βαλκανικοί Πόλεμοι Εκδόσεις Κέκροψ Ο.Ε.,1970, συγγραφείς Χ. Γκιών, Στ. Θηραίος.
«Ούτως από τις πρωινές ώρες της 24ης Οκτωβρίου η Vη Μεραρχία ευρίσκετο εις γενικήν και άτακτον υποχώρησιν προς τα οπίσω, ευτυχώς δε ο εχθρός επ’ ολίγον μόνον χρόνον καταδίωξε τους διαφεύγοντας προς Νότον και προς Ανατολάς. Την μεγαλυτέραν σύγχυσιν και την πλήρη διάλυσιν των Μονάδων επέφερον οι Τούρκοι χωρικοί των χωρίων Λακιά, Φιλώτας, Αντίγονος, Περδίκας, Ανατολικόν, Πτολεμαΐς, μέσω των οποίων διαδοχικώς διέρρευσαν αι υποχωρούσαι φάλαγγες πυροβολούμεναι συνεχώς υπ’ αυτών. Κατά τας απογευματινάς ώρας ήρχισαν να συρρέουν εις Κοζάνην καθ’ ομάδας τμήματα της Μεραρχίας μεταδίδοντα, ως ήτο φυσικόν, τον πανικόν εις την πόλιν».
Αποζητούμε την τέχνη στους πανηγυρικούς αλλά θα συναντήσουμε την γνώση. Όμως η γνώση δημιουργεί τον Φάουστ.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι Τούρκοι χωρικοί στο οθωμανικό μέχρι τις ημέρες εκείνες βιλαέτι καλώς υπήρχαν, καλώς ήταν οπλισμένοι και καλώς πυροβολούσαν. Αν όμως σκεφθούμε, ότι στην σημερινή ελληνική επικράτεια, όπως ακούγεται και διαπιστώνεται, ότι υπάρχουν ξένοι και αλλόδοξοι και οπλισμένοι και ουδόλως φιλικά διακείμενοι και μάλιστα προερχόμενοι από όμορες χώρες με διεκδικήσεις επί περιφερειών του Ελληνικού εθνικού κορμού, τότε ας κτυπήσουν οι καμπάνες του εθνικού μας συστήματος επαγρυπνήσεως.
Αλλά, ακόμη και αν υπάρχουν ξένοι από μη όμορες χώρες αλλά από μακρινές και οι οποίοι εισρέουν στην Ελλάδα με ουδενός την πρόσκληση, ωσάν χείμαρρος υπερχειλίζων και είναι αλλόδοξοι και αλλόθρησκοι και οι οποίοι πληθύνονται με ρυθμούς πολλαπλάσιους σε σχέση με τον γηράσκοντα ελληνικό πληθυσμό, τότε οδηγούμεθα σε χωρία, με δυσοίωνα ορόσημα για την Ελλάδα. Είναι απλά μαθηματικά. Σε λίγο θα είμαστε μία θλιβερή μειονότητα στην χώρα μας.
Πώς μπορούμε να δικαιολογηθούμε στους ήρωες προγόνους μας; Σ’ αυτούς που έπεσαν στο πεδίον της τιμής για να κρατηθεί η Ελληνική Σημαία ψηλά στον ιστό, και να προβάλλεται στους ορίζοντες της παγκόσμιας ιδέας περί αρετής; Πώς θα απολογηθούμε κείμενοι αμίλητοι και σκυθρωποί εμπρός στους τάφους των πατέρων μας; Με τί σθένος θα επιχειρηματολογήσουμε, ότι ο κόσμος, ας είναι σκοτεινός. Όσο θέλει να είναι σκοτεινός. Η δική μας ελληνική ηθική είναι σε θέση αυτόν τον κόσμο να τον φωτίσει. Πώς όμως να τον φωτίσει, όταν εν γνώσει μας και για λόγους ψηφοθηρίας ή φθηνών εργατικών ή εμμέσου εκμεταλλεύσεως της ανθρώπινης δυστυχίας αλλοιώνουμε τα εθνικά μας χαρακτηριστικά;
Ποιες είναι οι αξίες που υπηρετεί ο σημερινός Έλληνας; Μήπως τον καταναλωτισμό; Είναι αξία ο καταναλωτισμός; Και ποιό είναι το τίμημα του καταναλωτισμού;
Παρασυρθήκαμε από ένα κύμα αφελείας, απρονοησίας και ακρισίας. Εθελοτυφλούσαμε γνωρίζοντας, ότι οι κυβερνήσεις μας με τα πεπραγμένα τους δεν υπήκουον στον κοινωνικό νόμο της χρησιμότητας. Και αφού το διαπιστώσαμε δεν ενοχληθήκαμε από το, ότι η οικονομική πολιτική με τις ανεπιφύλακτες δαπάνες της οδηγούσε συνειδητά σε εμπρόθετο καταστροφή της Ελλάδος. Η επίπλαστη ευφορία των προηγουμένων χρόνων μας ετύφλωσε και δεν είμαστε σε θέση να ιδούμε το αύριο. Το αύριο των παιδιών μας. Την τύχη της πατρίδας μας. Την γύμνια της πνευματικής μας δομής. Αλλά και όσοι διετείνοντο ότι σκέπτονται, μερίμνησαν να προσαρμοστούν στις ιδιαιτερότητες των εξουσιαστών προσδοκώντας την υποστήριξη από αυτούς. Υποστήριξη προστατευτική, καθεστωτική, διαρθρωτική, εξυψωτική, καθιερωτική και κατά πάσαν έννοια συνεκδοχική του «δημοκρατικού» σχήματος, που προνοεί, ότι «το ένα χέρι νίβει τα’ άλλο».
Και ας πάμε πάλι εκατό χρόνια πίσω.
Το ατύχημα της V Μεραρχίας επληροφορήθη η Στρατιά και διέταξε την Μεραρχία ταχέως να ανασυνταχθεί, να τηρήσει τις θέσεις και εξασφαλίσει το αριστερόν της Στρατιάς, ενεργούσα επιθετικώς ακόμη, κατά του εχθρού εάν ο εχθρός ενεργούσε προς την κατεύθυνση Άγρας-Έδεσσα, όπερ εσήμαινε κίνδυνον εις τα νώτα της ενεργούσης προς Θεσσαλονίκη Στρατιάς.
Η Στρατιά ανέφερε το συμβάν στο υπουργείο στρατιωτικών και συνιστούσε ταχυτέρα προέλαση προς Ιωάννινα της Στρατιάς Ηπείρου, αφ’ ετέρου δε παρεκάλει επέμβασιν παρά τη κυβερνήσει της Σερβίας προς εντονωτέραν ενέργειαν του στρατού της προς Μοναστήριον.
Εδώ, σ’ αυτό το σημείο, πολλοί είναι αυτοί, που θα διερωτηθούν. Μα καλά, εδώ έλαβε η Vη Μεραρχία την διαταγή, που ώριζε σαν τελικό αντικειμενικό σκοπό το Μοναστήρι και τώρα έρχεται σύσταση από τον ίδιο τον εκδότη, που αναιρεί την ίδια του την διαταγή; Μα… μ’ αυτόν τον τρόπο παραιτούμεθα από μία εθνική διεκδίκηση. Άρα εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα είδος απεμπολήσεως οραματισμών. Κάτι σαν προδοσία.
Αυτά βέβαια τα λέμε εμείς εδώ, μετά από 100 χρόνια. Το ίδιο λένε και μερικοί από εμάς τους ίδιους μετά 200 χρόνια και για τους ήρωες του 21. Ότι δηλαδή ήταν αιμοσταγείς δολοφόνοι, που έσφαζαν τους καημένους τους Τούρκους, σαν τα κουνέλια στην Τριπολιτσά, στα Δερβενάκια και αλλαχού. Μετά 200 χρόνια -ως φαίνεται- πολλοί από εμάς έχουν ξεχάσει τις φρικαλεότητες των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων κατά τους πέντε αιώνες της σκλαβιάς. Ξέχασαν, ότι η ελευθερία δεν αποκτήθηκε με αγκαλιές και με φιλιά, αλλά με της καρδιάς το πύρωμα αποκτήθηκε και με το αίμα.
Για την προκειμένη περίπτωση του Μοναστηρίου, το Γενικό Στρατηγείο εξετίμησε, ότι είναι προτιμότερον να εμπλακεί ο κύριος όγκος του Τουρκικού στρατού τής περιοχής Μοναστηρίου με τις Σερβικές δυνάμεις αγκιστρούμενος στον βορρά, παρά να κινηθεί απερίσπαστος προς τα νώτα της προελαυνούσης προς Θεσσαλονίκη Ελληνικής Στρατιάς.
Συνεπώς, για να μη σπεύδουμε και εξάγουμε συμπεράσματα, καλόν είναι να εξετάζουμε τα θέματα με όλες τους τις παραμέτρους. Και εν πάση περιπτώσει πώς θα μπορούσαμε να αναστρέψουμε την Ιστορία ει μη μόνον μαθαίνοντας από αυτή και μην επαναλαμβάνοντας τα ίδια λάθη; Και είναι διαπιστωμένο το πόσο είμαστε εύκολοι κριτές των άλλων χωρίς να κοιτάζουμε την δική μας κατευθυνόμενη από τους κοινωνικούς μηχανικούς παρειλκυμένη κρίση.
Τί θα λένε για εμάς οι απόγονοί μας μετά από 100 χρόνια; Εφόσον βέβαια υπάρχουν απόγονοι, διότι δεν θα υπάρχουν εάν συνεχίσουμε έτσι χωρίς να αλλάξουμε τρόπο σκέψεως, κρίσεως και συμπεριφοράς. Ας φανταστούμε για λίγο το τι θα λένε:
«Ήταν μία ζοφερή περίοδος της ιστορίας εκείνης της χώρας. Παρ’ όλον, ότι δεν ήταν πολεμική περίοδος η Ελλάδα ηττήθη σε όλα τα σημεία από τον εαυτό της. Διότι οι τότε κάτοικοι εκείνης της χώρας υιοθέτησαν ένα μεταμοντέρνο σύστημα σκέψεως προσανατολισμένο σε μία υποτιθέμενη πρότυπη ευτυχία. Απέρριπταν τις συλλογικές και εθνικές διεκδικήσεις, όταν τους εζητήτο υλική ή ηθική συνδρομή. Απέβαλλαν από το λεξιλόγιό τους τη λέξη αξία. Αμφισβήτησαν τις ιστορικές, των προγόνων τους αφηγήσεις και κατεκρήμνισαν όσα στοιχεία εθεμελίωναν την δυνατότητα μιας αντικειμενικής γνώσεως που συγκρατεί την ζητουμένη ορθή δομή. Δηλαδή την ανθρώπινη ύπαρξη. Σκεπτικιστές απέναντι στην εθνική ενότητα, στην πρόοδο, στην αλήθεια. Δεν νοιάστηκαν για ένα ελιτισμό στην κουλτούρα αλλά για ένα πολιτισμικό σχετικισμό, ο οποίος δέχεται τον πλουραλισμό, την ιστορική ασυνέχεια και την ετερογένεια.
Για εκείνους τους ανθρώπους του έτους 2012, ήταν βολική η ευνοιοκρατία, οι πελατειακές σχέσεις, η αδιαφάνεια, η ανομία και η ατιμωρησία. Αυτά όλα τα παράταιρα, τα οποία ουδόλως ευνοούσαν την κοινωνία σαν σύνολο ει μη μόνο μερικά άτομα ιδιαιτέρων προσόντων και γνωρισμάτων, αν και αποκλίνοντα από τους παραδεδεγμένους κανόνες της κοινωνικής ηθικής εν τούτοις απεδεικνύοντο, ότι ήταν πιο γόνιμα πολιτικά. Διότι οι πολιτικοί του τότε αυτό ακριβώς επεδίωκαν: την διαιώνιση επιλύσεως των προβλημάτων για να δικαιολογούν την επί σκηνής παραμονή των, ως απαραιτήτων συντελεστών, με σκοπό δήθεν, να διαβεί ο λαός το κατώφλι της υπεσχημένης αενάου ευφορίας.
Συνθήματα των πολιτικών του τότε ήταν «αλλαγή», «για καλύτερες ημέρες», «να επανιδρύσουμε το κράτος», «ο λαός στην εξουσία» και άλλα βαρύγδουπα, όπου ο μη σκεπτόμενος νόμιζε ότι θρονιάστηκε στην εξουσία δια παντός. Και φυσικά δεν τα κατάφερε να κάνει διαρθρωτικές αλλαγές, να πατάξει την φοροδιαφυγή, να εξυγιάνει το υδροκέφαλο δημόσιο, να υλοποιήσει την ανάπτυξη. Και τούτο, διότι πίστευε, ότι η ανοχή είναι πιο βολική από τον έλεγχο.
Αλλοίμονο, ο λαός ουδέποτε ήταν στην εξουσία. Ουδέποτε θα είναι. Αρκεί να το καταλάβει, ώστε να ιδεί ποιος ακριβώς τον εξουσιάζει. Να ανακαλύψει τι σημαίνει οικονομική elite. Τι τραπεζίτης. Τι χρηματοδότης της εξουσίας. Τι απαιτήσεις έχει ο χρηματοδότης από τον χρηματοδοτούμενο και τι επίπτωση έχει αυτός ο κύκλος των αδιαφανών δοσοληψιών στον εύπιστο πολίτη».
Αυτά συνέβαιναν το 2012.
Εκείνη την εποχή εάν κάποιος τολμούσε να παροτρύνει τους συνανθρώπους του να νικήσουν τα πάθη τους -γιατί αυτή η νίκη θα ήταν η πιο ουσιαστική νίκη της υπάρξεώς των- τότε όλοι θα τον περιεργάζονταν με διάθεση χλευαστική, ως χρήζοντα εκσυγχρονιστικής παιδείας και κοινωνικής αναπροσαρμογής.
Όμως, το 1912, οι πιο παλαιοί Έλληνες είχαν πιστέψει, ότι η ανθρώπινη ψυχή έχει μεγαλύτερη ανάγκη για ένα ιδανικό μιας αποκατεστημένης Ελλάδας παρά από το πραγματικό, του ατομικού καλώς έχειν. Πίστευαν, ότι με το πραγματικό μπορούσαν να ζήσουν μεν σαν ζωντανά όντα αλλά με το ιδανικό, ότι θα εξετείνοντο σαν αειμνημόνευτοι θρύλοι.
Ε… λοιπόν, αυτούς τους θρύλους μνημονεύουμε σήμερα. Αυτούς που πολέμησαν για να μας επιρρωνύουν εις το διηνεκές, ότι οι αληθινοί άνθρωποι θα υπάρχουν στο διαρκώς εκτεθειμένο βιβλίο καταθέσεων της αιωνίας ευγνωμοσύνης των συνειδητών Ελλήνων.
Ας επιστρέψουμε και πάλιν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Από τις 27 Οκτωβρίου η Στρατιά είχε ενημερώσει το υπουργείο στρατιωτικών επί των προθέσεων και αποφάσεών της προς αντιμετώπιση της τακτικής καταστάσεως, ως και ότι μετά την τακτοποίηση των πραγμάτων στην Θεσσαλονίκη το πλείστον των δυνάμεών της θα εστρέφετο προς Μοναστήριον. Η Στρατιά λοιπόν από τις 29 Οκτωβρίου άρχισε να εφαρμόζει σχέδιο προς εκδίωξη και συντριβή των προερχομένων από Μοναστήριον και δρώντων στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας Τουρκικών δυνάμεων.
Προς τούτο δια του όγκου της εστράφη προς Φλώρινα επί των αξόνων Θεσσαλονίκη-Γιαννιτσά-Έδεσσα-Άρνισσα-Φλώρινα με τρεις Μεραρχίες (I,III,VI) και Ταξιαρχία Ιππικού και Κοζάνη-Πτολεμαΐς-Αμύνταιον-Φλώρινα με βάση την V Μεραρχία.
Με διεξαγωγή μικράς εντάσεως επιχειρήσεων και του εχθρού διαρκώς οπισθοχωρούντος και εγκαταλείποντος οπλισμό και υλικό, το Γενικό Στρατηγείο προωθήθη διαδοχικά την 5ην Νοεμβρίου στον Άγρα, την 6η Νοεμβρίου στην Άρνισσα την 7η Νοεμβρίου στην Βεύη. Την 8η Νοεμβρίου εισήλθε και εγκατεστάθη στην Φλώρινα. Εν τω μεταξύ είχε καταληφθεί το Μοναστήριον από τους Σέρβους.
Οι λεπτομέρειες των επιχειρήσεων για την προώθηση των φιλίων δυνάμεων μέχρι την Φλώρινα, μετά την αναστροφή της Ελληνικής Στρατιάς προς την Δυτική Μακεδονία δεν έχει αξιόλογο ενδιαφέρον για στρατιωτική τεχνική ανάλυση. Ο εχθρός πλέον εξεκένωσε την περιοχή καταπονημένος, χωρίς ηθικό, χωρίς υποστήριξη, χωρίς λόγο για την εδώ παραμονή του.
Η Ιστορία υπαγόρευσε την απόδοση της γης και των επ’ αυτής ψυχών στον νόμιμό της ιδιοκτήτη. Την Ελλάδα.
Μπορούμε να μνημονεύσουμε και να εξάρουμε την σύνεση με την οποία ο Μητροπολίτης Φλωρίνης Πολύκαρπος εχειρίσθη την «υπόθεση παράδοση» από τους Τούρκους μπέηδες, οι οποίοι είπαν: «από το βασιλικό γένος των Ρωμαίων πήραμε την Φλώρινα και στο βασιλικό γένος των Ρωμαίων πρέπει να την παραδώσουμε».
Επίσης πρέπει να εξαρθεί η γενναιότης και ψυχραιμία του Υπιλάρχου Ιωάννη Άρτη, ο οποίος με μαχητικότητα, δυναμισμό και αυτοπεποίθηση έπεισε όλους τους εχθρικά συμπεριφερομένους στον τελικό αντικειμενικό σκοπό, ότι η Φλώρινα έχει πλέον περιέλθει εκεί που ανήκει.
Όση ώρα κατετίθεντο τα σχετικά με την απελευθέρωση, ο κάθε ένας εδώ στην αίθουσα αυτή έχει καταχωρίσει κάποια συμπεράσματα στην συνείδησή του. Συνεπώς δεν απαιτείται αναμνημόνευση. Υπάρχει ωστόσο ένα βασικό δίδαγμα, που πρέπει να επισημανθεί. Και τούτο, διότι έχουμε παρασυρθεί από την καθημερινότητά μας. Έχουμε παραλείψει να μιλήσουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας, για το πώς εκείνοι οι πρόγονοι επάνω στις δυσκολίες τους δημιούργησαν το θαύμα. Να διηγηθούμε, εμείς και οι δάσκαλοι και να τους κατευθύνουμε στο πως θα ανακαλύψουν τις δυνατότητες της εθνικής μας ζωής, που μόνη η εξιστόρησή της δίνει χαρά και δύναμη και φωτίζει την ζωή των παρόντων και των μελλόντων Ελλήνων.
Να διδάξουμε στους επερχομένους, ότι πρέπει να επανενεργοποιήσουμε την σκέψη μας, η οποία σήμερα έχει κοιμηθεί. Έχει αποχαυνωθεί. Έχει υποστεί αιμωδίαση από τα τηλεοπτικά παράθυρα, από τους αχαλίνωτους εξυπνακισμούς, από την παραπλανητική πολιτική ορθότητα, από τις επιταγές ενός απαλλοτριωτικού κοσμοπολιτισμού, από την ύπουλη διείσδυση εξαμβλυτικών του εγκεφάλου μας προγραμμάτων, όπως είναι τα τουρκικά serials και χίλια δυο άλλα. Αν τα εξηγήσουμε με υπομονή και επιμονή αυτά, τότε θα επιτύχουμε να δώσουμε το επανορθωτικό ερέθισμα στα παιδιά μας. Να τους μιλήσουμε για την ελληνική επινοητικότητα, την ελληνική σκέψη, την τόλμη που η Ιστορία μας αναφέρει και για την πρόοδο, που γεννάται μέσα από την θέληση.
Ας μιλήσουμε στα παιδιά μας λέγοντάς τους, ότι η Ιστορία διδάσκει. Ότι είναι μία ατέρμονη άθροιση γνώσεων και όχημα για μια ανθηρότερη ζωή. Ας τους μιλήσουμε για τους προηγηθέντες Έλληνες, που πολέμησαν για την απελευθέρωσή μας. Αυτούς, που εμείς σήμερα τιμούμε.
Ας μιλήσουμε στα παιδιά μας ότι πρέπει να σεβόμαστε το όνομα Έλλην.
Να υμνούμε τα έργα των προγόνων μας. Να τους διδάξουμε την παράδοση την οποία την θέλουμε να είναι σαν ένας ενωτικός κρίκος που συνδέει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Όπως μας το διδάσκει ο εθνικός μας ποιητής Παλαμάς μέσα από τους στίχους του:
“Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες, ό, τι είστε, μην ξεχνάτε!
Δεν είστε από τα χέρια σας μονάχα.
Όχι! Χρωστάτε και σ` όσους ήρθαν, πέρασαν,
θα ρθουνε, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί”.